5. Όπως προαναφέρθηκε, σε πολλά Σουβαλιώτικα πλουσιόσπιτα στηνόταν μυστικά χαρτοπαικτικό καρέ, κυρίως κατά την περίοδο των εορτών και με πρωταγωνιστές τους σπιτονοικοκυραίους που και αυτοί φυσικά ήταν τζογαδόροι....
Ένα απ’αυτά ήταν και το θαυμάσιο νεοκλασσικό της οικογένειας Σουφλή στο τρίγωνο Ρέββα. Ο ιδιοκτήτης του δάσκαλος Θανάσης Σουφλής συγκέντρωνε θα λέγαμε τη Σουβαλιώτικη χαρτοπαικτική ελίτ της δεκαετίας του ’50 και μαζί της ασκείτο στο προσφιλές του σπορ της πόκας. Από τη συντροφιά δεν έλειπε ποτέ ο «μέτρ» του είδους Αδάμ Καρούζος. Ένα βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα, ο κούκος μονός έδινε κι έπαιρνε. Ο δάσκαλος μη έχοντας καλό χαρτί, μπλοφάροντας απευθύνεται στο καρέ: -«Υπάρχει κανένας «καλός» να μοιράσουμε;». Ο Αδάμ, που ήταν «καλός», δεν τσίμπησε το δόλωμα. Και του απαντάει:-«Τράβα το χαρτί σου δάσκαλε. Δεν υπάρχει καλός εδώ. Τέτοια ώρα οι καλοί είναι στα σπίτια τους!!».6. Μια άλλη γραφική φιγούρα του τζόγου, με φήμη που ξεπερνούσε ακόμη και τα εθνικά σύνορα αφού είχε θητεία και σε διεθνή καζίνα, ήταν η Σουβαλιώτισσα αρχοντοκυρία και φίλη μου, Ξανθή Κυρίτση, που απεβίωσε πρόπερσι. Στα νιάτα της ήταν παντρεμένη με τον οικονομολόγο και πολιτικό Παναγιώτη Τζαννετάκη, αδελφό του μετέπειτα Πρωθυπουργού Τζαννή Τζαννετάκη. Ο γάμος όμως δεν κράτησε για πολύ, για ευνόητους λόγους. Όπως μου εξομολογείτο η ίδια, ούτε ο πύργος της οικογένειας στη Μάνη δεν της είχε «ξεφύγει». Ο Θεός να αναπαύσει την ψυχή της και ας της συγχωρήσει αυτό το αθώο πάθος που μόνο τον εαυτό της έβλαψε.
7. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, συνάμα με την άνοδο του βιοτικού επιπέδου, κορυφώνεται και η μετά μανίας θα λέγαμε, χαρτοπαικτική ενασχόληση του συνόλου σχεδόν του ενεργού αντρικού πληθυσμού της Σουβάλας. Η μόδα διαπερνά οριζόντια και κάθετα όλη την κοινωνική και οικονομική διαστρωμάτωση και επηρεάζει ακόμα και τους ανειδίκευτους φτωχούς νεολαίους του καθημερινού μόχθου και του φτηνού μεροκάματου. Δύο εξ αυτών, ο Γ.Β και ο Γ.Δ, συμμετέχουν στο παράνομο τυχερό παίγνιο «21», που διεξάγεται σε κρυφή αυτοσχέδια λέσχη στη γειτονιά του Πάρκου. Είναι πέντε το πρωί και ολονυχτίς ο Παρνασσιώτικος κατεβατός έχει πασπαλώσει το χωριό με χιόνι πάνω απ’ το γόνατο. Και ενώ ως ο κανονισμός του παιγνίου ορίζει, έχει γίνει το «στούκι» και στο τραπέζι έχει μαζευτεί ένα «βουναλάκι» από χιλιάρικα, ο Γ.Β. κερδίζει το κόλπο και τραβάει το «βουναλάκι» προς το μέρος του. Πάνω στη απόγνωσή του, ο χαμένος Γ.Δ., από το «βουναλάκι» και πριν αυτό ενθυλακωθεί, βουτάει με το χέρι του όσα χιλιάρικα πρόφτασε και εκμεταλλευόμενος το στιγμιαίο άνοιγμα της πόρτας, ορμάει προς την έξοδο. Ο αιφνιδιασμός ήταν τέτοιος, που μέχρι ο παθών να αντιδράσει και να τον πάρει στο κυνήγι, είχε προλάβει να τρέξει και να κρυφτεί μέσα στον Αη Ταξιάρχη. Ούτε κι απ’ τον τορό μπόρεσε να τον εντοπίσει. Και που να πάει να καταγγείλει την κλοπή. Στην Αστυνομία; Σε λίγο ξημέρωσε και ως γνωστόν, της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελάει. Αλλά και τα σβήνει.
8. Εμβληματική χαρτοπαικτική μορφή της νεότερης Σουβάλας, υπήρξε και ο διάσημος χτίστης οικοδομών Παναγιώτης Ρίζος. Έμεινε στην ιστορία γνωστότερος με το ψευδώνυμο «Μπότης», (εκ του Παναγιώτης- Πότης). Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, οπότε και το απόγειο της ακμής του, έχτισε μοναδικά έργα τέχνης ανά την Ελλάδα που στέκονται αγέρωχα μέχρι της μέρες μας. Όπως για παράδειγμα το ξενοδοχείο Miramare στη Μύκονο, τα ξενοδοχεία του ΕΟΤ στο Λουτράκι, την εξηντάμετρη κυλινδρική υψικάμινο στο εργοστάσιο ζάχαρης στη Λάρισα κ.ά. Το καλοκαίρι του 1977δούλεψα μαζί του ως λασπάς στη Γλούνιστα. Μαζί με μένα δούλευαν κουβαλώντας λάσπη και τούβλα ο Κωτσιούλας και ο μακαρίτης Χρήστος Ανάγνος. Που να τον προλάβουμε. Ο μέσος όρος χτισίματος την ημέρα ήταν 10.000 τούβλα! Ένα πρωί, ενώ έχουμε γυρίσει ένα φορτηγό ασβεστόλασπη για να δουλέψουμε, ο Πότης φεύγει μέχρι το Παλιοχώρι για τσιγάρα. Πουθενά να γυρίσει. Πάει μεσημέρι, ήρθε απόγευμα, άρχισε να σουρουπώνει. Σε κάποια στιγμή καταφτάνει με τον αγρότη τσίτα στα γκάζια.
-Μάγκες μη στεναχωριέστε. Πήγα μέχρι το καφενείο και τους τα πήρα. Κι αύριο μέρα είναι. Ρίχτε νερό στη λάσπη και το πρωί θα την έχουμε αλοιφή. Πάμε τώρα μέχρι τα Καστέλλια, έχει κλαρίνα. Κερνάω.
9. Προ διετίας, απεβίωσε πλήρης ημερών, ο θείος της μάνας μου Παναγιώτης Αυγέρης. Αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, διέπρεψε στη ζωή και στην τέχνη ως ένας εξαίρετος οικογενειάρχης και εμποροράπτης. Υπήρξε όμως και ορκισμένος bon viveur και λάτρης της τράπουλας. Η σύζυγός του Ευθυμία, όπως η ίδια διηγείτο, μπροστά στους αμείλικτους ωροδείκτες και στην απόγνωση της μάταιας προσμονής, είδε κι απόειδε. Τηλεφώνησε η ίδια στον Εισαγγελέα Ποινικής Διώξεως στην Άμφισσα και «κατέδωσε» τη μυστική καβάτζα που κρατούσε επί μέρες «αιχμάλωτο» τον μονίμως εν χειμώνι απόντα συμβίο της. Ουδέν νομοεφαρμοστικό μέτρο συνέβη.
Κατά την εξόδιο τελετή του κυρ-Παναγιώτη όμως και λίγο πριν πέσει η αυλαία, ο συνομήλικος και συμπαίκτης εν τσόχοις του εκλιπόντος Μπάρμπα-Χαράλαμπος Αμπελουργός, κατά την ώρα του αποχαιρετιστήριου ασπασμού, του έχωσε στην τσέπη του σακκακιού μια ολοκαίνουργη πακεταρισμένη τράπουλα.
-«Πάρτη νε Παναγιώτη. Κι όταν με το καλό ξανανταμώσουμε, να την έχουμε για να περνάμε την ώρα μας….»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.