Γεννήθηκα στα υψώματα. Δεν ξέρω τόπο ακριβώς. Η φαμίλια μου μετακινιόταν συνεχώς στα βουνά, αναζητώντας βοσκοτόπια. Το χειμώνα κατεβάζαμε τα κοπάδια μας στα χαμηλά και μόλις έφτιαχνε ο καιρός ξαναπαίρναμε το δρόμο για τα ψηλώματα......
Σε κάθε μας μετακίνηση, μέχρι να στήσουμε λημέρι στον Παρνασσό, ακολουθούσα τα βήματα τής μάνας μου κρεμασμένος από την ποδιά της. Αυτά θυμάμαι από το πριν• για το μετά έχω πολλά.Την πρώτη αντρίκια μέρα της ζωής μου την έζησα απ’ τη μεριά του Δαδιού, στη Βίγγλα ή Πυρσεία της αρχαίας Αμφίκλειας –πέρα απ’ του Καραμαντά το λιθάρι, στο πλάι του βουνού πάνω απ’ το χωριό– όταν πρωτοπήρα το κοπάδι μοναχός μου. Πρόσεχα μην πάρουνε τα ζωντανά τον κατήφορο μέχρι το Δαδί και ρημάξουνε περιβόλια και σοδιές. Για όποιον δεν γνωρίζει αυτόν τον τόπο είναι «η αρχαία Οφιτεία και Αμφίκαια του Ηροδότου, η Αμφίκλεια του Παυσανία». Αυτά δεν τα ήξερα τότε. Τα έμαθα αργότερα, όντας Αναγνώστης στο αντρικό Μοναστήρι της Παναγιάς τής Γαυριώτισσας, που είναι χτισμένο στα οχτακόσια μέτρα υψόμετρο. Κι αφού όλα τα έχασα κι άλλα δεν έχω,γράφω για όσα έγιναν πριν μας χαλάσουνε ούλους οι Τούρκοι και δεν μείνει πλέον μαρτυριά γι’ αυτούς που αγωνίστηκαν ενάντιά τους.
Όλη τη μέρα έβοσκα τα κοπάδια μας στα βακούφικαλιβάδια. Σαν άρχιζε να πέφτει ό ήλιος, έμπαζα τα πρόβατα στο μαντρί κι αφού τ’ άρμεγα έπαιρνα την κατηφόρα προς το Μοναστήρι, για να κολλήσω ένα κερί στο προσκυνητάρι της Παναγιάς πριν σφαλίσουν οι πόρτες του. Ύστερα γύριζα πίσω να ξεκουραστώ. Όταν χάθηκαν οι δικοί μου και το βιός μας εκεί ήμουνα. Ό,τι είχα ανάψει το κερί μου, άκουσα το χαλασμό και είδα φλόγες και καπνό απ’ τη μεριά που είχαμε τις στάνες μας. Τίποτα δεν έμεινε. Οι Τούρκοι με ρήμαξαν, σκότωσαν τους δικούς μου, έκαψαν το κονάκι μας και πήρανε μαζί τους τα κοπάδια μας. Όσοι συγγενείς γλύτωσαν φύγανε γι’ άλλα βουνά,νομίζοντας πως είχα σκοτωθεί. Έμεινα φτωχός και παντόρφανος. Ευτυχώς, με μάζωξαν οι καλόγεροι και μ’ έβαλαν τσοπανάκοστο κοπάδι τού Μοναστηριού. Από τότε, κάθε βράδυ μετά το άρμεγμα πήγαινα κι άναβα ένα κερί στη χάρη της Παναγιάς, που με κράτησε ζωντανό.
Στο Μοναστήρι έμεινα δόκιμος αρκετά χρόνια. Κάθε πρωί έβγαζα τα πρόβατα για βοσκή κι όταν ο ήλιος έφτανε ένα καλάμι τα πήγαινα στο πλάτωμα, που είναι στενόμακρο σαν βουνίσια κοιλάδα κι έχει χορτάρι μπόλικο, αφού το βλέπει ολημερίς ο ήλιος. Έβρισκα τον ίσκιο μου κάτω από τα μεγάλα έλατα και παίζοντας τη φλογέρα μου χάζευα τον κάμπο, χωρισμένο στα δύο από τον βοιωτικό Κηφισό, ν’ απλώνεται ως εκεί που κλείνει ο ορίζοντας. Άλλες φορές κατέβαινα μέχρι τον Κοκκινόβραχο, πέρναγα τον πύργο της Κυριάς κι όταν άκουγα την καμπάνα του Μοναστηριού, που έκρουε «Α-δάμ, Α-δάμ»,έπαιρνα με το κοπάδι το δρόμο της επιστροφής. Με τις ζέστες, ανέβαζα τα ζωντανά στο Βοϊδολίβαδο και κάποιες φορές, έφτανα μέχρι το Μπογντάνι, εκεί που αρχίζει το Σπανό του Παρνασσού.
Ένας κόσμος ολόκληρος αυτός ο τόπος –ο μόνος που γνώρισα–με τα πολλά ξωκλήσια, τις πέτρινες βρύσες, τα περιβόλια, τ’ αλώνια και τα πυκνά δάση, γεμάτα από έλατα, πεύκα, κέδρα και βελανιδιές αλλά και γαύρους, που έδωσαν το προσωνύμι στην Παναγιά του Μοναστηριού. Στο Δαδί κατέβηκα μία φορά από τις σάρες της Βίγλας. Τα σπίτια του ήταν κρεμασμένα πάνω απ’ τα ριζά τού Παρνασσού για τον φόβο των Τούρκων• ολόκληρη πολιτεία μού φάνηκε. Έτυχα στο μεγάλο πανηγύρι, που ξεκίναγε στις 8 κάθε Σεπτέμβρη, ανήμερα στο Γενέσιο της Θεοτόκου, και κράταγε πέντε μέρες. Ο κόσμος πολύς κι ο θόρυβος μεγάλος από τα κάρα και τις οπλές των αλόγων στο λιθόστρωτο. Μπροστά-μπροστά, γεωργοί και έμποροι διαλαλούσαν τα γεννήματα και τις πραμάτειες τους και πίσω από όλη αυτή τη φασαρία γίνονταν τα παζαρέματα κάθε λογής ζωντανού. Δεν θα ξεχάσω τα μάτια των ατίθασων αλόγων όταν άλλαζαν χέρια, μετά από σκληρά παζάρια.
Το Μοναστήρι έσερνε την αρχή του από τους βυζαντινούς χρόνους. Είχε καταστραφεί και ξαναχτιστεί από την αρχή αρκετές φορές .Ο ηγούμενος έλεγε πως οι Τούρκοι το είχανε βάλει στο μάτι και του έβαζαν φωτιά με κάθε ευκαιρία. Ευτυχώς είχαμε το σιγίλλιο τού Πατριάρχη, Γρηγορίου του Ε΄, για τα προνόμιά του. Το Μοναστήρι ήτανε γνωστό για τις αγιογραφίες του, τη φιλοξενία του και το γάργαρο νερό της πηγής του, που δρόσιζε κάθε κουρασμένο στρατοκόπο κι έφτανε μέχρι τα περιβόλια. Γέμιζα κι εγώ το λαγήνι μου, κάθε πρωί. Ύστερα έκοβα κάνα καρπό ή φρούτο τής εποχής και, κάνοντας το σταυρό μου, έπαιρνα το μονοπάτι για το μαντρί. Τα δύσκολα χρόνια τής κλεφτουριάς με βρήκανε με το σχήμα τού μοναχού να βάζω τα δυνατά μου να γίνω Αναγνώστης, αφού για ψάλτης δεν έκανα μιας και ήμουνα παράφωνος. Το κοπάδι πάντως δεν το παράτησα.
Την εποχή της Επανάστασης, οι κλέφτες και οι αρματολοί έμπαιναν στον ιερό χώρο απ’το κρυφό πέρασμα, που ένωνε τομαντρί με τα κελιά. Πρώτοι και καλύτεροι ο Θανάσης ο Διάκος και ο Δυσσέας Ανδρούτσος έκαναν εκεί τις συναντήσεις τους μετά από κάθε δυσκολία ή κατόρθωμα και δέχονταν τα συγχαρητήρια των άλλων. Ποιον να πρωτομνημονεύσω απ’ τους καπεταναίους του Δαδιού; Ο Γιώργος Αυγερινός, ο Στάθης Δαδιώτης, ο Λάμπρος Στρογγύλης και ο Βαγγέλης Γκρινιάτσος πολέμησαν με τον Διάκο στην Αλαμάνα, στις 23 Απριλίου 1821. Μέσα στα παλληκάρια τού Δυσσέα Ανδρούτσου, που αγωνίστηκαν στην ιστορική μάχη της Γραβιάς στις 8 Μαΐου 1821, ήταν οι Δαδιώτες Στάθης Γαβρίλης και Θανάσης Τσούτσος και αρκετοί άλλοι απ’τα περίχωρα τού Δαδιού.
Ο Ανδρούτσος, όταν έφυγε από το Χάνι της Γραβιάς, στο Μοναστήρι μας ήρθε να κρυφτεί και να ξεκουραστεί. Τον άκουσα να λέει πως από εκεί παρακολουθούσε τις κινήσεις του Ομέρ Βρυώνη και του Κιοσσέ πασά (Μεχμέτ Ρουσούτ) στις απέναντι πλαγιές του Καλλίδρομου. Προσπάθησε μάλιστα να εμποδίσει την κάθοδό τους από τη Βουδουνίτσα προς τη Λειβαδιά και τον Μοριά. Μετά την πανωλεθρία τού Δράμαλη στα Δερβενάκια από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη ο Χουρσίτ πασάς, που είχε καταστείλει εντωμεταξύ την επανάσταση τού Αλή πασά στα Γιάννενα, έστειλε τον Κιοσσέ πασά, μέσω της Ρούμελης, για να τον υποστηρίξει στην Πελοπόννησο. Αυτός ξεχύθηκε στην Παρνασσίδα και τη Λοκρίδα και κατέλαβε τα Σάλωνα. Όταν οι κάτοικοι της Αταλάντης και της Λειβαδιάς ζήτησαν βοήθεια από τον Ανδρούτσο, ο Κιοσσέ το έμαθε, άφησε τα Σάλωνα και πήρε το δρόμο για το Δαδί.
Τα γυναικόπαιδα του χωριού κατέφυγαν στο Μοναστήρι και στα φαράγγια του Παρνασσού, όπως κάθε φορά που οι Τούρκοι πλησίαζαν το χωριό μας. Την 1ηΝοεμβρίου 1822, μέρα βροχερή, ο Δυσσέας θα συναντούσε τον Νίκο Σαρρή με τους τριακόσιους του, που είχαν οχυρωθεί στο Δαδί παρά της οδηγίες του, και στη συνέχεια θα πήγαινε στο Μοναστήρι να βρει τον Λεπενιώτη και τους δικούς του, που είχαν πιάσει τα ταμπούρια από την προηγούμενη. Θα έρχονταν κι άλλα παλικάρια από την Αράχωβα και το Καστρί. Λίγο πριν το Μοναστήρι, στο ύψος του Αη Θανάση, ο Δυσσέας είδε τους Τούρκους τού Κιοσσέπασά στη Δημοσιά να κατεβαίνουν από τη Γραβιά ακολουθώντας το ποτάμι. Εκείνη την ώρα ήμουνα στη Βίγλα και τον περίμενα να κοντοζυγώσει με τα παλικάρια του για ν’ ανοίξω το κρυφό πέρασμα. Αντί γι’ αυτό κατέβηκε απ’ τη Λιθαρόστρουγγα και τους ρίχτηκε στα Καλογερικά Δέντρα, αλλά τον αντιμετώπισαν όλοι μαζί και τον ανάγκασαν να οπισθοχωρήσει. Τότε ήταν που τον έπιασε η ποδάγρα και παραλίγο να συλληφθεί. Τον έσωσαν τρία παλληκάρια από το Δαδί, ο Στάθης ο Γαβρίλης, ο Γιάννης ο Φλώρος και ο Δήμος Κλησάρης ή Αράπης. Τον πήρανε στον ώμο και τράβηξαν κατά το Μοναστήρι. Πάνω από την Αγιά Μαρίνα, ο Δυσσέας αντελήφθη ότι έλειπε από τη θήκη της η αρχιστρατηγική σπάθα του, δώρο της Αικατερίνας της Ρωσίας στον πατέρα του, και είπε στον Γαβρίλη: «Το σπαθί ή το κεφάλι σου». Εκείνος ροβόλησε στη ρεματιά καιτη βρήκε κοντά στο Πηγαδάκι, όπου έταξε να χτίσει την Αγιά Τριάδα για τη διπλή του σωτηρία.
Τον Δυσσέα εγώ τον έμπασα στο Μοναστήρι, όπου συντόνισε τα παλικάρια του. Παρέταξε το στρατό του σε τρία μέρη, με κατεύθυνση το Δαδί: Στη δεξιά πτέρυγα έβαλε αρχηγούς τον Στάθη Κατζικογιάννη και τον Ιωάννη Κομποδαδίτη, στην αριστερά τον Γεώργιο Λεπενιώτη και στο κέντρο μπήκε αυτός με τον Μήτσο Κατζικογιάννη, τον αδελφό του Στάθη. Οι Τούρκοι, με το ιππικό τους, χτύπησαν πρώτα στο Δαδί και έτρεψαν σε φυγή τους τριακόσιους τού Σαρρή, που άφησαν πίσω τους δέκα οκτώ σκοτωμένους και τον αρχηγό τους, ασάλευτο στη θέση του. Στη συνέχεια, αφού τον έπιασαν αιχμάλωτο, έκαναν ανασύνταξη και στράφηκαν με το πεζικό τους προς το Μοναστήρι.
«Η μάχη έγινε ανάμεσα Δαδιού και Μοναστηριού και βάστηξε τέσσερις ώρες, από τις 10 το πρωί έως τις 2 το απόγευμα». Οι Τούρκοι ήταν περισσότεροι κι έκαναν πολλά γιουρούσια, όμως ο Δυσσέας εμψύχωνε τα παλικάρια του φωνάζοντας τον καθένα με το όνομά του. Όταν έφτασε το ιππικό των Τούρκων οι δικοί μας, που πολεμούσαν από δεξιά, οπισθοχώρησαν, πολλοί σκοτώθηκαν, άλλοι λαβώθηκαν και τράπηκαν σε φυγή. Το σχέδιο των Τούρκων ήταν να κυκλωθεί ο Ανδρούτσος από πίσω για να πιαστεί ζωντανός, εκείνος όμως κατάφερε να σωθεί πείθοντας κάποιους Τουρκαλβανούς, που δεν τον γνώριζαν, ότι είναι δικός τους• αυτοί τον υπερασπίστηκαν διώχνοντας τους άλλους Τούρκους κι όταν εκείνος τράβηξε κατά το Μοναστήρι, του φώναζαν: «Στάσου, μωρέ, μην τρέχεις μόνος σου εμπρός. Θα σε σκοτώσουν οι Ρωμιοί».
Εγώ άνοιξα στον Δυσσέα την πόρτα για να μπει και του έδωσα το ταψί με την πετσέτα και κάμποσα μπακίρια για να φανεί πως έκανε πλιάτσικο. Βγήκε ξυπόλυτος με το ταψί στο κεφάλι, κάνοντας τον αμέριμνο. Πως κατάφεραν οι Τούρκοι και μπήκαν στο Μοναστήρι, ούτε που το κατάλαβα. Είχα ασφαλίσει τη μεγάλη πόρτα του με τη βαριά αμπάρα, πριν μπω στο κρυφό μονοπάτι, φράζοντας όπως έκανα κάθε φορά την έξοδο με τα χαράρια που ήταν γεμάτα με μαλλιά προβάτων. Το ρήμαξαν το Μοναστήρι οι αντίχριστοι. Κατάσφαξαν τους καλόγερους και αρκετά από τα γυναικόπαιδα. Έκαναν ασχημίες και βανδαλισμούς, δε σεβάστηκαν ούτε τα ιερά του, μέχρι και τα μάτια των Αγίων έβγαλαν από τις εικόνες και ύστερα έβαλαν φωτιά. Την ίδια τύχη είχε και το Δαδί. Σκότωσαν όσους άντρες βρήκαν, αιχμαλώτισαν τα γυναικόπαιδα και το έκαψαν. Εγώ κούρνιαξα σ’ ένα κούφωμα του βουνού κι έγινα ένα με τον βράχο του. Άμα είδα τους Τούρκους να κατεβαίνουν την πλαγιά, περίμενα να πέσει ο κουρνιαχτός κι επέστρεψα στο Μοναστήρι. Ήρθε κι ο Ανδρούτσος από τη Γλούνιστα• είδε το αίμα που κύλαγε στα σκαλοπάτια ανάμεσα από τους σφαγμένους κι έφτανε μέχρι την εκκλησιά και δάκρυσε. Άφησε εμένα να θάψω τους νεκρούς κι αυτός τράβηξε για την Αράχωβα να συνεχίσει τον αγώνα. Τότε ορκίστηκα να ξαναστήσω το Μοναστήρι τής Παναγιάς της Γαβριώτισσας, που μ’ έσωσε τόσες φορές, λες και ήμουνα ταμένος γι’ αυτόν το σκοπό.
Οι Δαδιώτες με βοήθησαν να τα καταφέρω. Όσοι άντεξαν δηλαδή μετά από τόσους μήνες κακουχίες στις σπηλιές και στα γκρεμνά της Βαρσάμως• οι Τούρκοι δεν έφταναν ως εκεί, τους χάλαγαν οι δικοί μας από τα καραούλια. Όταν πέρασε η πρώτη μπόρα της Επανάστασης μάζεψα όσους λερούς και πληγιασμένους είχαν απομείνει, από τον χαλασμό και ξαναστήσαμε και το Δαδί και το Μοναστήρι. Συγκεντρώσαμε όσα ζωντανά βρήκαν το δρόμο του γυρισμού και ξεκινήσαμε τα χωράφια μας από την αρχή. Πορευτήκαμε με την Παναγία τη Γαυριώτισσα. Στις σχόλες, μετά την Εκκλησιά ξαναστήναμε τα χαλάσματα. Κάθε φαμελιά έχτισε ένα ξωκλήσι για τη σωτηρία της•ο Γαβρίλης ξεπλήρωσε το τάμα του με την Αγιά Τριάδα. Το Μοναστήρι μας ξανάγινε όπως ήτανε και κάθε χρόνο στις 6 Αυγούστου, που είναι η γιορτή του, ο κόσμος έρχεται κι ανάβει κεριά για όσους σφάχτηκαν άδικα. Από τότε το έχομε λημέρι μας κι ευγνωμονούμε την Παναγιά, που μας βοήθησε να ορθοποδήσουμε για να πολεμήσουμε ξανά, αν χρειαστεί.
Εγώ έγινα Αναγνώστης τελικά, με χειροθεσία από τον Επίσκοπο. Διαβάζω τις προφητείες, τους ψαλμούς και άλλα ιερά κείμενα στην εκκλησία και παρακαλάω για τον τόπο και τους ανθρώπους του. Τα βράδια, όταν γέρνω στο στρώμα να ξαποστάσω, έρχεται μπροστά μου ολοζώντανη η καταστροφή εκείνης της μέρας, που όσο νερό κι αν έριχνε ο Θεός δεν ξεπλενότανε η σφαγή από τις πλάκες τού Μοναστηριού. Γι’ αυτό, μέχρι να ξημερώσει, παίρνω τον κοντυλοφόρο και στοιβάζω τις σκέψεις μου στο χαρτί. Όσα έγραψα κι όσα θα γράψωτ’ αφήνω στους νεότερους, μαρτυριά για ’κείνους που αγωνίστηκαν κι άφησαν τα κορμιά τους σ’ αυτά τα χώματα, πληρωμή για τη λευτεριά τού τόπου.
Βιογραφικό
Η Κατερίνα Παναγιωτοπούλου γεννήθηκε στην Αμφίκλεια Φθιώτιδας και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Σκηνογραφία-Ενδυματολογία. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού Διπλώματος στη Δημιουργική Γραφή και συμμετέχει στη Συντακτική Ομάδα του λογοτεχνικού περιοδικού Μανδραγόρας. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε ιστοσελίδες και λογοτεχνικά περιοδικά. Η συλλογή διηγημάτων της Η Μακρυγιαλού και άλλες ιστορίες κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Εντευκτηρίου τον Μάρτιο του 2017.
Εφημερίδα ΗΧΩ της Άρτας
ixotisartas.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.