Κατά το μήνα Μάιο, είχα την καθιερωμένη επίσκεψη –
επιθεώρηση από τον Επιθεωρητή Καρκάνη. Ήταν πολύ σκληρός επιθεωρητής και
με άριστα το 50, στους νέους έβαζε βαθμό το πολύ 45......
Εμένα, τα βρήκε όλα ωραία
και μου ‘βαλε βαθμό 44. Στο τέλος όμως μου είπε ότι: ‘’ του χρόνου που θα
ξανάρθω, θέλω ένα μαχαίρι Σουβαλιώτικο από τον Ταλατούνη’’. Το βαθμό τον είχα
ανάγκη τότε, βάσει αυτού θα έπαιρνα μετάθεση, όταν θα ερχόταν η ώρα. Το έξοδο
δεν ήταν δα και τίποτα, όπως καταλαβαίνετε του το πήγα!
Εκεί στην Καλλιθέα, με επισκέφθηκε και ο πατριώτης
φίλος μου, ο Μήτσος Αδρύμης, με μια πράσινη μηχανή δίκυκλη, της Δασικής
Υπηρεσίας. Υπηρετούσε τότε Δασονόμος στο Λιδορίκι, έμαθε πως είμαι στην
Καλλιθέα και ήρθε και μου ‘δωσε κουράγιο.
Ας είναι καλά!
Είχα στο σχολείο ένα μαθητή, τον Μιλτιάδη, που δεν
διάβαζε ποτέ. Μάλιστα το όνομά του το έγραφε ‘ Μιλιτιάδης’. Όταν τον ρωτούσα τί
ήταν π.χ. ο Ηρακλής ή κάποιος άλλος, απαντούσε ο πονηρός: Ήταν ένας καλός
άνθρωπος, κύριε! Σου λέει για να με ρωτάει ο δάσκαλος κάποιος σημαντικός και
καλός θα είναι. Εγώ δεν τον αποθάρρυνα και λίγο αυτός και περισσότερο εγώ,
βγάζαμε την απάντηση. Κάποτε όμως τον ρώτησα επίτηδες:
Ποιός ήταν ο Εφιάλτης, Μιλτιάδη;
Ένας καλός άνθρωπος, κύριε, μου απαντά.
Γέλια τότε έπεσαν απ’ τ’ άλλα παιδιά!
Το σπίτι που έμενα, ήταν ένα πέτρινο διώροφο. Οι
ιδιοκτήτες – σπιτονοικοκυραίοι, ο μπάρμπα Γιώργης και η κυρά Σταθού, έμεναν
δίπλα σε μια χαμοκέλα…
Μ’ αγάπαγαν σαν παιδί τους, γιατί ήταν και
άτεκνοι. Η κυρά Σταθού, λίγο καμπούρα, αλλά χρυσός άνθρωπος, μου έκανε
μάλιστα και τα πλυσίματα των ρούχων μου. Το σπίτι, όπως και άλλα, δεν είχε μέσα
νερό, έπαιρνα από την εξωτερική βρύση, ο παλιός μεταλλικός νιπτήρας και η
σκάφη ήταν τα είδη υγιεινής που είχα, όσο για τουαλέτα, …ευτυχώς είχε το
σχολείο! Όταν φύσαγε δυνατός δυτικός άνεμος, ο μαΐστρος όπως τον έλεγαν,
κουνιόταν όλο το σπίτι και τριζοβολούσαν τα παραθυρόφυλλα, καραούλι βλέπεις.
Ύπνο δεν είχα όλη νύχτα!
Θυμάμαι, πλήρωνα νοίκι 50 δραχμές.
Στο διπλανό ορεινό χωριό που το λέγανε Δαφνοχώρι ή
Μαραζιά, έμαθα πως είχε διοριστεί παλιότερα δάσκαλος ο πατριώτης μας ο Θανάσης
Σβίγγος.
Ζούσε στο χωριό, ένα παππούς λεβεντόγερος, που
φορούσε φουστανέλα και τον λέγανε ‘Κουκλάρα’. Αυτός μου έλεγε πως ήταν
ζωοκλέφτης! Όταν όμως γέρασε, του είπαν τα παιδιά του να σταματήσει την κλεψιά,
γιατί τους ντρόπιαζε…
Έπαιζε δε και ωραία φλογέρα και τραγουδούσαμε μαζί
το τραγούδι ‘Του Κίτσιου η μάνα’.
Ο ταχυδρόμος ερχόταν δύο φορές την εβδομάδα από
Ερατεινή, με το μουλάρι του και έφερνε τα γράμματα και το μισθό μου, περίπου
700 δραχμές. Όταν έφτανε στην άκρη του χωριού, έβγαζε την καραμούζα του
και τουτ-τουτ έδινε σύνθημα ότι έφτασε. Έπρεπε να πάει σε εφτά
χωριά μούλεγε. Φέρε και κανένα ψάρι την άλλη φορά κυρ Μπάμπη, του παρήγγελνα,
γιατί εδώ πάνω έχει μόνο πουρναρόψαρο…
Τί τραβούσε ο καημένος όταν έβρεχε! Έλα στο σχολείο
του έλεγα , να ζεσταθείς στη σόμπα. Εκεί έρχονταν κι απ’ το χωριό, να πάρουν τα
γράμματα ή το μισθό του ΟΓΑ.
Ο παππάς του χωριού ήταν ο παππα-Ηλίας , περίπου 60
χρονών, χήρος και φίλος μου καθότι γείτονας. Είχε ένα άσπρο άλογο για να
μεταβαίνει να λειτουργήσει στα θυγατρικά χωριά, Άγιο Σπυρίδωνα και Άγιο
Νικόλαο, κάτω στις παραλίες. Έμεινε από ψάλτη το χωριό και με παρακάλεσε: έλα
δάσκαλε στην εκκλησία να στα δείχνω εγώ και να τα λες διαβαστά…
Και άντε σιγά – σιγά και ψαλτά τα είπα και μου λέει
αργότερα: μπράβο δάσκαλε έγινες καλός ψαλτάκος!
Δεν ξεχνώ τη χρονιά που πήγαμε να ψάλλουμε της
Ανάληψης στις στρούγκες. Τα παιδιά ήταν τσοπανόπουλα και δεν θάρχονταν
σχολείο. Κάθε στρούγκα είχε αρνί ή κατσίκι ψητό, γιαούρτι και κρασί…
Πρώτη στρούγκα, δεύτερη στρούγκα, περάσαμε εφτά,
αλλά το βράδυ γυρίσαμε στο χωριό σφιχταγκαλιασμένοι με τον παππα- Λιά ,
τρικλίζοντας, γελώντας και τραγουδώντας!
Α ρε ζωή τί μας σκαρώνεις…!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.