όπως τάλουζε η φωτισμένη άχνη της βροχής κι άστραφτε απάνω τους το θαμπό φως του ήλιου. Στη μέση στα χωράφια, μια καλύβα με χωμάτινη σκεπή. Δυνάμωνε η βροχή και τρέξανε πολλοί στην καλύβα, άλλοι στα γύρω έλατα. Οι ομάδες Παρνασσίδας πέρασαν το χωράφι κι έπιασαν το ανάχωμα που χώριζε τα χωράφια από τη δημοσιά Κρίκελο – Κάψια να καλύπτουν το τμήμα. Οι σάλπιγγες εξακολουθούσαν.
Βγήκα και φώναξα να πάψουν οι σάλπιγγες κι απλώθηκε με μιας μια απολαυστική ησυχία, ανακουφίστηκε ο τόπος και τ’ αυτιά μας. Ούτε υποπτευόμασταν πόσο επίκαιρο κι επείγον ήταν να γίνει αυτή η ησυχία.
Ξαναγύρισα στις ομάδες. Δεν είχα καθήσει ένα λεπτό κάτω από το μεγάλο έλατο και πετιέται αλαφιασμένος από πάνω μας μες από τα κέδρα ο σκοπός και βάζει μια πνιχτή κραυγή:
― Στα όπλα! Στα όπλα! Ιταλοί!
Και χύθηκε πάλι πίσω να πάει στη θέση του. Τιναχτήκαμε απάνω. Έμπηξα κι εγώ μια κραυγή προς το καλύβι δυνατά, «στα όπλααα!», μ’ άκουσαν ένας-δυο (ριζωμένοι στον τοίχο να μη βρέχονται) και τρέχανε ανάστατοι γύρω-γύρω στο καλύβι να ειδοποιήσουν φωνάζοντας κι αυτοί «στα όπλααα!». Χύθηκα κι εγώ μαζί με τους συναγωνιστές μου πίσω απ’ το σκοπό.
Ακροβολιστήκαμε
Κατεβήκαμε κι εμείς από τον όχτο. Ο δρόμος φαινόταν έρημος, αλλά δυσπιστούσαμε. Έφτανε και ο Άρης. Με τα λίγα ιταλικά μου είχα αρχίσει να ρωτώ τον ιταλό πούθε βρέθηκε εκεί.
― Είναι λέει ιπποκόμος του διοικητή – ανέφερα στον Άρη. ― Τον στείλανε να δει γιατί αργεί η οπισθοφυλακή τους.
Ο Άρης τινάχτηκε απορημένος, έδινε διαταγές στις ομάδες να πιάσουν θέσεις.
― Ποια οπισθοφυλακή, μωρέ; Ποιος Διοικητής; ρώτησα τον ιταλό.
Είχε πάψει η βροχή.
Ο Άρης έτρεχε στον άλλο όχτο της δημοσιάς, στρώνονταν και οι αντάρτες κάτω αράδα, έβγαλε τα κυάλια του να ψάξει προς το Κρίκελο.
Έτρεξα κοντά του σέρνοντας μαζί μου και τον ιταλό, σκυφτοί και οι δυο.
― Είκοσι πέντε με τριάντα άντρες είναι πίσω – έλεγα. ― Έμειναν να βρουν ένα μουλάρι γιατί ψόφησε ένα δικό τους. Μπροστά πάει ένα τάγμα, 500 άντρες.
Έβγαζα κι εγώ τα κυάλια μου. Ξαφνικά τους είδαμε, την οπισθοφυλακή, στη στροφή του δρόμου δώθε απ’ το Κρίκελο. Σαν ανεβασμένοι μερικοί στη στέγη μιας καλύβας κι αγωνίζονταν ν’ ανοίξουν τρύπα, οι άλλοι γύρω κύτταζαν. «Τι διάολο κάνουν οι κερατάδες» μονολογούσα. Φαίνονταν καλά και με γυμνό μάτι.
Ο Άρης ανασηκώθηκε ορθός!
― Με τον Πελοπίδα και τους άντρες σας – είπε σε μας – μείνετε οπισθοφυλακή, να μας καλύπτετε από το τάγμα.
Κι εκείνος πήρε τις άλλες ομάδες και ρίχτηκαν το δρόμο-δρόμο τρέχοντας. Πιο κάτω ανέβηκαν δεξιά στο δασωμένο απάνω από το δρόμο. Ύστερα, φεύγανε μπροστά μια-δυο ομάδες, οι άλλες κλιμακώνονταν μια-μια. Φάνηκε το σχέδιο να κάμουν ημικύκλιο από δεξιά, θα έμενε ελεύθερο στους ιταλούς το μέρος μόνο από μας.
Από το τάγμα τους δεν ακουγόταν τίποτα. Όπου νάταν θάρχιζε η μάχη. Είπαμε να μη μείνουμε κι εμείς άπραγοι. Πήρα μια πρωτοβουλία: νάχουμε το νου μας στο τάγμα, αρχίσαμε όμως να προχωρούμε και μπροστά να κλείσουμε τελείως τον κλοιό και να πάρουμε κι εμείς μέρος στη μάχη.
Άρχισε ολάξαφνα ένα άγριο αναρόχασμα ο τόπος, ένα λυσσασμένο ντουφεκίδι. Είδαμε τους ιταλούς κεραυνοβολήθηκα
― Γρήγορα! – είπαμε τότε – απάνω μας έρχονται. Να τελειώνουμε!
Και ακροβολισμένοι τρέχαμε μπροστά από έλατο σε έλατο κάτω απ’ το δρόμο (αραιά τα έλατα εδώ, μεγάλα και μοναχικά).
Μερικοί ξεκόψαμε μπροστά. Πέρασα τρέχοντας σε ένα ξέφωτο και ρίζωσα σ’ έναν έλατο στην κορφή σ’ ένα λιγοστούλη κατήφορο. Είδα μπρος μου έξη-εφτά ιταλούς, φώναζαν να δουν τι γίνονται οι άλλοι δικοί τους, όρθιοι σαν παραζαλισμένοι.
Σε λίγο είχαν τελειώσει και οι υπόλοιποι δικοί μας με τους άλλους, κι αυτό ήταν πλέον η μάχη του Κρικέλου, στις 29 Οκτωβρίου 1942.
Βγήκαμε γρήγορα από τις θέσεις μας. Μετρήσαμε εφτά-οχτώ σκοτωμένους ιταλούς, μαζέψαμε τα λάφυρα, ό,τι χρήσιμο ήταν, κι ανεβήκαμε στη δημοσιά. Πιάσαμε και δεκαεφτά-δεκαοχ
― Τι τρέχει; – απόρησα.
― Ο Δασκαλάκης – μούπε ο Λευτέρης.
― Ε, μωρέ! – τινάχτηκα – πάει;
― Στον τόπο!
Τον έφερα στο μυαλό μου, λεπτόν, αδύνατον, σα θλιμμένον πάντα, κι έτσι όπως ήταν όταν ζήτησε ν’ ακολουθήσει στη Χωμίριανη φορτωμένος ένα φουσκωτό σακκίδιο.
― Πού τον έχουν; ρώτησα.
― Από πάνω εκεί.
Ανέβηκα στο πάνω μέρος της δημοσιάς. Ήταν πεσμένος ανάσκελα και τον είχαν σκεπάσει με μια ιταλική χλαίνη. Κάθησα ανακούρκουδα κοντά του και τον ξεσκέπασα. Είχε μια τρύπα αποκρουστική στο μέτωπο. Κίτρινος, απόπνεε θανατίλα. «Πάει ο Δασκαλάκης!»–εί
Ξανακατέβηκα στη δημοσιά. Φτάνανε και οι τελευταίοι της οπισθοφυλακής. Μας έφυγε ολουνών το κέφι. Οι άγγλοι βγήκαν από το δάσος παραζαλισμένοι.
Πίσω μας ακούστηκαν δυνατές φωνές. Είχανε φανεί αντίκρυ ιταλοί, στο διάσελο εκεί που πιάσαμε τον ιππέα τους. Έρχονταν ακροβολισμένοι.
Πήγαμε στην εκκλησιά. Το χωριό ξεσηκωμένο, μέσα στην αγωνία. Πολλοί περνούσαν τρέχοντας τους δρόμους φορτωμένοι πράγματα. Άλλοι ήρθανε στην εκκλησιά. Ο παπάς διάβασε λίγες ευχές. Οι σύνδεσμοι πήγαιναν κι έρχονταν αναφέροντας τις θέσεις των ιταλών. Πήραμε κατόπιν το νεκρό, τυλιγμένον στη σημαία της ομάδας του (ήταν καπετάνιος της 3ης ομάδας) και πήγαμε στο νεκροταφείο. Ο τάφος, μόλις τον αποτελειώνανε δυο-τρεις λαχανιασμένοι χωρικοί. Πνιγμένο στο παχύ ξηρό χορτάρι το μικρό νεκροταφείο, εξείχανε εδώ κι εκεί λίγα μισοσάπια κάγκελα, γυρτοί σταυροί. Κατέβαζαν το νεκρό στον τάφο. Δίχως φέρετρο, τυλιγμένον στη σημαία. Είδαμε τον Άρη και γονάτιζε με το ένα γόνατο. Γονατίσαμε κι εμείς. Άρχισε αυτός και τον ακολουθήσαμε.
Επέσατε θύματα αδέρφια εσείς
σε άνισο μάχη κι αγώνα
ζωή, λευτεριά και τιμή του λαού
γυρεύοντας βρήκατε μνήμα…
Στην αρχή ταλαντεύτηκαν άστοχες οι πιο πολλές φωνές, ύστερα δυνάμωσαν, βρήκαν ενωμένες το σωστό σκοπό:
Συχνά σε υγρές σκοτεινές φυλακές
πικρές επεράσατε μέρες
και μ’ ένα του δήμιου λόγο ευθύς
σας φέραν μπροστά στην κρεμάλα.
Ρίγη, κύματα-κύματα περιτρέχανε το κορμί μου. «Λοιπόν δε χάθηκες, σύντροφε!» βούιζε η σκέψη μου και τα μάτια μου κολυμπούσαν στα δάκρυα. Μύριζε δυνατά η βρεγμένη γη, το γόνιμο νεκροταφείο.
Γλεντούν οι τυράννοι και μες στο πιοτό
τη λήθη να βρούνε γυρεύουν
μα οι μέρες τους όμως μετρήθηκαν πια
και τέλος φριχτό τους προσμένει…
Οι ιταλοί ακούγονταν στη στροφή έξω απ’ το χωριό. Άρχιζαν να σκάζουν όλμοι, αντηχούσε η έκρηξή τους σαν κεραυνός κι ύστερα αναρόχαζαν οι χαράδρες. Μ’ αυτό το πλησίασμα του εχθρού πείσμωναν οι φωνές μας… Άρχισαν να φκυαρίζουν το χώμα πάνω απ’ τον ανοιχτό τάφο…
Θεριεύει ο γίγαντας τώρα λαός
και σπάει τα δεσμά κι αλυσίδες.
Αιώνια η μνήμη σε σας, αδερφοί,
στον τίμιο που πέσατε αγώνα…
Αιώνια η μνήμη σε σας, αδερφοί,
στον τίμιο που πέσατε αγώνα…
Σηκωθήκαμε. Σήκωσε ψηλά κι ένα αυτόματο ο Άρης κι έρριξε μια ριπή. Ύστερα και δεύτερη. Και τρίτη. Τρανταζόταν το μπράτσο του απ’ το κλώτσημα του όπλου. Ύστερα κατεβήκαμε στην πλατεία. Φώναξε δυο λόγια στον κόσμο, να τραβηχτούν, να μη δώσουν εμπιστοσύνη στους φασίστες. Και ν’ αντιμετωπίσουν με γενναιότητα την περιπέτεια. Ότι ο αγώνας μας είναι σκληρός και το Κρίκελο έμπαινε στην ιστορία πλέον. Ότι ο νόμος του αντάρτικου είναι να χτυπάμε και μπροστά στη μεγαλύτερη δύναμη του εχθρού ν’ αλλάζουμε θέση. Γιατί η δύναμη του σκλάβου αυτά τα αιφνιδιαστικά χτυπήματα είναι. _
ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ «ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ» - ΤΟΜΟΣ Α΄ (σελ. 485-490)
* επιτρέπεται η αναδημοσίευση των κειμένων και των συνοδευτικών στοιχείων σε sites - blogs, με ενεργό link που παραπέμπει στην παρούσα ιστοσελίδα.
** Στις φωτογραφίες:
1. Στο σημείο 1 βρισκόταν τότε το πέτρινο καλύβι όπου στεκόταν ο Άρης κι άλλοι αντάρτες –έβρεχε δυνατά– μόλις δόθηκε το σήμα του συναγερμού για τον Ιταλό ιππέα, πριν από τη μάχη στο Κρίκελο.
2. Το πεδίο της μάχης στο Κρίκελο. Ο Δασκαλάκης σκοτώθηκε στο σημείο που δείχνει ο σταυρός. Το βέλος δείχνει τον σημείο που βρίσκεται Κρίκελο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.