Παρουσιάζει ο Βίκτωρ Σαμπώ
Υπήρχαν τα κρασοπουλιά τότε τα μικρά ταβερνάκια συνήθως υπόγεια λόγω των βαρελιών που ήθελαν την θερμοκρασία τους.Είχαν φτηνά νοίκια...
Προτού κατέβεις τα σκαλιά και έγραφε πινακίδα..."προσοχή το κεφάλι" να μην βαρέσει στο ανόφλι.
Η παλιά ταβέρνα λοιπόν...με την λατέρνα το σκουμπρί την οκά το γιοματάρι...
Εκεί και η κιθάρα αλλά και το μαντολίνο που είχαν φέρει οι πρόσφυγες από τις χαμένες πατρίδες.
Εκεί και η κιθάρα αλλά και το μαντολίνο που είχαν φέρει οι πρόσφυγες από τις χαμένες πατρίδες.
"Αχ η παλιά ταβέρνα με τα μεράκια της τα παλιά..."
Αργότερα τα κουτούκια αυτά έγιναν...κυριλέ...μόδα για τους νεόπλουτους...
"Κάνεις να μπεις στου μπάρμπα Γιάννη,
για μαριδίτσα και κρασί,
στρίβε σου λένε, βρε αλάνι,
εδώ είναι αριστοκρασί.
Και βλέπεις κοσμική Αθήνα,
βλέπεις τον κάθε κουνενέ,
να πίνει γαλιστί ρετσίνα,
και να τη λέει ρεζινέ.
Στα Κούτσουρα πας να τρυπώσεις,
πες το μεγάλε μου καημέ,
και τρέμεις να μην τσαλακώσεις,
κάποιας κυρίας το λαμέ.
Στα Κούτσουρα μπανίζεις κι’άλλα,
διάσημα, διπλωματικά,
να πίνουν το κρασί σαν γάλα,
παξιμαδίτσες και γλυκά."
Θα θυμηθώ ένα τέτοιο κουτούκι σε χωματόδρομο της γειτονιά όταν ερχόντουσαν Σαββατόβραδα οι κουρσάρες με τους κυριλέ να φάνε κάτω από τα βαρέλια με το κρασί στα παλιά τραπεζάκια με την λαδόκολα.
Ο ταβερνιάρης είχε έναν ανηψιό βοηθό για όλες τις δουλειές που είχε φέρει από το χωριό και τον κοίμιζε σε ένα καμαράκι στην αυλή της ταβέρνας.
Άβγαλτο αγαθό παιδί...Όταν έβρεχε και ο χωματόδρομος γινότανε λασπόδρομος έβαζε μια τάβλα οικοδομής για να πατήσουν οι κυρίες και τις βοηθούσε να βγούν από το αυτοκίνητο.
για μαριδίτσα και κρασί,
στρίβε σου λένε, βρε αλάνι,
εδώ είναι αριστοκρασί.
Και βλέπεις κοσμική Αθήνα,
βλέπεις τον κάθε κουνενέ,
να πίνει γαλιστί ρετσίνα,
και να τη λέει ρεζινέ.
Στα Κούτσουρα πας να τρυπώσεις,
πες το μεγάλε μου καημέ,
και τρέμεις να μην τσαλακώσεις,
κάποιας κυρίας το λαμέ.
Στα Κούτσουρα μπανίζεις κι’άλλα,
διάσημα, διπλωματικά,
να πίνουν το κρασί σαν γάλα,
παξιμαδίτσες και γλυκά."
Θα θυμηθώ ένα τέτοιο κουτούκι σε χωματόδρομο της γειτονιά όταν ερχόντουσαν Σαββατόβραδα οι κουρσάρες με τους κυριλέ να φάνε κάτω από τα βαρέλια με το κρασί στα παλιά τραπεζάκια με την λαδόκολα.
Ο ταβερνιάρης είχε έναν ανηψιό βοηθό για όλες τις δουλειές που είχε φέρει από το χωριό και τον κοίμιζε σε ένα καμαράκι στην αυλή της ταβέρνας.
Άβγαλτο αγαθό παιδί...Όταν έβρεχε και ο χωματόδρομος γινότανε λασπόδρομος έβαζε μια τάβλα οικοδομής για να πατήσουν οι κυρίες και τις βοηθούσε να βγούν από το αυτοκίνητο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.