[Με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου «Το
Χαμένο Χειρόγραφο» της κ. Βασιλικής Κομπιλάκου, που γίνεται την
Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2017 στην Αθήνα].
Το βιβλίο «Το Χαμένο Χειρόγραφο - Ο καπετάνιος του ΕΛΑΣ
Νικηφόρος μέσα από τα μονοπάτια της προφορικής και συναισθηματικής ιστορίας»
(έκδοση 2017) της κ. Βασιλικής
Κομπιλάκου είναι μία συγκριτική μελέτη ενός χειρογράφου από το αρχείο
του καπετάν Νικηφόρου .....
-κατά την συγγραφέα «...χρονολογείται περί το 1946, ίσως όμως και νωρίτερα» και
«Το χειρόγραφο αντιμετωπίστηκε
ως Ιστορία Ζωής»- σε σχέση με τα μεταγενέστερα συγγραφικά έργα του [«Αντάρτης
στα Βουνά της Ρούμελης» -1965, «Δεκεμβριανά 1944 - Παγίδευση και Αφοπλισμός
του 2ου Συντ/τος του ΕΛΑΣ» -1997]. Το βιβλίο βασίστηκε στην διδακτορική διατριβή της κ. Κομπιλάκου
με τίτλο «Η Εθνική Αντίσταση στην περιοχή της ορεινής Παρνασσίδας μέσα από τις
προσωπικές μαρτυρίες και τις πρωτογενείς πηγές» (2010), που εκπόνησε ως
φοιτήτρια του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Το 2004 εμπιστευτήκαμε
την κ. Κομπιλάκου και παραδώσαμε προς φύλαξη στο Μουσείο Μπενάκη (παράρτημα
Κηφισιάς) το ογκώδες αρχείο του πατέρα μας Δημήτρη Ν. Δημητρίου - «Νικηφόρου»,
καπετάνιου του ΕΛΑΣ, που ως ανθυπίλαρχος (τάξη 1940-Β΄) υπήρξε ο πρώτος μόνιμος
αξιωματικός που κατετάγη στις τάξεις του. Το αρχείο αποτελείται από χειρόγραφα,
έγγραφα, ντοκουμέντα, φωτογραφίες και αλληλογραφία -πάνω από 500 επιστολές-
μεταξύ των μελών της οικογένειας Δημητρίου στην περίοδο 1940-1952, (Πόλεμος
1940, Κατοχή-Αντίσταση 1941-1944, Διώξεις-Φυλάκιση-Καταδίκες-Χάρη-Αποφυλάκιση
1945-1952).
Στο ιδιωτικό αρχείο,
στην κατοικία μας (Νέα Σμύρνη), κρατήσαμε κάποιες από τις αντάρτικες
φωτογραφίες και ελάχιστα έγγραφα -που ήσαν σε διπλά αντίτυπα, κάποια προσωπικά
αντικείμενα του Νικηφόρου από το αντάρτικο και ένα τετράδιο-ημερολόγιο από το
1944 (κάποια φωτοαντίγραφα από σελίδες του οποίου παρέλαβε επίσης η κ.
Κ.). Επίσης κρατήσαμε έναν φάκελο του
παππού μας, και πατέρα του Νικηφόρου, Νικόλαου Ι. Δημητρίου, με χειρόγραφα για
τους αγώνες που έδωσε, αρχικά, ως πρόεδρος του χωριού (Άνω Αγόριανη
Παρνασσίδας, για λίγους μήνες του 1942) και, στη συνέχεια, ως κρατούμενος των
κατακτητών (Αυγ. 1942 - Μάρτ. 1943), ως αντάρτης του ΕΛΑΣ (Μάρτιος 1943 -
Απελευθέρωση) και ως πατέρας, για να σώσει από το εκτελεστικό απόσπασμα τους
δύο καταδικασμένους σε θάνατο γιους του (1946-1952). Όλο το άλλο υλικό,
ουσιαστικά ΟΛΟΚΛΗΡΟ το αρχείο, μέσω της κ. Κομπιλάκου που εργαζόταν εκεί, το
παραδώσαμε στο Ιστορικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη για να διασωθεί, να
αρχειοθετηθεί, να συντηρηθεί και να αξιοποιηθεί κατά τον αρμόζοντα τρόπο.
Παραδίδοντας το αρχείο, ενημερώσαμε την κ. Κ. ότι, από αυτό, δεν έχουμε
«ανοίξει» το μεγαλύτερο τμήμα του. Επειδή όμως, δεν έχουμε να κρύψουμε κάτι,
ούτε ανησυχούμε για «εκπλήξεις» ή «δυσάρεστες αποκαλύψεις», έχοντας γνώση της
ακεραιότητας του χαρακτήρα και της ισχυρής προσωπικότητας του πατέρα μας, το
παραδίδουμε αβλεπί για να προσπελαστεί από ειδικούς ιστορικούς. Δεν θέσαμε καν,
όπως ίσως άλλος στην θέση μας θα έπραττε, την αξίωση «με τον προσήκοντα
σεβασμό, βεβαίως», θεωρώντας αυτό τον όρο ως αυτονόητο καθήκον και ευθύνη του
ερευνητή ιστορικού που θα ανελάμβανε αυτήν την εργασία (εν προκειμένω, η κ.
Κομπιλάκου).
Ως προς το θέμα της
εμπιστοσύνης που επιδείξαμε. Η κ. Κομπιλάκου ήταν εκείνη που μας προσέγγισε το
2004, ως φοιτήτρια Ιστορίας, εκδηλώνοντας έναν ανυπόκριτο και αδιαπραγμάτευτο
θαυμασμό και «έρωτα» για τον «Νικηφόρο» της Αντίστασης 1940-44. Στην
συνέχεια αναπτύξαμε στενές
διαπροσωπικές-φιλικές και κοινωνικές σχέσεις. Και τελικά αποφασίσαμε να της
εμπιστευτούμε το αρχείο, πάνω στο οποίο εργάστηκε για την αρχειοθέτησή του και
την έρευνά της. Το 2010, την εφοδιάσαμε με μία ακόμη έγγραφη διαπίστευση, όταν
την χρειάστηκε η ίδια και μας την ζήτησε (!), ότι την καθιστούμε επίσημα
«υπεύθυνη διαχειρίστρια» του αρχείου Νικηφόρου. Ικανοποιήσαμε και αυτό το
(περίεργο) αίτημά της, και με πρωτοκολλημένο πλέον έγγραφο στο Μουσείο Μπενάκη.
Για όλο το 2010, η κ. Κομπιλάκου, με βάση την διαπίστευσή μας, εξασφάλισε την
απρόσκοπτη -και ανέλεγκτη- πρόσβαση στο αρχείο του Νικηφόρου. Με την συναίνεσή
μας, επεξεργαζόταν με την άνεσή της το αρχείο για όσο χρειάστηκε να ολοκληρώσει
την διατριβή της, κάνοντας συγκρίσεις-διασταυρώσεις του Χειρόγραφου και άλλων ντοκουμέντων με τα μετέπειτα γραπτά του
Νικηφόρου. Το 2011, η κ. Κομπιλάκου έπαψε να είναι υπάλληλος του Μουσείου
Μπενάκη. Ό,τι χρειαζόταν όμως από το αρχείο είχε ήδη προσπελαστεί και
αναπαραχθεί από την ίδια και βρισκόταν στην διάθεσή της, είχε ένα ιδιότυπο
πλέον ιδιωτικό αρχείο. Πάνω σε όλο αυτό το υλικό, δομήθηκε και κυκλοφόρησε
εντέλει το 2017 το βιβλίο «Το Χαμένο Χειρόγραφο».
Αρχικά να επισημάνουμε
ότι το χειρόγραφο δεν ήταν «χαμένο».
Βρισκόταν στο αρχείο του Νικηφόρου που παραδώσαμε. Πρόκειται για ιστορικό
ντοκουμέντο, οπότε η ακριβολογία στην τιτλοφόρηση έχει σημασία. Στην περίπτωση,
δεν πρόκειται για κάποιο βιβλίο μυθιστορηματικού περιεχομένου όπου η
τιτλοφόρηση είναι στην απόλυτη ελευθερία και δικαιοδοσία του συγγράφοντος. Η
αρχική προαναγγελία του βιβλίου (30 Οκτωβρίου 2016, στην εφημ. «ΑΥΓΗ») έγινε με
τίτλο «Το Χειρόγραφο ενός Αντάρτη», αλλά βλέπουμε στην οριστική έκδοσή
του να αντικαθίσταται με τον πιο εντυπωσιακό, πλην άκυρο, τίτλο «Το Χαμένο Χειρόγραφο», που επιδαψιλεύει
όμως δόξαν στον ιστοριοδίφη (έστω και ψευδεπίγραφη). Τίτλοι όπως π.χ. «Το Πρώτο Χειρόγραφο» ή το «Το Χειρόγραφο του Αντάρτη, «Το Χειρόγραφο του Καπετάνιου», θα ήταν
συμβατοί, σε καμία περίπτωση όμως ο επιλεγείς «Το Χαμένο Χειρόγραφο».
Στην συνέχεια και πριν
σχολιάσουμε επί της ουσίας, να προβούμε σε μία διευκρίνιση. Ότι μέχρι και την
έκδοση του βιβλίου, την διδακτορική διατριβή (του 2010) της κ. Κομπιλάκου που
υπάρχει στο διαδίκτυο -άγνωστο σε εμάς το πότε ακριβώς δημοσιεύτηκε- δεν την
γνωρίζαμε! Ούτε η δημιουργός της μας ενημέρωσε ή μας παρέδωσε ένα αντίτυπο,
έτσι, «για το καλό» που λέμε! «Γιατί άραγε;»... (Την διατριβή
την «πήραμε είδηση» και την διαβάσαμε σχεδόν συγχρόνως με το βιβλίο μόλις
πρόσφατα (αρχές του 2017) και όταν φίλοι της οικογένειας μας πληροφόρησαν για
την κυκλοφορία του βιβλίου της κ. Κομπιλάκου εκφράζοντας την απορία τους για
διάφορα γραφόμενά της. Διαβάζοντάς τα, βέβαια, τα πονήματα αυτά, αρχικά,
μείναμε άναυδοι...
Από την διδακτορική διατριβή του 2010, στο βιβλίο «Το Χαμένο Χειρόγραφο»
του 2017: Η διαφοροποίηση και
αναθεώρηση ύφους, επικριτικών αποφάνσεων, φαρμακερών υπονοιών ή και ευθειών
κατηγοριών, από την διατριβή στο βιβλίο, είναι σε αρκετές περιπτώσεις εμφανής.
Ανασκευάζονται ατυχείς διατυπώσεις και αναιρούνται κάποιες αστήρικτες
αιτιάσεις, ενώ παρέχεται -εν μεγαλοθυμία- δικαιολόγηση της στάσης του
Νικηφόρου, σε κάποιες περιπτώσεις, που σε πρώτη φάση στην διατριβή, αφηνόταν να
χάσκει ως ανερμάτιστη και αδικαιολόγητη.
Όμως, παρά κάποιες
όψιμες διορθώσεις, με μεγάλη λύπη διαπιστώνουμε ότι, και στο βιβλίο «Το Χαμένο Χειρόγραφο» (χειρόγραφο, που μόνο «χαμένο» δεν ήταν),
η κ. Κ., ξεκινώντας από εντελώς εσφαλμένη εκτίμηση (από παρανόηση, από σπουδή,
από απροσεξία ή παρασυρμένη από
«παγιωμένες βεβαιότητες ενός ακαδημαϊκού περίγυρου»), στη συνέχεια δομεί μία
ανάλογη συλλογιστική και καταλήγει σε άκυρα συμπεράσματα για τον χαρακτήρα του
Νικηφόρου, ο οποίος παρουσιάζεται κατά περίπτωση ως μία προσωπικότητα
προβληματική, έμπλεη...
► ζηλοφθονίας και αρχομανίας («υποβιβάζει» τους συμπολεμιστές του -περίπτωση
Καλλία κ.ά.), ► μεγαλομανίας και ναρκισσισμού («Παρά την προσπάθεια που καταβάλλει συντάσσοντας το
χειρόγραφο, να αποδείξει την σεμνή υποταγή του στην κριτική των συντρόφων
του... θέτει τον τρόπο που κι εκείνος αυτοπροσδιορίζεται... Για καλό δικό του
και της υστεροφημίας του (σ.σ. απόφανση δίκην θεσφάτου!) αντικρούει την επίκριση, μα δεν είναι δύσκολο να
ανιχνεύσουμε την αφ’ υψηλού κριτική που εκείνος ασκεί, στους τρόπους που οι
άλλοι ενορχήστρωσαν τη μάχη και την υπερηφάνεια με την οποία ενδύεται (sic) το επίθετο του «αναντικατάστατος», ►
μικροτήτων και
ιδιοτέλειας («Γεννάται λοιπόν ένα ερώτημα περί
σκόπιμης απόκρυψης παράλληλης δράσης με αυτήν που αφηγείται, ώστε να ενισχυθούν
οι θέσεις που υποστηρίζει» -«γεννάται» μεν, δεν «απαντάται» δε... ή μάλλον
«απαντάται» διά της εκκωφαντικής μη
απάντησης), ► που ρέπει στην ίντριγκα (οι ένορκες
βεβαιώσεις συναγωνιστών του είναι «καθοδηγούμενες
μαρτυρίες»), ► που υπό το κράτος ψυχικών διαταραχών,
κατασκευάζει ανύπαρκτους εχθρούς και επιχειρεί «μετάθεση
ευθυνών» (περίπτωση Παπαζήση - Αφοπλισμού 2ου Συντ/τος).
Από την εισαγωγή κιόλας, πληροφορούμαστε από την συγγραφέα την μέθοδο προσέγγισης του αρχείου και των
συγγραμμάτων του Νικηφόρου, γενικότερα, και του χειρογράφου ειδικότερα, που προκαταβάλλουν τον αναγνώστη,
μέσα από την εξής αντιδεοντολογική και εκπληκτική σε κυνισμό διατύπωση-παραδοχή:
«Η υποκειμενική σκοπιά κι αξιοπιστία του
αυτοβιογραφούμενου αφηγητή, εδώ του Νικηφόρου/Δημήτρη Δημητρίου, δεν θεωρήθηκε
δεδομένη... ...η έρευνα κινήθηκε γύρω
απ’ την πιθανή απόκρυψη ή παραποίηση σημαντικών στοιχείων και περιστατικών
της αντάρτικης ζωής του, ίσως κι
εξαιτίας πιθανού ναρκισσισμού του, δηλαδή «της επιθυμίας του να αρέσει και να προβάλει εκείνες τις πλευρές της
ζωής του που δικαιώνουν την ύπαρξή του». [Το Χαμένο Χειρόγραφο, σ. 35].
Είναι μία ομολογία, που παραπέμπει στην «λήψη του αιτουμένου» στα
μαθηματικά, που πραγματικά στην περίπτωση, εκπλήσσει. Όχι με την έννοια ότι δεν
είναι δικαίωμα του ερευνητή να επιλέξει τέτοια στόχευση. Όταν
όμως η έρευνα αφορά «τα άγια των αγίων» ενός ανθρώπου, που είναι οι προθέσεις
του, τότε η πέραν κάθε αμφιβολίας απόδειξη για «…πιθανή απόκρυψη ή παραποίηση
σημαντικών στοιχείων και περιστατικών της αντάρτικης ζωής του...» είναι και
υποχρέωση και απόλυτη ευθύνη του ερευνητή. Επιπλέον, ο προσήκων σεβασμός προς
το ιστορικό πρόσωπο, πρέπει να επιβεβαιώνεται ανά πάσα στιγμή. Εδώ, εξ αρχής,
πιστοποιείται το αντίθετο.
Παρ’ όλο
που σε μία συνολική θεώρηση του έργου ο αναγνώστης μπορεί να αποκομίσει ίσως
και κάποια θετική εντύπωση για τον Νικηφόρο, κάποιος που είναι περισσότερο
κατατοπισμένος θα εντυπωσιαστεί από πολλά και κραυγαλέα ατοπήματα.
Στην
συνέχεια καταγράφουμε τέτοιες περιπτώσεις από το βιβλίο. Σε ορισμένες από
αυτές παραθέτουμε σε σύγχρονη καταγραφή και σχολιασμό το επίμαχο κείμενο τόσο
από την αρχική διατριβή όσο και το αντίστοιχο από το βιβλίο με τις όποιες
διαφοροποιήσεις, καθώς, όσο κι αν έχουν «στρογγυλευτεί» κάποιες κατηγορίες, από την διατριβή στο
βιβλίο, και έχουν «μαζευτεί» επιθετικοί χαρακτηρισμοί και γκάφες ολκής, εν
τούτοις η διατριβή (που μάλιστα πριν 2-3 χρόνια κατήγαγε και διάκριση β΄
βραβείου μετ’ επαίνων) είναι πόνημα
δημοσιοποιημένο, ενεργό και στην διάθεση κάθε ενδιαφερόμενου, και προσβάλλει
και θα προσβάλλει βάναυσα την προσωπικότητα, την τιμή και την υπόληψη του
Νικηφόρου εσαεί, όσο βρίσκεται σε δημόσια κυκλοφορία. Όπως άλλωστε και το
βιβλίο.
Παραθέτουμε
αρχικά μέσα από τις σελίδες του βιβλίου
«Το Χαμένο Χειρόγραφο» τρεις από τις πιο
εξοργιστικές περιπτώσεις αμετροέπειας ή παραχάραξης στοιχείων που γίνονται αποτελούν προσβολή στην τιμή και την μνήμη του
Νικηφόρου:
1. Αιχμές για «σκόπιμη απόκρυψη» στοιχείων, που επομένως
παραποιούν και την Ιστορία, υπάρχουν διάσπαρτες και είναι σε συνεχή χρήση στο
βιβλίο. Η διερώτηση της ερευνήτριας δεν απαντάται αλλά αφήνεται να λειτουργεί
ενοχοποιητικά και απαξιωτικά: «απέκρυψε...»,
«αποσιωπά...», «αποσιωπάται...»,
«παραλείπει εσκεμμένα ή όχι;», «Δεν ξέρουμε αν οφείλεται σε άγνοια ή ηθελημένη
αποσιώπηση...», «δεν εξακριβώθηκε
για το εάν πρόκειται για ηθελημένη αποσιώπηση ή άγνοια...». «Γιατί άραγε;»... (σ.σ. αυτές οι διερωτήσεις
αφορούν είτε στον ίδιο τον Νικηφόρο είτε στην «μνήμη» της οικογένειάς μας (κ.
Κομπιλάκου πήρε συνέντευξη από τις αδελφές του Νικηφόρου, Λούλα και Κατίνα, και
συζήτησε με εμάς, τους γιους του Νικηφόρου, Πέτρο και Νίκο, αμέτρητες φορές) για
την περίοδο του 1945 που ο Νικηφόρος ήταν στην Γιουγκοσλαβία!) κ.ο.κ.
2. Για τον Καλλία (μόνιμο ανθυπολοχαγό Χαράλαμπο Μώκο)...
α) Η μομφή που αποδίδεται στον Νικηφόρο
από την κ. Κ. είναι ότι, ενώ και στο χειρόγραφο
και αργότερα στον Αντάρτη αποδίδει
τιμές πρωταγωνιστή στον Καλλία, σε άλλη περίπτωση, κατά την κ. Κ.,
διαφοροποιείται από ιδιοτελή σκοπιμότητα. Αυτό συμπεραίνει η κ. Κ. από έναν
συγκεντρωτικό πίνακα πολεμικής δράσης του
αρχείου του, στον οποίο καταγράφει τις μάχες του Τμήματός του. Η
κ. Κ., λοιπόν, παρουσιάζει τον Νικηφόρο να
αδικεί και να διαγράφει τον παλιό
αγαπημένο συναγωνιστή Καλλία από την μάχη της Παύλιανης, στην οποία ο Καλλίας πρωτοστάτησε με 80 άνδρες κατά 1.100 Ιταλών,
γιατί καταγράφει ότι διοικητής ήταν ο ίδιος ο Νικηφόρος (με δύναμη 360 άνδρες
του 1/36 Τάγματος). Γράφει η κ. Κ.: «...στον πίνακα που συντάσσει, όλοι και οι 360 αντάρτες
γίνονται του «Νικηφόρου», χωρίς καμία ξεχωριστή μνεία στον νεκρό...».
Έχει
σημασία να παρουσιάσουμε εδώ τις αλλαγές που έγιναν από το κείμενο της διατριβής
του 2010 στο κείμενο του βιβλίου του 2017, στο συγκεκριμένο
χωρίο από την συγγραφέα, διότι έχουν μεγάλη σημασία και καταδεικνύονται τα
κριτήρια αξιολόγησής της για τον χαρακτήρα του Νικηφόρου. Αφορμή για τις
επικρίσεις της συγγραφέως έγινε ένας συνοπτικός Πίνακας Μαχών του Νικηφόρου,
τον οποίο εντόπισε στο αρχείο του, με τίτλο: «Πίνακας Πολεμικής δράσης του 2ου Συντ/τος του ΕΛΑΣ 1942-1944».
Εκεί, παρατίθεται πιο κάτω, και για την μάχη της Παύλιανης, ο Νικηφόρος
αναγράφει ως διοικητή της επιχείρησης τον εαυτό του, επικεφαλής 360 ανδρών του 1/36 Τάγματος (Αρχηγείο Παρνασσίδας).
ΠΙΝΑΚΑΣ πολεμικής δράσης του
2ου Συντ/τος 1942-1944 - λεπτομέρεια
που αφορά στην μάχη της Παύλιανης [Το Χαμένο Χειρόγραφο,
σ. 273]
Μάχες
Συμπλοκές
|
Ημερ/νία
|
Αντιμαχόμενες Δυνάμεις
|
Αποτελέσματα
|
Απώλειες ανδρών
|
Συνεργασία με άλλα Τμήματα.
Παρατηρήσεις. Δώσαμε την μάχη
ως...
Με τους...
|
9.
Παύλιανης
|
6/6/1943
|
360
άνδρες (του Νικηφόρου) εναντίον 1.100 Ιταλών... ...
|
48
νεκροί Ιταλοί, 23 αιχμάλωτοι... ... ...
|
7 νεκροί, 10 τραυματίες
|
1/36
Τάγμα.
|
Η κ. Κομπιλάκου, νομίζοντας αρχικά ότι ο πίνακας
είναι σχεδιασμένος «δεκαετίες μετά»
το χειρόγραφο
του 1945, πιάνεται από αυτήν την λανθασμένη εντύπωσή της και στην διατριβή
του 2010
εκδίδει πραγματικό καταγγελτήριο για τον χαρακτήρα του Νικηφόρου.
Το συγκεκριμένο χωρίο στην διατριβή ήταν:
-
► «Αυθόρμητη και «staccato» περιγραφή της συγκεκριμένης μάχης, που έμεινε ως μία
απ’ τις σπουδαιότερες συγκρούσεις με τον κατακτητή στη Στερεά Ελλάδα, έχει
αρκετές διαφορές στα επί μέρους στοιχεία
και στις λεπτομέρειες ως προς τον σχετικό υπό εξέταση πίνακα και επί πλέον της λείπουν όλες εκείνες οι χαρακτηριστικές
σκηνές που εμπλουτίζουν τις περιγραφές
άλλων μαχών, λιγότερης σημασίας απ’ ό,τι σημειώνει ο ίδιος, για τον γράφοντα. Ή
μπορεί γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο να προσπαθεί να τιθασεύσει τον λόγο του,
προσαρμοσμένο στην σοβαρότητα της περίστασης! Ή πάλι αφήνει τον «χώρο» στον
άλλον πρωταγωνιστή αυτής της μάχης, στον Καλλία, στον χαμένο του σύντροφο που
τόσο φορτισμένα περιγράφει στο χειρόγραφο την απώλειά του. Ύβρις προς τον νεκρό
της θα αποτελούσε ενδεχομένως η αναφορά σε ανδραγαθήματα του ίδιου του
Νικηφόρου και των ανταρτών του, τη στιγμή που τόσο γενναία πολεμούσε ο Καλλίας
προσμένοντας τις ενισχύσεις. Όμως στον πίνακα
που συντάσσει, όπως έχει προαναφερθεί,
αρκετές δεκαετίες μετά την κατάθεση της χειρόγραφης
αυτής μαρτυρίας (σ.σ.: την συγκεκριμένη πληροφορία, όπως θα δούμε, η
συγγραφέας την αναιρεί στο βιβλίο, και το τμήμα του κειμένου από εδώ και πέρα
με τις αλλαγές το παραθέτουμε αμέσως πιο κάτω) όλοι
και οι 360 αντάρτες γίνονται του «Νικηφόρου» και κανένας χώρος δεν δίνεται στον νεκρό σύντροφο, παρ’ εκτός μιας αναφοράς σύμπραξης με το 1/36 Τάγμα χωρίς ονομαστικές
λεπτομέρειες. Αποτέλεσμα άραγε
των διωγμών που υπέστει (sic), μέσα στις
δεκαετίες που πέρασαν και μιας
αναμενόμενης ανάγκης που ακολουθεί ως συνέπεια συχνά τον χρόνο, αυτοπροβολής κι αγωνίας πολλές φορές για
ανάδειξη του «εγώ», σβήνοντας
μερικώς την ομότιμη συμμετοχή των παλιών συναγωνιστών και υποβιβάζοντάς την σε απλή συνεισφορά; Είναι δύσκολο να απαντηθεί (1241), αν
και υπάρχουν αρκετά ανάλογά της (1242)»
[σ.σ. το υπογραμμισμένο τμήμα στο βιβλίο του 2017 έχει απαλειφθεί,
καθώς οι συγκεκριμένες θεωρίες... ψυχοπαθολογίας περί «υποβιβασμού» του Καλλία
και «ανάδειξης του εγώ» έχουν πάει περίπατο]. Και
η υποσημείωση 1242: «Παράβαλε
την Προφορική Μαρτυρία του Σπύρου Μπέκιου ή «Λάμπρου» στις 14/3/2003 και το
μένος αυτού εναντίον παλιών συναγωνιστών του και δη μάλιστα του Νικηφόρου».
(σ.σ. Σε τι προσομοιάζει η μία με την άλλη περίπτωση; Η εμπάθεια του Μπέκιου
προς τον Νικηφόρο και άλλους, τι κοινό έχει με την περίπτωση Νικηφόρου-Καλλία,
η οποία μάλιστα είναι όπως αποδεικνύεται και ανύπαρκτη, κατασκευασμένη μόνο από
την φαντασία και την βιάση στο μυαλό της ; Η κ. Κομπιλάκου βρίσκει
ομοιότητες!).
Η όλη επιχειρηματολογία, πριν την έκδοση της ανωτέρω «ιατρικής γνωμάτευσης»,
εδράζεται στην υπόθεση ότι ο Νικηφόρος «σβήνει» τον Καλλία -και γενικεύοντας-
«υποβιβάζει» τους συναγωνιστές του, αφού ο πίνακας μαχών συντάσσεται, κατά την γράφουσα, «δεκαετίες μετά» την απώλεια Καλλία, πράγμα που την «οδηγεί» στο
συμπέρασμα ότι έχει περάσει καιρός και δεν είναι πρόσφατος ο χαμός, άρα δεν
είναι και έντονη η αίσθηση της απώλειας του αγαπημένου προσώπου. Οπότε, κατόπιν
τούτου, εύκολα προκύπτει και αβίαστα το συμπέρασμα ότι ο Νικηφόρος τον «ξεχνά»
και τον «υποβιβάζει». Όμως, από την συγγραφή της διατριβής μέχρι την κυκλοφορία
του βιβλίου της, η κ. Κομπιλάκου έχει «ανακαλύψει» ότι ο πίνακας μαχών, δεν
είναι σχεδιασμένος «δεκαετίες μετά»
το χειρόγραφο, αλλά προγενέστερος αυτού, με ημερομηνία 3/11/1944 και υπογραφή του Νικηφόρου υπό
τον τίτλο «Πίνακας πολεμικής δράσης του
2ου Συντάγματος από το 1942 έως το 1944». Κατά συνέπεια, όλα τα
ψυχοπαθολογικά σύνδρομα που υποτίθεται ότι κατατρύχουν τον Νικηφόρο, όλες οι
αιτιάσεις της συγγραφέως πλέον είναι για τον κάλαθο των αχρήστων, και η ίδια
αναγκάζεται να απαλείψει την «ιατρική γνωμάτευση» της διατριβής. Ουδόλως όμως
πτοείται, διότι στο βιβλίο τροποποιεί ή και απαλείφει μεν το πρώτο
καταγγελτήριο (σ. 306-7), εκδίδει, δε, νέο ιατρικό ανακοινωθέν (σ. 307), αναπροσαρμόζοντας
τα επιχειρήματά της με το καινούριο δεδομένο: ότι ο πίνακας είναι προγενέστερος του Χειρογράφου. Υπάρχει όμως ακόμη και το εξής εκπληκτικό. Επειδή με
το θέμα αυτό καταπιάνεται και σε άλλο κεφάλαιο, σε άλλο σημείο του βιβλίου (σ.
40, παρ. 3 και υποσ. 70) έχει ξεχάσει να αναπροσαρμόσει τις κρίσεις της, και
επιμένει στις διατυπωμένες της διατριβής! (το σχετικό εδάφιο παρατίθεται παρακάτω στο β) μέρος για τον Καλλία). Όμως, τέτοιας ποιότητας ετυμηγορίες,
συναντώνται όχι μόνο εδώ αλλά και σε πολλά άλλα σημεία του βιβλίου, η αίσθηση
δε που αποκομίζει ο αναγνώστης είναι ότι ο Νικηφόρος εξουσιάζεται από μικρότητες
και ως προσωπικότητα είναι αρκούντως ελαττωματική. Στο βιβλίο η γράφουσα
επανέρχεται απτόητη με νέα θεωρία, αφού ο πίνακας είναι προγενέστερος και δεν
μπορεί να επιμένει στην θεωρία της... ψυχικής πάθησης «λόγω
των διωγμών που υπέστει», όμως αντί μιας ελάχιστης απολογίας, αναλύει σε
νέα βάση τους λόγους που ο Νικηφόρος «ξεχνά» τον νεκρό σύντροφο, σε ένα
κρεσέντο, αυθεντίας στην ψυχανάλυση. Οι
αλλαγές βέβαια, δεν έγιναν γιατί η συγγραφέας αποφάσισε να γίνει πιο ήπια στην
σκληρή κριτική της από το σκεπτικό της στην διατριβή σε αυτό του βιβλίου, αλλά
απλώς γιατί εξέλειπε η αφορμή της επιχειρηματολογίας της, καθώς η όλη κριτική
ήταν βασισμένη στην λάθος εκτίμησή της ως προς την χρονολόγηση του πίνακα μαχών.
Παραθέτουμε τώρα και τις αλλαγές
στο ίδιο κείμενο, στο βιβλίο του 2017, καθώς η συγγραφέας έχει εν τω
μεταξύ αντιληφθεί ότι ο πίνακας είναι προγενέστερος
και όχι μεταγενέστερος -«δεκαετίες μετά» όπως υποστήριζε στην διατριβή-
του υπό εξέταση Χειρογράφου:
-
►
[Το πρώτο μέρος «Αυθόρμητη και «staccato» περιγραφή...
έως ...που τόσο γενναία πολεμούσε ο Καλλίας
προσμένοντας τις ενισχύσεις.», παρατίθεται και στο βιβλίο ως είχε και στην διατριβή]. «...Στον πίνακα
όμως που εξετάζεται, και οι 360
αντάρτες γίνονται του «Νικηφόρου», χωρίς ξεχωριστή μνεία στο νεκρό σύντροφο,
παρ’ εκτός μιας αναφοράς σύμπραξης με το 1/36 Τάγμα, χωρίς ονομαστικές
λεπτομέρειες». [Το Χαμένο Χειρόγραφο,
σ. 306-7] [σ.σ. το υπόλοιπο τμήμα, η θεωρία περί «υποβιβασμού» και περί
«ανάδειξης του εγώ» όπως σημειώσαμε, στο βιβλίο έχει απαλειφθεί, πλην όμως,
παρατίθεται νέα... ψυχαναλυτική θεωρία...].
-
«Καθώς ο πίνακας
είναι προγενέστερος του χειρογράφου,
θα μπορούσε να υποθέσει κανείς πως η μνήμη του τραύματος αυτού θα ήταν πιο
έντονη. Γιατί λοιπόν συντάσσεται κατ’ αυτόν τον ελλειπτικό τρόπο; 101 ®
Διότι η ίδια η αφήγηση του χειρογράφου,
και όχι η απαρίθμηση γεγονότων (πίνακας) είναι εκείνη που οδηγεί τη διανοητική
διαδικασία με την παρέμβαση των συναισθημάτων. Ενώ, όπως έχει επισημανθεί μέσα
από μια ψυχαναλυτική έρευνα, η αφήγηση μιας τραυματικής εμπειρίας παράγει
ειδικές μορφές έκφρασης, που απλά διαφέρουν από την υπόλοιπη αφήγηση. Είτε, προσαρμοσμένο
στην περίπτωσή μας, αφορά μια αφύσικα ανέκφραστη διατύπωση, όπως στη σύνταξη
του πίνακα, είτε μέσω ενός συναισθηματικού ξεσπάσματος, όπως μαρτυρούν τα
ποιήματα και οι εγγραφές που αφορούν το συμβάν και βρίσκονται καταγεγραμμένα
μέσα στο ημερολόγιο του Νικηφόρου». [σ.σ. η... ψυχαναλυτική αυτή
γνωμάτευση, συνοδεύεται και από παραπομπές σε σχετική βιβλιογραφία, για να
ενισχυθεί το κύρος της! Σε μία τέτοια παραπομπή διαβάζουμε: «®101. Ρίκη Βαν Μπουσχότεν: «Μνήμες, τραύματα και
μετα-μνήμη: το «παιδομάζωμα» και η επεξεργασία του παρελθόντος», στο Μνήμες και Λήθη του Ελληνικού Εμφυλίου
Πολέμου, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 140-141, όπου για το τραύμα στην αφήγηση, το
οποίο εκφράζεται μεταξύ άλλων και σε μία μεταφορική γλώσσα ή με γλωσσικές
παραδρομές. Ενδιαφέρουσα και η προσέγγιση της επεξεργασίας του τραύματος μέσω
της διεργασίας του πένθους και της διαδικασίας της ταύτισης, ακόμα κι όταν ο
αφηγητής διηγείται τελείως ανέκφραστα ένα γεγονός που τον έχει τραυματίσει, ή
αντιθέτως με ένα συναισθηματικό ξέσπασμα». [σ. 307] [σ.σ. Και όλα αυτά, γιατί; Γιατί ο Νικηφόρος συνέταξε
έναν... συγκεντρωτικό πίνακα μαχών του Τμήματός του, τον Νοέμβριο του 1944,
όταν πλέον είχε ελευθερωθεί η Ελλάδα, και κατέγραψε τον εαυτό του επικεφαλής
του Τμήματός του στη μάχη της Παύλιανης! Ε, ρε έρ’με πατέρα, που να ’ξερες τι
βιβλιογραφίες υπάρχουν για το «τραύμα» και για το «πένθος» σου, που κρύβεται σε αυτές τις
πράξεις σου!]
Για το πώς
προέκυψε το μπέρδεμα (το οποίο όμως σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογεί τις
κρίσεις της συγγραφέως και την γενίκευσή τους για τον χαρακτήρα του Νικηφόρου, αποκαλύπτει
όμως τις αιτίες): είναι φανερό ότι οι αιτίες είναι πρώτα-πρώτα η εξ αρχής
δεδηλωμένη στόχευση της συγγραφέως για επισήμανση «παραποιήσεων», κατόπιν η εξ
αυτής βιαστική και λανθασμένη χρονολόγηση του πίνακα μαχών και, τέλος συνεργεί και
η λανθασμένη εκτίμηση στον πίνακα μαχών αναγράφεται ότι η μάχη δόθηκε από το Τμήμα
του Νικηφόρου και γίνεται και «μία αναφορά σύμπραξης
με το 1/36 Τάγμα». Μόνο που το 1/36 Τάγμα, δεν είναι κανένα τμήμα που
συμπράττει, αλλά είναι το ίδιο το Τμήμα Νικηφόρου, δηλ. το Αρχηγείο
Παρνασσίδας, που όπως θα εξηγήσουμε και πιο κάτω, η πληροφορία «1/36 Τάγμα» δεν αναφέρεται στο «Συνεργασία με άλλα τμήματα...» της
στήλης, αλλά με το «Δώσαμε τη μάχη ως...»
της ίδιας στήλης.
Ελέγχεται, λοιπόν, ο Νικηφόρος, από την κ. Κομπιλάκου, και στηλιτεύεται, γιατί; Διότι, σε έναν
πίνακα μαχών ως επικεφαλής της συνολικής δύναμης που έλαβε μέρος στην μάχη της
Παύλιανης, ο Νικηφόρος αναγράφει... τον επικεφαλής, δηλαδή τον εαυτό του! Τι
έπρεπε να κάνει δηλαδή; Να γράψει ως επικεφαλής τον Καλλία; -άσχετο αν
διακρίθηκε στην μάχη, αυτό στις περιγραφές της μάχης του το αποδίδει ο
Νικηφόρος, όχι μόνο στο χειρόγραφο,
αλλά και στον Αντάρτη στα Βουνά της
Ρούμελης.
Σημείωση: Δημοσιοποιούμε
χειρόγραφη καταγραφή του Νικηφόρου για τα Τμήματα που διοικούσε κατά την
κρίσιμη περίοδο που εξετάζουμε:
Μέσα σε ένα πνεύμα, «ναι μεν τιμά τον Καλλία στο Χειρόγραφο και στον
Αντάρτη» που παραδέχεται η κ. Κ. -δεν μπορεί να κάνει κι αλλιώς- κατόπιν
εφευρίσκει το «αλλά», και επιρρίπτει την μομφή στον Νικηφόρο, με την δήθεν
παραγκώνιση του Καλλία, σε έναν πίνακα -που στην διατριβή της μάλιστα τον
παρουσιάζει ως πολύ μεταγενέστερο του υπό εξέταση χειρογράφου ενώ στο βιβλίο
της αναθεωρεί προς το σωστό και τον καταγράφει ως προγενέστερο! Η σημείωση
της κ. Κομπιλάκου «παρ’ εκτός μιας αναφοράς
σύμπραξης με το 1/36 Τάγμα χωρίς ονομαστικές λεπτομέρειες» μαρτυρά μία εκ των αφορμών της παγίδευσής
της: Δεν πρόκειται περί σύμπραξης με άλλο τμήμα. Παρασυρόμενη συχνά
λοιπόν από τον εξαρχής δεδηλωμένο σκοπό της που είναι η αιτία όλης αυτής της
να... αναδείξει την «μικρότητα» του Νικηφόρου (σ.σ.: «η έρευνα κινήθηκε γύρω απ’ την πιθανή απόκρυψη ή παραποίηση
σημαντικών στοιχείων και περιστατικών της αντάρτικης ζωής του, ίσως κι εξαιτίας πιθανού ναρκισσισμού του») η κ.
Κομπιλάκου εκτίθεται ανεπανόρθωτα. Γιατί, όπως σημειώσαμε και παραπάνω, στην
στήλη αυτή, εκτός από «Συνεργασίες με άλλα τμήματα» σημειώνεται
και το: «Δώσαμε την μάχη ως...». Και επειδή δεν υπήρξε καμία
συνεργασία με άλλο τμήμα, απλώς σημειώνεται στον πίνακα ότι «Δώσαμε την
μάχη ως... 1/36 Τάγμα». Και, το 1/36 Τάγμα, είναι το Αρχηγείο
Παρνασσίδας, είχε Στρατιωτικό Αρχηγό τον Νικηφόρο και έδωσε την μάχη της Παύλιανης με δύναμη 360
ανδρών. Αλλά η κ. Κ., όπως και σε άλλο σημείο της διατριβής της κάνει το
ίδιο λάθος, (ΠΑΡ’ ΟΛΟ ΠΟΥ ΣΕ ΑΛΛΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΝ ΔΙΑΤΡΙΒΗΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΙ ΣΩΣΤΑ ΤΟ 1/36
ΤΑΓΜΑ, ΩΣ ΤΑΓΜΑ ΑΡΧΗΓΕΙΟΥ ΠΑΡΝΑΣΣΙΔΑΣ), και, ταυτίζει το 1/36 Τάγμα, με αυτό
του Κρόνου* (του Κρόνου ήταν το ΙΙ/34 Τάγμα -Θηβών),
και πιστεύει ότι στην Παύλιανη συμμετείχε και συνεργάστηκε και αυτό, μαζί με
τις δυνάμεις Παρνασσίδας. Το 1/36 Τάγμα (Παρνασσίδας) λοιπόν, αποτελείτο
από 4 Λόχους. Σε έναν από τους λόχους, και συγκεκριμένα στον 1ο
Λόχο, Στρατιωτικός Διοικητής ήταν ο Καλλίας, που άρχισε την μάχη με 80
άνδρες και πρωτοστάτησε σε αυτήν, μέχρι να καταφθάσουν δρομαίοι και οι
υπόλοιποι άνδρες (280 άνδρες αναφέρει ο Νικηφόρος, μαζί με τους
20-25 της μαχητικής ομάδας Μαυρολιθαριού)
του 1/36 Τάγματος υπό τους Νικηφόρο-Διαμαντή-Βερμαίο, από
το Μαυρολιθάρι που ήσαν. Την μάχη
λοιπόν άρχισε ο Καλλίας με τον 1ο Λόχο, αλλά τελικά συμμετείχε ΟΛΟ
το 1/36 Τάγμα, και ο Καλλίας δεν ήταν ο Διοικητής του 1/36 Τάγματος. Ο
Νικηφόρος ήταν. Τι να κάνουμε τώρα; Σε έναν πίνακα με τα συγκεντρωτικά
στοιχεία της μάχης, τι έπρεπε να καταγράφει ο Νικηφόρος; Ότι όλοι, και οι 360
άνδρες, και όλοι οι νεκροί της μάχης, ήταν υπό την διοίκηση του Καλλία;
Ήμαρτον!
* Στη μάχη στο 51ο
χλμ. Άμφισσας όπου έλαβαν μέρος αντάρτες του Νικηφόρου (60) και του Κρόνου
(100), η κ. Κομπιλάκου μεταφέρει πληροφορία από τον ίδιο συγκεντρωτικό πίνακα
μαχών, όπου γράφει: «συμμετοχή 160 ανδρών του ΕΛΑΣ
εκ των οποίων οι 60 του Νικηφόρου και οι υπόλοιποι του 1ου
Λόχου του 1/36 Τάγματος υπό του Κρόνου88» [σ. 304]. Και
στην υποσημείωση «88. Γιώργης Μωραΐτης, «Αναμνήσεις ενός αντάρτη», Αθήνα 1999, τ.
Β, σ. 229: εδώ η μάχη τοποθετείται στις 26/5/1943, ενώ ο Κρόνος θεωρείται
επικεφαλής τμήματος του Αρχηγείου Παρνασσίδας». Σ.σ. Μα, και ο Νικηφόρος
το ίδιο λέει. Ο Νικηφόρος, όταν γράφει στον πίνακα «Ως 1ος Λόχος του
1/36 Τάγματος, υπό Κρόνου», δηλώνει ότι «Δώσαμε την μάχη, εμείς, Ως 1ος
Λόχος του 1/36 Τάγματος, υπό την διοίκηση του Κρόνου», δηλαδή το δικό του
τμήμα, οι 60 άνδρες της Παρνασσίδας, που ανήκαν στον 1ο Λόχο του
1/36 Τάγματος, πήραν μέρος κάτω από τις διαταγές του Κρόνου. Η κ. Κομπιλάκου
νομίζει, ότι, άλλοι οι 60 άνδρες του Νικηφόρου και άλλος ο 1ος Λόχος
του 1/36 Τάγματος (δηλ. του Αρχηγείου Παρνασσίδας), και θεωρεί ότι αυτός (ο 1ος
Λόχος 1/36 Τάγματος) είναι οι 100 άνδρες του... συνεργαζόμενου τμήματος του
Κρόνου! Δηλαδή ότι το 1/36 Τάγμα είναι του Κρόνου. Και από εδώ ξεκινούν όλες οι
τραγελαφικές αιτιάσεις της.
ΠΙΝΑΚΑΣ πολεμικής δράσης του 2ου Συντ/τος 1942-1944 - λεπτομέρεια που αφορά στην μάχη στο 51ο χλμ. [Το Χαμένο
Χειρόγραφο, σ. 273]
Μάχες
Συμπλοκές
|
Ημερ/νία
|
Αντιμαχόμενες Δυνάμεις
|
Αποτελέσματα
|
Απώλειες ανδρών
|
Συνεργασία με άλλα Τμήματα.
Παρατηρήσεις. Δώσαμε την μάχη ως...
Με τους...
|
8.
51ο χλμ. (Γραβιάς-Άμφισσας)
|
27/5/1943
|
160 άνδρες
(οι 60 του
Νικηφόρου), εναντίον 950 Ιταλών... ...
|
45 νεκροί Ιταλοί,
|
3 νεκροί, 8 τραυματίες
|
Ως 1ος
Λόχος του 1/36 Τάγματος, υπό Κρόνου.
|
Τι είδαμε λοιπόν στην περίπτωση Καλλία, σε
σχέση με τις περιγραφές του Νικηφόρου είτε στο χειρόγραφο του 1945 είτε στον Αντάρτη
του 1965; Ότι υπάρχει ταύτιση θέσης. Επιβράβευση, ανάδειξη του Καλλία,
συναισθηματική φόρτιση και αγάπη του Νικηφόρου για τον συμπολεμιστή του. Σε
καμία περίπτωση δεν αφήνεται ούτε υπόνοια «απόκρυψης ή παραποίησης στοιχείων».
Και όμως. Η κ. Κομπιλάκου βρήκε τον... Πίνακα, την μια, δεκαετίες μεταγενέστερο
του χειρογράφου και την άλλη...
προγενέστερο, στον οποίο, κατ’ εκείνη, ο Νικηφόρος «υποβιβάζει» τον Καλλία! Η
αιτία είναι προφανής, και δεδηλωμένη ως στόχος: η πρεμούρα να βρούμε
ενοχοποιητικά στοιχεία.
β) Επίσης, για την περίπτωση του θανάτου του Καλλία και των άλλων 30 συμπολεμιστών
του στην ενέδρα της Αγίας Τριάδας Καλοσκοπής (5/1/1944). [Σ.σ. Ένα
προσφιλές θέμα, στο οποίο δίνεται βαρύτητα από την κ. Κομπιλάκου, αφού
επανέρχεται σε αυτό με βάση δύο-τρεις διαπιστώσεις. 1ον. Το βαρύ
πένθος του Νικηφόρου για τον χαμό του Καλλία, που είναι έκδηλο στο χειρόγραφο, καθώς η απώλεια του
συναγωνιστή του είναι νωπή (έτσι μεταφέρεται όμως και στον Αντάρτη, πολύ αργότερα, το 1965). 2ον. Η ανάδειξη του
Καλλία από τον Νικηφόρο ως πρωταγωνιστή της μάχης της Παύλιανης και ταυτόχρονη
υποβάθμιση της αξίας της συμμετοχής του ίδιου του Νικηφόρου στην μάχη και 3ον
τα... ενοχικά -κατά την συγγραφέα- αισθήματα του Νικηφόρου που τον
αναγκάζουν να απολογείται για να δικαιολογήσει τις δικές του ευθύνες για αυτήν
την απώλεια (έτσι αποφασίζει η κ. Κ.)].
Η
κ. Κομπιλάκου, γράφει: «Περαιτέρω, γίνεται εμφανής
η προσπάθεια που καταβάλει ώστε να αποσοβήσει (sic) το
βάρος καθώς και μία κρυφή ενοχή που τον βαραίνουν άδικα για την
υπαιτιότητα του θανάτου του Καλλία και των παληκαριών του» [σ. 339]. Υπογραμμίζουμε
το «άδικα» για να καταδείξουμε μία περίπτωση διόρθωσης, καθώς στην διατριβή του
2010, η λέξη έλλειπε, οπότε άλλαζε άρδην και το νόημα της φράσης. Αλλά, «ενοχή»
του Νικηφόρου, δίκαιη ή άδικη, γιατί; Πώς συμπεραίνεται; Από πού τεκμαίρεται αυτό;
Ο Νικηφόρος είχε διαταχθεί από τον ταγματάρχη Ζούλα να επιχειρήσει σαμποτάζ στα
νώτα των Γερμανών -στην σιδηροδρομική γραμμή προς Αμφίκλεια (Δαδί), και εστάλη
επικεφαλής μίας δύναμης 30 ανδρών του, μαζί με 30 άνδρες του 5/42 υπό τον
Ντούρο. Επιστρέφοντας από την πλευρά της Δαύλειας προς το Άμφισσα-Μαυρολιθάρι,
έξω από την Αράχωβα συνάντησε το πρώτο φυλάκιο του ΕΛΑΣ και εκεί
πληροφορήθηκαν, ο ίδιος και όλη η ομάδα του, τον θάνατο των παλικαριών του
Καλλία. Και σχεδόν κατέρρευσε, όχι από καμία ενοχή, αλλά από την αβάσταχτη λύπη
και συντριβή του. Αυτό διαποτίζει και τα κείμενά του με τις έντονες περιγραφές.
Επίσης, η ίδια η κ. Κομπιλάκου, εκτός από την μαρτυρία Νικηφόρου από το χειρόγραφό του για την αποστολή κατόπιν
διαταγής του Ζούλα, παραθέτει την μαρτυρία και του Γιάννη Π. Τσιτσιπή
(εξαδέλφου του Λοκρού) από το βιβλίο του Θανάση Τρίγκα «Το αρχηγείο Λοκρίδας, ΙΙ/42 Τάγμα του ΕΛΑΣ...» που αναφέρει: «όλα τα τμήματα της ορεινής Παρνασσίδας
αποτελούσαν τη δύναμη που συγκροτούσε το 36ο Σύνταγμα με διοικητή
τον ταγματάρχη Ευθ. Ζούλα... Οι διλοχίες του Αλέκου Μυλωνά και Λοκρού (Σωτήρη
Τσιτσιπή)είχαν λάβει μέρος σε μάχη εναντίον των Γερμανών στη θέση Καλοσκοπή
στις 2/1/1944 και γι’ αυτό ο Ζούλας θα ζητήσει την ενίσχυση του 5ου
Ανεξάρτητου Τάγματος Παρνασσίδας (πρώην 1/36 Τάγμα), ο 1ος Λόχος του
οποίου βρισκόταν υπό τις διαταγές του Καλλία... Θα ακολουθήσει σύσκεψη, όπου ο
Ζούλας θα διατάξει τον Νικηφόρο να φύγει με μια διμοιρία για τα μετόπισθεν των
Γερμανών με σκοπό την διενέργεια κάποιου σαμποτάζ, και τους Καλλία και Λοκρό να
συναντηθούν στην τοποθεσία Καναλάκι, κοντά στις Βρίζες, για να επιτεθούν
εναντίον των Γερμανών. Κατόπιν όμως ο Ζούλας κράτησε μαζί του τον Λοκρό
στέλνοντας στον προορισμό του μόνο τον Καλλία». Σε τι ήταν υπαίτιος και
ποιες ενοχές και για ποιο λόγο λοιπόν θα μπορούσε να έχει ο Νικηφόρος; [Όσες
«ενοχές», πάλι, υποτίθεται ότι θα έπρεπε να έχει και για την μάχη της
Αγιαθυμιάς. Κι εκεί το ίδιο επιχειρείται, να εμφανιστεί γεμάτος ενοχές. Όπως,
στη συνέχεια, του φορτώνεται άκριτα και ανιστόρητα η όποια «ευθύνη» του για τον
Αφοπλισμό του 2ου Συν/τος και η προσπάθειά του «να την αποσείσει
μεταθέτοντάς την» σε άλλον (στον Παπαζήση). Αλλά όλα αυτά για όποιον έχει
ευαισθησία, ευθυκρισία και δικαιοσύνη, εύκολα καταρρίπτονται ως χάρτινοι
πύργοι].
Παρ’ όλα
αυτά, σε άλλο σημείο του βιβλίου, η συγγραφέας έχει ξεχάσει να διορθώσει και να
αναθεωρήσει την αρχική εκτίμησή της, που είχε διατυπώσει στην διατριβή της, ότι
ο «υποβιβασμός» του Καλλία -που υποτίθεται ότι εντόπισε στον συγκεντρωτικό
πίνακα μαχών- είχε αιτία την «μετά από
δεκαετίες» συγγραφή του από τον Νικηφόρο, πράγμα που όπως είδαμε και η ίδια
διόρθωσε σε άλλο σημείο του βιβλίου της, και επανέρχεται και σημειώνει: «Επίσης, γεγονότα και πρόσωπα έχασαν διαχρονικά το
συγκεκριμένο ρόλο που κατείχαν αρχικά στο πρώιμο και υπό εξέταση χειρόγραφο. Όπως για παράδειγμα ο Καλλίας,
που, όπως είδαμε, όταν συντάσσεται το χειρόγραφο,
ο θάνατός του είναι πρόσφατος, και η
οποιαδήποτε συμμετοχή του στον αγώνα προβάλλεται με εξέχοντα τρόπο. Ομοίως και
στον Αντάρτη, 20 χρόνια μετά... Για να
καταλήξει μία απλή αναφορά μέσα στα
σχεδιάσματα του αρχείου του, παρέα με όλους τους συντρόφους και συναγωνιστές
του.70» (σ. 40). Και με παραπομπή στην υποσημείωση 70 πληροφορούμαστε
ποια είναι η επιστημονική εξήγηση αυτού του μηχανισμού «απώθησης»: «70. Οπ. π., Βιδάλη, σ.
45-49: για τη λειτουργία του «πένθους» ως τρόπου του ασυνείδητου να «ξεχάσει»
το νεκρό, καθώς και για την ανάληψη του φταιξίματος από το «εγώ» για τον θάνατο
αγαπημένου προσώπου, ως δήλωση σκληρής υποτίμησης του εαυτού και αυστηρής
αυτοκριτικής». Πολύ ωραίες αυτές οι επιστημονικές αναλύσεις, μόνο που θα
πρέπει να υπάρχουν και οι αιτίες για να προβείς σε τέτοιου είδους διαπιστώσεις.
Και οι αιτίες, είτε πρόκειται για την «παραγκώνιση» του Καλλία και την μάχη
Παύλιανης είτε πρόκειται για την «ενοχή» του Νικηφόρου για τον θάνατο του
Καλλία, είναι κατά φαντασίαν και
ανύπαρκτες.
3. Για τον Αφοπλισμό του 2ου Συντάγματος
- περίπτωση Παπαζήση... όπου η κ. Κομπιλάκου αποφαίνεται ότι, ο
Νικηφόρος... τα έχει εντελώς χαμένα -συνέπεια από τις κακουχίες πολύχρονης
φυλάκισης και διώξεων- και λόγω ψυχικής διαταραχής και εμμονών «κουρδίζεται» και φτιάχνει μόνος του από το
πουθενά εχθρούς και «δαίμονες», όπως στην περίπτωση Παπαζήση.
Εδώ, πλέον, αποδεικνύεται
περίτρανα το εξής εκπληκτικό.
Ότι η συγγραφέας αποφάσισε να κάνει διδακτορική διατριβή με θέμα συγκριτική
μελέτη των γραπτών του Νικηφόρου και δεν
διάβασε ολοκληρωμένα ΟΥΤΕ ΜΙΑ φορά τα βιβλία του «ΑΝΤΑΡΤΗΣ στα Βουνά της Ρούμελης»
και «Παγίδευση
και Αφοπλισμός του 2ου Συντ/τος του ΕΛΑΣ» πάνω στα οποία
βασίζεται η μελέτη! ΟΥΤΕ ΜΙΑ ΦΟΡΑ! Πράγμα που θα την γλίτωνε από πολλές ανοησίες,
και θα γλίτωνε και εμάς από την άχαρη και ψυχοφθόρα αυτή διαδικασία, να
καταδείξουμε ότι ο Νικηφόρος δεν ήταν...
ελέφαντας.
Γράφει η κ. Κ.:
-
►
«Είναι ακόμα εποχή που ο Παπαζήσης όπως και
ο Σιάντος δεν έχουν αποκτήσει την υπόσταση «δαιμόνων» στο θυμικό του
Νικηφόρου κι έτσι όπως εκφράζεται αυτό πολύ αργότερα και κατά πώς συγκροτήθηκε η ατομική του μνήμη στο πέρασμα
των δεκαετιών. Ο Παπαζήσης θα
αποτελέσει τον μετέπειτα υπαίτιο, για τον Νικηφόρο, της παράδοσης του 2ου
Συντάγματός τους του ΕΛΑΣ, θεωρία που θα υποστηρίξει ο ίδιος με μια σωρεία εικασιών και καθοδηγούμενων
μαρτυριών, αφαιρώντας από
τον Παπαζήση τον χαρακτηρισμό του «γέροντα», άρα και της συνακόλουθης
επιείκειας, και, με ένα
αναθεωρητικό ερμηνευτικό σχήμα θα τον υποβιβάσει στην κατηγορία του «μονίμως πιωμένου». Θεωρία
που έχει να κάνει με την διαμόρφωση της ανθρώπινης
ψυχολογίας από τις επιδράσεις
τόσο του πολύχρονου εγκλεισμού, όσο και χρόνιων καταδιώξεων σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής,
πολιτικής ζωής, έτσι όπως συνέβη στην περίπτωση
Δημητρίου, μέσω χρόνιων και
πολύπαθων δικαστικών αγώνων. Κατόπιν τούτων, το μυαλό ουσιαστικά «κουρδίζεται» στο να ερμηνεύει παρελθοντικά
συμβάντα, βάσει μιας γενικής συνωμοσιολογίας, η οποία διεισδύει και σε πιο
ειδικά σχήματα». [Το Χαμένο
Χειρόγραφο, σ.345-6] (!!!).
-
σ.σ. η κ. Κομπιλάκου, με αφετηρία μία εσφαλμένη
εντύπωση-υπόθεσή της, ότι όλα αυτά επινοήθηκαν, κατασκευάστηκαν και ήταν
απότοκα ψυχικής διαστροφής σε μεταγενέστερο και σχετικά πρόσφατο χρόνο, συντάσσει κανονικό
κατηγορητήριο! Εκδίδει και ιατρική γνωμάτευση, δημοσιοποιώντας και το ιατρικό
ανακοινωθέν. Για εμάς, είναι φανερό ότι δεν θα έπεφτε σε τέτοια παγίδα αν δεν
είχε επηρεαστεί και από καλοθελητές. Όμως, από τέτοιου είδους συκοφαντίες έπαθε
η καρδιά του Νικηφόρου και οδηγήθηκε στην χειρουργική κλίνη, και όχι τα μυαλά
του, όπως υποστηρίζει στο έργο της η κ. Κομπιλάκου.
-
►
«Είναι χαρακτηριστική η πολεμική που
ακολουθήθηκε από πολλούς τιμητές (sic)
του Νικηφόρου οι οποίοι προσπάθησαν να ματαιώσουν την τιτλοφόρηση της ομώνυμης
ταινίας του Παντελή Βούλγαρη για τον
εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα, που έφερε τον τίτλο «Ψυχή βαθειά» (σ.σ. «γυρίστηκε» το 2008, προβλήθηκε το 2009,
ο Νικηφόρος απεβίωσε το 2000) με το σκεπτικό πως
υιοθετούσε μια φράση ενός «προδότη» του ΕΛΑΣ αλλά και στηριζόμενοι ασφαλώς στο σχετικό βιβλίο του Νικηφόρου για
τον αφοπλισμό Δεκεμβριανά 1944, 2ο
Σύνταγμα του ΕΛΑΣ. Παγίδευση και Αφοπλισμός και η συνεχιζόμενη προς τα χείριστα
ελληνική τραγωδία (1941-1977) (sic) [σ.σ. Αθήνα
1997] (σ.σ. σε αυτήν την περίπτωση που αναφέρει, η μόνη εξήγηση, κατά την
κ. Κ, είναι ότι όσοι το έπραξαν, ενήργησαν «…στηριζόμενοι
ασφαλώς στο σχετικό βιβλίο του
Νικηφόρου...». Σ.σ. Δηλαδή, ουδείς άλλος ελασίτης του 2ου
Συντάγματος, δεν μπορεί να είχε ιδία αντίληψη ή γνώμη για τα συμβάντα, που
συνέπιπτε με αυτήν του Νικηφόρου, αλλά, απλά και «ασφαλώς», αποφάσιζε και δρούσε
ως ενεργούμενο του Νικηφόρου, και μάλιστα 9 χρόνια μετά τον θάνατό του! Να
πληροφορήσουμε την κ. Κ., ότι οι περισσότεροι πρωταγωνιστές ή αυτόπτες των
γεγονότων αυτών τον Δεκέμβριο 1944, ΓΝΩΡΙΖΑΝ
τα καθέκαστα για την παράδοση του 2ου Συντάγματος, από το 1953!).
Και συνεχίζει η κ. Κ., με τα εξής καταπληκτικά: «Για
την χρησιμοποίηση της φράσης (σ.σ. «Ψυχή
βαθειά») βλέπε ενδεικτικά στο Νικηφόρου, Αντάρτης στα Βουνά της Ρούμελης , Αθήνα [1964] τ. Γ΄, σ. 205]». [Το Χαμένο Χειρόγραφο, σ. 345, υποσ. 50]
-
►«...κι από τον ίδιο τον Νικηφόρο, που προσπάθησε να μεταθέσει την προσωπική
ευθύνη, εμπλεκόμενος όμως στην παραπάνω φιλολογία».
[σ. 219]
-
► Συνεχίζοντας
κ. Κομπιλάκου, αφού παραθέτει από το Χειρόγραφο
του Νικηφόρου τον χαρακτηρισμό του για τον Παπαζήση: «Ο ενθουσιώδης και ορμητικός γερο-Παπαζήσης...»
και «Απεριόριστο σεβασμό τρέφει (σ.σ. ο
Νικηφόρος) για την στάση του Παπαζήση σε αυτές τις
επιχειρήσεις...» (σωστό)
κατόπιν
σχολιάζει σε υποσημείωση: «Πρβλ. τους
χαρακτηρισμούς αυτούς σε αντίθεση με
ό,τι παραθέτει στον Αφοπλισμό του 2ου Συντ/τος πενήντα χρόνια μετά
κι όπως θα δούμε παρακάτω στην παρούσα μελέτη». (σ.σ. ψευδές, και στον Αντάρτη υπάρχουν οι κατηγορίες αυτές -βλέπε πιο κάτω ).
-
►
«...Αντίθετα χτυπητό παράδειγμα διαφοροποίησης
αποτελεί ο Μιχάλης Παπαζήσης. Ο οποίος στο
χειρόγραφο αποτελεί μια εμβληματική φιγούρα του αγώνα, που με το
χαρακτηριστικό επαναλαμβανόμενο μότο του «Ψυχή Βαθειά» εμψύχωνε και καθοδηγούσε
ως έμπειρος επαγγελματίας στρατιώτης τους απλούς αντάρτες του, για να εμφανιστεί σχεδόν με τον ίδιο τρόπο
στον Αντάρτη. Αντίθετα, του αποδίδεται ο χαρακτηρισμός του προδότη, στα 1997,
με την έκδοση του βιβλίου του Νικηφόρου
για τον Αφοπλισμό του 2ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ που
πραγματοποιήθηκε από τους Βρετανούς στο Ψυχικό, λίγο πριν την έναρξη των Δεκεμβριανών,
το οποίο διηύθυναν από κοινού ο Νικηφόρος με τον Παπαζήση» [Το Χαμένο
Χειρόγραφο, σ. 40-41]. (σ.σ. στην διατριβή υπήρχε και η εξής
διατύπωση: «Επανέρχεται έτσι το θέμα της μετέπειτα ανακήρυξης του
Παπαζήση απ’ τον ίδιο τον Νικηφόρο ως «πράκτορα των Άγγλων» και προδότη του
κοινού τους τμήματος κι έτσι όπως
σκιαγραφείται στο βιβλίο του για τον Αφοπλισμό του 2ου Συντάγματος,
που έρχεται σε έντονη αντίθεση με όσα
ο ίδιος πίστευε, τουλάχιστον
μέχρι και την έκδοση του Αντάρτη.
Ένα θέμα μετασχηματοποίησης της
ατομικής μνήμης κι έτσι όπως έχει παρουσιαστεί παραπάνω σε άλλο
κεφάλαιο»).
Σ.σ. Να αρχίσουμε από αυτό.
Παρ’ όλο που ο Νικηφόρος όταν εκδίδει τον Αντάρτη, το 1965,
γνωρίζει τον ρόλο του Παπαζήση και το καταγράφει στο βιβλίο, (βλέπε
στοιχεία παρακάτω), το γεγονός αυτό σε καμία περίπτωση δεν τον εμποδίζει στο να
αποδώσει την αρμόζουσα τιμή στον Παπαζήση για την πολεμική ανδρεία, χωρίς να
τον επηρεάζει το θέμα της συμπεριφοράς του προς το Τμήμα και τους συναγωνιστές
του στον Αφοπλισμό. Το επιλήψιμο για τον Νικηφόρο θα ήταν, αν η κ. Κ.
παρουσίαζε κάποια αντίφαση, μεταστροφή ή αποσιώπηση της γνώμης του Νικηφόρου
για τον Παπαζήση από το ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ
στον ΑΝΤΑΡΤΗ, για την συμπεριφορά του
στα πεδία των μαχών. Τίποτα τέτοιο όμως δεν διαπιστώνεται, καθώς ο Παπαζήσης
για την ανδρεία του επικροτείται το ίδιο θερμά και στα δύο κείμενα, παρ’ όλο
που όταν ο Νικηφόρος γράφει τον ΑΝΤΑΡΤΗ το
1965, πλέον γνωρίζει αυτά που δεν γνώριζε όταν έγραφε το ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ το 1945. Και παρ’ όλη την πικρία και οργή του για
εκείνον, αποδίδει τα δέοντα στον Παπαζήση για την πολεμικές αρετές του! Στη
συνέχεια. Όχι λοιπόν! Δεν «του αποδίδεται ο
χαρακτηρισμός του προδότη, στα 1997, με
την έκδοση του βιβλίου του Νικηφόρου για τον Αφοπλισμό του 2ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ».
[Κάνουμε μία παρένθεση, και θα επανέλθουμε στο θέμα Παπαζήση πιο κάτω, για να
υπογραμμίσουμε το απίστευτο και όμως
αληθινό γεγονός που σχολιάσαμε και πιο πάνω, καθώς αποδεικνύεται
περίτρανα: ότι η κ. Κ. αποφάσισε να κάνει διατριβή για τον Νικηφόρο και δεν
έχει διαβάσει καν τον «Αντάρτη στα Βουνά
της Ρούμελης», έστω μία φορά, ολοκληρωμένα! Μόνο, τον χρησιμοποιεί
αποσπασματικά και επιλεκτικά, τον ανοίγει μόνο να κάνει κάποιες συγκρίσεις,
ταυτοποιήσεις, διασταυρώσεις με το Χειρόγραφο κλπ, «όπου» χρειάζεται, και τέλος. Αυτό
πιστοποιείται σε πολλές περιπτώσεις στο
βιβλίο της κ. Κ., με τρανταχτά δείγματα της απολύτου άγνοιάς της για γεγονότα
που ο Νικηφόρος αφηγείται ή περιγράφει διεξοδικά και με λεπτομέρειες! Εκτός από
αυτά που θα δούμε στη συνέχεια να γράφει για τον Παπαζήση, μία ακόμη από τις
πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις αφορά στην μάχη της Αγιαθυμιάς, όπου η κ. Κ.
μεταφέρει μία πληροφορία από το Χειρόγραφο του Νικηφόρου και κατόπιν την
σχολιάζει. Γράφει λοιπόν: «Κατόπιν τούτων η μάχη
προκλήθηκε εν μέσω αντάρας, προφανώς καταιγίδας...8
- παραπομπή στην υποσ. 8: Χειρόγραφο σ. 109» [Το Χαμένο Χειρόγραφο σ. 292] (!!!). Δυστυχώς για την ίδια, αν είχε διαβάσει έστω και
μία φορά την μάχη της Αγιαθυμιάς από τον Αντάρτη,
θα απέφευγε αυτήν την γκάφα ολκής, αφού εκεί περιγράφεται με κάθε λεπτομέρεια η
«αντάρα», που βέβαια δεν έχει καμία σχέση με «καταιγίδα», όπως η ίδια θεωρεί
ότι εννοεί ο Νικηφόρος. Χαρακτηριστικά, σε 4-5 διαφορετικά σημεία της
περιγραφής της μάχης, γράφει ο Νικηφόρος στον ΑΝΤΑΡΤΗ: «μαύρες αντάρες
ανακατεύονταν ολούθε άγρια, κουβάρια-κουβάρια... Η αντάρα έπεφτε,
σηκωνόταν, πάλι ξανάπεφτε, σα να χιμούσαν απάνω μας κάποιοι υπερκόσμιοι
θυμοί... ...«Η αντάρα,
εξακολουθούσε, τη μια στιγμή μας εξαφάνιζε, την άλλη σηκωνόταν. Έβλεπες
έναν τόπο παράξενο, κομματιαστό, δε μπορούσες να σχηματίσεις γνώμη... Η
αντάρα όμως μας τύφλωνε... ...Ωραία ανοίγονταν αλλά τους έχανα με μιας μέσα
στην ομίχλη. Ακόμα δεν είχα δει συνολικά το μέρος. Σηκώθηκε τότε λιγάκι η
αντάρα και το είδα...». Κατόπιν τούτων, όπως τόσο «προφανώς» εξήχθη το συμπέρασμα «αντάρα = καταιγίδα», άλλο τόσο πανεύκολος και «προφανής»
είναι για την κ. Κομπιλάκου ο λόγος που ο Νικηφόρος δεν αναφέρεται διεξοδικά σε
μία από τις μάχες που δόθηκαν μάχη στο 51ο χλμ., αποφαινόμενη: «Από την άλλη το γεγονός πως η μάχη δεν αναφέρεται με
ξεχωριστή μνεία στο χειρόγραφο, αφορά τον προφανή
πρωταγωνιστικό ρόλο που κατέχει ο Κρόνος και όχι ο Νικηφόρος και συντάκτης του
κειμένου». Όλα είναι προφανή για την κ. Κομπιλάκου, και μάλιστα όταν όλα
βοούν, για τι άλλο;... για την... μικρότητα του Νικηφόρου!].
Επανερχόμαστε στο θέμα Παπαζήση. Για να επαναλάβουμε ότι
επιβεβαιώνεται πάλι το απίστευτο! Η κ. Κομπιλάκου πιστεύει και ισχυρίζεται ότι
ο Νικηφόρος στον Αντάρτη, το 1965,
δεν αναφέρει τίποτα επιλήψιμο για τον Παπαζήση, και ότι μόνο τον εξαίρει για
την ανδρεία του, και τις κατηγορίες εναντίον του τις «κατασκευάζει» κατόπιν,
μέσα «από
την μετασχηματοποίηση της ατομικής μνήμης» προσπαθώντας «να
μεταθέσει την προσωπική ευθύνη». Πάλι
δυστυχώς, για εκείνη, ο Νικηφόρος καταγράφει αυτά που δεν έχει πάρει είδηση η
κ. Κ.. Δεν «έρχεται το 1997» ούτε «50 χρόνια μετά» λοιπόν ο Νικηφόρος «να προσπαθεί να μεταθέσει την προσωπική ευθύνη... με
το μυαλό ουσιαστικά να «κουρδίζεται» στο
να ερμηνεύει παρελθοντικά συμβάντα, βάσει μιας γενικής συνωμοσιολογίας, η οποία
διεισδύει και σε πιο ειδικά σχήματα... για να ταυτίσει τον Παπαζήση με τον
τίτλο του προδότη». Καθόλου. Η κ. Κομπιλάκου, πάλι συλλαμβάνεται να
αγνοεί τα στοιχειώδη. Ότι δηλαδή, από το 1953, και με την δημοσίευση της
επιστολής του υφυπουργού Στρατιωτικών
Λεωνίδα Σπαή στην εφημ. «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ»
στις 29/12/1953, ήδη γνωρίζουν άπαντες τον ρόλο του Παπαζήση, που σύμφωνα
με τον Λ. Σπαή, ήταν καταλυτικός στην παράδοση του Συντάγματος στους Άγγλους,
αφού περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια την συνεργασία τους και τον σχεδιασμό παρουσία του Άγγλου ταξίαρχου Φερθ -συνεργάτη του Σκόμπυ (βλέπε επιστολή Λ. Σπαή παρακάτω). Ο ρόλος αυτός επισημαίνεται
στον Αντάρτη, από το 1965, σε
διάφορα σημεία και περιστατικά. Αυτό, ούτε το έχει πάρει είδηση!
Ενδεικτικά, για τον Παπαζήση
και τον ρόλο του στον Αφοπλισμό, ο Νικηφόρος στον «Αντάρτη στα Βουνά της Ρούμελης» το 1965, σημειώνει:
1. Μόλις φτάσαμε στη Θήβα, πολλές δουλειές μαζί μας
περίμεναν. Έπρεπε να τελειώσουν και οι προετοιμασίες για τη Λαμία (στη
συνδιάσκεψη).
Ο Παπαζήσης ξαναζήτησε άδεια να κατεβεί
πάλι στην Αθήνα. Δεν κόστιζε τίποτα να έλειπε και είπαμε ας κατέβει.
Εξακολουθούσαμε να μην υποπτευόμαστε τίποτα (θα περνούσαν πολλά χρόνια να μάθουμε τι μας σκάρωνε, τι ατιμίες
εναντίον των παιδιών του που τον είχαν κάμει τραγούδι). («Αντάρτης στα Βουνά της Ρούμελης», Τόμος Γ΄, σ. 396 στην έκδοση 1965
/ σ. 485 στην έκδοση 2015)
2. Φώναζε κι ο Παπαζήσης.
― Πάμε! – του είπα. Και φύγαμε.
Οι αντάρτες μάς περιτριγύρισαν έξω.
Κατάλαβαν τι έτρεξε, ήσαν εξαγριωμένοι. Ανεβαίναμε και μας κουνούσε ώρα η οργή.
Μανία σωστή.
― Τον π.......... ! – βλαστημούσε ο
Παπαζήσης για τον εγγλέζο λοχαγό. ― Τον κ......... !
Θεωρούσαμε
τίμια την αγανάκτησή του. Νομίζαμε ότι έχουμε δίπλα μας ένα διοικητή, ένα
σύντροφο. («Αντάρτης στα Βουνά της Ρούμελης», Τόμος
Γ΄, σ. 407 στην έκδοση 1965 / σ. 498-9 στην έκδοση 2015)
Όσο για το ότι ο Νικηφόρος,
μόλις το 1997 «κατασκευάζει την κατηγορία» ότι ο
Παπαζήσης ήταν «μονίμως πιωμένος». Αυτό δεν είναι καμία «κατασκευασμένη» κατηγορία,
ούτε είναι «ένα αναθεωρητικό
ερμηνευτικό σχήμα» του Νικηφόρου
-όπως το παρουσιάζει η κ. Κ., ως διδάκτωρ, τώρα, και
Ψυχοπαθολογίας-Ψυχανάλυσης. Απλώς είναι ένα γεγονός αδιαμφισβήτητο, το οποίο
γνωρίζουν όλοι! Όλοι όσοι έχουν ασχοληθεί έστω και ελάχιστα με τα πράγματα,
τότε! [Και μπορεί, η κ. Κ., να διαθέτει πράγματι διδακτορικό και στην
Ψυχοπαθολογία (δεν το γνωρίζουμε), αλλά σε κάθε περίπτωση να χρησιμοποιήσει για
τον εαυτό της τις γνώσεις της, μήπως κατανοήσουμε για ποιον λόγο αποκρύπτει ντοκουμέντα, διαστρεβλώνει γεγονότα και
παραποιεί καταστάσεις με τόση ευκολία]. Και
βέβαια, το παραπάνω γεγονός αυτό σημειώνεται επανειλημμένως στον Αντάρτη
από το 1965, και όχι μόλις το 1997 στον Αφοπλισμό
του 2ου Συντ/τος, όπως θέλει η κ.
Κομπιλάκου. Παραθέτουμε 3 σχετικά αποσπάσματα από τον Αντάρτη (υπάρχουν κι άλλα):
1. ―
Βαρδουσάκο! – φώναξα ξανά. ― Τρέχα εσύ! Στον Ταγματάρχη! Πες του νάρθει κάτω!
Ήρθε αλέστα δίπλα μου το παλληκαρόπουλο.
― Είναι
κούνια! – μου λέει εμπιστευτικά.
― Ας είναι! – τον αποπήρα. ― Θα συνέλθει
μόλις του μιλήσεις...
........
...Φύτρωσε, λαχανιασμένος δίπλα μου
κι ο Βαρδουσάκος.
― Δε σηκώνεται! – μου λέει.
― Τι
θα πει δε σηκώνεται – ρώτησα σαστισμένος.
― Είναι
τύφλα. Του είπα, «σήκω, συναγωνιστή Ταγματάρχη! Έπεσε η Ιταλία». ― Χα,
έκαμε, έπεσε; Ψυχή βαθειά! Και γύρισε στο άλλο το πλευρό. Κοιμάται, το κεφάλι
κάτω και τα πόδια προς το μαξιλάρι, έχει κάμει και εμετό.
― Να πας – είπα – και να τον τραβήξεις να
σηκωθεί. Να του πεις ότι το Τάγμα φεύγει. Θα τον παρατήσουμε εδώ!». («Αντάρτης στα Βουνά της Ρούμελης», Τόμος Β΄, σ. 376-7 στην έκδοση 1965
/ σ. 456 στην έκδοση 2015 ).
2. Αργά μετά τα
μεσάνυχτα, έφτασε και το 5ο Ανεξάρτητο τάγμα. Ακούγαμε τον Παπαζήση μπροστά,
«ψυχή βαθειάα! Πού είναι ο Αρχηγός;».
Ξυπνήσαμε. Ο Άρης άκουσε τον Παπαζήση και
γέλασε.
― Κοπανήσει
τάχει; – είπε. («Αντάρτης
στα Βουνά της Ρούμελης», Τόμος Γ΄, σ. 205 στην έκδοση 1965 / σ. 252 στην έκδοση
2015 )
3.
Κατεβαίνοντας το δρόμο πάνω από το
μοναστήρι, τον Προφήτη Ηλία, μάθαμε και νεώτερα. Ότι το τάγμα, με τον Παπαζήση
μπροστά, πιωμένον πάλι, κατηφόριζε
σουρουπώματα την ημέρα του αιφνιδιασμού, από τον ίδιο δρόμο που κατεβαίναμε κι
εμείς τώρα, και οι γερμανοί είχαν πιάσει στη Λούτσα, από πάνω από το μοναστήρι,
είχαν χωθεί μέσα στα κέδρα δυο-τρία μέτρα από το δρόμο και το περίμενε μακελειό
όλο το τμήμα.
(«Αντάρτης στα Βουνά της Ρούμελης», Τόμος Γ΄, σ. 233 στην έκδοση
1965 / σ. 287 στην έκδοση 2015 ).
Το αδιαμφισβήτητο αυτό γεγονός, η
αδυναμία του Παπαζήση στο ποτό, και τα παρεπόμενα αυτής, θα μπορούσε πολύ
εύκολα να διαπιστώσει η ίδια η κ. Κ. από μαρτυρίες ή έρευνα σε γραπτά και άλλων
ελασιτών. Μπορούσε να το διαπιστώσει και από τα επίσημα έγγραφα του Στρατού,
ΓΕΣ / Υπηρεσία Στρατιωτικών Αρχείων, όπου υπάρχει ο «Ατομικός Φάκελος
Ταγματάρχου Παπαζήση Μιχαήλ του Γερασίμου», και εκεί αναφέρεται: «Ήκιστα
αξιοπρεπής, οινόφλυξ». Και να μην
κάθεται η συγγραφέας να φαντάζεται, να γράφει προσβάλλοντας και εκτιθέμενη η
ίδια ανύπαρκτα σενάρια καταδίωξης του Παπαζήση από τον Νικηφόρο «μετέπειτα»
ή «σε έντονη
αντίθεση με όσα ο ίδιος πίστευε, τουλάχιστον μέχρι και την έκδοση του Αντάρτη»» ή «σε αντίθεση
με ό,τι παραθέτει στον Αφοπλισμό του 2ου Συντ/τος πενήντα χρόνια μετά».
Επιπλέον. Γνωστοί και καταξιωμένοι αγωνιστές που οι ένορκες μαρτυρίες τους
περιέχονται στο Αφοπλισμός και Παράδοση
του 2ου Συντάγματος, διασύρονται από την κ. Κομπιλάκου, αφού θεωρούνται από εκείνη αναξιόπιστοι
και οι μαρτυρίες τους
«καθοδηγούμενες». Τέτοιοι αγωνιστές, όπως, ο Νίκος Καρράς - καπετάνιος του 5ου Συντ/τος του ΕΛΑΣ, ο αγωνιστής Ζάχος Δράμπαλης – Ατρόμητος,
ο αγωνιστής -και ποιητής- Γιάννης Κοφίνης, ο αγωνιστής Γιάννης Δημητρίου – Σόλωνας (αδελφός του Νικηφόρου), ο αγωνιστής Νίκος Ταλαρούγκας, ο αγωνιστής Νίκος Καραμπέτσος, ο
αγωνιστής Βαγγέλης Γιαννόπουλος (πρ.
υπουργός) και άλλοι, που ήσαν παρόντες
και αυτόπτες μάρτυρες της κατάστασης εκείνη την νύχτα, στιγματίζονται, με
την ρετσινιά του κατευθυνόμενου μειρακίου και του ψεύτη. Αλλά, ας παραβλέψουμε
τις μαρτυρίες αυτών των αγωνιστών, που θα μπορούσαν για κάποιον καχύποπτο να
είναι υποχείρια του Νικηφόρου. Γιατί δεν παρατίθενται τα ντοκουμέντα που
περιέχονται στον «Αφοπλισμό» που δεν
επιδέχονται «ελέγχου» από τον Νικηφόρο; Ακόμη και αν αξιολογούνται από τον
ερευνητή, ως μικρής σημασίας, αυτά υπάρχουν. Γιατί δεν δημοσιεύονται αυτά ή
τουλάχιστον δεν παρέχεται μία πληροφόρηση στους αναγνώστες, ότι, να, «υπάρχουν
και αυτά, κρίνετε μόνοι σας»;
Τρία κραυγαλέα τέτοια ντοκουμέντα, ας πούμε, που δεν
μπορούν να «κατασκευαστούν» από τον Νικηφόρο, είναι:
1). Η επιστολή του υφυπουργού Λεωνίδα Σπαή
(στην κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου), για τον Αφοπλισμό
του 2ου Συντάγματος προς την εφημ. «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ» δημοσιευμένη στις 29/12/1953: (το επίμαχο
απόσπασμά της) «Κύριε Διευθυντά,
Παρακολουθώ με προσοχή τα υπό της εγκρίτου εφημερίδος σας δημοσιευόμενα
σχετικώς με τα θλιβερά γεγονότα του Δεκεμβρίου του 1944. Μολονότι δεν είχα την
πρόθεσιν να αναμιχθώ εις την εξιστόρησιν τούτων, εν τούτοις η ανάμιξις του
ονόματος του Ταγμ. Μιχαήλ Παπαζήση, διοικητού του 2ου Σ/τος Πεζικού του ΕΛΑΣ,
μου επιβάλλει να λύσω την σιωπήν μου, τοσούτον μάλλον, καθ’ όσον εγώ είμαι
εκείνος, ο οποίος τον Μάρτιον του 1945, υπό την ιδιότητάν μου ως Υφυπουργού των
Στρατιωτικών, εφρόντισα και ενετάχθη ούτος εις τα μόνιμα στελέχη του Στρατού
μας, περιληφθείς εις τον Α΄ πίνακα. Ο αείμνηστος Παπαζήσης μετέσχε της
Μικρασιατικής εκστρατείας ως κατώτερος αξιωματικός, ως και του πολέμου
1940-1941 ως Ταγματάρχης-Διοικητής Τάγματος, επιδειξάμενος παντού και πάντοτε
ψυχραιμίαν, γενναιότητα και εν γένει εξαίρετον διαγωγήν, επί Κατοχής δε
ωθούμενος υπό πατριωτικών αντιλήψεων και με τον σκοπόν να συντελέση και αυτός
εις την ταχυτέραν απελευθέρωσιν του πατρίου εδάφους, έσπευσε και ενετάχθη εκ
των πρώτων εις τον στρατόν του ΕΑΜ, εις τον ΕΛΑΣ, μη φανταζόμενος βέβαια ότι θα
ήτο δυνατόν ο αγών του ΕΛΑΣ να μετατραπή από απελευθερωτικός εις ταξικόν. Όταν
όμως μετά την απελευθέρωσιν αντελήφθη τα πραγματικά σχέδια των κομμουνιστών περί
της καταλήψεως της αρχής διά της βίας και εν συνεχεία επιβολής της δικτατορίας
των, ο Παπαζήσης, παρά τους δεσμούς του, έκρινε ότι δεν του επετρέπετο να
συμβάλλη εις την πραγματοποίησιν των σχεδίων αυτών. Ούτω πολύ προ της ημέρας
της ενάρξεως των συγκρούσεων, ούτος, έχων απόλυτον εμπιστοσύνην εις τον
υποφαινόμενον, καθ’ όσον δις είχεν εις το παρελθόν υπηρετήσει υπό τας διαταγάς
μου, με συνήντα τακτικά εις μυστικό μέρος και μου παρείχε κάθε χρήσιμον
πληροφορίαν περί των προθέσεων του ΕΛΑΣ και του τρόπου ενεργείας τούτου,
ομολογώ δ’ ότι αι πληροφορίαι αύται υπήρξαν ακριβείς και ωφελιμόταται, χάρις δε
εις αυτάς ο τότε πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου, εις ον συνεχώς τας διεβίβαζα,
αντελήφθη εγκαίρως τας προθέσεις των κομμουνιστών υπουργών της κυβερνήσεώς του.
Μίαν βροχερήν νύκταν του Δεκεμβρίου, ο Παπαζήσης με ειδοποιεί με τον καπετάν
Κολοκοτρώνη (λοχαγός του Πυροβολικού Αναγνώστου Γ., συμπατριώτης μου και
μεμυημένος και αυτός) ότι ήτο απόλυτος ανάγκη να με συναντήσει αμέσως εις το
γνωστόν σπίτι, όπου μ’ επερίμενε. Εκεί, μετ’ ολίγον, παρουσία και του ταξιάρχου
Φερθ, -βοηθού του Σκόμπυ, καθωρίσθησαν αι λεπτομέρειαι της παραδόσεως του 2ου
Συν/τος του ΕΛΑΣ, ας ο Παπαζήσης ετήρησεν επακριβώς, και ούτως απεφεύχθη η
αιματοχυσία κατά την αιχμαλωσίαν του Συντ/τος τούτου, ενός των καλυτέρων του
ΕΛΑΣ. Η παράδοσις λοιπόν του 2ου Συντ/τος ήτο αποτέλεσμα των προσπαθειών και
της τακτικής της κυβερνήσεως, αποβλεπούσης εις την διάβρωσιν του ΕΛΑΣ, είχε δε
ληφθή επαφή και με το 5ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, ως και με δύο άλλους διοικητάς
συνταγμάτων τούτου, των οποίων όμως δεν επετεύχθη η παράδοσις, λόγω εκτάκτου
μετακινήσεώς των...».
2). Το γεγονός ότι, ενώ ο Νικηφόρος μετά την συμφωνία της Βάρκιζας ήταν διωκώμενος και αποστρατευμένος και τελικά φυλακίστηκε
και καταδικάστηκε «δις εις θάνατον»,
την ίδια περίοδο ο Παπαζήσης
περιελήφθη στον Πίνακα Α΄ του Στρατού και
συνεχίστηκε κανονικά η μισθοδοσία του και η προσωπική ζωή του, εν πλήρη ελευθερία.
Και αυτό ύστερα από την επέμβαση του
ίδιου του Λ. Σπαή, όπως αναφέρει
στην εισαγωγή της επιστολής του το 1953. Επιπλέον στις συγκρούσεις με το 5/42 του συντ/ρχη Ψαρρού
συμμετείχε και ο Παπαζήσης ως συνδιοικητής του 5ου Ανεξάρτητου
Τάγματος Παρνασσίδας. Μετά την συμφωνία
Βάρκιζας για τον Νικηφόρο
εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης για την περίπτωση Ψαρρού, για τον Παπαζήση εκδόθηκε ένταλμα μισθοδοσίας.
3). Το επίσημο βιβλίο μελών της οργάνωσης Π.Α.Ο.
– οργάνωση που θεωρήθηκε προδοτική και διελύθη από τον ΕΛΑΣ- όπου αναφέρεται
στον Παπαζήση, τον καταγράφει ως μέλος της και του αποδίδει εύσημα για την
συμμετοχή του στον σχεδιασμό για την παράδοση του 2ου Συντάγματος:
«Μνημονεύομεν επίσης την περίπτωσιν του ταγματάρχου Παπαζήση, προερχομένου
επίσης εκ της Π.Α.Ο, ενταχθέντος εις τον ΕΛΑΣ, και διοικήσαντος ένα εκ των
πλέον μαχητικών συνταγμάτων τούτου. Ως γνωστόν, κατά μίαν κρίσιμον στιγμήν των
Δεκεμβριανών μαχών του 1944 εις τας Αθήνας, ο Παπαζήσης ήρθε εις επαφήν με τας
εθνικάς δυνάμεις και δεν επολέμησεν υπέρ των κομμουνιστών, ως είχεν εντολήν του
ΕΛΑΣ, διευκολύνοντας την εις τους Άγγλους παράδοσιν της μονάδας του μετά του
οπλισμού της» (ΠΑΟ -Πανελλήνιος Απελευθερωτική Οργάνωσις- Ιστορία και προσφορά
της εις την Εθνικήν Αντίστασιν 1941-45, Θεσ/νίκη 1977).
Δηλαδή, ας
υποθέσουμε ότι είχε ο Νικηφόρος εις βάρος του αυτά τα επιβαρυντικά στοιχεία...
τι θα τον «έκαναν» οι διαπρύσιοι κατήγοροί του; Όμως, ο Παπαζήσης,
παραμένει στο απυρόβλητο για εκείνους, απολαμβάνοντας ένα δίχτυ προστασίας και
κατανόησης για την «άδικη επίθεση», ενώ ο Νικηφόρος, που δεν του καταμαρτυρούν
τίποτα τέτοιο, αντιμετωπίζεται ως ένας εμπαθής και άρρωστος τύπος που μεταθέτει
τις ευθύνες του. Και, είναι και ύποπτος κάποιας συνδιαλλαγής με τους πρώην
αντιπάλους του, με ενδεχόμενη, την αναγκαστική τελική υποταγή του σε αυτούς (η
«συντηρητικοποίησή του», αργότερα, κατά την κ. Κομπιλάκου, σε αυτό
κατατείνει!!!). Τελικά, η διερώτηση της κ. Κομπιλάκου είναι... «πώς και γιατί
βγήκε από την φυλακή;»... (Βλέπε πιο κάτω, σελ. 19: «...Και
ο Αφοπλισμός του 2ου Συντάγματός του στα Δεκεμβριανά; Και η επί
ποινή θανάτου καταδίκη του, πώς μετατρέπεται σε αποφυλάκιση στα 1954 (sic,
τον Αύγουστο 1952 συνέβη) και μάλιστα
έχοντας συνηγορήσει υπέρ αυτού οι Mayers και Woodhouse;).
Το «κάτι παίχτηκε» είναι η έμμεση αλλά σαφής απόφανση της κ. Κομπιλάκου! Σημείωση: Ο Νικηφόρος βγήκε από
την φυλακή, ύστερα από 6,5 χρόνια, με τα «μέτρα επιείκειας και αποσυμφόρησης
των φυλακών» του Πλαστήρα, τον Αύγουστο του 1952, όπως αποφυλακίστηκαν τότε οι
περισσότεροι ελασίτες αγωνιστές, και αφού η ποινή του, τον Ιούνιο του 1948,
είχε μετατραπεί από «δις εις θάνατον» σε «ισόβια», με «χάρη», κατόπιν απεγνωσμένων ενεργειών του γερο-Νίκου να
σώσει τα παιδιά του από το εκτελεστικό απόσπασμα. Τις ενέργειες περιγράφει με
λεπτομέρειες η Ντίτα Νέτσου-Δημητρίου (σύντροφος του Νικηφόρου στον Αγώνα και
μετέπειτα σύζυγός του) στο «ΟΛΑ ΟΣΑ ΕΧΟΥΝ ΜΕΙΝΕΙ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΜΟΥ», 1993. Αλλά η
κ. Κομπιλάκου, που επικαλείται αλλού αυτό το απομνημόνευμα, στην προκείμενη περίπτωση δεν ασχολείται...
μάλλον είναι αναξιόπιστη και αυτή η πηγή για την κ. Κομπιλάκου.
Η αποσιώπηση όλων αυτών των
στοιχείων και η απαξίωση των μαρτυριών των ελασιτών μαχητών από την κ.
Κομπιλάκου, την οδηγούν στα «εύκολα», μεροληπτικά και διάτρητα συμπεράσματα,
που λένε ότι... ο Νικηφόρος... απ΄ τον «χρόνο και τις διώξεις» έχει πάθει «μετασχηματοποίηση
της ατομικής μνήμης» του, που κατέστη εν τέλει επιλεκτική, ότι έχει
το σύνδρομο καταδίωξης, «μετακυλύει τις ευθύνες του», διακατέχεται από σύνδρομο
ανωτερότητας και ναρκισσισμού και γι’ αυτό εμφανίζεται ισοπεδωτικός και άδικος
απέναντι σε συναγωνιστές του, ανώτερους και κατώτερους.
Βέβαια, ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση,
όπως και για τον Αντάρτη στα Βουνά της
Ρούμελης, αποδεικνύεται ότι η
συγγραφέας δεν έχει καν διαβάσει μία φορά ολοκληρωμένα το βιβλίο του Νικηφόρου
για τον Αφοπλισμό, το ξεφύλλισε
μέσες-άκρες, και, έχοντας την βεβαιότητα -πώς και από πού;... ενισχυμένη ίσως
από καλοθελητές- ότι αδίκως κατηγορείται ο Παπαζήσης «μετά από 50 χρόνια», να
απαξίωσε να ασχοληθεί περισσότερο με ντοκουμέντα
και μαρτυρίες -τις οποίες μάλιστα χαρακτήρισε άκοπα «κατασκευασμένες» απαξιώνοντας όμως και να προσκομίσει και τις
αποδείξεις περί αυτής της συκοφαντίας- προκρίνοντας την θεωρία για «δαίμονες»,
τους οποίους κατασκεύασε ο Νικηφόρος προσπαθώντας «να μεταθέσει
την προσωπική ευθύνη»! Δυστυχώς όμως, αν ακούς τις υποδείξεις άλλων,
ο κίνδυνος να την πατήσεις άγρια και να εκτεθείς είναι μεγάλος. Όπερ και εγένετο!
Τέλος. Ολοκληρώνουμε την επιστολή μας
παραθέτοντας μερικές μόνο από τις δεκάδες προσβλητικές υπόνοιες, αιτιάσεις,
διερωτήσεις χωρίς απάντηση, της κ. Κομπιλάκου που σταχυολογήσαμε από το έργο
της και που αφορούν είτε στην οικογένεια του Νικηφόρου είτε στον ίδιον τον
Νικηφόρο:
-
► Διερώτηση της κ.
Κομπιλάκου, στην διατριβή (στο βιβλίο
δεν την εντοπίσαμε, μάλλον την απάλειψε, όμως υπάρχει και η συνέχειά της
παρακάτω): «Ήταν ένας «αγνός» πατριώτης, που έδρασε
κατά των κατακτητών, χωρίς πολιτικό όραμα;
Και η διάλυση της ΕΚΚΑ-5/42; Ήταν πράγματι ένας άτακτος του Άρη; Τότε
γιατί πήγε στην Γιουγκοσλαβία (κεφάλαιο της ζωής του συγκαλημένο (sic) από τον
στενό οικογενειακό του κύκλο, όπως θα δούμε στη συνέχεια)(!!!)».
σ.σ. αυτές, και
οι επόμενες μεγάλες απορίες, θα περίμενε κανείς, κάποια στιγμή να απαντηθούν
από την ερευνήτρια ιστορικό... Αμ δε! Απλώς θα αφήνονται ανοιχτά όλα στην
φαντασία και στην «όρεξη» του αναγνώστη... και η φαντασία, όπως γνωρίζουμε
οργιάζει, ιδίως αν της δώσεις τροφή. Και ξανά πιο κάτω...
-
►
«Όμως, η αποσιώπηση (!!!) της μετάβασης του
Νικηφόρου, λίγο μετά την Υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας στη Γιουγκοσλαβία,
και συγκεκριμένα όπως είδαμε πιο πάνω, από τον Μάρτιο ως και τον Νοέμβριο του
1945, η οποία έχει απαλειφθεί, όπως επίσης είδαμε, μέσα από όλο το αρχείο
του και από τη μνήμη του στενού οικογενειακού κύκλου του (σ.σ. στην διατριβή
υπήρχε και η πρόταση: «δεν εξακριβώθηκε για
το εάν πρόκειται για ηθελημένη αποσιώπηση ή άγνοια» !!!) δεν αποτελεί έμπρακτη
εγκατάλειψη ενός «αρχηγού» (σ.σ. του Άρη)
που προσπαθούσε να συγκεντρώσει δυνάμεις για τη στελέχωση του «Νέου ΕΛΑΣ», και
εν τέλει αυτοκτόνησε στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, δηλαδή τον Ιούνιο του
1945; Μήπως οι «τύψεις» γι’ αυτό τον οδήγησαν στην πάγια, έκτοτε,
αδιαπραγμάτευτη στάση του απέναντι στον άτυχο αρχηγό του ΕΛΑΣ, που ως τότε «η
λατρεία... είχε πλημμυρίσει σε τέτοιο βαθμό την ψυχή, ώστε αυτή να μην τηρεί
αποστάσεις; [Υποσ. 69. Εμμ. Λεβινάς, Ελευθερία
και Εντολή, Αθήνα 2007, σ. 15.] [Το
Χαμένο Χειρόγραφο, σ. 40] (!!! Τι να κάνει
κανείς εδώ; Να κλάψει ή να γελάει καν’α μήνα;).
-
σ.σ. Φτάνει η
κ. Κ., να προσβάλει με τα υπονοούμενά της και όλη την οικογένειά μας! Ότι είμαστε
συνεννοημένοι σε μία συνωμοσία σιωπής, μία ομερτά, σαν να είμαστε μαφιόζοι, που
προσπαθούμε να κρατήσουμε κρυφό κάποιο φοβερό μυστικό! Δυστυχώς για την
παράτολμη ερευνήτρια, δεν υπάρχει απολύτως κανένα μυστήριο, ούτε δράκος, απλά,
η περίοδος του 1945 που ο Νικηφόρος κατέφυγε στην Γιουγκοσλαβία και στην
Αλβανία (Μάρτιος-Νοέμβριος 1945), καθώς και η περίοδος της φυλάκισής του
(1946-1952), είναι μία περίοδος τραυματική τόσο για τον ίδιον όσο και για εμάς,
τα υπόλοιπα μέλη -αρχαιότερα και νεότερα- της οικογένειας Δημητρίου. Το ότι δεν
γνωρίζουμε λοιπόν πολλά και δεν «μιλάμε» για αυτές τις περιόδους, οφείλεται στο
ότι κανένας δεν ήθελε να αναφέρεται σε μνήμες οδύνης και ψυχικής συντριβής. Τίποτε
άλλο. Και αυτή η εξήγηση είναι απολύτως γνωστή στην ίδια, αφού όταν έθεσε σε
εμάς το ερώτημα «πώς και δεν γνωρίζετε για την περίοδο που ο Νικηφόρος ήταν
στην Γιουγκοσλαβία-Αλβανία, πριν επανέλθει στην Ελλάδα;» αποκριθήκαμε χωρίς να
«αποσιωπήσουμε» τίποτα, ότι αυτή ήταν περίοδος τραυματική που ούτε ο Νικηφόρος,
ούτε εμείς συζητούσαμε ποτέ. Όμως η μόνιμη καχυποψία της γράφουσας, την ωθεί να
φαντάζεται θεωρίες συνωμοσίας και τις αφήνει να κάνουν τη «δουλειά» τους).
- ► «Δεν
γνωρίζουμε αν η συγκεκριμένη συμμορία ή ταϊφάς (σ.σ. του Αβορίτη), χρησιμοποιώντας μία γνωστή από την εποχή του Κατσαντώνη
-Σαρακατσάνος ων κι αυτός- ορολογία, είχε πράγματι ασκήσει στυγνή ληστεία,
ζωοκλοπή, ή μήπως επρόκειτο για κατασκεύασμα του ΕΛΑΣ, κατ’ αντιστοιχία του
Νικηφόρου που συνάδει με το θεώρημα «είτε μαζί μας είτε εναντίον μας». Θεωρώ
όμως πως πρέπει να μελετηθεί το
συγκεκριμένο περιστατικό, στο πλαίσιο εκείνο που καθορίζονται οι διαφορές από
την διαφορετικότητα, που επέφερε συγκρούσεις κι οφειλόταν όχι μόνο σε ιδεολογικούς
λόγους, αλλά εν προκειμένω σε φυλετικούς-πολιτισμικούς».
[Το Χαμένο Χειρόγραφο, σ. 173] (σ.σ. !!! τι να σχολιάσει
κανείς;)
- ►«...εντύπωση προκαλεί η τοποθέτηση του Woodhouse... πώς ο Νικηφόρος ανήκε στους δυσαρεστημένους εκείνους
αξιωματικούς με την ηγεσία του ΕΛΑΣ, αλλά και από τους πλέον πρόθυμους να
συνεργαστούν με την BLO (British Liaision Oficcers – δηλαδή Βρετανοί Σύνδεσμοι) κάτι που διαπιστώνουμε και
σε μετέπειτα τοποθετήσεις του Δημητρίου, αλλά οι οποίες όπως διαπιστώνουμε στο χειρόγραφο αποσιωπώνται». !!!
-
...«...Και ο
Αφοπλισμός του 2ου Συντάγματός του στα Δεκεμβριανά; Και η επί ποινή
θανάτου καταδίκη του, πώς μετατρέπεται σε αποφυλάκιση στα 1954 (sic,
τον Αύγουστο 1952 συνέβη) και μάλιστα
έχοντας συνηγορήσει υπέρ αυτού οι Mayers και Woodhouse; Μόνο
χάρη στην χωρίς δισταγμό υποδοχή που επιφύλαξε στην αγγλική αποστολή όταν
έπεσαν στα ελληνικά βουνά και τους πραγματικά μεγάλους αγώνες του πατέρα του
Νίκου Δημητρίου; Και αν ναι, πώς μπορούμε να το αποδείξουμε;» (!!!).
Σ.σ. Άρα, αφού δεν μπορούμε να τα
αποδείξουμε... ας τα αφήσουμε έτσι εδώ, μας λέει η κ. Κομπιλάκου! Να αιωρείται
ως προσβλητικός υπαινιγμός, μία εν δυνάμει κατηγορία! Το μότο στην «διατριβή»
της. Ένα αδιάκοπα υψωμένο φραγγέλιο κατά
του Νικηφόρου, που κάθε τόσο μάλιστα το ενεργοποιεί! Αφήνει λοιπόν να
επαναλαμβάνεται η γνωστή κατασκευασμένη κατηγορία, από τους γνωστούς και μη
εξαιρετέους κύκλους κατά του Νικηφόρου, αυτή η υφέρπουσα μομφή, ότι εδώ, «κάτι
περίεργο και βρώμικο συνέβη»! Αυτό το «κάτι», που λέγε-λέγε, εξελίχθηκε στην
ευήθεια της διερώτησης «μήπως ήταν πράκτορας της Intelligence
Service»;... και από
την πολλή επανάληψη, κάποιοι να θεωρήσουν βεβαιότητα την κακοήθεια και να την διαδίδουν ως θέσφατο...
«ναι, ήταν πράκτορας της Intelligence Service!»! Για αυτό της εμπιστευτήκαμε
της κυρίας Κομπιλάκου το αρχείο του Νικηφόρου! Για να μην μπορεί (;) από τόσο
ζέον υλικό... να μην μπορεί να διακρίνει την γελοιότητα, την σκοπιμότητα και
την πατρότητα αυτής της στημένης συκοφαντικής κατηγορίας! Με πρόσβαση σε
μία τεράστια αλληλογραφία ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας Δημητρίου, που της
εμπιστευτήκαμε (και είχε στα χέρια της μέχρι και τις αρχές του 2017), 415
επιστολές ανάμεσα σε Νικηφόρο - Ντίτα Νέτσου Δημητρίου, από την περίοδο
1940-1952, και ακόμη οι επιστολές
ανάμεσα σε Νικηφόρο-Νίκο Δημητρίου και Σόλωνα-Νίκο Δημητρίου από την περίοδο
1946-1952, που ήταν έγκλειστοι στις φυλακές! Τέτοια «τυφλή» εμπιστοσύνη
επιδείξαμε προς την κ. Κ.! Και μάλιστα, τονίσαμε ότι αυτές τις επιστολές, ΔΕΝ τις είχαμε διαβάσει εμείς, μας ήταν
αδύνατο, λόγω της αβάσταχτης ψυχικής μας αναστάτωσης (όποτε το προσπαθήσαμε),
της διαλυμένης οικογένειας από την προσφορά της στον Αγώνα, με δύο από τα μέλη
της μέσα στις φυλακές προορισμένα για ντουφέκι, και με τα υπόλοιπα, έξω, να
ανεβαίνουν τον δικό τους Γολγοθά! Για να γίνει εντέλει και η ίδια φορέας και
διακινητής αυτής της προστυχιάς! Όμως,
υπάρχει κάτι απλό και καθαρό, που δεν ήθελε (;) να «δει» η κυρία Κομπιλάκου,
που θα μπορούσε να σκεφτεί... Ότι, αν υπήρχε κάτι μεμπτό και επιλήψιμο στην
υπόθεση αυτή, ο Νικηφόρος δεν θα περίμενε 6,5 χρόνια -καταδικασμένος δις εις
θάνατον- να αποφυλακιστεί το 1952! Απλώς
δεν θα είχε πάει ποτέ φυλακή! [Και, κάτι
ακόμη που σημειώσαμε και πιο πάνω: Ποιος έπαιρνε τον μισθό του κανονικά μετά
την Κατοχή; Και ποιος εκδιώχθηκε από το στρατό και πήγε φυλακή;].
Περαιτέρω... κατά την κ.
Κομπιλάκου, στην διατριβή υπήρχε η εξής διατύπωση,:
►
«Ο Νικηφόρος στηλιτεύεται επίσης λόγω του ότι δεν τηρεί τις αναλογίες της ισόποσης αναφοράς
συμπολεμιστών του (sic!)». Στο βιβλίο, η απαράδεκτη αυτή διατύπωση, εν
μέρει «συμμαζεύτηκε» και αιτιολογήθηκε... «Μάλιστα,
όταν κατά την δεκαετία του 60, με την έκδοση του τρίτομου Αντάρτη του, ο
Νικηφόρος θα κατηγορηθεί από κάποιους συμπολεμιστές του πως δεν τήρησε τις
αναλογίες της ισόποσης αναφοράς, χρησιμοποιεί ως πρώτο επιχείρημα στα 1965, το
εξής: “Όμως και η
ανθρώπινη μνήμη είναι περιορισμένη, αλλά το σπουδαιότερο οι δυνατότητες ενός
ανθρώπου να εποπτεύει όσα συντελούνται γύρω του είναι κι αυτές περιορισμένες”».
Σ.σ. Τρομερό! «στηλιτεύεται» ο
Νικηφόρος! για... «μη ισόποση αναφορά»! Ο
ίδιος ο Νικηφόρος στον Αντάρτη, αφού
αναφέρεται σε «υποδείξεις» [και όχι
βέβαια στηλίτευση (!)] πρώην
συναγωνιστών του, σημειώνει στο τελευταίο κεφάλαιο του Γ΄ Τόμου, με τίτλο...
ΜΕΡΙΚΕΣ ΕΠΙΒΑΛΛΟΜΕΝΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ :
Με τις σελίδες αυτές τελειώνει μια επίπονη προσπάθεια που κράτησε πάνω
από 6 χρόνια. Σε μερικά θέματα χρειάζονται ορισμένες εξηγήσεις.
Πρώτο, αισθάνομαι ότι τους λιγώτερους από
τους συμμαχητές μου δικαίωσα. Τους περισσότερους τους αδίκησα. Σχεδόν όλοι τους
ήσαν άξιοι για τόση κι άλλη τόση τιμή απ’ αυτή που μπόρεσα εγώ να αποδώσω σε
μερικούς μόνο στις σελίδες του βιβλίου. Όχι μόνο να αναφερθούν προσωπικά, αλλά
και να υμνηθεί ο ηρωισμός τους, η παλληκαριά τους, η αυτοθυσία τους στον ωραίο
αγώνα μας. Όμως και η ανθρώπινη μνήμη είναι περιορισμένη, αλλά το σπουδαιότερο
οι δυνατότητες ενός ανθρώπου να εποπτεύει όσα συντελούνται γύρω του είναι κι
αυτές περιορισμένες. Τέλος η ίδια η οικονομία του έργου δεν άφινε περιθώρια
αναφοράς σε κάθε ατομική περίπτωση.
Δεύτερο, ως προς τα γεγονότα: Τα έδωσα όπως
τα έζησα ο ίδιος. Αυτό σημαίνει ότι σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να λείπει
από την αφήγηση κάτι σημαντικώτερο από εκείνο που αφηγούμαι. Ήταν ακόμα αδύνατο
να δώσω σε κάθε γεγονός όλα τα μερικά καθέκαστά του. Έτσι, είναι δυνατόν σε
πολλούς από τους συναγωνιστές μου να φανεί φτωχή η μια ή η άλλη περιγραφή,
ακριβώς γιατί την έζησαν οι ίδιοι (ίσως μάλιστα από πιο ενδιαφέρουσα σκοπιά)
και έχουν διεξοδικώτερο το γεγονός στη μνήμη τους. Και από τη λεπτομερέστερη
περιγραφή πάντα θα λείπουν δυνατά και ζωντανά περιστατικά που τα έζησε ένας
δεύτερος, τρίτος κλπ. παρατηρητής, έστω και διπλανός στον περιγράφοντα. Ελπίζω
όμως ότι είναι αρκετά τα στοιχεία που δίνονται στο βιβλίο, ώστε η εικόνα της
εποχής να είναι ικανοποιητική.
Είναι δυνατόν ωστόσο να υπάρχουν κενά σε
ορισμένα περιστατικά ή εσφαλμένη αντίληψη για άλλα. Περιμένω από τους
συναγωνιστές μου που θα διαβάσουν το βιβλίο, αλλά επίσης και από κάθε
αναγνώστη, να μου υποδείξουν τα σχετικά σημεία. Σε επόμενη έκδοση υπάρχει η
πρόβλεψη να δοθούν σε ιδιαίτερο παράρτημα όλες αυτές οι υποδείξεις. Ήδη έχουν
γίνει ορισμένες. Π.χ... (και κατόπιν παραθέτει τέτοιες
υποδείξεις).
[Αντάρτης
στα Βουνά της Ρούμελης, Γ΄ Τόμος, σ. 413, έκδοση 1965 / σ. 505 έκδοση 2015]
Αυτά γράφει ο Νικηφόρος. Και, με βάση αυτές τις προσωπικές εξηγήσεις,
ένα είδος αγαπητικής εξομολόγησης, καθιστά άνευ αντικειμένου τις στομφώδεις
ανακοινώσεις της κ. Κομπιλάκου, που μας ενημερώνει περί του ότι... «Η εξέταση του χειρογράφου έγινε ακολουθώντας τις
μεθόδους και τα κριτήρια της βιωματικής προσέγγισης», μη αντιλαμβανόμενη
ότι παραβιάζει θύρες ανοιχτές, με βαρύγδουπες κοινοτοπίες περί «ατομικής -
επιλεκτικής μνήμης», «προβλήματος μνήμης», και
συμπεράσματα του τύπου «...αυτό συνηγορεί υπέρ του
επιχειρήματος πως το χειρόγραφο
ταυτίζεται με μια μαρτυρία μνήμης», και
άλλες παρόμοιες πομφόλυγες (που βέβαια αυτά χρειάζονται για να τεκμηριώσεις,
ίσως, μία διατριβή, που απαιτεί «εργαλεία» και «μεθόδους», αλλά τελικά
σακατεύουν την ίδια την Ιστορία). Για την κ. Κ., αυτή η κατάθεση ψυχής, δεν
φέρει δείγματα της προσωπικότητας του καπετάνιου... Όχι! Η κ. Κ., τον
παρουσιάζει με τον δικό της, επικριτικό και απαξιωτικό τρόπο, που αλλού γίνεται
απροκάλυπτα προσβλητικός (βλέπε σ. 7 για «ανωτερότητα»,
και πιο κάτω, για «αυτοπροβολή» και «υποβίβαση των συναγωνιστών του» για «πιθανό ναρκισσισμό» και «βοναπαρτισμό»).
Για το πώς ο Νικηφόρος παρουσιάζει τον εαυτό του μέσα στον Αντάρτη, υπάρχει η εκ διαμέτρου αντίθετη
εκτίμηση του Νίκου Κατηφόρη (από το
1965): «Θαυμάζω τη σεμνότητα
της περιγραφής του πρωταγωνιστή σου, που όσο κι αν θέλεις να τον κρατήσεις
σεμνά παραμερισμένον μπροστά στους συναγωνιστές σου, προβάλλεται όχι από τα
λόγια του, αλλά από τις πράξεις του που η σειρά της διήγησης σ’ αναγκάζει να
τις ιστορήσεις για να μην αδυνατίσει και να μην ψευτίσει η αφήγηση. Και πρέπει
να σκεφτεί κανείς για να ανακαλύψει πως αυτό το εξαίρετο παλληκάρι είναι ο
ίδιος ο Συγγραφέας». (Υπάρχουν πολλές κρίσεις σαν του Ν.
Κατηφόρη).
Θα πει κανείς... «εκτιμήσεις είναι αυτές, ο καθένας έχει την οπτική
του και τα δικά του μέτρα αξιολόγησης». Μα για αυτό ακριβώς μιλάμε και εμείς.
Για την οπτική γωνία από την οποία η κ. Κ. βγάζει την ετυμηγορία της για την
προσωπικότητα του Νικηφόρου. Αυτήν ακριβώς, που είναι φανερή και σαφής στο έργο
της! Και επιπροσθέτως, η κ. Κ. βγάζει τα δικά της συμπεράσματα για τον
χαρακτήρα του Νικηφόρου, και ξέρει καλά να παραθέτει τις ειρωνείες για
«βοναπαρτισμό» από αντιπάλους του... Πολύ ωραία. Υποτίθεται ότι σκοπός του
ερευνητή είναι η ανάδειξη της αλήθειας (άλλο βέβαια σκοπό προβάλλει η κ. Κ.,
όπως είδαμε). Πώς και δεν τηρείται η επιστημονική δεοντολογία, σε συνδυασμό και
με την προσωπική ευαισθησία, υπευθυνότητα και εντιμότητα, η οποία επιβάλλει να
παρατεθούν και αυτά τα -εντελώς διαφορετικά- θετικά σχόλια για τον συγγραφέα,
και μάλιστα από επώνυμα και καταξιωμένα πρόσωπα; Γιατί αρκείται η κ. Κ. μόνο
στις καταγγελίες ανωνύμων αντιπάλων, «γενικώς»; Γιατί δεν δίνονται όλα τα
στοιχεία ώστε ο αναγνώστης του βιβλίου της κ. Κ. να είναι σε θέση να κάνει την
δική του κρίση και να βγάλει το δικό του συμπέρασμα; Παρά, πρέπει να κατευθύνει
την σκέψη προς την δική της απόφανση; Πού το βρήκε αυτό «γραμμένο»; Και , τέλος, πώς είναι δυνατόν η κρίση της κ.
Κ., να είναι σε ριζική ασυμφωνία με την κρίση του Ν. Κατηφόρη, και τόσων άλλων
ανθρώπων του πνεύματος, που εκφράζουν την εκ διαμέτρου αντίθετη γνώμη; Πώς
και γιατί άραγε;
Συνεχίζοντας,
αντιγράφουμε από το βιβλίο:
-
►
«Η αφήγηση του Νικηφόρου εδώ καθίσταται
προβληματική, καθώς οι τομείς στους οποίους εστιάζει την περιγραφή της
δράσης, είναι άλλοι από εκείνους που προκύπτουν μέσα από τα γεγονότα και με
άλλη γεωγραφική εξάπλωση (sic). Γεννάται
λοιπόν ένα ερώτημα περί σκόπιμης απόκρυψης παράλληλης δράσης με
αυτήν που αφηγείται, ώστε να ενισχυθούν
οι θέσεις που υποστηρίζει». [σ. 243] (!!!) (για
κάποια συμπλοκή στο Λιδωρίκι ανάμεσα σε τμήμα του ΕΛΑΣ και Γερμανούς, που ο
Νικηφόρος δεν καταγράφει την «παράλληλη» συμμετοχή και ενός τμήματος της ΕΚΚΑ
5/42... Θέτει η κ. Κ. ερώτημα! Θα το αφήσει και αυτό αναπάντητο και χαίνον).
-
►
«Το ιδεολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο
συγγράφεται το χειρόγραφο αποτελεί ένα ερώτημα που έχει οδηγήσει σε
προβληματισμό (! -ποιον;) και το οποίο αφορά την
κατά παραγγελία συγγραφή από την κομουνιστική (sic) ηγεσία του ΕΑΜ κατά την παραμονή του Νικηφόρου στη
Γιουγκοσλαβία το 1945». (!!!) (σ.σ. ασχολίαστο!)
-
►
«Χαρακτηριστικά αποσιωπάται από τον Νικηφόρο στον δημοσιευμένο «Αντάρτη» του πως το βασικό μέρος των
συγκρούσεων με το 5/42 έφερε ο ίδιος και το τμήμα του και παρ’ όλο που τις
περιγράφει, δεν φαίνεται ξεκάθαρα ο
κυρίαρχος ρόλος του σε αυτές. (!!!) Κάτι τέτοιο αντιθέτως γίνεται αντιληπτό μέσα απ’ το
μένος που επιφυλάσσουν κατά του ατόμου του οι επιβιώσαντες (sic) κι ανήκοντες στο 5/42 Σύνταγμα και οι οποίοι γράφουν
για τα συμβάντα αυτά μεταπολεμικά, αποδίδοντάς του χαρακτηρισμούς του τύπου «πίστευε ότι ήταν ένας νέος Βοναπάρτης», ενώ φαίνεται να δίνει
εκείνος τις εντολές επίθεσης της τελικής αναμέτρησης» [σ. 258-9].
σ.σ. Μόνο στην
φαντασία της γράφουσας αποσιωπάται κάτι τέτοιο στον Αντάρτη, η περιγραφή του Νικηφόρου δεν αφήνει καμία τέτοια
αμφιβολία. Όμως, αυτό το «αποσιωπάται»
-αποσιωπάται κάτι, από τον Νικηφόρο ή την οικογένειά του- είναι σε συνεχή χρήση από την κ. Κομπιλάκου, με
προφανείς τις αιχμές για σκόπιμη
απόκρυψη στοιχείων που παραποιούν
και την Ιστορία. Δηλαδή, της εμπιστευτήκαμε
10 κούτες με τεράστιο σε μέγεθος υλικό, χειρόγραφα και ντοκουμέντα του
Νικηφόρου, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου δεν είχαμε ούτε εμείς «ανοίξει»,
υλικό που αρχειοθετήθηκε σε πάνω από 100 μεγάλους φακέλους στο Μουσείο, συν 500
επιστολές-αλληλογραφία της οικογένειας από την περίοδο 1942-1953, και η κ. Κ., μας εγκαλεί για
«αποκρύψεις», «αποσιωπήσεις» και εκτόξευση προσβολών, αφού «δεν
εξακριβώθηκε...» (!... ποιος
ευθύνεται γι’ αυτό, αν όχι ο ερευνητής με τέτοια πρόσβαση στο «υλικό»;) αν
αυτές ήταν «...σκόπιμες
ή από άγνοια»... Εδώ, κολλάει απολύτως το γνωστό ρητό για την αχαριστία!
-
►
«Ξέρουμε για παράδειγμα πως ο Ευθύμιος
Δεδούσης απειλούσε τη ζωή του Νικηφόρου κι ενώ εκείνος βρισκόταν έγκλειστος,
για τη διάλυση του 5/42, με την φράση πως «δεν θα βγει ζωντανός απ’ τη φυλακή».
Γιατί
άραγε αφού τελικά αθωώθηκε;». (!!!) Σ.σ. Για
κάποιον αδαή, η όλη συλλογιστική δεν βγάζει κανένα νόημα, είναι «από την πόλη
έρχομαι και...». Η κ. Κομπιλάκου, όμως, έχει στόχευση, γνωρίζει πολύ καλά τι
λέει και τι κάνει. Επανέρχεται, με υπονοούμενα -που άφησε και πιο πάνω για την
αποφυλάκιση του Νικηφόρου το 1952: «...και μάλιστα
έχοντας συνηγορήσει υπέρ αυτού οι Mayers και Woodhouse».
Ομοίως και εδώ, αφήνει υπονοούμενα για
διακανονισμό κάποιας περίεργης συνδιαλλαγής-συμφωνίας ανάμεσα στον φυλακισμένο
και τους πρώην αντιπάλους του... Αυτό υπονοεί, αλλά δεν τολμάει να το πει
ευθέως, η κ. Κομπιλάκου. Γιατί τότε, πρέπει να το αποδείξει. Και εμείς λέμε: Να
το πει και να το αποδείξει! Να καταθέσει
ό,τι γνωρίζει από την έρευνά της, και όχι μόνο από το αρχείο του Νικηφόρου.
Αλλιώς, με ποιο δικαίωμα ιντριγκάρει τέτοια σενάρια, ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΓΝΩΣΤΑ ΑΠΟ
ΠΑΛΙΑ, όπως και ΓΝΩΣΤΟ ΕΙΝΑΙ ΠΟΙΟΙ ΤΑ ΔΙΑΚΙΝΟΥΝ! Επιφυλασσόμαστε!).
-
►
«Ξεχωριστά αναφέρεται η δράση της 8ης
Ομάδας (σ.σ. μάχη Αγιαθυμιάς), αποτελούμενη
από 15 άνδρες και με επικεφαλής τους Στρογγυλάκο και Σόλωνα. Ο τελευταίος είναι
ο αδερφός του Νικηφόρου, Γιάννης Δημητρίου, και ειλικρινά δεν γνωρίζουμε αν η αναφορά στην επική
πάλη της ομάδας αυτής εναντίον 60 ιταλών
στην είσοδο του χωριού οφείλεται σε αυτήν τη συγγένεια... και υποσ. 19 Αντιστοίχως δεν
αναφέρεται ο αντάρτης που πρότεινε το σημαντικότατο μέτρο για το πλιάτσικο! Πράγμα το οποίο μπορεί να συνδεθεί και με τις υπόλοιπες
κατηγορίες/παράπονα ανταρτών περί μη ισότιμης αναφοράς τους. (!!!) Εδώ ενσκύπτει (sic) το ερώτημα περί προβλήματος μνήμης (Tα αδέρφια μας δεν ξεχνιούνται ονομαστικά), τότε αυτό
συνηγορεί υπέρ του επιχειρήματος πως το χειρόγραφο ταυτίζεται με μια μαρτυρία
μνήμης»... -επιλεκτική μνήμη [σ. 293] (σ.σ. ασχολίαστο!).
-
►
(σ.σ. και συνεχίζει...) «...έξυπνο μέτρο που
θα υιοθετήσουν για το πλιάτσικο που είχε προτείνει ένας αντάρτης, του οποίου το
όνομα δεν σώζει35...» (σ.σ. ο Νικηφόρος) και στην υποσ. 35: «Υποκρύπτεται
άραγε μια αίσθηση ανωτερότητας
του Νικηφόρου ως προς τον αντάρτη του (sic) (σ.σ. η γράφουσα, θέλει να πει ότι ο Νικηφόρος
διακατέχεται από σύνδρομο ανωτερότητας...), μαρτυρώντας μια εσωτερική ιεραρχία;
(!!!). Ή το
μέτρο το πρότεινε ο ίδιος ο Νικηφόρος;». (!!!) [σ. 296] (σ.σ.
«Να σε κάψω Γιάννη να σ’ αλείψω λάδι!». Κατά την κ. Κ., ο Νικηφόρος είναι και
«υποκρυπτόμενος» και ελέφαντας. Αλλά, ας μην ανησυχούμε, μπορεί και να μην
είναι!).
-
► «Παρά την
προσπάθεια που καταβάλλει συντάσσοντας το χειρόγραφο, να αποδείξει την σεμνή υποταγή του
στην κριτική των συντρόφων του, ανωτέρων και μη, διατυπώνοντας και μόνο το ίδιο το θέμα της επίκρισης, δηλαδή την
αναντικατάστατη (sic) παρουσία του στη μάχη,
καθώς και την πεποίθηση των ανωτέρων του για την
διαφορετική τροπή που θα είχε πάρει η μάχη εάν εκείνος ήταν παρών, θέτει τον
τρόπο που κι εκείνος αυτοπροσδιορίζεται.(!!!) (σ.σ. Πώς μπορεί να χαρακτηριστεί αυτό που κάνει εδώ η
κ. Κομπιλάκου;)
Για καλό δικό του και της
υστεροφημίας του (σ.σ.
απόφανση της κ. Κ., δίκην θεσφάτου!),
αντικρούει την επίκριση, μα δεν είναι
δύσκολο να ανιχνεύσουμε την αφ’
υψηλού κριτική που εκείνος ασκεί, στους τρόπους που οι άλλοι
ενορχήστρωσαν τη μάχη και την
υπερηφάνεια με την οποία ενδύεται
(sic) το επίθετο του
«αναντικατάστατος». [σ. 311-2] (!!!)
σ.σ.
...νάτος πάλι ο Βοναπάρτης! Ευχαριστούμε πολύ την δόκτορα Κομπιλάκου που
ανέλυσε τόσο επιτυχημένα την... συμπλεγματική προσωπικότητα του Νικηφόρου!
.....................
Εν κατακλείδι.
Από την στιγμή που η κ. Κομπιλάκου επέλεξε το θέμα της διατριβή της (εν αγνοία
μας, η μόνη πληροφορία που είχαμε κάποια στιγμή από την ίδια, ήταν ότι κάνει
«μία εργασία για τον Νικηφόρο», απολύτως τίποτε άλλο...) δεν είχαμε την
απαίτηση να κάνει μία αγιογραφία για τον Νικηφόρο. Όμως, εδώ δεν πρόκειται περί
ιστορικής διατριβής, αλλά περί (κακο)στημένης αποδόμησης της Ιστορίας και της
προσωπικότητας του Νικηφόρου. Με συγκεκριμένα ντοκουμέντα μέσα από τις γραμμές
του βιβλίου που συνέγραψε η κ. Κομπιλάκου, καταδείξαμε, ότι, ο Νικηφόρος,
σκιαγραφείται ως μία προσωπικότητα έντονα προβληματική, έμπλεη μικροτήτων,
εξουσιαζόμενη από τον ναρκισσισμό, την αρχομανία, την ιδιοτέλεια, την
ματαιοδοξία, την ζηλοφθονία, την μεροληψία, την σκοπιμότητα, την ροπή προς
ίντριγκα. Μαζί με κάποιες αρετές... Για γαρνιτούρα. Κοινώς, η συγγραφέας, «του
άλλαξε τα φώτα», πραγματικά «επιστημονικώς». Και όλα αυτά, μόνο με μια πρώτη
μελέτη που εμείς κάναμε. Η λογική λέει ότι το σύγγραμμα βρίθει, και άλλων,
ανακριβειών.
Πάντως,
θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε την καθηγήτρια Παντείου Πανεπιστημίου κ. Αλέκα
Μπουτζουβή που προλόγισε με εξαιρετικό τρόπο το βιβλίο για τον Νικηφόρο, η
οποία είχε και την εποπτεία της διατριβής της κ. Κομπιλάκου, χωρίς να έχει όμως
ευθύνη για τις ανακρίβειες και διαστρεβλώσεις σε συγκεκριμένα περιστατικά που
περιέχονται σε αυτό.
Εμείς,
αυτό που έχουμε να πούμε για τον Νικηφόρο, είναι ότι έδωσε την ζωή του όλη για
την πατρίδα αυτή. Και δεν εκμεταλλεύτηκε ποτέ την ιστορία του προς ίδιον
όφελος, δεν διεκδίκησε και δεν ανέλαβε οφίτσια και αξιώματα, όπως πολύ εύκολα
θα μπορούσε να κάνει ένας «μικροπρεπής αρχομανής νάρκισσος», όπως τον
παρουσιάζει η κ. Κ.. Το βασισμένο στην διδακτορική διατριβή βιβλίο της κ. Κ. «Το
Χαμένο Χειρόγραφο» αποτελεί δι’ εμάς προσβολή νεκρού και σπίλωση της
προσωπικής και στρατιωτικής τιμής του Νικηφόρου.
Λυπούμαστε πολύ για το ότι το βιβλίο με τις τόσες αστήρικτες
προσβλητικές αναφορές για τον Νικηφόρο βρίσκεται στην κυκλοφορία και επιφυλασσόμαστε
παντός νομίμου δικαιώματός μας.
Υ.Γ. 1. Μπορεί να πει κάποιος... Τίποτε καλό δεν υπάρχει για τον
Νικηφόρο σε αυτό το βιβλίο; Η απάντηση είναι, και βέβαια υπάρχουν και καλά.
Μόνο που η κύρια επιδίωξη είναι αυτή: σε κάθε καλό, βρίσκουμε, έστω και με το
ζόρι, και κάτι κακό. Γιατί, διαφορετικά, διατριβή-αγιοποίηση, δεν φτουράει.
Και, με δηλωμένη την στόχευση εκ
μέρους της κ. Κομπιλάκου, αν δεν βρεθεί το αρνητικό, ε τότε, απλά το εκβιάζει ή
το επινοεί. Και έτσι, ακόμη και τα θετικά και τα καλά, αρχίζουν να ξεθωριάζουν
μαζί με τόσα και τόσα «αρνητικά». Αυτό τουλάχιστον επιχειρείται.
Υ.Γ. 2. έχουμε αποδελτιώσει και άλλες ακόμη
ανακρίβειες, καταγγελίες για «αποσιώπηση» στοιχείων και γεγονότων, άλογες
διερωτήσεις, αυθαίρετες συλλογιστικές, άκυρα συμπεράσματα, προσβλητικές
αιτιάσεις, κατασκευασμένες θεωρίες, ευθείες κατηγορίες που χάσκουν αναπάντητες,
απαράδεκτους χαρακτηρισμούς, που δεν είναι δυνατόν να καταγραφούν στην παρούσα.
(Μόνο και μόνο, για τις κουταμάρες που γράφονται για την μάχη της Αγιαθυμιάς,
θα χρειαζόταν ολόκληρο κεφάλαιο). Εν ευθέτω χρόνω.
Πέτρος Δημητρίου, Νίκος Δημητρίου
Νέα Σμύρνη, 30 Οκτωβρίου
2017
Ευχαριστούμε το "Polydrosos Parnassou". Μία διόρθωση σε απροσεξία στο κείμενο: "που προκαταλαμβάνουν τον αναγνώστη". Και μία επισήμανση: το μόνο στοιχείο που δεν εμφανίζεται στην ανάρτηση είναι το ιδιόχειρο σημείωμα του Νικηφόρου στο οποίο καταγράφει πως όταν δόθηκε η μάχη της Παύλιανης (3/6/1943)το Αρχηγείο Παρνασσίδας είχε ονομαστεί 1/36 Τάγμα και ο ίδιος ήταν στρατιωτικός διοικητής του.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠέτρος Δ. Δημητρίου