Μια ξεχασμένη κτηνοτροφική δραστηριότητα
του Γεωργίου Τσουμάνη.
'Εχω την αίσθηση, ότι ο σκάρος ως καθημερινή πρακτική της ζωής των Σαρακατσαναίων και άλλων κτηνοτρόφων, είναι μάλλον άγνωστη στους περισσότερους απογόνους των Σαρακατσαναίων και τους νεότερους σημερινούς κτηνοτρόφους, εφόσον εξέλειπε οριστικά από τη ζωή τους. Μια λέξη που σε κάποιους ηλικιωμένους κτηνοτρόφους, θυμίζει πολλά από τη ζωή τους κοντά στα κοπάδια.....
Για όσους δεν ασχολήθηκαν με την κτηνοτροφία, η λέξη φαντάζει άγνωστη. Ίσως κάποιοι φίλοι του δημοτικού τραγουδιού, να γνωρίζουν τον ποιμενικό σκοπό με αυτή την ονομασία και άλλοι να έχουν διαβάσει το ποίημα του Κώστα Κρυστάλλη με τον ομώνυμο τίτλο. Πολύ σπάνια λαογράφοι- μελετητές κάνουν αναφορά για αυτή τη δραστηριότητα περιγράφοντας κάποια στοιχεία. Στέκομαι στη μοναδική που διάβασα, αυτή του Ευριπίδη Μακρή, στο βιβλίο του με τίτλο «Ζωή και Παράδοση των Σαρακατσαναίων», όπου μας δίνει πραγματικά πολλά και κατατοπιστικά στοιχεία. Ενδεχομένως και άλλοι να υπάρχουν, σίγουρα όμως είναι πολλοί λίγοι.
Τι ήταν όμως ο σκάρος; Πότε και γιατί γίνονταν; Σε τι ωφελούσε τα ζώα; Γιατί σήμερα δεν γίνεται; Σκάρος ήταν η νυχτερινή βόσκηση στην ύπαιθρο των κοπαδιών, προβάτων και γιδιών. Άρχιζε κάπου το Νοέμβριο και τελείωνε περίπου τα μέσα Μαρτίου, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες. Το διάστημα αυτό οι Σαρακατσαναίοι, αλλά και όλοι οι κτηνοτρόφοι που εξέτρεφαν μεγάλα κοπάδια, βρίσκονταν σε πεδινά μέρη, στα χειμαδιά. Στα ορεινά μέρη, δεν έμεναν κοπάδια. Εκεί ο χειμώνας είναι βαρύς και τροφές δεν υπήρχαν. Τα ελάχιστα ζώα των κατοίκων των ορεινών χωριών, ήταν οικόσιτα. Δεν μπορούσαν να ζήσουν στην ύπαιθρο λόγω του μεγάλου ψύχους. Άρα ο σκάρος δεν είχε καμία σχέση με τα βουνά και το διάστημα όπου οι νομάδες και ημινομάδες κτηνοτρόφοι έβγαιναν στα θερινά βοσκοτόπια.
Γιατί όμως γίνονταν αυτή η διαδικασία από τους κτηνοτρόφους; Αυτό το νυχτερινό και μέσα σε άσχημες καιρικές συνθήκες ξύπνημα των ζώων; Το διάστημα όπου οι βοσκοί σκάριζαν τα ζώα τους, είναι αυτό με τις μικρότερες ημέρες και τις μεγαλύτερες νύχτες του χρόνου. Βρισκόμαστε στην κυριολεξία στην καρδιά του χειμώνα, όπου η γη δεν «δουλεύει». Οι βοσκές για τα ζώα, είναι οι λιγότερες του έτους. Η τύχη των κοπαδιών εξαρτιόταν αποκλειστικά και μόνο από τις καιρικές συνθήκες. Μοναδική τροφή τους αποτελούσε το φυσικό χορτάρι των λιβαδιών. Είναι η εποχή που το κρύο είναι αρκετό, ακόμα και στα χαμηλά πεδινά και παραθαλάσσια μέρη.
Τροφές άλλες εκτός από το φυσικό χορτάρι των λιβαδιών, οι κτηνοτρόφοι δεν μπορούσαν να έχουν. Οι πεδιάδες ήταν υποβαθμισμένες και οι καλλιέργειες λιγοστές. Σχεδόν το σύνολο των κτηνοτρόφων της χώρας μας ήταν χωρίς ιδιοκτησίες. Τα λιβάδια που χρησιμοποιούσαν για τα ζώα τους ήταν κατά κανόνα νοικιασμένα ιδιωτικά ή δημόσια βοσκοτόπια, ακατάλληλα για καλλιέργεια. Αλλά και οι οικονομικές δυνατότητες των περισσοτέρων κτηνοτρόφων ανύπαρκτες για περαιτέρω βοήθεια σε τροφές στα ζώα τους. Αν αναλογιστούμε, τις ικανότητες των λιβαδιών για βοσκή, άλλες ιδιαιτερότητες, σε συνδυασμό με το πλήθος των ζώων που υπήρχαν σε αυτά καταλαβαίνουμε τις δυσκολίες που είχαν οι κτηνοτρόφοι.
Τους σκληρούς αυτούς μήνες, προσπαθούσαν οι βοσκοί με το σκάρο, να προσφέρουν στα κοπάδια τους, όσο περισσότερη τροφή μπορούσαν. Τα κοπάδια έβοσκαν κατά τη διάρκεια της ημέρας. Η τροφή που έβρισκαν όμως την εποχή αυτή, δεν ήταν αρκετή. Για να χορτάσουν, έπρεπε να οδηγηθούν στα λιβάδια και κάποιες ώρες της νύχτας, για να ψάξουν ξανά να βρουν όση ακόμα μπορούσαν από το λιγοστό, συνήθως ξεραμένο χορτάρι. Έτσι τα ζώα, έπρεπε να βόσκουν και κάποιες ώρες της νύχτας, εφόσον ο καιρός ήταν κατάλληλος.
Οι βοσκοί λοιπόν όπως ήταν φυσικό, με το σούρουπο, επέστρεφαν από την καθημερινή ημερήσια βόσκηση και μάζευαν τα ζώα τους στα μαντριά. Ξεκουράζονταν και οι ίδιοι, «έπαιρναν» λίγες ώρες ύπνου και στη συνέχεια έβγαζαν τα κοπάδια τους ξανά να βοσκήσουν. Στερφοκόπαδα, γαλαροκόπαδα, γιδοκόπαδα θα σκαρίσουν. Θα βγουν για τη νυχτερινή τους βοσκή. Εξαιρούνταν όμως τα γεννημένα ζώα. Αυτά που έχουν μικρά, που αδυνατούν να περπατήσουν τη νύχτα και να αντέξουν την ταλαιπωρία. Ήταν μια δύσκολη διαδικασία, μια προσπάθεια των ζώων για εξεύρεση τροφής μέσα στη νύχτα και στο κρύο. Περισσότερο ενδιέφερε να μην βρέχει και λιγότερο το κρύο. Ο χρόνος του σκάρου, της νυχτερινής βόσκησης, ήταν κοντά στις δύο ώρες. Περίπου από τις 11 το βράδυ μέχρι τις 1 μετά τα μεσάνυχτα. Και ο υπολογισμός του χρόνου; Κατά προσέγγιση. Από το κοίταγμα των αστεριών, το λάλημα των πετεινών, τα βιολογικά ρολόγια των βοσκών.
Κατά τις αφηγήσεις των ηλικιωμένων κτηνοτρόφων, ήταν πράγματι κάτι το ξεχωριστό να ακούς ξαφνικά στην ησυχία της χειμωνιάτικης νύχτας, τα χουγιατά των βοσκών που ξυπνούσαν τα ζώα τους, τα σαλαγούσαν, για να τα οδηγήσουν στη νυχτερινή βοσκή. Τους ήχους των κουδουνιών τους, τα γαβγίσματα των σκύλων. Μιλάμε για εποχές, όπου η ύπαιθρος ήταν γεμάτη κόσμο και η ζωή τους δύσκολη. Τότε που οι συνθήκες διαβίωσης ήταν υποτυπώδεις και δεν υπήρχαν καθόλου υποδομές για ανθρώπους και ζώα.. Τότε που οι Σαρακατσαναίοι και πολλοί άλλοι κτηνοτρόφοι της ελληνικής υπαίθρου, ζούσαν σε καλύβες κοντά στα ζώα τους. Τότε που δεν είχαν στάβλους για να τα προστατεύσουν από τη βροχή και το κρύο και τα μάζευαν στην καλύτερη περίπτωση, σε αχυρένια πρόχειρα μαντριά. Τότε που αν ο χειμώνας ήταν άσχημος και η τύχη των κοπαδιών αβέβαιη. Υπήρχαν χρονιές όπου η φθορά του ζωικού κεφαλαίου ήταν μεγάλη, λόγω έλλειψης τροφής, εξαιτίας παρατεταμένης ανομβρίας και ψύχους.
Την άνοιξη σκάρος σταματάει. Ο καιρός ζεσταίνει, η φύση «ξυπνάει», τα χόρτα στα λιβάδια είναι πολλά, η μέρα μεγαλώνει. Εκλείπει η ανάγκη της νυχτερινής βόσκησης. Το καλοκαίρι λόγω της ζέστης, τα κοπάδια βόσκουν υποχρεωτικά τις πρώτες πρωινές ώρες, το απόγευμα και τη νύχτα. Η νυχτερινή βόσκηση μπορούσε να φτάσει και μέχρι τις 1 περίπου μετά τα μεσάνυχτα. Στη συνέχεια ξεκουράζονταν και πριν ακόμα «βαρέσει» καλά ο ήλιος ξυπνούσαν για να βοσκήσουν μέχρι τις εννέα περίπου το πρωί. Στη συνέχεια στάλιζαν όλη μέρα μέχρι το απόγευμα που η ζέστη «έπεφτε», για να ακολουθήσει ξανά η νυχτερινή βοσκή.
Αυτός ήταν ό σκάρος. Μια προσπάθεια των κτηνοτρόφων να βοηθήσουν τα ζώα τους στις δύσκολες μέρες του χρόνου, τότε που τα χόρτα στα λιβάδια λιγόστευαν δραματικά. Ωστόσο, στην καθημερινότητα των Σαρακατσαναίων, το ξύπνημα των ζώων και την ημέρα, επεκράτησε να λέγεται σκάρος. Σκάρισαν τα πρόβατα έλεγαν, όταν αυτά ξυπνούσαν το πρωί και πήγαιναν να βοσκήσουν. Είναι αλήθεια ότι σήμερα και μεταξύ των νέων κτηνοτρόφων υπάρχει μια σύγχυση για το τι ήταν ο σκάρος, γιατί δεν έζησαν ποτέ τους αυτή τη δραστηριότητα. Οι περισσότεροι εννοούν απλά το ξύπνημα των ζώων ή την καλοκαιρινή νυχτερινή τους βοσκή. Ο σκάρος όμως στο λεξιλόγιο των Σαρακατσαναίων έχει και τη μεταφορική του σημασία. «Σκάρισε» ο τάδε έλεγαν για κάποιον που δε στέκονταν στα λογικά του.
Αυτά συνέβαιναν στη χώρα μας προπολεμικά αλλά και λίγο μετά, μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1960 περίπου για πολλούς κτηνοτρόφους. Οι καιροί αυτοί όμως πέρασαν. Η κτηνοτροφία άλλαξε μορφή. Οι τροφές για τα ζώα πλήθαιναν. Οι βασικότερες παλαιότερα τροφές των ζώων, το σιτάρι και το καλαμπόκι, που οι κτηνοτρόφοι δεν είχαν δυνατότητες να τις προμηθευτούν, έγιναν τροφές όλων των κοπαδιών. Ο κάμπος αναβαθμίστηκε και λογιών-λογιών φυτά σπάρθηκαν. Η τροφή για τα ζώα είναι πλέον ποικίλη. Η διαβίωσή τους δεν εξαρτάται αποκλειστικά από το χορτάρι των λιβαδιών. Οι κτηνοτρόφοι έχουν τις υποδομές και τις οικονομικές δυνατότητες να προμηθευτούν πολλές τροφές και για όσο διάστημα χρειαστούν.
Το νυχτερινό ξύπνημα για βόσκηση των ζώων ανήκει στο παρελθόν. Έτσι λοιπόν ο σκάρος εξέλιπε οριστικά από τη ζωή των ανθρώπων της υπαίθρου. Έμεινε ωστόσο ακόμα στο λεξιλόγιο των κτηνοτρόφων, για να θυμίζει σε ελάχιστους ηλικιωμένους που ζουν ακόμα, τη νυχτερινή αυτή και δύσκολη δραστηριότητα. Όσο για τους νεότερους, δικαιολογημένα ο σκάρος είναι μια λέξη άγνωστη, που πολλοί ίσως να μην την έχουν ακούσει και ποτέ τους.
http://sarakatsanoi.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.