Γράφει ο Παναγιώτης Δημάκης
Στήν αυτοβιογραφία του, ο νεαρός μαθητής τότε Κων. Δ. Κατσαρμάς, είναι τόσο ακριβής και παρατηρητικός, με αίσθηση αξιολογική τών γεγονότων,....
πού φαίνεται περιττό να σχολιασθούν, με τα σημερινά κριτήρια, τα γραφόμενα, θα πρέπει όμως, να επισημανθούν, για τήν πληρέστερη κατανόηση τους και τήν συνέργεια τους, στις κοινωνικές και οικογενειακές κοινωνικές σχέσεις, τις δεσμεύσεις μίας μικρής αγροτικής κοινότητος, το σιδηρούν ασφυκτικό πλαίσιο, πού καθόριζε τήν επιλογή σταδιοδρομίας, στα γράμματα ή στα επαγγέλματα.
Το καθήκον αποκαταστάσεως τών θηλέων, η ανάληψη μέρους τών αγροτικών εργασιών και βεβαίως τών οικογενειακών βαρών.
Η σφοδρή του επιθυμία, να μάθει γράμματα, ακόμη και ξένη γλώσσα, με μέθοδο άνευ διδασκάλου, σύμφωνα με τα γραπτά του, τον κατέταξαν στις πρώτες θέσεις. Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό, αφού και με σύμφωνη γνώμη τού οικογενειακού συμβουλίου, κατέληξεν υπηρέτης (υπάλληλος), σε κατάστημα τής Λιβαδειάς, όπου η διήγηση του, είναι γεμάτη αίσθημα, διηγούμενος τα πάθη τών ανηλίκων εργαζομένων, ξυπόλητος.
Οι μετακινήσεις με τα κάρρα στούς χωματόδρομους, η διατροφή και η ενδυμασία, το φαγητό στα προσκέφαλα και στο στρογγυλό σοφρά, η αγάπη τής μητέρας, η απώλειά της, πού τού στέρησε, στα τρυφερά χρόνια, το προστατευτικό της δίχτυ, επηρέασαν σημαντικά τήν ψυχοσύνθεσή του, χωρίς όμως να αλλάξουν τον προγραμματισμό του, τήν αγάπη του για τα γράμματα και κυρίως, την επιθυμία αλλαγής τών συνθηκών διαβίωσης. Αυτό θα παρακολουθήσουμε, στο δεύτερο μέρος, σε μία συναρπαστική συνέχεια, με περιγραφές, γεγονότα και επισημάνσεις, τής εποχής, πού οι πρόγονοί μας, μετά από μία οικονομική κρίση, φεύγουν στα ξένα, αναζητώντας το χρυσόμαλλο δέρας, άλλοι επιτυχώς και άλλοι όχι.
Είς Λεβαδείαν μετάβημεν τον Σεπτέμβριον τού 1904. Το εμπορικόν είς ο προσελήφθην ώς υπηρέτης ήτο έν εκ των μεγαλυτέρων τής Λεβαδείας και είχεν επάρκειαν ειδών ήτοι αποικιακά, υφάσματα, ψιλικά, ειδικά εποχής, σίδηρα, ξυλεία, σιδηρικά οικοδομών και χρώματα παντός είδους. Τέλος έκων άκων και προ τής ανάγκης, ώς μή δυνάμενος να πράξω άλλως, επεδόθην είς τήν νέαν υπηρεσίαν μετά ζήλου, ουχ’ ήττον όμως είμεθα περιωρισμένοι μόνον είς τήν τού καταστήματος υπηρεσίαν (υπηρέτων και άλλοι δύο υπηρέται, μεγαλύτεροι μου κατά τι) αλλά και είς άλλα, ήτοι περιποίηση αλόγου, γυάλισμα παπουτσιών και μποτών αφεντικού (έτσι ονομάζομεν τούς προϊστάμενους ), κουβάλημα τών κλημάτων απ’ τα αμπέλια και στο τέλος, ζύμωμα ψωμιού παρ’ ημών τών ιδίων υπηρετών διά τούς εαυτούς μας (τα αφεντικά έτρωγαν ψωμία από τον φούρνον) και πολλάς αγγαρείας.
Εγώ διέμενον είς τήν οικίαν τού ετέρου τών συνεταίρων Αντωνίου Χρυσαΐτου όστις μόνον μία γραία μητέρα είχεν, αποβιώσασαν κατά την άνοιξιν. Τον χειμώνα είχε μεγάλην υγρασίαν και πολλάς λάσπας.
Εσηκωνόμεθα νύκτα και ανοίγαμεν το πρωί το κατάστημα, ώς εσυνηθίζετο, εγώ μεν, μή έχων κάλτσες, αλλά ξεκάλτσωτος και με τα τσαρούχια. (παπούτσια φορούσαν οι πλούσιοι και ευγενείς) έπαθα από χιονίστρες και άναβαν τα πόδια μου και υπέφερον πολύ. Παρήλθαν τα Χριστούγεννα και Νέον Έτος και τας Απόκριας, μάς έδωσαν άδεια και επήγα είς το χωριόν μου, στο πατρικό μου σπίτι, μεταβάς σιδηροδρομικώς και έτσι είδα, τα αδελφάκια μου, τον πατέρα μου και τήν νέαν μητέρα, μείνας δύο ημέρας μόνον, επιστρέψας πάλιν είς τήν υπηρεσίαν μου. Το Πάσχα δεν μετεβην είς το χωριό μου, αλλά παρέμεινα είς Λεβαδείαν, εκτελών πλέον και τού μαγαζίου υπηρεσίαν, ανωτέρου υπηρέτου, διότι εσυνήθισα καλά είς όλα πλέον, οι δε άλλοι οίτινες ήσαν αρχαιότεροι ησθένησαν. Εν τώ μεταξύ, κατ’ εκείνας τας ημέρας είχεν έλθει είς Λεβάδειαν και ο καθηγητής Γιαννούτσος, ο Σχολάρχης μου είς Αταλάντη, όστις ελθών είς το κατάστημα είς ο υπηρέτουν και ιδών με υπηρετούντα, μετά μεγάλης αγανακτήσεως εξεφράσθη, κατά τού πατρός μου και θείου μου, διότι με διέκοψαν από το σχολείον, συστήσας είς τούς προϊσταμένους μου, τα προσόντα άτινα, διά τα γράμματα είχον.
Εννοείται ότι ταύτα μοι υπενθύμισαν τα παρελθόντα : θάνατον μητρός μου πλέον και τας ύβρεις άς ήκουον από τούς προϊσταμένους, έχοντας τήν αξίωσιν, άν και μικρός, να σύρω είς το καροτσάκι, τρείς σάκκους θειάφι και άλλα βάρη, και ούτω να μεταβαίνω κρυφά, είς το υπόγειον ή αχυρώνα, όπου το άλογον και να κλαίω, να κλαίω με παράπονον, ιδία διά τήν μητέραν μου, η οποία αν έζη, δε θα ήδικούμην. Τέλος, ενώ πλέον είχα συνηθίσει καλώς, είς όλα τα τού καταστήματος και επροόδευον πλέον, είς τήν εξάσκησιν τού εμπορίου, κατ’ Άύγουστον τού έτους 1905, όλως αιφνιδίως απεβίωσεν η αδελφή μου Γαρουφαλιά, ηλικίας 13 ετών εξ αιματουρικού πυρετού, δηλαδή ασθενείας εξ ής και ή μήτηρ μου απεβίωσε και ο αδελφός μου Γεώργιος κατά τήν ώς άνω εποχήν, ευτυχώς εκινδυνευσεν.
Είς Λεβάδειαν ήλθεν και με παρέλαβεν ο τότε υπηρέτης τού πατρός μου, Κωνσταντίνος Μπαούρδος, ίνα με φέρη να παραστώ κατά τήν κηδείαν.
Ηθέλησε και ούτως να με αποπλανήσει, ότι δεν απεβίωσε, ή ο άλλος υπηρέτης Κουτσογιώργος, όταν απεβίωσεν η μήτηρ μου αλλά δεν εγίνετο πιστευτός παρ’ εμού, γνωρίζων πλέον ακριβώς, εκ τού προηγούμενου, περί τίνος επρόκειτο. Εννοείται δε, ότι η δευτέρα αυτή είς θάνατον δοκιμασία μου είς τοιαύτην ηλικίαν με έκαμε και σκεπτικόν, επιστρέψας δε είς Λεβάδειαν μετά τήν κηδείαν τής αδελφής μου έκλαιον ήδη δύο προσφιλείς χαθείσας υπάρξεις, μητέραν και αδελφήν, εξαιτίας τής οποίας, ώς εδικαιολογείτο ο πατήρ μου, ενδιαφερόμενος δήθεν δια τήν οικονομικήν αποκατάστασιν της, με διέκοψεν από το σχολείον, υποστάς κι εγώ την θυσίαν ταύτην, με καρτερίαν δια τήν αδελφήν μου, ήτις τώρα εχάθη και αυτή, αλλά και εγώ κατεδικάσθην είς τήν αφάνειαν τών γραμμάτων και επιστήμης, διά βίου. Τέλος επιδοθείς μετά ζήλου είς το εμπόριον επέπρωτο ούτε και τούτο να εξακολουθήσω, καθόσον ο πατήρ μου, φέρων βαρέως, τον θάνατον τής αδελφής μου και μήν έχων άλλον είς τήν οικίαν, εκτός τού μικρού αδελφού μου Γεωργίου και θέλων να με έχη πλησίον του, ουδόλως σκεπτόμενος πλέον δια το μέλλον μου, ήλθεν είς Λεβάδειαν εξαφνικά, περί τα τέλη Οκτωβρίου 1905 και με επήρε είς τήν οικίαν του, είς Δραχμάνιον.
Αρχικώς μετέβαινον είς το χωρίον, ώς επισκέπτης, είτα δε με έβαλεν είς τας γεωργικάς εργασίας, ώς και τήν τών κάρρων ( είχε δύο κάρρα και δυο καλά μουλάρια ), αρχικώς με υπηρέτην κι εφόσον ήμουν εισέτι πολύ μικρός, κατόπιν όμως σχολάσαντες, να προσλαμβάνωμεν τοιούτων, διότι εγώ εμεγάλωσα και μόνο εργάτας εβάζαμεν είς τα αμπέλια και άλλαις εργασίαις, ώς θερισμόν κ.λ.π. αν δεν επρολαβαίναμεν μόνοι μας, τού πατρός μου αποφεύγοντος, εφ’ όσον είχε εμέ να εργάζεται.
Τέλος, γεωργός καταλήξας, δεν έκαμνα και τήν μελέτην, ιδία κατά τον χειμώνα ότε μοι εδίδετο η ευκαιρία. Καθ’ όλον το διάστημα, τής είς το χωρίον μου παραμονής μου, ότε ο χαρακτήρ μου και η συμπεριφορά μου, προς όλους ήτο αρίστη, μηδέποτε και είς ουδένα δώσας και τήν ελαχίστην αφορμήν, δ’ οιονδήποτε λόγον, αν και ηλικία μου κατά τήν αυτή εποχήν ήτο από τού 16ου έτους τής ηλικίας μου μέχρι τού 20ου, συναναστρεφόμενος πάντοτε, μετά των ομοίων μου και ιδία, μετά τού άλλοτε συμμαθητού μου και εξαδέλφου μου Ιωάννου Ηλιοπούλου.
Τέλος ώς προείπον, μελετών ιδία ωφέλιμα βιβλία, άτινα είς τήν βιβλιοθήκην, τού θείου μου Σταμοπούλου ελάμβανον, είχον καιρόν, είς το τέλος ενεσκηψάσης μοι, τής ιδέας όπως μεταναστεύσω είς Αμερικήν, έπεισα τον πατέρα μου και μοι ηγόρασε, μίαν μέθοδον Αγγλικών άνευ διδασκάλου, αντί δραχμών πέντε, παρά τού Σχολάρχου Οικονόμου και επεδόθην κατά τον χειμώνα τού έτους 1910, είς τήν μελέτην ταύτης, εκμαθών τήν Αγγλικήν, σχετικώς καλώς, πλήν τής αρτίας προφοράς.
Ούτω δε κατά τον Φεβρουάριον τού 1910 ανεχώρουν από τήν πατρικήν μου οικία και εκ τού χωρίου μου δια τήν Αμερικήν, μετά των άλλων συμπατριωτών μου Γεωργίου Ανδρέα Αναγνωστοπούλου, Σπυρίδωνος Κ. Χαραλάμπους, Κωνσταντίνου Αντ. Τσόκα, εφοδιασθείς παρά τού πατρός μου διά 500 δραχμών διά τα ναύλα μου.
Ούτω, τήν 10ην Φεβρουαρίου ακριβώς, το 1910 εγκατέλειψα τήν πατρικήν εστίαν, μετά τών δύο μικρών αδελφών μου Γεωργίου και Νικολάου (γεννηθέντος τον Φεβρουάριον 1906 εκ της νέας μητρός ), αφήσας οπίσω λύπην, ουχί μόνον είς τούς συγγενείς αλλά και είς τούς ξένους εισέτι.
Η αναχώρησή μας, εγένετο σιδηροδρομικώς εκ Κηφισοχωρίου και κατήλθομεν, είς Αθήνας όπου διά πρώτην φοράν τότε μετέβην. Είς Αθήνας παρεμείναμεν επί τριήμερον, συνοδευθείς παρά τού θείου μου Ιωάννου Ν. Σταμοπούλου, και αφού ηγόρασα έν’ κοστούμι, αντί 25 δραχμών ίνα εμφανισθώ είς Αμερικήν, με Ευρωπαϊκά, διότι είχα μάλλινα εγχώρια, και, αφού ηγοράσαμεν τα εισιτήριά μας, από πρακτορείον τού Πειραιώς, αποπλέομεν εκ Πειραιώς τήν 13ην Φεβρουαρίου, ημέραν Κυριακήν Απόκρεω και ώρα 5ην μ.μ. διά τινός Αυστριακού ατμοπλοίου τής γραμμής, όπως αποβιβασθώμεν είς τινά Ιταλικόν λιμένα. Πρώτην φοράν εισερχόμενοι είς ατμόπλοιον, εμείς, έχοντες εισιτήρια τρίτης θέσεως ωδηγήθημεν ώς κτήνη είς τα αμπάρια τού ατμοπλοίου τούτου.
Μετά τριήμερον πλούν, διελθόντες εκ Καλαμών, Πατρών, Κερκύρας ήν και εθαύμασα ώς και εκ τής ωραιότητος τής τε πόλεως και νήσου όπου εν τινάς ώρας εμείναμεν είς Αγίους Σαράντα Ηπείρου Τουρκίας, εφθάσαμεν εις Πρίντεζι (Βρινδίσιον) Ιταλίας περί το λυκαυγές της Τετάρτης.
Εκεί αποβιβασθέντες, εθεωρήθημεν υπό ιατρού τού λιμένος και οδηγηθέντες, εν τώ αρχαίω φρουρίω, επί νησίδος ευρισκομένου, απελυμαίναμεν τα ρούχα μας άπαντα. Μετά τήν απολύμανσιν απεβιβασθήκαμεν είς τήν πόλιν ήτις είναι ωραία και κατάφυτος είς τα πέριξ εκ πορτοκαλεώνων και λεμονεώνων. Εμείναμεν καθ’ όλην την ημέραν είς Σιδηροδρομικόν Σταθμόν, αφού πρότερον περιήλθομεν όλην τήν πόλιν θαυμάσαντες τήν αγοράν της, ιδών εν μέσω χειμώνος κόκκινες ντομάτες και περί την 5ην εσπερινήν ώραν επεβιβάσθημεν τής αμαξοστοιχίας, δια Νεάπολιν, αναχωρούντες μετά χαράς μεγάλης.
Διήλθομεν διά μέσω πολλών πόλεων ώς και τού Τάραντος, πόλεως μεγάλης προς τον νότιον κόλπον της Ιταλικής Χερσονήσου κειμένης, ευρίσκοντες καθ’ οδόν πλέιστους πορτοκαλεώνας και λεμονεώνας, μετά μεγίστης επιμελείας καλλιεργημένων, ώς και άμπελους μετά ελαιοδένδρων και συκών εν τώ μέσω αυτών, αλλά εν τοσαύτη σειρά φυτευμένων και εν αρίστη καταστάση κλαδευμένων, ώστε βλέπων τών πρώτων ελαίων ώς ομβρέλαν δεν έβλεπες τας άλλας είς τήν ιδίαν σειράν. Τόση ήτο η ευθύτης τους. Εταξειδέυαμεν συνεχώς καθ’ όλην τήν νύκτα ερχομένων επιβατών Ιταλών είς τούς ενδιαμέσους σταθμούς, μετανάστας και αυτούς, με κόκκινα μανδήλια στο λαιμό, είδος γραβάτας, και κλαυσουσών τών μητέρων των, κατά τον αποχαιρετισμόν.
Και ούτω εξημερώσαμεν ταξιδεύοντες και διερχόμενοι, δια πλείστων σηράγγων (δηλαδή γαλαριών) εξ ών μία πολύ μεγάλη κάτωθεν όρους διερχομένη και αφ’ού διήλθομεν πλησίον τού ηφαιστείου Βεζουβίου τού οποίου η κορυφή εξέμενε κενή και διά μίας παραλιακής πόλεως Σαλέρνον εφθάσαμεν περί τήν 2αν μ.μ. είς πόλιν Νεάπολιν τής Ιταλίας. Ενταύθα παραληφθέντες υπό πράκτορος τής Εταιρείας οδηγήθημεν αρχικώς προς νέαν απολύμανσιν και κατόπιν είς ξενοδοχείον όπερ η Εταιρεία επλήρωνεν, ημείς μη υποβαλλόμενοι είς έτερα έξοδα πλήν τού εισιτηρίου. Αλλά ξενοδοχείου αρχαίου κτηρίου, μείναντες ενταύθα, δύο εισέτι ημέρας παρακολουθούντες τα αίσχιστα, είς το ξενοδοχείον συμβάντα, ένεκα μεγάλου ευτελισμού και εξερχόμενοι περιεργαζόμεθα τήν πόλιν ήτις είχε κτίρια πανάρχαια, οδούς βρωμεράς και εν τή παραλία υπαίθρια μαγειρεία, ιδία μακαρονίων*, άτινα πολύ αγαπούσαν οι Ιταλοί και τέλος, ουδέν λωποδυτικόν δυστύχημα μας συνέβη, και τέλος την 19ην Φεβρουαρίου, ημέραν Σάββατον (τής Τυροφάγου) και ώρα 4ην μ.μ. εκπλεύσαμεν εκείθεν, διά τού ατμοπλοίου Regina d’ Italia (Βασίλισα τής Ιταλίας) κατευθύνθέντες είς Παλέρμον τής Σικελίας ένθα επί εικοσιτετράωρον εμείναμεν (ήτοι κατά την Κυριακήν τής Τυροφάγου).
Εκείθεν να πλεύσαμεν κατ’ ευθείαν εν τη Μεσογείω επί ωκεανώ διά Νέαν Υόρκην.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.