Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

....Παρασκευή 29 Μαρτίου σήμερα..... Β Χαιρετισμοί της Παναγίας....

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2016

ΣΚΗΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΜΕΝΙΚΗ ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΟΜΗΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ ΠΟΥ ΑΠΑΝΤΩΝΤΑΙ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΣΑΡΑΚΑΤΣΙΑΝΟΥΣ.

Παρουσιάζει: ο Βίκτωρ Σαμπώ
Τα λυγαρίσια λυτάρια
Στην Οδύσσεια, (Ραψωδία I, στίχοι 427-428), ο Οδυσσέας διηγείται στο βασιλιά Αλκίνοο και στους Φαίακες πως κατάφερε να βγάλει τους συντρόφους του από τη σπηλιά του Κύκλωπα Πολυφήμου, αφού πρώτα τον τύφλωσε. Στο κοπάδι του Πολύφημου μέσα στη σπηλιά του υπήρχαν κριάρια δυνατά και ψηλά.......
 "Τους ακέων συνέεργον ευστρεφέεσι λύγοισι, τής έπι Κυκλωψ εύδε πέλωρ...." δηλαδή αυτά χωρίς θόρυβο, έδεσα ανά τρία με ευκολοστριμμένα κλαδιά λυγαριάς, πάνω στα οποία κοιμόταν ο πελώριος Κύκλωπας. Και συνεχίζει: "6 μέν έν μέσω άνδρα φέρεσκε Τώ δ' ετέρω εκατέρωθεν ίτην σώζοντες εταίρους (στίχοι 429-430)", δηλαδή το ένα στη μέση μετέφερε έναν άνδρα, τα δε άλλα δύο από τις δύο πλευρές βάδιζαν σώζοντας τους συντρόφους μου.
Και πιο κάτω (στίχοι 442-443)"ά δέ νήττιος εύη ενάησεν, ώς οί ύπ' εύρηκάπων ο Των επεμαίετο νώτα ορθών εσταόκον", δηλαδή "το εξής όμως ο ανόητος δεν κατάλαβε ότι αυτοί είχαν δεθεί κάτω από τα στήθη των δασύμαλλων προβάτων".
Σ' άλλο σημείο 
(Ραψωδία Κ, στίχοι 166-1 70) αναγράφει ότι για να μεταφέρει ένα μεγάλο ελάφι που σκότωσε: "Αυτάρ εγώ σπασάμεν ρωπάς τε λύγους τε πείσμα δ' όσον τ' όργνιαν, ευστρεφές αμφοτέρωθεν πλεξάμενος συνέδεσα πόδας δεινοίο πελώρου βήν δέ καταλοφάδεια φέρων", δηλαδή "στη συνέχεια έκοψα θάμνους και κλαδιά λυγαριάς και σχοινί ευκολοστριμμένο από τις δυο μεριές αφού έπλεξα, έδεσα μαζί τα πόδια του φοβερού πελώριου θηρίου και προχώρησα μεταφέροντάς το στους ώμους μου...".
Από τις αφηγήσεις του αυτές προκύπτει ότι τα ευκολοστριμμένα κλαδιά λυγαριάς, που έχουν και το προσόν να στρίβουν περί τον άξονά τους, χωρίς να σπάζουν, όταν τα λυγίζουν για να τα στρίψουν και να τα δέσουν, έκαναν τη χρήση που κάνει σήμερα το σύρμα ή το σχοινί.
Ακριβώς για την ίδια χρήση χρησιμοποιούσε τα κλαδιά της λυγαριάς και ο Σαρακατσιάνος όταν δεν είχε ή του τέλειωνε το σύρμα. Με τα κλαδιά αυτά περιστρέφοντάς τα και ενώνοντας περισσότερα του ενός έφκιανε τα "λ'τάρια” με τα οποία έδενε στα "μπηχτάρια", στα κάθετα παλούκια του μαντριού ή του καλυβιού τα λεγάμενα "χαρτώματα" δηλ. τα οριζόντια ξύλα που μαζί με τα "μπηχτάρια" (τα εμπηγνυόμενα στο έδαφος κάθετα παλούκια) αποτελούσαν τον ξύλινο σκελετό του μαντριού ή του καλυβιού. Στο σκελετό αυτό στη συνέχεια από το έξω μέρος δενόταν πάλι με στριμμένα κλαδιά λυγαριάς το "σάλωμα" δηλαδή το άχυρο από βρίζα συνήθως ή άλλα κλαδιά για να σκεπασθεί το καλύβι ή το μαντρί και να προστατεύει το εσωτερικό του από τις βροχές, τα χιόνια και τους άνεμους.
Κλαδιά στριμμένα λυγαριάς και ιτιάς πολλές φορές χρησιμοποιούσε ο Σαρακατσιάνος για να δέσει τις "δεματσουλες", τα δέματα των κλαδιών που έμπαιναν το ένα επάνω στο άλλο και έφρασσαν τον περίγυρο του μαντριού. Τα λυγαρίσια αυτά λυτάρια μετά το δέσιμο όταν ξεραθούν συνεχίζουν να αποδίδουν το έργο τους, έχουν δηλ. την ίδια σφιγκτική δύναμη, διότι παραμένουν ξεραμένα όπως ήταν αρχικά που στρίφθηκαν και έδεσαν.
Αντιμετώπιση των τσοπανόσκυλων
Ένας από τους κίνδυνους που αντιμετωπίζουν όσοι ταξιδεύουν στα βουνά, και περνούν από στάνες και κοπάδια είναι τα τσοπανόσκυλα που είναι οι φύλακες τους. Τα τσοπανόσκυλα επιτίθενται σε κάθε ξένο που πλησιάζει στη στάνη ή στο κοπάδι. Και είναι πολύ επικίνδυνα. Πολλά είναι τα θύματά τους.
Οι τρόποι άμυνας ενάντια σ' αυτόν τον κίνδυνο είναι πολλοί, θα αναφέρω ένα όχι πολύ συνηθισμένο, σχεδόν άγνωστο, στον οποίο καταφεύγει ο Σαρακατσιάνος που είναι γνώστης των συνηθειών και των αντιδράσεων των σκυλιών.
Ο παππούς μου μού είχε πει: Όταν επιτίθεται το τσοπανόσκυλο και κατευθύνεται επάνω στο διαβάτη αν εκείνος καθίσει αμέσως κάτω, στα πόδια του έστω και με το χέρι του κρατεί ένα λιθάρι ή και το παπούτσι του ακόμη, ποτέ όμως προτεταμένο ξύλο, το τσοπανόσκυλο θα σταματήσει αμέσως την επίθεσή του, θα μείνει μακριά του κάποια μέτρα, θα γαυγίζει ή θα γρυλλίζει προτείνοντας τα φοβερά του δόντια, αλλά δε θα πλησιάζει τον καθήμενο.
Δεν ξέρω γιατί σταματούν και δεν επιτίθενται τα σκυλιά σ' αυτόν που κάθεται κάτω. Ίσως από φόβο, γιατί πιστεύουν ότι κάθεται κάτω για να πάρει κάποια πέτρα και να τα χτυπήσει.
Εκείνο που ξέρω καλά πλέον, ύστερα από την ανάγνωση της Ραψωδίας Ξ στίχοι 29-36 της Οδύσσειας, είναι ότι και οι αρχαίοι μας πρόγονοι ήξεραν αυτή την αδυναμία των σκυλιών όταν δέχονταν επίθεση από εκείνα. Ξύπνησε ο Οδυσσέας στην Ιθάκη που τον άφησαν κοιμισμένο οι Φαίακες. Τακτοποίησε σε μια σπηλιά τα πράγματά του και ξεκίνησε για το εσωτερικό του νησιού. Πλησίαζε στο χοιροστάσιο του χοιροβοσκού του Εύμαιου. Τον είδαν τα σκυλιά και άρχισαν να γαυγίζουν και να ορμούν εναντίον του. Και τότε ο πολυμήχανος Οδυσσέας "κάθισε από προ- νοητικότητα και το ραβδί του έπεσε από τα χέρια" ("...αλλά συβώτης ώκα ττοσί κραιττνοίσι μετασπών έσσυτ' ανά πρόθυρον, σωύτος δέ οίέκπεσε χειρός"). Σταμάτησαν τα σκυλιά την επίθεσή τους. Για να τα διώξει στη συνέχεια ο Εύμαιος.
Το άναμμα της φωτιάς
"Ένα από τα προβλήματα του βοσκού ήταν τα παλαιότερα χρόνια το άναμμα της φωτιάς. Τα σπίρτα ήταν άγνωστα και αργότερα είδος πολυτελείας. Γι' αυτό ο βοσκός κατέφευγε στη χρήση του πρυόβολου και της ίσκας. Χρειαζόταν όμως και πολλά ξερά χόρτα και φρύγανα για να ανάψει τη φωτιά. Και αυτά δεν υπήρχαν πάντοτε ή ήταν βρεγμένα. Αλλά και η ίσκα ήταν πολλές φορές βρεγμένη. Η φωτιά όμως του ήταν απαραίτητη. Ιδίως στα χινοπώρια που έμεινε πολλές φορές τελείως μόνος στην ερημιά.
Γι' αυτό και όταν την άναβε φρόντιζε να την κρατήσει αναμμένη όλο το 24ωρο. Το κατάφερνε με τον εξής τρόπο. Όταν έφευγε με το κοπάδι του μακριά και θα επέστρεφε ύστερα από κάποιες ώρες ή όταν κοιμόταν το βράδυ και ξυπνούσε το πρωί, μέσα στην καυτή στάχτη που σιγόκαιγε έβαζε ένα χοντρό ξύλο και το σκέπαζε με τη στάχτη. Κάποτε άναβε και σιγόκαιγε σκεπασμένο καθώς ήταν επί πολλές ώρες για να το βρει αναμμένο όταν το ήθελε.
Την πιο πάνω συνήθεια των βοσκών μου τη θύμισε η Οδύσσεια στη Ραψωδία Ε στίχοι 480-490. Εκβράσθηκε ο Οδυσσέας στο νησί των Φαιάκων, στο στόμιο ενός ποταμού που εκβάλλει στη θάλασσα. Χωρίς καθυστέρηση στοίβαξε με τα χέρια του ξερά φύλλα και έφκιασε μ' αυτά ζεστό στρώμα για να ξαπλώσει. Μάζεψε επίσης και άλλα για να σκεπαστεί. Και στη συνέχεια αναγράφεται στην Οδύσσεια:
".Ως δ' όταν τις δαλόν σττοδιή ενέκρυψε μελαίνη αγρού επ'εσχατιής, ώ μή πάρα γείτονες άλλοι, σπέρμα πυρός σώζων, ίνα μή πόθεν άλλοθεν αύη, ώς Οδυσσεύς φύλλοισι καλόψατο", δηλαδή: "Και όπως κάποιος που κατοικεί στην άκρη του χωραφιού, μακριά από γείτονες, μπήγει δαυλί στη μαύρη στάχτη, για να διατηρήσει τη φλόγα της φωτιάς, ώστε να μην αναγκασθεί να ζητήσει απ' αλλού, έτσι σκεπάσθηκε και ο Οδυσσέας με τα φύλλα".
Το "αλάτι"
Η συνηθισμένη φράση του ελληνικού λαού, αλλά και των Σαρακατσάνων με την οποία χαρακτηρίζουν τον τσιγκούνη και στιγματίζουν το ελάττωμά του αυτό είναι η ακόλουθη: "Αυτός δεν δίνει ούτε αλάτι με τα χέρια του".
Η φράση έχει την έννοια ότι καίτοι το αλάτι είναι ένα ευτελές προϊόν που έχει ελάχιστη αξία , καίτοι κάποιος συνάνθρωπος, γείτονας, φίλος, έχει την ανάγκη του, ο τσιγκούνης το κρατάει γερά στα χέρια του και δεν το δίδει από τσιγκουνιά.
Φαίνεται όμως ότι στον ίδιο χαρακτηρισμό για τον τσιγκούνη κατέφευγαν και οι αρχαίοι έλληνες. Στην Οδύσσεια του Ομήρου στη Ραψωδία Ρ και στο στίχο 
455 γράφεται: "ου συ γ' άν εξ'οίκου σώ επιστάτη ούδ'άλα δοίης", που σημαίνει "εσύ δεν θα έδινες ούτε αλάτι από το σπίτι σου στο δούλο σου...".
Το ψήσιμο της "κοιλιάς"
Η "κοιλιά" του ζώου (αρνιού ή κατσικιού ή πρόβατου ή γίδας) που σφάζεται δεν χρησιμοποιείται ούτε στο κοκορέτσι, ούτε στο σπληνάντερο. Είναι όμως το μέρος εκείνο των εντοσθίων που λόγω της λεπτότητάς του μπορεί να ψηθεί γρηγορότερα και να αποτελέσει τον πρώτο μεζέ που θα προσφερθεί στους καλεσμένους. Συνηθίζουν λοιπόν οι Σαρακατσάνοι μετά το σφάξιμο και το γδάρσιμο και την αφαίρεση των εντοσθίων του μικρού ζώου κυρίως να ξεχωρίζουν την κοιλιά και αφού αδειάσουν το περιεχόμενό της και την "τινάξουν" και την πλύνουν για να καθαρίσει καλά την τεμαχίζουν σε 5-10 κομμάτια και τα ρίχνουν επάνω στα κάρβουνα της φωτιάς που ανάβουν για να ψήσουν το αρνί.
Και όταν ψηθούν καλά τότε τα τινάζουν για να φύγουν οι στάχτες και τα κάρβουνα. Τα κόβουν μικρά κομμάτια και τα μοιράζουν σε όλους εκείνους που είναι γύρω από τη φωτιά και παρακολουθούν το ψήσιμο του αρνιού. Επίσης συνηθίζουν οι Σαρακατσάνοι το στομάχι του σφαζόμενου ζώου το "μττλί" όπως το λένε, να το γεμίζουν με κομμάτια από άλλα εντόσθια ή και κρέατα ακόμη και να το ψήνουν στα κάρβουνα.
Φαίνεται όμως ότι η συνήθεια αυτή έχει πολύ παλιά προέλευση. Ο Όμηρος στη Ραψωδία Σ της Οδύσσειας και στους στίχους44 και 45 γράφει: "γαστέρες αίδ' αιγών κέ- ατ' εν πυρί, τάς επί δόρττω κατθέμεθα κνίσης τε και αίματος εμπλήσαντες", που μεταφράζεται: "Αυτές οι κοιλιές των κατσικιών βρίσκονται στη φωτιά και για το δείπνο μας τις βάλαμε, αφού τις γεμίσαμε λίπος και αίμα".
Το σακούλι
Οι Σαρακατσάνοι εκτός από τον "τρουβά" και το "δισάκκι" χρησιμοποιούσαν και τα "σακούλια" ή ‘’ταγάρια’’ ή ‘’τράστα’’. Ήταν μικροί σάκοι, όπως και το όνομά τους το λέγει, μέσα στους οποίους χωρούσαν και μεταφέρονταν λίγα είδη διατροφής ή εργαλεία. Τα σακούλια ήταν μικρότερα από τους τουρβάδες. Στις δύο άκρες του στομίου τους ράβονταν ένα σχοινί μισού μέτρου περίπου που χρησίμευε για να κρεμιέται το σακούλι στον ώμο. Στο στόμιό του, για να μην ξεφτίζει από την πολύ χρήση, αλλά και για να μένει σταθερό το άνοιγμά του, ράβονταν γύρω-γύρω ένα στριμμένο χοντρό σχοινί' που κάλυπτε όλο το άνοιγμά του. Όταν το "σακούλι" ήταν πολύ μικρό λεγόταν "σακουλάκι". Σακούλι επίσης πάντοτε έφεραν στον ώμο τους οι ζητιάνοι για να βάζουν μέσα σ' αυτό ό,τι οι φιλεύσπλαχνοι άνθρωποι τους έδιναν.
Μία άλλη πολύ χαρακτηριστική χρήση του σακουλιού ήταν και η ακόλουθη: Τα φορτωμένα ζώα πολλές φορές ταξίδευαν ώρες ολόκληρες. Δυνατότητα βοσκής ενώ ήταν φορτωμένα δεν υπήρχε καμία. Τότε ο αγωγιάτης κρεμούσε ένα σακούλι γεμάτο κριθάρι στο αυχένα τους και έβαζε το στόμα τους μέσα στο άνοιγμα του σακουλιού. Και το ζώο έπαιρνε το γεύμα του βαδίζοντας.
Το σακούλι φαίνεται ότι το ήξεραν και το χρησιμοποιούσαν και οι αρχαίοι έλληνες ακόμη και στην περίοδο που γράφηκαν τα έπη του Ομήρου. Στη Ραψωδία Σ στίχοι 108- 109 που αναφέρεται στον Οδυσσέα που ώς ζητιάνος, φιλοξενούμενο του γιού του Τηλέμαχου, καθόταν ανάμεσα στους μνηστήρες, διαβάζουμε: "Ηρα, και άμφ' ώμοισιν αει- κέα βάλλετο ττήρην, πυωνά ρωγαλέην, έν δέ στρόφος ήεν αορτήρ", που σημαίνει: "Είπε και γύρω από τους ώμους του έβαλε το άθλιο σακούλι του το ξεσκισμένο. Η αρχή του σακουλιού ήταν φτιαγμένη από στριμμένο σχοινί".
Η "σκύλα"
Μένουν βαθειά χαραγμένες στο νου μου οι κατσάδες της δυναμικής γιαγιάς μου προς τη μάνα μου κάθε φορά που εκείνη αναγκαζόταν να στενοχωρήσει κάποιο από τα παιδιά της, μή ικανοποιώντας τις επιθυμίες της. Επωδός αυτών των επιπλήξεων ήταν η φράση: "Τί τ’ κάν'ς μώρ' σκύλα τ’  πιδγίου κί κλαίει;". "Τί σ'φταίει, σκύλα, του πλασματάκ' κι του δέρ'ν΄ς", "δός' τ’ να φάει, σκύλα, τί του μαλλών'ς".
Ένα δημοτικό μας τραγούδι που τραγουδιέται από τους Σαρακατσάνους αρχίζει ώς εξής: "Ποιά σκύλα μάνα τόλεγε τ'αδέρφια δέν πονιώνται. Τ'αδέρφια σκίζουν τα βουνά κι' οι αδερφές τούς κάμπους....".
Η επιτιμητική προσφώνηση αυτή ήταν πολύ συνηθισμένη στους χωριάτες και στους Σαρακατσάνους. Ο ίδιος τις ανωτέρω φράσεις τις άκουσα πολλές φορές. Και όχι μόνο από τη γιαγιά μου. Στην πρόθεση αυτού που τη χρησιμοποιούσε ήταν η επίπληξη εκείνου που με τη συμπεριφορά του στενοχωρούσε κάποιον άλλο, η εκδήλωση της αντίθεσής του προς την επιδεικνυόμενη σκληρή συμπεριφορά του, η εκτόξευση κάποιας απειλής εναντίον του και η έμμεση υπόδειξη επίδειξης σωστής συμπεριφοράς. Το "σκύλα" δεν ήταν ακριβώς ύβρις. Ήταν θα έλεγα μία άχαρη επιτιμητική προσφώνηση από τις πολλές που χρησιμοποιούσαν οι χωριάτες και οι Σαρακατσάνοι.
Ως "σκύλα" χαρακτήριζαν επίσης οι χωριάτες και οι Σαρακατσάνοι και τη γυναίκα εκείνη, που ήταν γνωστή για τις ερωτικές της σχέσεις με πολλούς άνδρες.
Διαβάζοντας τους στίχους 
337-339 της Ραψωδίας Σ της Οδύσσειας παρατηρούμε ότι ο πολύπαθος Οδυσσέας απευθύνεται προς την υπηρέτρια της γυναίκας του Πηνελόπης, την Μελανθώ, γνωστή για τα ερωτικά της κατορθώματα και λέγει την ακόλουθη φράση: "ή τάχα Τηλεμάχω ερέω, κύον, οι αγορεύσεις, κεισ' ελθών, ίνα σ' αυθ, διά μελεϊστί τάμη σιν" που σημαίνει: "Γρήγορα θα πω στον Τηλέμαχο, σκύλα, όσα λες, αφού πάω εκεί, για να σε κόψει κομμάτια".
Το πλύσιμο
Στις στάνες και στις καλύβες που ζούσαν οι Σαρακατσάνοι δεν είχαν βέβαια εσωτερικό δίκτυο ύδρευσης, ούτε βρύσες, ούτε κάνουλες, ούτε όμως και λαστιχένιους σωλήνες για να μεταφέρουν από την πηγή ή το ποτάμι το νερό για τις ανάγκες τους. Το νερό μεταφερόταν με τις βαρέλες στις πλάτες των γυναικών ή με δοχεία φορτωμένα στα γαϊδουράκια κατά κανόνα.
Όταν ήθελαν να πλυθούν, το πρωί κυρίως μετά τον ύπνο, γέμιζε η γυναίκα ή η κόρη ένα "τσ'κάλ’" (μικρό δοχείο που χωρούσε μισό έως ένα κιλό νερό) με νερό και εκείνη κρατώντας στο ένα χέρι το "τσ'κάλ’ " και στο άλλο το προσόψι το έριχνε λίγο-λίγο στην ανοιχτή φούχτα αυτού που ήθελε να πλυθεί και εκείνος έπλυνε έτσι τα χέρια και το πρόσωπό του.
Όταν η βρύση ή το ποτάμι ήταν πολύ κοντά στο καλύβι πλένονταν εκεί οι ξένοι, αλλά και τα μέλη της οικογένειας.
Η συνήθεια αυτή είναι πολύ παλιά. Είναι πολύ χαρακτηριστικά όσα αναφέρονται στην Οδύσσεια στη Ραψωδία Α στίχοι 136 και 137-138 και 146: "χέρνιβα δ' αμφίπολος προχόω επέχευε φέρουσα καλή χρυσείη, υπέρ αργυρέπιο λέβητας, νίψασθαι... τοίσι δέ κήρυκες μέν ύδωρ επί χείρας έχεναν..." που σημαίνουν: "Και υπηρέτρια που κρατούσε χρυσό κανάτι έχυνε στον ξένο νερό πάνω από αργυρή λεκάνη για να πλυθεί... σ' αυτούς οι μεν κήρυκες έχυσαν νερό στα χέρια τους ..."
Τα "μαντ(η)λώματα"
Η σαρακατσάνα (αλλά και η χωριάτισσα νύφη) και στα συβάσματά της (αρραβώνες της) και στο γάμο της "μαντήλωνε" (χάριζε δώρα), στα μεν συβάσματα όλους τους επισκέπτες της, στο δέ γάμο τους στενούς συγγενείς του γαμπρού. Όλα δηλ.τα μέλη της οικογένειάς του και τους στενότερους συγγενείς των γονέων του. Τα "μαντλώματα" ήταν συνήθως είδη ένδυσης και υπόδησης (κάλτσες, πουκάμισα, μαντήλια, βελεντζούλες, τουρβάδες, σακούλια κ.λπ.). Συνηθιζόταν η νύφη όταν ερχόταν η ώρα του αποχωρισμού το προοριζόμενο για τον καθένα "μαντήλωμα" να το εναποθέτει πάνω στον ώμο του. Η ευχαρίστηση από την πλευρά εκείνου που "μαντηλωνόταν" και η ανταπόδοση στη χειρονομία της νύφης εκδηλωνόταν με το "κέρασμα", που ήταν ένα νόμισμα που κρατούσε στο δεξί του χέρι και ενώ δεχόταν το χαιρετισμό της νύφης και το απαραίτητο χειροφίλημά της, έστω κι αν ήταν πολύ νεότερος της, το έπαιρνε από το χέρι του η νύφη.
Τα μαντ(η)λώματα ήταν κατά κανόνα χειροποίητα. Τα έγνεθε, τα ύφαινε ή τα κένταγε η ίδια η νύφη. Από την ποιότητά τους κρινόταν και η δεξιοτεχνία της και οι ικανότητές της. Ιδιαίτερα εκτιμόταν η λεπτοδουλειά της. "Η νύφη είναι πολύ ψηφηρή" έλεγαν οι Σαρακατσάνοι όταν τα πλεκτά ή τα υφαντά της ήταν πολύ καλής ποιότητας.
Πανάρχαιο αυτό το σαρακατσάνικο έθιμο του μαντηλώματος. Στην Οδύσσεια, στη Ραψωδία Ζ και στους στίχους 25-30 η θεά Αθηνά επιπλήττει τη Ναυσικά, την κόρη του βασιλιά των Φαιάκων Αλκίνοου λέγοντάς της: Ναυσικά, τι νυν σ'ώδε μεθήμονα γείνατο μήτηρ; είματα μεν τοι κείται ακηδέα σιγαλόεντα, σοι δε γάμος σχεδόν έστιν, ινα χρή καλά μεν αυτήν έννυσθαι, τα δε τοίσι παρασχείν, οι κε σ'άγωνται. Εκ γάρ τοι τούτων φάτις ανθρώπους ανα- βαίνει εσθλή, χαίρουσιν δε πατήρ και πάτνια μήτηρ. Που σημαίνει: "Ναυσικά γιατί σε γέννησε τόσο τεμπέλα η μητέρα σου; Τα πολυτελή ρούχα σου είναι σκορπισμένα χωρίς τάξη και η μέρα του γάμου σου πλησιάζει, που πρέπει και συ να ντυθείς με τα πιο όμορφα ρούχα σου και να χαρίσεις τέτοια στο σύζυγο και στους συγγενείς του. Γιατί απ' αυτά παίρνει κανείς καλό όνομα ανάμεσα στους ανθρώπους και χαίρονται ο πατέρας και η σεβαστή μητέρα".
Ο Κύκλωπας Πολύφημος βοσκός και τυροκόμος
Σε μια σπηλιά κατοικούσε και είχε το μαντρί του ο Κύκλωπας Πολύφημος. Ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του, μπήκαν στη σπηλιά του όταν εκείνος απουσίαζε. Είδαν αρνιά και κατσίκια κλεισμένα μέσα σε χωρίσματα του μαντριού, ειδικά για το κάθε είδος. Αλλά κι αυτά ήταν χωρισμένα σε πρώιμα, μεσαία και νεογέννητα. Είδαν επίσης στο μαντρί καλάθια γεμάτα τυριά και είδαν το τυρόγαλο να στάζει από τα σκεύη που άρμεγε και έπηζε το γάλα. Και όταν επέστρεψε με το κοπάδι του, άφησε έξω από τη σπηλιά, στην αυλή της, τα κριάρια και τους τράγους και μέσα σ' αυτή οδήγησε τα γαλάρια πρόβατα. Κάθισε μετά σε κάποιο στρουγγολίθαρο και καθιστός άρμεγε τις προβατίνες και τις γίδες τη μια μετά την άλλη κι εκείνες βέλαζαν αναζητώντας προφανώς τα παιδιά τους. Τοποθετούσε δε κάτω από κάθε μια το νεογέννητο για να βυζάξει. "Πίτυαζε" στη συνέχεια το γάλα που άρμεγε κι όταν έπηζε το τυρί το έκοβε κομμάτια και το τοποθετούσε σε πλεκτά καλάθια, για να το στραγγίσει από το τυρόγαλο που είχε μέσα του. Κρατούσε όμως μέσα σε αγγεία και ένα μέρος του γάλακτος για να το πιεί.
Είναι μία γλαφυρή περιγραφή της κατοικίας και του μαντριού του Πολύφημου που μας δίδει ο Όμηρος στη Ραψωδία I και στους στίχους 218-223 και 237-249.
Σε άλλο σημείο (στίχος 
428) αναφέρεται ότι ο Πολύφημος κοιμόταν επάνω σε κλαδιά λυγαριάς.
Αλλά και σ' άλλο σημείο (στίχοι 
438-439) ότι ενώ τα αρσενικά έφυγαν για βοσκή, τα θηλυκά που ήταν ανάρμεγα γύριζαν και βέλαζαν γύρω από τα μαντριά γιατί οι μαστοί τους ήταν εξογκωμένοι από το γάλα.
Η διαρρύθμιση του μαντριού με τα πολλά χωρίσματα, η διαφορετική μεταχείριση των αρσενικών και των θηλυκών ζώων, ο τρόπος αρμέγματος, η μεθόδευση βυζάγματος του νεογέννητου, ο τρόπος του πηξίματος του τυριού, η φύλαξή του σε πλεκτά καλάθια και άλλα αγγεία για να στραγγίσει το τυρόγαλο, η συμπεριφορά των ανάρμεχτων ζώων, το στρωμένο με λυγαριές γατάκι του Πολύφημου και η γενική εικόνα της σπηλιάς που χρησιμοποιείτο και ως κατοικία και ως μαντρί και ως τυροκομείο, μπορεί να παρομοιασθεί απόλυτα με ένα Σαρακατσάνικο μαντρί σε κάποιο ορεινό λιβάδι την εποχή του γέννου και λίγο καιρό μετά όταν αρμέγονται τα ζώα και πήζετε το γάλα για να γίνει τυρί. Η περιγραφή του τρόπου ζωής του βοσκού την εποχή αυτή θα βοηθήσει σε συγκρίσεις και συμπεράσματα.
Το γιδίσιο ασκί
Συνήθιζαν οι Σαρακατσάνοι ποιμένες για τις ανάγκες της διατροφής τους να φέρουν μαζί τους κατά τη βόσκηση του κοπαδιού τους το "γαλοδέρματο". Ήταν επεξεργασμένο δέρμα κατσικιού κυρίως ή και αρνιού, αλλά μόνο όταν υπήρχε έλλειψη κατσικίσιου δέρματος. Προτιμιόταν το κατσικίσιο δέρμα γιατί ήταν ανθεκτικότερο και ευκολότερο στην επεξεργασία. Το "γαλοδέρματο" το γέμιζαν γάλα. Έριχναν μέσα και λίγο γιαούρτι και με τη συνεχή κίνηση "χτυπιόταν" το γάλα και μετατρεπόταν σε εύγευστο, ορεκτικό υπόξινο ξινόγαλο. Προτού αδειάσει ξαναέριχναν γάλα με τη γνωστή συνέχεια, προσθέτοντας και λίγη γιαούρτι αν χρειαζόταν. Οι Σαρακατσαναίοι για την κατασκευή του γαλοδέρματος, αλλά και των "τουλουμιών" που τα γέμιζαν με τυρί, είχαν γνώσεις βυρσοδεψίας. Τα "τουλούμια" όμως μετά τη μία χρήση τους ήταν άχρηστα και τα πετούσαν. Τα έλεγαν δε "φολίνες" γιατί λόγω του αλατιού γέμιζε η εξωτερική του επιφάνεια "φολίδες" διαφόρων αποχρώσεων. Το γαλοδέρματο όμως άντεχε και όλη τη χρονιά και άλλο χρόνο, αν υπήρχε κάποια στοιχειώδης έστω συντήρηση.
Οι έμποροι κρασιών τα παλαιότερα χρόνια χρησιμοποιούσαν ασκιά από δέρματα μικρών ζώων (αρνιά, κατσίκια, πρόβατα, γίδια) για να τα γεμίζουν με κρασί και να το μεταφέρουν φορτώνοντας τα ασκιά στα ζώα.
Το ότι το γιδίσιο δέρμα ήταν το καταλληλότερο για τις χρήσεις αυτές ήταν γνωστό και στα χρόνια που γράφηκαν τα Ομηρικά έπη. Στη Ραψωδία Ζ της Οδύσσειας στίχος 76 διαβάζουμε "εν δ' οίνον έχενεν ασκώ εν αιγείω" δηλαδή "και γέμισε ένα γιδίσιο ασκί με κρασί".
Πηγή: www.sarakatsiana.gr / Φωτ. από exomatiakaivlepo

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου