ΜΕΡΟΣ 1ον -(Α-Β)
Αναπόφευκτα το Γλωσσάρι αυτό, έχει παραλείψεις είτε σε ιδιωματικές λέξεις και εκφράσεις, είτε σε διαφορετικές ερμηνείες, σε λανθασμένες επεξηγήσεις κ.λ.π.
Γιά την πληρέστερη ενημέρωσή του είναι δεκτή κάθε παρατήρηση συγχωριανού μας που θα το διαβάσει.
Με εκτίμηση
Γιάννης Αθ. Λαγός.....
Α
|
|
αβανιά
|
κατηγορία,
συκοφαντία
|
αβάντα
|
υποστήριξη, πλεονέκτημα (από το
ιταλ αvantare)
|
αβαρία
|
ζημιά, τζερεμές
|
αβασκαίνω
|
ματιάζω, βασκάνω
|
αβάσκαμα
|
μάτιασμα (και
αβασκαμός)
|
αβατσίνωτος
|
αυτός που δεν έκανε εμβόλιο (βατσίνα)
|
αβγαταίνω
|
αυξάνω, συσσωρεύω πλούτο. Αβγάτισμα
=αύξηση, συσσώρευση
|
αβδέλα
|
βδέλλα, υδρόβιο σκουλήκι με το οποίο
κάνουν αφαίμαξη, το βάζουν δε και σε οιδήματα να τα απορροφήσει
|
αβέρτα
|
(επιρ.εκφρ.)
συνεχώς, άπλετα
|
αβέρτο(το)
|
αδιαμόρφωτο μέρος σπιτιού (ιταλ averto=ευρύχωρος)
|
αβέρτος
|
ασύδοτος,
απεριόριστος, άπλετος
|
αγάνα
|
βελόνα σταχυού,
κόκκαλο ψαριού
|
αγγειά
|
δοχεία. Μτφ: όρχεις (έκφρ αδιαφορίας και
απαξίωσης: στ’ αγγειά μ’ κι από πέρα)
|
αγγλιἀ
|
σκελίδα σκόρδου, κολοκυθόσπορος, σπόρος
καρπουζιού, πεπονιού κλπ
|
αγκομαχάω
|
λαχανιάζω,
παλεύω με δυσκολία
|
αγγούτσα
|
μακρύ ραβδί με πιαστήρι που το
χρησιμοποιούν κυρίως οι τσοπάνηδες
|
αγγώνιασμα
|
γώνιασμα
κτίσματος
|
αγένωτος
|
άγουρος, άβραστος, άψητος (στερ
α+γίγνομαι)
|
αγερικό
|
κακό πνεύμα
|
αγιόσμος
|
δυόσμος, ποώδες αρωματικό φυτό
|
αγκίδα
|
λεπτή μυτερή
σχίζα ξύλου
|
αγκλίτσα
|
γκλίτσα, ποιμενικό ραβδί ( από το
αγκυλίτσα = μικρή αγκύλη)
|
αγκόρτσες
|
καρποί αγκορτσιάς ( σαν μικρά αχλάδια)
|
(α)γκορτσιά
|
άγρια αχλαδιά
(αλβαν gorice)
|
αγκούτσα
|
γκλίτσα, ποιμενικό ραβδί με κεφάλι ξεχωριστό
|
αγκράφα
|
πόρπη, συνδετικό ζώνης ή δύο μερών
υφάσματος
|
αγκωνάρι
|
μεγάλη πελεκημένη πέτρα ειδικά φτιαγμένη
για γωνία κτίσματος
|
αγκωνή
|
γωνιά δίπλα στο τζάκι, γωνία καρβελιού
ψωμιού
|
αγλέουρας
|
πολυφαγία
βαρυστομαχιά
|
αγνάντεμα
|
κοίταγμα από
ψηλά, περίβλεψη
|
αγναντεύω
|
βιγλίζω, κοιτάω και παρατηρώ από ψηλά
|
αγνάντια
|
(επιρ) απέναντι, σε περίοπτο μέρος
|
αγνάντιο
|
περίοπτο,
ξάγναντο μέρος
|
αγούρμαστος
|
αγίνωτος,
ανώριμος
|
αγριομερνό
|
κρέας κυνηγιού
|
αγροικώ
|
βλέπω ,
καταλαβαίνω
|
αγύριγος
|
αγύριστος, αυτός που δεν αλλάζει εύκολα
άποψη
|
αδειάζω
|
ευκαιρώ
|
άδειασμα
|
ευκαιρία, σχόλη
|
αδεμή
|
ειδεμή, αλλιώς
|
αδερφομοίρι
|
μερίδα
κληρονομιάς αδελφών
|
αδραχτάς
|
ειδικός ξυλουργός τεχνίτης κατασκευαστής
αδραχτιών
|
αδράχτι
|
επεξεργασμένο λεπτό ξύλο, συνοδευτικό
της ρόκας για το γνέσιμο
|
αδρίμωμα
|
ερεθισμός δέρματος , σπυριού, οιδήματος
κ,λ,π, (ίσως εκ του δριμύς)
|
αδριμώνω
|
ερεθίζομαι (επί σπυριών, εκζεμάτων,
οιδημάτων κ.λ.π.). Συνήθως σε γ’ ενικό
|
αερογάμης
|
γερακοειδές πτηνό που κάθεται ακίνητο
στον αέρα με ελαφρύ φτερούγισμα
|
αζάτ(ι)κος
|
αχαλίνωτος, άτακτος ( και αζάπικος) .
Από το τούρκ azap=απεριόριστος, ατίθασος
|
αζούρι
|
μπλέ χρώμα για υφαντά (από το πέτρωμα αζουρίτης
σε μπλε χρώμα από το Αφγανιστάν)
|
αθέρας
|
πολύ κοφτερή κόψη μαχαιριού, σουγιά
κ.λ.π.,απόληξη σταχιού, αγάνα (από το αρχ αθήρ)
|
άϊστι
|
(προστακτ.)
πηγαίνετε
|
αϊταίριασμα
|
συνταίριασμα,
ένωση
|
ακαθέριγος
|
ακλάδευτος,
ακαθάριστος
|
ακαπίστρωτος
|
ανεξέλεγκτος,
χωρίς χαλινάρι
|
ακέρδευτος
|
ασυναγώνιστος,
ανίκητος
|
άκιωτος
|
ασυμπλήρωτος
|
ακκλησιά
|
εκκλησία
|
ακόνι
|
πέτρα για τρόχισμα. Μικρό φιδάκι
(λέγεται και η έκφραση: αν σε τσιμπίσει το ακονάκι, ετοίμασε το σαβανάκι, υπογραμμίζοντας
την επικινδυνότητά του)
|
ακουμπέτι
|
τέλος πάντων, και στη συνέχεια , και
παρακάτω
|
άκριγος
|
αμίλητος,
άνθρωπος στριφνός
|
ακρισάριγος
|
ακοσκίνητος, αυτός που δεν πέρασε
κρισάρα
|
αλακάπα
|
(επιρ) παραμάζωμα, ακίνητος ( από το
ιταλ ala cappa = αιφνιδιαστικά)
|
αλαμπουρνέζικος
|
δυσεξήγητος,
ξενικός, παράξενος
|
αλάνταβος
|
απρόσεχτος,
τραχταμέλης, επιπόλαιος
|
αλαταριά
|
βραχώδες μέρος που το αλατίζουν οι
τσοπάνηδες για να ''αρμυρίζουν'' τα ''πράματα''
|
αλατολόϊ
|
αλατιέρα
|
αλαφρομάρα
|
επιπολαιότητα
|
αλαφρός
|
επιπόλαιος
|
άλειμμα
|
σοβάτισμα,
επάλειψη
|
αλειψό
|
ψωμί χωρίς
προζύμι
|
αλέστα
|
(επιρ) σούζα , απίκο, επί ποδός, εν
εγρηγόρσει
|
αλιά
|
(επιρ)αλλοίμονο. (εκφρ αλιά κι
αλλοίμονο)
|
αλιμπερτά
|
(επιρ εκφρ) ανοιχτά, ελεύθερα, χωρίς
περιορισμό (Γ. Αυγέρης) <a liberta
|
αλλαλιάζω
|
φωνἀζω
δυνατά, διαλύω με φωνές ή ξύλο κάποιον
|
αλλάλιασμα
|
αιφνιδιασμός,
ανελέητο χτύπημα
|
αλλαξιά
|
φορεσιά, σετ
εσωρούχων
|
αλλαξοσπορά
|
αμειψισπορά, συνήθως σπορά μια φορά
στάρι και την άλλη καλαμπόκι, για να μην ‘’αδυνατίζει’’ το χωράφι
|
αλλαξοφάϊ
|
αλλαγή φαγητού
|
αλλαφάνταλος
|
απρόσεχτος,
αλλοπαρμένος, ασταθής
|
αλμπάνης
|
πεταλωτής
|
αλμπάνικο(το)
|
πεταλωτήριο
|
αλμυρίζω
|
παίρνω γεύση από κάτι τρώγοντας μικρή
ποσότητα
|
αλογόμυγα
|
είδος ιδιαίτερα σκληρής και ανθεκτικής
μύγας που προσκολάται στα ιπποειδή
|
αλ’πομάτης
|
αυτός που έχει αλεπουδένια μάτια
|
αλ’ποτίναγμα
|
βροντοκοπάνημα
|
αλ’ποτινάζω
|
βροντοκοπανάω
κάτι ή κάποιον
|
αλ’πότρυπα
|
είσοδος φωλιάς
αλεπούς
|
αλτίμι
|
εξαίσιο στην κορμοστασιά (κυρίως επί
ζώων)
|
αλύσια
|
στολίδια που τα κρέμαγαν στο στήθος
|
αλυσίβα
|
σταχτόνερο για πλύσιμο ρούχων ή για Παρασκευή
μελομακάρονων. Μτφ το πολύ ζεστό πόσιμο νερό
|
αλυχτάω
|
γαβγίζω
|
αλύχτημα
|
γάβγισμα (μτφρ δυνατή ανθρώπινη κραυγή)
|
αλφαδιασμένος
|
ευθυγραμμισμένος (μτφρ ο μεθυσμένος αλλά και ο είρων)
|
αμάδα
|
πλακουτσωτή πέτρα (χρησιμοποιούταν
κυρίως για παιδικό παιγνίδι, οι περίφημες ''αμάδες'')
|
αμάκα
|
δωρεάν, τζαμπαρία (και ο διαπρέπων στην
αμάκα: αμακαδόρος)
|
αμάλαγος
|
απείραχτος
|
αμάλιαγος
|
χωρίς μαλιά (επί πτηνών χωρίς πούπουλα),
σπανός άδενδρος τόπος (και αμάλη)
|
αμανάτι
|
ενέχυρο
|
αμάντρωτος
|
απερίφραχτος
|
αμαρκάλιστη
|
αγονιμοποίητη, παρθένα, (κυρίως επι
ζώων)
|
αμάτιαγος
|
αυτός που δεν
βασκαίνεται
|
αμάχη
|
κόντρα,
εναντίωση
|
αμέτι-μουχαμέτι
|
με κάθε μέσον, έτσι κι αλλοιώς
|
αμμούδα
|
χωράφι με αμμώδες έδαφος κατάληλο για
αμπελοκαλλιέργεια
|
αμούντος
|
αυτός που πήγε χαράμι, άδικα
|
αμούριος
|
δύστροπος (κυρίως επι δύστροπων ζώων).
Τη λέξη την άκουσα για πρώτη φορά από τον γέρο-Λουκά τον Κοντογιαννιό, στις
αρχές της δεκαετίας του ‘60
|
άμπακας
|
πολυφαγία,
κατήφορος
|
αμπάρι
|
ξύλινο μεγάλο κιβώτιο για αποθήκευση
δημητριακών, αλευριού κ.λ.π
|
άμπλας
|
μικρή πηγή στο
χώμα
|
αμπολή
|
φράγμα σε διασταύρωση νεραύλακων (από το
εμβολή)
|
αμπουριά
|
στενό πέρασμα σε οικόπεδο,πορτούλα (από
το πόρος)
|
αναβατσιάλιασμα
|
ανακατωσούρα, ομαδικό αλύχτημα σκυλιών
(και αναβατσιαλιασμάρα)
|
αναβλητσιάζω
|
ανακατεύω λάσπες, βρωμιές κ.λ.π
|
αναβόλα(η)
|
μικρός τοίχος (ξερολιθιά) που κρατάει το
χώμα κατηφορικού χωραφιού (κυρίως στα ορεινά χωράφια)
|
αναβολιός
|
τυφλοπόντικας,
ασπάλακας (και ανεβολιός)
|
αναγκαβέλος
|
απότομο χτύπημα, ξάφνιασμα (έκφρ: του
ήρθε αναγκαβέλος)
|
αναγκάζω
|
βιάζομαι (έκφρ: ανάγκασε, θα μας πιάσει
ο καιρός)
|
αναγλύνιασμα
|
λάσπωμα
|
αναδεξιμιός
|
βαφτισιμιός
|
ανακάτωμα
|
τάση για εμετό
|
ανακαψίλα
|
καούρα στο στομάχι κυρίως από βαρύ
φαγητό
|
αναλαμπή
|
μικρό διάλειμμα σε χιονόπτωση ή
βροχόπτωση που συνήθως προμηνύει
μεγαλύτερη σφοδρότητα (έκφρ: ο βλάχος την αναλαμπή σκιάχτηκε)
|
αναλιγώνω
|
λειώνω, δυαλύω μέταλα κυρίως με φωτιά. Υποφέρω από
μεγάλη ζέστη
|
ανάλλαγος
|
ο πρόχειρα
ντυμένος
|
ανάμα
|
το κρασί της
μετάληψης
|
αναμέλα
|
το τύμπανο του αυτιού (έκφρ: μου πήρε τις
αναμέλες)
|
ανάντιος
|
εχθρός, βλαβερός
|
αναπιάνω
|
φτιάχνω το προζύμι με νερό κι αλεύρι για
ψωμί
|
αναποδιά
|
κακοτυχία
|
αναποδιασμένος
|
κακότροπος
|
ανάρια
|
(επιρ) αραιά,
σιγά
|
αναριεύω
|
αραιώνω(κυρίως επι σπαρμένων, φυτεμένων)
|
ανάρμεγο
|
ζώο που δεν έχει αρμεχτεί
|
αναφακάς
|
όρεξη, ψωμί της χρονιάς (έκφρ: του έκοψε
τον αναφακά)
|
αναφταρωμέμος
|
θορυβημένος,
ξεσηκωμένος
|
αναχαράζω
|
αναμασάω την τροφή, μυρηκάζω (κυρίως επι
ζώων και το ρήμα πάντα σε τρίτο πρόσωπο)
|
αναψασμένος
|
διψασμένος
|
ανεβατίζω
|
φουσκώνω,
παπαρώνω
|
ανεβατιστός
|
ζυμωτός,
φουσκωτός
|
ανεβατό
|
ψωμί που πιάστηκε με προζύμι
|
ανέβγαλτος
|
άβγαλτος,
ντελικανής, ακοινώνητος
|
ανέμη
|
εργαλείο της
υφάντρας
|
ανέμ'κα
|
έμεινα
|
ανεμοσούρι
|
σώριασμα χιονιού, μέρος που μαζεύει πολύ
χιόνι
|
ανεμοτούρλιασμα
|
φασαρία,
σκόρπισμα αντικειμένων
|
ανεμούρα
|
πολύ δυνατός
άνεμος
|
ανεμοχαλίζει
|
φυσάει και ρίχνει ψιλό χιόνι
|
ανεμοχάλισμα
|
ψιλό χιόνι με
ξεροβόρι
|
ανεχόρταγος
|
αχόρταγος
|
αντάμα
|
μαζί
|
ανταμ(ι)κός
|
συνεταιρικός
|
ανταμώνω
|
συναντώμαι, ενώνω, σμίγω (κυρίως επι
κοπαδιών γιδοπροβάτων)
|
αντάρα
|
ομίχλη , πούσι
|
αντάριασμα
|
πύκνωμα ομίχλης,
συννέφιασμα
|
ανταρούλα
|
καταχνιά
|
αντεικιάζω
|
σημαδεύω, διακρίνω, συγκεντρώνω κάπου το
βλέμμα μου
|
αντένω
|
υποχωρώ
|
αντέρωμα
|
τέντωμα του
σώματος
|
αντερώνομαι
|
ανακλαδίζομαι,
τεντώνομαι
|
αντέστε
|
(προστακ)
κοπιάστε, ελάτε
|
άντζα
|
το πίσω κόκκαλο της κνήμης
|
αντζοκόβω
|
κόβω τις άντζες,
ακινητοποιώ
|
αντί
|
εξάρτημα του αργαλειού όπου τοποθετείται
το στημόνι
|
αντίκφα
|
(επιρ) κόντρα,
απέναντι
|
αντικ'φάει
|
κάνει αντίλαλο
|
αντιλογιώμαι
|
απαντάω
|
αντιπροψές
|
παραπροχθές
|
αντίσκαστος
|
εντελώς ίδιος,
όμοιος
|
αντιστυλιώνομαι
|
βάζω κόντρα,
αντιστέκομαι, εναντιώνομαι
|
αντιφκιασμένος
|
ακριβώς ίδιος
|
αντράλα
|
ζάλη, ντράλα
|
αξαίνω
|
αυξάνω,
μεγαλώνω, συσσωρεύω
|
αξέβγαλτος
|
ακοινώνητος,
άβγαλτος
|
απαγαδιάζει
|
μαλακώνει,
σταματάει ο πόνος
|
απαγάλια
|
(επιρ) σιγά-σιγά
|
απαγγειάζω
|
βρίσκω μέρος για να προφυλαχτώ από κρύο, βροχή κ.λ.π
|
απαγγερό
|
μέρος όπου δεν
φυσάει
|
απαές
|
άσχετος,
άχρηστος, ανειδίκευτος
|
απάκια
|
πλαϊνά της
μέσης, νεφραμιά
|
απαλαγό
|
μαλακό φρέσκο
ψωμί
|
απαντέχω
|
προσδοκώ
|
απάντημα
|
συνάντηση
|
απαντοχή
|
προσδοκία
|
απαρατημένος
|
διαζευγμένος
|
απαρατιώμαι
|
παίρνω διαζύγιο
|
απάχνιστος
|
χωρίς φαΐ στο
παχνί
|
απέθαντο
|
πολύ γερό πράγμα (ύφασμα κ.λ.π)
|
απείκασμα
|
αντίληψη
|
απερολόγητος
|
άχρηστος
απερίγραπτος
|
απίδι
|
είδος αχλαδιού
|
απιδιά
|
αχλαδιά
|
απιθαμή
|
πιθαμή (το άνοιγμα μεταξύ αντίχειρα και
μεσαίου δακτύλου)
|
απίκ'πα
|
(επιρ) μπρούμυτα
|
απίστομα
|
(επιρ) με το πρόσωπο κάτω
|
απιστομάω
|
πέφτω κάτω, λιποθυμώ (και απ'στομάω)
|
απιστομισμένος
|
αναποδογυρισμένος,
ριγμένος κάτω
|
άπλα
|
ευρυχωρία
|
απόδετος
|
ξυπόλητος
|
αποδιαλέουρο
|
ξεδιαλεγμένο,
υπόλοιπο
|
αποήλα
|
ενοχλητικό και
επικίνδυνο αεράκι
|
αποηλός
|
βλάκας, κουτός
|
απόθαμπα
|
(επιρ)
χαράζοντας
|
αποειάζει
|
φυσάει ελαφρύ αεράκι συνήθως ψυχρό.
Αχολογάει ο τόπος από κρότους φωνές κ.λ.π
|
απόειο
|
απόγειο, ελαφρύ αεράκι ενοχλητικό (και
απόϊ)
|
αποκαημένος
|
ντροπιασμένος
|
αποκάνω
|
κουράζομαι πολύ,
εξαντλούμαι
|
αποκόβω
|
σταματάω το μητρικό γάλα (κυρίως επι
ζώων)
|
αποκομμένος
|
ξεκομμένος, στερημένος το μητρικό γάλα
|
αποκοντριασμένος
|
ιδιότροπος, απλησίαστος (από το
υπο+χόνδριος)
|
αποκορά
|
υπόλοιπο κομμένου δένδρου (από+κουρά)
|
αποκουτουράδα
|
τόλμημα
|
απόλαμπρα
|
(επιρ) μετά το
Πάσχα
|
απολάω
|
αφήνω, σχολάζω, (επί ψωμιού: ωριμάζω)
|
απόλυση
|
σχόλασμα
εκκλησίας
|
απολυσιά
|
αχαλίνωτη
συμπεριφορά
|
απομαζώνω
|
μαζεύω και τα τελευταία. Απομάζωμα =
κατακάθι (και μτφρ ελεεινός)
|
αποπαίρνω
|
μαλώνω κάποιον
έντονα
|
απόπατος
|
αποχωρητήριο
|
αποπατώ
|
αφοδεύω
|
απόρριμα
|
νεκρό έμβρυο
|
απορρίχνω
|
αποβάλω το
έμβρυο
|
απόσκιο
|
μέρος που δεν το βλέπει ο ήλιος
|
αποσταίνω
|
κουράζομαι
|
αποσταμάρα
|
κούραση
|
απόσωμα
|
υπόλοιπο φαγήτου και κυρίως ποτού
|
αποσώνω
|
λιγοστεύω, τελειώνω την ομιλία μου
|
αποτάζω
|
αποχτάω,
εκπληρώνω, καταφέρνω
|
αποταχιά
|
(επιρ) χθες το
βράδυ
|
αποτώρα
|
(επιρ) προ ολίγου (λέγεται και: απ'τα
από τώρα)
|
αποφορά
|
άσχημη μυρωδιά σώματος ή ρούχων από
απλυσιά
|
απἰστομος
|
σκεπτικός,
μελαγχολικός, δύσθυμος
|
αράδα
|
σειρά, γραμμή
|
αράθυμος
|
ευέξαπτος
|
αραλίκι
|
ηρεμία, χρονική
επάρκεια
|
αραποσίτι
|
καλαμπόκι
|
άρατα-πύρατα
|
(επιρ εκφρ) πολύ μακριά, εξαφανισμένα
|
άραχλος
|
μαύρος, άσχημος,
αραχνιασμένος
|
αρβάλι
|
συνέχεια, χωρίς σταματημό (εκφρ: αυτός
το πάει το τσιγάρο αρβάλι)
|
αρβάλια
|
λαβές χάλκινου
σκεύους
|
αργάζω
|
κατεργάζομαι
δέρμα, χτυπάω, ταλαιπωρώ
|
άργασμα
|
κατεργασία δέρματος, χτύπημα σώματος
(έκφρ: του το άργασε το τομάρι απ'το ξύλο)
|
αργασμένος
|
επεξεργασμένος
|
άργεμα
|
αραίωμα κυρίως
σπαρμένου καλαμποκιού
|
αργεύω
|
αραιώνω
|
άργητα(η)
|
καθυστέρηση
|
αργοστόλιστος
|
καθυστερημένος
|
αρεσιά
|
προτίμηση
|
αριάνι
|
αραιή
τσιμεντοκονία (και γιαγλί)
|
αρίλογος
|
αραιοσπαρμένος
|
αρκανιάζομαι
|
πιάνομαι σφιχτά από κάπου, παλεύω,
τσακώνομαι με κάποιον
|
αρμακάς
|
σωρός πετρών στην άκρη του χωραφιού
|
αρματωσιά
|
εξοπλισμός κουδουνιών γιδοπροβάτων. Σύνολο κοσμημάτων. Σύνολο ατομικού
οπλισμού
|
άρμη
|
γάλα με αλάτι και νερό που μπαίνει στο
βαρέλι τυριού
|
αρμολάϊ
|
μικρό λαγουδάκι
|
αρμυρίζω
|
αλατίζω,
δοκιμάζω κάτι
|
αρνάδα
|
θηλυκό αρνί απογαλακτισμένο μέχρι ενός
έτους
|
αρνάρι
|
λίμα για τρόχισμα μαχαιριών, εργαλείων
κ.λ.π
|
αρναρίζω
|
λιμάρω, τροχάω
|
αρνάρισμα
|
λιμάρισμα,,
τρόχισμα
|
αρούπωτος
|
αχόρταγος,
αγέμιστος
|
αρποκολάω
|
πιάνω σφιχτά
|
αρποκολιέμαι
|
σφιχτοκρατιέμαι
|
αρταίνομαι
|
τρώω αρτύσιμο,
δεν νηστεύω
|
άρτυμα
|
όχι νηστίσιμο
φαγητό
|
αρύς
|
αραιός,
αραιοσπαρμένος
|
ασαρωσιά
|
ακαταστασία,
ασκουπισιά
|
ασβεστόγουρνα
|
μεγάλος λάκκος για κατάσβεση ασβέστη
|
ασημοχόρτι
|
μικρός θάμνος
|
ασκέρι
|
οικογένεια,
σύνολο ανθρώπων
|
ασκί
|
σκεύος μεταφοράς υγρών από τομάρι ζώου
|
ασκοτούριαστος
|
ο χωρίς έγνοιες
|
άσογος
|
ακοινώνητος, αυτός που δεν είναι από
καλή γενιά
|
ασπροβόλημα
|
λαμπικάρισμα
|
ασπρόεια
|
χωράφια με άσπρο
χώμα
|
ασπροκώλα
|
σουσουράδα,
σεισοπυγίς
|
ασπρομάτιασμα
|
ασθένεια των
γιδιών
|
ασπρούδες
|
μεγάλα ασπροκίτρινα κρασοστάφυλα
|
αστεριά
|
φυτό της οικογενείας του μέλεγου
|
αστομώνω
|
χάνω την κόψη μου, στομώνω
|
αστόμωτος
|
ελεύθερος,
απεριόριστος
|
αστοχάω
|
ξεχνώ
|
αστοχισμένος
|
ξεχασμένος (και
αστοχημένος)
|
αστραπόβολο
|
κεραυνοβόλημα
|
αστρέχα
|
γείσωμα σκεπής
(σλαβ streha)
|
αστρίτης
|
είδος φιδιού
|
ασφακιά
|
θάμνος με έντονη
μυρωδιά
|
ασφάλαγγας
|
μεγάλη αράχνη
|
ασωπάνιστος
|
αφοδράριστος,
άντυτος, ( και ασωπάνωτος)
|
ατάγιστος
|
αυτός που δεν
έφαγε
|
α(ν)τζούδι
|
είδος αγγουριού
|
ατσάκιστος
|
καλοσιδερωμένος,
άνθρωπος καλοντυμένος
|
ατσίγγανος
|
λιγόφαγος, επιλεκτικός, ''μη μου άπτου''
|
ατσοκάνιστος
|
αυτός που δεν
ευνουχίστηκε
|
αυτούϊα
|
αυτού δα
|
αϋφαντής
|
αράχνη
|
αφαλοκόβω
|
χτυπάω κάποιον καίρια. Αποχωρίζομαι
(έκφρ: το ‘χει στ’ αφαλόκομμα)<ομφαλός+κόπτω
|
αφάντιασμα
|
εγωϊσμός,
ψωροϋπερηφάνεια. Ξωτικό
|
αφορμίζω
|
μολύνομαι σε πληγή (και κακοφορμίζω)
|
αφσιά
|
το χώμα κάτω από τα έλατα. Κατάληλο για
γλάστρες αλλά και περιβόλια
|
αχαμναίνω
|
ασχημίζω
|
αχαμνός
|
κακοσουλούπωτος,
αδύνατος
|
αχάραγα
|
(επιρ) πριν την
αυγή
|
άχνα
|
αναπνοή
|
αχταρμάς
|
συλλογή
διαφορετικών αντικειμένων
|
αχυρώνα
|
αποθήκη για άχυρο, σανό, τριφύλλι κ.λ.π
|
αψώμωτος
|
άγουρος,
αγίνωτος
|
Β
|
|
βαεναριά(η)
|
σειρά από
κρασοβάρελα
|
βαένι
|
βαρέλι για κρασί (ή από το σλαβ vagan που σημαίνει ξύλινη γαβάθα ή από το
λατιν vagna)
|
βαζούρα
|
δυνατή κι
ενοχλητική φασαρία
|
βαθρακομάτης
|
αυτός που πετάνε τα μάτια του σαν του
βατράχου, γουρλωμάτης
|
βάϊα
|
δάφνη
|
βαΐζω
|
γέρνω
|
βάϊσμα
|
κλίση, σκύψιμο
|
βαλακρίδα
|
μεγάλη πράσινη
ακρίδα
|
βαλμάς
|
ιδιοκτήτης αλόγων για εργασίες
(αλωνισμός κ.λ.π) (ρουμάν valma : βοσκός αλόγων) και βαλμαδιό =σταύλος ίππων
|
βαμμένο
|
σίδερο που πυρακτώνεται και ψύχεται
διαδοχικά, προκειμένου να αποκτήσει σκληρότητα
|
βαμπακέλα
|
γυναικείο άσπρο
μαντήλι κεφαλής
|
βαμπακόπιττα
|
πολτός από βαμβακόσπορο για τάϊσμα ζώων
|
βαμπακώνω
|
ασπρίζουν τα χείλη ή το πρόσωπο
|
βαντάκι
|
συσσωρευμένο
χιόνι
|
βαρβατίλα
|
έντονη μυρωδιά
αρσενικών γιδοπροβάτων
|
βαρέλα
|
μικρό ξύλινο βαρέλι για νερό
|
βαριά
|
βαρύ σφυρί με μακρύ στειλιάρι για
σπάσιμο πέτρας ( και βαριό)
|
βαριοπούλα
|
μικρή βαριά
|
βαρκό
|
ελώδης τόπος, άδενδρο μέρος που κρατάει
νερό (σχετικά ακατάληλο για καλλιέργεια)
|
βασιλεύοντας
|
(επιρ) με τη δύση του ήλιου
|
βασιλεύω
|
δύω ( επί ηλίου ), κλείνω, (επί οφθαλμών
) (έκφρ : βασιλέψανε τα μάτια μου απ' τη νύστα )
|
βασκαίνω
|
ματιάζω
|
βασμίδι
|
κάτι ιδιαίτερα
βαρύ
|
βάτεμα
|
γονιμοποίηση
ζώου
|
βατεύω
|
γονιμοποιώ, επιβαίνω του θηλυκού προς γονιμοποίηση
( πάντοτε επι ζώων )
|
βατσέλα
|
αρμαθιά ξερών
σύκων
|
βατσίνα
|
εμβόλιο
|
βάφω
|
επεξεργάζομαι σε φωτιά-νερό το σίδερο
για να γίνει σκληρό
|
βεδούρι
|
(και βεδούρα) ξύλινο σκεύος για γιαούρτι κ.λ.π ( οι μικρές δόγες του,
κυρίως από κέδρο )
|
βεζύρης
|
κότσι του ποδιού. Παιδικό παιγνίδι με το
κότσι ζώου
|
βελάνι
|
βελανίδι, καρπός βελανιδιάς ή πουρναριού
|
βελέντζα
|
μάλλινο υφαντό για στρωσίδι ή για
σκέπασμα ( από το σλαβ velenza )
|
βελούρια
|
ψηλά παρασιτικά
αγριόχορτα
|
βένω
|
βάζω
|
βερβελιά
|
κόπρανο μικρών
ζώων
|
βερβέρα
|
σκίουρος
|
βερβερίτσα
|
σκιουράκι
|
βεργάδι
|
άρτιο σώμα,
ευθυτενές
|
βερέμης
|
άνθρωπος καχεκτικός (μτφρ ανεπρόκοπος)
<τουρκ verem = φθίση, χτικιό
|
βέρτζινος
|
ρέστος
|
βετούλι
|
κατσίκι ενός και μέχρι δύο χρονών
|
βίγλα
|
μέρος για
κατόπτευση
|
βιγλίζω
|
αγναντεύω,
εποπτεύω
|
βιγλίτσα
|
μικρή τρύπα στο πάνω μέρος της τσίτσας
για τρέχει καλύτερα το νερό ή το κρασί
|
βιδάνιο
|
ποσοστό κέρδους σε χαρτοπαιξία, για τον
μαγαζάτορα ή τον λεσχειάρχη
|
βιζινές
|
είδος ζυγαριάς
με άγκιστρο
|
βίκα
|
στάμνα πήλινη με στενό λαιμό και
χερούλια
|
βίκος
|
είδος ψυχανθούς σαν τις φακές που χρησιμεύει
ως ζωοτροφή
|
βιλαέτι
|
επαρχία, μέρος επικράτειας <τούρκ
vilaet
|
βίμπα
|
(επιρ) γεμάτο ως
απάνω
|
βισγάντι
|
είδος καταπλάσματος, επίθεμα για
απορρόφηση υγρών οιδήματος
|
βιταλιά
|
μικρό καρβέλι ψωμί που βγαίνει νωρίτερα
απ' το φούρνο
|
βίτσα
|
λεπτή βέργα (
σλαβ vitsa )
|
βιτσέλα
|
μικρή βαρέλα νερού ή κρασιού, κυρίως
ξύλινη
|
βλάμης
|
αδερφοποιητός,
μπράτιμος
|
βλαστολογάω
|
κόβω περιττά βλαστάρια του κλήματος
|
βλογιά
|
ευλογιά
|
βλοϊά
|
ευλογεία
|
βόδωμα
|
πρόφτασμα,
ικανοποιητικό τελείωμα
|
βοδώνω
|
προφταίνω, προλαβαίνω, καταφέρνω ( απ'
το ευοδώνω )
|
βοϊδόπουτσα
|
δέρμα με ''φούντα'' στην άκρη, από το
πέος ταύρου, κατάληλο κυρίως για διώξιμο ενοχλητικών εντόμων
|
βολά
|
φορά, στιγμή.
Δόση κρασιού
|
βολιούμαι
|
σκέπτομαι, θέλω
|
βόμπιρας
|
μικρόσωμος
άνθρωπος
<vampire
|
βομπιριασμένος
|
ιδιότροπος,
αναποδιασμένος
|
βορός
|
μέρος συγκέντρωσης ζώων ( αιγοπροβάτων ή
ιπποειδών ). Υπάρχει μετά τα ''ισιώματα'', τοποθεσία Αλογοβορός, καθώς και
μετά το Κεφαλόβρυσο, δεξιά, με την ονομασία : στου Στύλια το βορό
|
βούζω
|
χτυπάω με λόγια ( του τά 'βουξα ), ή έργα ( του έβουξα μια
σφαλιάρα)
|
βούθ’λας
|
βαθύ μέρος σε ποτάμι ( χρησίμευε
παλιότερα ως …..πισίνα )
|
βουκέντρα
|
εξάρτημα γεωργικό, συνήθως ξύλο με
άγκιστρο στην άκρη για το κέντρισμα των αροτήρων
|
βούλιο
|
πώμα, βούλωμα σε
μπουκάλι
|
βουργάρες
|
μεταναστευτικό πτηνό ( περαστικό απ' το
χωριό ), προάγγελος του χειμώνα που έρχεται ( το όνομα προέρχεται από το
Βουλγάρες)
|
βουρδόλακας
|
παμπόνηρος,
επιδέξιος
|
βουρδουλιάζω
|
χτυπάω κάποιον και του ερεθίζω το δέρμα
|
βουρδούλιασμα
|
ερεθισμός δέρματος από χτύπημα ή και
τσίμπημα εντόμου
|
βούρλισμα
|
οργή, έξαψη,
θυμός, ανησυχία
|
βουσμός
|
φασαρία, βαζούρα
( και βούξιμο )
|
βραγιά
|
κηπάκι λαχανικών συνήθως σε κατωφέρεια (
λατιν bragida)
|
βρακοζώνα
|
λάστιχο παλαιού
γυναικείου εσωρούχου
|
βρασιά
|
ορισμένη ποσότητα δημητριακών, λαχανικών
κ.λ.π για μαγείρεμα
|
βραστερό
|
αυτό που βράζει
εύκολα
|
βρε(ν)τήκια
|
εύρετρα, η αμοιβή για την εύρεση
|
βρίζα
|
είδος σίκαλης με λεπτό μίσχο
|
βροντίδι
|
δυνατό χτύπημα,
ταρακούνημα
|
βροντιέμαι
|
ταρακουνιέμαι,
χτυπιέμαι δυνατά
|
βροχιάζω
|
πιάνω κάτι με θηλιά ( βρόχο )
|
βρωμούσα
|
έντομο με ιδιαίτερα άσχημη μυρωδιά
|
βυζαχτάρι
|
το αμνοερίφιο
που θηλάζει
|
βυζοκόβω
|
αποκόβω το νήπιο από το μητρικό γάλα
|
βυζολόγος
|
μπιμπερό
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.