Γράφει ο Ηλίας Χρ.
Θάνος,
Ερευνητής,
Συγγραφέας, Αρθρογράφος
Η Ελληνική Επανάσταση το Καλοκαίρι του 1824 είναι αποδεκτό πως βρισκόταν σε ένα τέλμα. Ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος από τον οποίο μόλις είχε βγει το Ελληνικό Έθνος με άμεσες συνέπειες στις ελλείψεις τροφών και πολεμοφοδίων, είχαν εξουθενώσει τους Έλληνες στρατιώτες. ....
Η περίφημη ιστορία του πρώτου Αγγλικού δανείου έδινε κάποιες ελπίδες αλλά, φούντωσε ξανά τα πράγματα όταν στα ταμεία του Ελληνικού δημοσίου δεν έφτασε παρά το μισό του μισού. Σε όλη αυτή την κατάσταση ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β’ αποφάσισε να ζητήσει τη βοήθεια του σατράπη της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή. Το σχέδιο προέβλεπε ότι οι Αιγύπτιοι θα επιτίθονταν σε Κρήτη, Κάσο, Ψαρά και Σάμο, διαλύοντας έτσι τις ναυτικές βάσεις των Ελλήνων και ύστερα θα κινούνταν εναντίον της Πελοποννήσου. Ταυτόχρονα, οι Τούρκοι από τη στεριά θα κινούνταν σε ολόκληρη την ελληνική χερσόνησο και αφού διέλυαν κάθε επαναστατική εστία εκεί, θα περνούσαν απέναντι στην Πελοπόννησο για να ενωθούν με τον στρατό των Αιγυπτίων. Αρχιστράτηγος των Αιγυπτίων και ταυτόχρονα βαλής του Μοριά, ορίστηκε ο γιός του Μεχμέτ Αλή, Ιμπραήμ πασάς. «Ρούμελη βαλεσής» είχε διοριστεί ο περιβόητος Δερβίς πασάς του Βιδινίου, ο οποίος είχε προ ετών εξανδραποδίσει την Επανάσταση του Υψηλάντη στις Ηγεμονίες. Αυτός είχε διαταγές να ορίσει τον Ομέρ πασά Βρυώνη υπεύθυνο της επανάστασης Δυτικής Ελλάδος, ο οποίος θα κατέπνιγε την Επανάσταση στην Ακαρνανία και θα κατευθυνόταν στη Ναύπακτο και τον Ομέρ πασά της Καρύστου να καταπνίξει την Επανάσταση στην Αττικοβοιωτία και να κατευθυνθεί και αυτός προς συνάντησή του. Ο ίδιος ο Δερβίς πασάς θα ασχολούνταν με την Επανάσταση σε Φθιωτιδοφωκίδα και θα κατευθυνόταν προς Ναύπακτο, αφού ανακαταλάμβανε τα Σάλωνα. Τέλος, υπό τις οδηγίες του είχε τον Γιουσούφ πασά Μπερκόφτσαλη και τον Αμπάζ πασά, οι οποίοι ήταν γνώριμοι των Ελληνικών στρατευμάτων από προηγούμενες Οθωμανικές εκστρατείες.Όπως γίνεται πασιφανές ο
Σουλτάνος αποφάσισε ότι θέλει να ξεμπερδεύει με την Επανάσταση των Ελλήνων και
γι’ αυτό ανέθεσε τις εκστρατείες προς κατάπνιξη της σε Οθωμανούς στρατηγούς που
είχαν πείρα στην κατάπνιξη εξεγέρσεων. Ο Δερβίς πασάς βέβαια ξεκίνησε κάπως
απαισιόδοξα την εκστρατεία του. Όχι από άποψη ηθικού αλλά, τεχνικών δυσκολιών.
Ενώ είχε εντολές να στρατολογήσει περίπου 30.000 άνδρες, αυτός μόλις που
κατάφερε να μαζέψει 10-15.000 και μάλιστα όπως μαρτυρούν άνθρωποι της εποχής, ο
στρατός του αποτελούσε συρφετό.
Ο Δερβίς πασάς
κατερχόμενος από την Λάρισα πέρασε με άνεση το μισό Φθιωτικό πεδίο και
στρατοπέδευσε στην περιοχή του Λιανοκλαδίου. Πρώτοι αντιλήφθηκαν την έλευση της
νέας Οθωμανικής στρατιάς οι οπλαρχηγοί Μ. Κοντογιάννης και Σκαλτσοδήμος οι
οποίοι και ενημέρωσαν τους υπόλοιπους αλλά και την Ελληνική Κυβέρνηση. Ο Δερβίς
πασάς αποφάσισε να χωρίσει το σώμα του στα τρία. Ένα μέρος θα πήγαινε στα
Βλαχοχώρια όπου εκεί αιχμαλωτίστηκαν 300 Ελληνικές οικογένειες, οι οποίες
αργότερα θα απελευθερωθούν από τους Κοντογιάννη, Σιαφάκα και Σκαλτσοδήμο, ένα
άλλο μέρος με τον μεγαλύτερο αριθμό στρατιωτών υπό τις διαταγές των Γιουσούφ
πασά Μπερκόφτσαλη και Αμπάζ πασά, θα έπαιρνε την οδό Χαλκωμάτα-Μπράλος-Γραβιά
και θα κατευθυνόταν προς Σάλωνα ενώ το τελευταίο σώμα με επικεφαλής τον ίδιο θα
περίμενε στο στενό των Θερμοπυλών και θα λειτουργούσε σαν επικουρία του κυρίως
σώματος επίθεσης.
Στο Ελληνικό στρατόπεδο
τα πράγματα ήταν αρκετά οργανωμένα δεδομένων των συνθηκών. Ο Στορνάρης, ο
Λιακατάς, ο Ράγκος, ο Φραγκίστας και άλλοι οπλαρχηγοί μαζί με ένα σώμα 3.000
παρέλαβαν νέες εντολές έτσι ώστε να βαδίσουνε προς τα Άγραφα. Ο Σκαλτσάς, ο Μήτσος
Κατσικογιάννης, ο Ίσκος, ο Σιαφάκας, ο Βαλτινός, ο Καραϊσκάκης και άλλοι πήγαν
προς το Μακρυκάμπι Λιδωρικίου. Στην Ανατολική
Στερεά Ελλάδα κινήθηκαν οι Νάκος Πανουργιάς, Γεώργιος Δυοβουνιώτης, Γ. Δράκος
και άλλοι με μια ισχυρή δύναμη και άμεση εντολή να ανακόψουν την προώθηση των
Οθωμανών προς τα Σάλωνα. Τη δύναμη των ανωτέρω οπλαρχηγών ενίσχυσαν κατόπιν
νεότερων εντολών ο Τζαβέλλας με τους Σουλιώτες και ο πελοποννήσιος Π. Νοταράς
με 200 άνδρες. Τέλος, προς το Ζεμενό πήγε ο Ανδρούτσος, προς τη Ναύπακτο ο
Ζαγγανάς, προς τον Ισθμό ο Ευμορφόπουλος, ενώ στην Αττική είχε διορισθεί
αρχηγός ο Γκούρας. Έτσι, παρατηρούμε ότι η Στερεά Ελλάδα ήταν έτοιμη για τη νέα
επίθεση. Αρχηγός των εν Κεντρική Ελλάδι σωμάτων είχε αναλάβει ο Νάκος
Πανουργιάς (γιός του εκπορθητή των Σαλώνων Γέρο-Πανουργιά). Γενικός
αρχιστράτηγος ήταν ο Γκούρας ο οποίος όπως είπαμε είχε κρατήσει την Αττική.
Ο Νάκος Πανουργιάς
αποφάσισε, μάλλον ύστερα από προτροπή του πατέρα του, να ανακόψει την προέλαση
των Τούρκων στην Άμπλιανη της Φωκίδας. Έτσι, και το στρατόπεδο σχηματίστηκε
εκεί και άρχισαν οι προετοιμασίες. Ο Γιουσούφ πασάς βλέποντας ότι δεν μπορεί να
κινηθεί προς τα Σάλωνα, γύρισε στον κάμπο της Γραβιάς και οργάνωσε εκεί το
στρατόπεδό του.
Στις
8 Ιουλίου ένα σώμα υπό τον Αμπάζ πασά κατευθύνθηκε προς το
Λιδωρίκι αλλά αναχαιτίσθηκε στη θέση Μπινίτσα από τον Σκαλτσά και τον Σιαφάκα.
Άλλες πηγές αναφέρουν ότι η ενέργεια ήταν αναγνωριστική και άλλες ότι οι
Οθωμανοί την έκαναν για να κλέψουν τροφές και άλλα εφόδια. Το τελευταίο βέβαια
παρά την ήττα τους, το πέτυχαν.
Οι Έλληνες που βρίσκονταν
στην Ανατολική Ελλάδα ήταν-δεν ήταν 1.000 με 1.500. Ο Νάκος Πανουργιάς αν και
νέος στην ηλικία, ήταν ευφυέστατος και κατέστρωσε το σχέδιο αντιμετώπισης των
Οθωμανών. Μάλλον τον συμβούλευσε και ο πατέρας του Γέρο-Πανουργιάς, όπως λένε
μερικοί. Ο Ν. Πανουργιάς έκοψε κορμούς ελάτων και έφραξε τις διαβάσεις της Άμπλιανης με σκοπό να αχρηστεύσει το
ιππικό των Τούρκων. Παράλληλα, έστησε 10 προμαχώνες στην Άμπλιανη και ήταν έτοιμοι για την επίθεση. Παράλληλα, κρατήθηκε ένα
σώμα υπό τους Κομνά Τράκα και Γεώργιο
Χαλμούκη στα ορεινά του Παρνασσού και της Γκιώνας προς ενίσχυση σε
περίπτωση αδυναμίας.
Οι Οθωμανοί κινήθηκαν το
βράδυ της 13ης Ιουλίου 1824
από τη Γραβιά και όπως γράφουν οι πηγές της εποχής «ξημερώθηκαν στου Σκανδάλη το Μνήμα» την 14η
Ιουλίου 1824. Περίπου στις 8 η ώρα έφτασαν στην Άμπλιανη όπου αντιλήφθηκαν
την ενέδρα των Ελλήνων. Χωρίστηκαν σε τρείς πτέρυγες. Η μάχη ήταν σφοδρή και
κατέληξε σε συντριπτική ήττα των Οθωμανικών δυνάμεων. Οι Οθωμανοί έφυγαν άτακτα
και οι Έλληνες τους κυνήγαγαν στα ρουμάνια της περιοχής σκοτώνοντας όποιον
έβρισκαν. Οι απώλειες για τους Οθωμανούς ανέρχονται, σύμφωνα με τις
περισσότερες πηγές της εποχής, σε περίπου 2.500 με 3.000, εκτός των τραυματιών.
Ενώ, οι Έλληνες είχαν μόνο 9 σκοτωμένους και 12 πληγωμένους. Ο απολογισμός της μάχης της Άμπλιανης ήταν
μεγάλος και καταστρεπτικός για τους Οθωμανούς.
Αμέσως, μετά τα πράγματα
κάπως πάγωσαν από την πλευρά των Οθωμανών καθότι όπως είναι γνωστό και από
άλλες περιπτώσεις της Ιστορίας της Ελληνικής Επαναστάσεως, οι Οθωμανοί
Στρατηγοί έπεφταν σε μελαγχολία όταν νικιούνταν κατά κράτος. Αυτό συνέβη και
στην περίπτωσή μας. Οι Γιουσούφ πασάς Μπερκόφτσαλης και Αμπάζ πασάς δεν
επιχείρησαν άλλη διέλευση προς Σάλωνα. Αν και κάποιοι ξένοι φιλέλληνες
αναφέρουν ότι μπορεί να κινήθηκαν για Σάλωνα περί τα τέλη Ιουλίου μέσω του
Παρνασσού, αποτυγχάνοντας βέβαια. Αυτή η διέλευση μάλλον δεν επιβεβαιώνεται.
Οι Οθωμανοί διέμεναν στην
περιοχή της Γραβιάς αναμένοντας τις ενισχύσεις που θα καταφτάσουν σε αυτούς σε
δύο τμήματα: το ένα 20 με 30 Ιουλίου και το δεύτερο στις αρχές Σεπτεμβρίου υπό
τον Τουρκαλβανό Τσελιοπίτσαρη. Οι Έλληνες όμως ήθελαν να τους διώξουν από την
περιοχή και γι’ αυτό παρακίνησαν τη μάχη της Πανάσσαρης. Κάποιοι από τους
οπλαρχηγούς του Ελληνικού στρατοπέδου έδωσαν μάχη γύρω από το εγκαταλελειμμένο
χωριό Πανάσσαρη και την ομώνυμη μονή της Παναγίας πιθανότατα στις 15
Σεπτεμβρίου 1824. Ήταν μια καθαρά ενοχλητική πράξη με σκοπό να διώξουν τους
Οθωμανούς από την περιοχή τους. Ο νεοφερμένος Τσελιοπίτσαρης αποφάσισε να τους
αντιβγεί μόνος του με τους Τουρκαλβανούς του. Φυσικά ηττήθηκε αυτή τη φορά χάρη
στη γενναιότητα του Σουλιώτη Βασίλειου Δαγκλή, ο οποίος σκότωσε τον επικεφαλής
των εχθρών και έτσι παρασυρόμενοι οι Οθωμανοί, από το σύνολο των Ελλήνων που
αναθάρρεψαν λόγω του ανδραγαθήματος του Δαγκλή, τράπηκαν σε φυγή.
Εικόνα 1: Γεώργιος Δυοβουνιώτης, ο πρωταγωνιστής της μάχης της Σουβάλας
Όπως χαρακτηριστικά
αναφέρει η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους «ενώ αυτά συνέβαιναν στην Πάργιανη» (μάχη
Πανάσσαρης) «ισχυρή εχθρική δύναμη τεσσάρων χιλιάδων ανδρών βάδιζε προς την
Σουβάλα με σκοπό από τις κορυφές του Παρνασσού να φτάση στα Σάλωνα».
Ο Γεώργιος Δυοβουνιώτης είχε στήσει στρατόπεδο στην Σουβάλα του
Παρνασσού, καθώς την επισκέπτονταν συχνά, αποτελούμενο από 308 ακριβώς άτομα. Ο σχετικός κατάλογος υπάρχει στα Αρχεία της
Εθνικής Βιβλιοθήκης. Για να είμαστε ακριβείς οι Οθωμανοί κατά πάσα πιθανότητα
ξεκίνησαν από τη Γραβιά το πρωί της 16ης
Σεπτεμβρίου 1824 κατευθυνόμενοι προς τη Σουβάλα. Οι Σουβαλιώτες, όσοι δεν
έπαιρναν μέρος στις μάχες και τα γυναικόπαιδα, είχαν καταφύγει στις σπηλιές του
βουνού τους, δηλαδή του Παρνασσού. Σύμφωνα με τις απόψεις μεγάλων ιστορικών της
πατρίδος μας (Βακαλόπουλος, Αθηνά Κόλια-Δερμιτζάκη κ.ά.) αλλά και του ντόπιου ιστοριογράφου της Σουβάλας, Γιώργου
Καρούλα, οι Οθωμανοί έφτασαν στην Σουβάλα τη 16η Σεπτεμβρίου και
την βρήκαν έρημη και από εκεί κατευθύνθηκαν στον Παρνασσό με σκοπό να περάσουν
στα Σάλωνα.
Ντόπιες στοματικές
παραδόσεις της Σουβάλας μας αναφέρουν ότι οι Έλληνες βρισκόντουσαν κρυμμένοι
στα ρουμάνια των Καρκαβελίων. Ο Γεώργιος Δυοβουνιώτης στις χειρόγραφες
εκδουλεύσεις του που βρίσκονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη αναφέρει ότι πολέμησε
στο Κεφαλόβρυσο Σουβάλας. Ίσως η αλήθεια να βρίσκεται κάπου στη μέση και οι
Έλληνες να είχαν απλωθεί σε ολόκληρη εκείνη την περιοχή ανάμεσα στα τοπωνύμια
αυτά της Σουβάλας, τα οποία σώζονται μέχρι σήμερα και να λειτούργησαν σαν
κλέφτες «χτύπα και φεύγα». Γνωστή τακτική από τα χρόνια της κλεφτουριάς. Οι εφημερίδες της εποχής του 1824 αναφέρουν
μάχη του Γεώργιου Δυοβουνιώτη στις 16 Σεπτεμβρίου 1824 στην Σουβάλα της
επαρχίας Σαλώνων. Σύμφωνα με τους ιστορικούς της χώρας μας οι Οθωμανοί
είχαν απώλειες 300 νεκρούς και τραυματίες. Τέλος, κάποιοι αναφέρουν ότι ο Δυοβουνιώτης δέχτηκε ενισχύσεις από
άνδρες του Χαλμούκη και του Κομνά Τράκα. Βέβαια στις εκδουλεύσεις του Κομνά
Τράκα αυτό δεν αναφέρεται πουθενά αλλά μιας και το έχει σώσει η προφορική
παράδοση πρέπει να το αναφέρουμε.
Κλείνοντας, να τονιστεί
ότι μέχρι σήμερα o ίδιος έχω εντοπίσει ότι οι Έλληνες είχαν 2 πιστοποιημένους
τραυματισμούς στη μάχη της Σουβάλας. Ένας ήταν ο Σουβαλιώτης Ιωάννης Χαζνατάρας και ο δεύτερος
κάτοικος του Παλαιοχωρίου Παρνασσίδας Τριαντάφυλλος
Ν. Ακρίδας.
Οι Οθωμανοί Στρατηγοί
έφυγαν τη νύχτα της 20ης
Σεπτεμβρίου από την περιοχή της Γραβιάς. Στις εφημερίδες της εποχής
αναφέρεται ότι το στρατόπεδο βρισκόταν υπό διάλυση από μέρες. Στις ίδιες
εφημερίδες αναφέρεται ότι ο Γιουσούφ πασάς διορίστηκε «Ρούμελη βαλεσής» στη
θέση του Δερβίς πασά - ο οποίος καρατομήθηκε - βρισκόμενος στις 5 Οκτωβρίου στη Λάρισα ερχόμενος από τα
Γιάννενα όπου είχε πάει να στρατολογήσει νέους στρατιώτες. Τα υπολείμματα
βέβαια της εκστρατείας του Δερβίς πασά έφυγαν από την περιοχή μας στις 7 Οκτωβρίου. Όταν ένα στρατόπεδο φεύγει
δεν φεύγουν όλοι μαζί, αλλά σε τμήματα. Αυτό γίνεται για διάφορους λόγους. Δεν
θα τους αναλύσουμε εδώ.
Σημείωση:
Όλα αυτά αναφέρονται με πολύ περισσότερες λεπτομέρειες και τις αντίστοιχες
βιβλιογραφικές πηγές στο νέο μου βιβλίο «Η
αποτυχημένη εκστρατεία του Δερβίς πασά στην Ανατολική Ρούμελη / Οι μάχες
Άμπλιανης, Πανάσσαρης και Σουβάλας 200 χρόνια μετά» και που θα παρουσιασθεί
προσεχώς στη γενέτειρά μου Πολύδροσο.
Οι ενδιαφερόμενοι βέβαια
φιλίστορες μπορούν να το προμηθευτούν:
Τηλεφωνικά στο 6989847775, στο hliasthanos2001@gmail.com ή στο Facebook Ηλίας Χρ. Θάνος.
Προσεχώς η παρουσίαση όπου σας περιμένω όλους!
Εικόνα 2: Εξώφυλλο του καινούργιου βιβλίου του Ηλία Χρ. Θάνου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια θα πρέπει να είναι επώνυμα