Μέρες πού είναι, με προοπτικές να διατηρηθούν τα μνημονιακά μέτρα, ή να παραμείνουν, επ αόριστον, χρήσιμο και απαραίτητο είναι, να μήν λησμονούμε, τα χρόνια τής Κατοχής, από τούς Ιταλογερμανούς, αλλά και τα πέτρινα χρόνια, πού ακολούθησαν, μέχρι πού να ξεχαστεί, το δημώδες ...το ψωμί ψωμάκι...
πού επιδεικνύεται, από δύο συνοφρυωμένους, μπακάληδες τής αγοράς, στο μαγαζί τους, με τα άδεια ράφια και τήν περιρρέουσα ατμόσφαιρα πενίας. Συναφώς, να υπενθυμίσουμε στούς νεώτερους, τήν καταγραφή τού καιρού τής Πείνας, από τήν οποία δεν εξαιρέθηκε η χώρα τής Ελάτειας, όπως εγκυρως και λεπτομερώς, παραστατικότατα περιγράφει σε κείμενο του, ο υπεύθυνος τού Γραφείου Κ.Κ.Ε. Ελατείας τής εποχής, σε ανύποπτο χρόνο, το οποίο παρατίθεται ακολούθως.
ΣΥΛΛΑΛΗΤΗΡΙΟ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΠΕΙΝΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΑΤΕΙΑ
πού επιδεικνύεται, από δύο συνοφρυωμένους, μπακάληδες τής αγοράς, στο μαγαζί τους, με τα άδεια ράφια και τήν περιρρέουσα ατμόσφαιρα πενίας. Συναφώς, να υπενθυμίσουμε στούς νεώτερους, τήν καταγραφή τού καιρού τής Πείνας, από τήν οποία δεν εξαιρέθηκε η χώρα τής Ελάτειας, όπως εγκυρως και λεπτομερώς, παραστατικότατα περιγράφει σε κείμενο του, ο υπεύθυνος τού Γραφείου Κ.Κ.Ε. Ελατείας τής εποχής, σε ανύποπτο χρόνο, το οποίο παρατίθεται ακολούθως.
...Οργανώνεται ένα συλλαλητήριο, στήν Πλατεία τού Αγ. Δημητρίου, κατά τής πείνας.
Χτύπησε η καμπάνα. Κατεβαίνουν πολλοί γεμίζει η Πλατεία. Μερικοί βαστούν και μαύρες σημαίες. Πεινάμε φωνάζουν και ο καθένας έλεγε τα δικά του.
Η δυστυχία είναι ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων. Φωνάζουν να τούς δώση ποιός; να τούς ακούσει ποιός;
Όμως διαμαρτύρονται και περιμένουν ότι μπορεί να βγεί κατι απ’αυτό. Το παλεύουν!
Ο Μήτσος Τσαγκόπουλος (ο Μπήτος): * και νηστικός όπως ήταν, φώναζε, να πάμε στους Ιταλούς να μάς δώσουν να φάμε. Οι Ιταλοί έμεναν στήν Αταλάντη και στο Δαδί.
Άλλοι πάλι έλεγαν να μήν αφήνουμε τούς Ιταλούς, να έρχονται στα χωριά μας, γιατί μας παίρνουν τα τρόφιμα, πού θέλουμε να ζήσουμε. Στήν άλλη Πλατεία, άλλοι πού καθόντουσαν στο καφενείο, αυτό το σχολίαζαν σαν κομμουνιστική καθοδήγηση. Όλοι αυτοί πού φώναζαν, διατράνωναν τήν αγανάκτησή των, για τα βάσανα και τις στερήσεις, πού μάς επιβάλλει η ξένη ακρίδα. Δεν θυμάμαι αν υπήρξε κεντρικός ομιλητής. Πάντως ήταν μία. διαμαρτυρία και αντίσταση, εναντίον τών κατακτητών.... Είναι σπουδαία και σημαντική, αυτή η καταγραφή, από τον μακαριστό συμπατριώτη μας, και αποτελεί συγχρόνως τεκμήριο τής τοπικής Ιστορίας, γραμμένη με σαφή και λακωνικό λόγο, η περιγραφή αυτή, τού Συλλαλητηρίου κατά τής πείνας, ακόμη και σε μία αγροτοποιμενική περίκλειστη κοινότητα,δίνει τις διαστάσεις αυτού τού λοιμού, πού έπληξε τήν μικροκοινωνία αυτή και κυρίως τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα. Συναφώς προσδιορίζεται και καταχωρείται, ο εν τη γενέσει, διαχωρισμός τών πολιτών,στήν πάνω Πλατεία για τούς φτωχότερους, για τήν προστασία τού αφέντη Αη Δημήτρη, με κωδωνοκρουσία, προσδιορίζοντας, τήν κάτω Πλατεία, για τούς έχοντες και κατέχοντες, πού αποτελούσαν, το ψειριάρικο άρχοντολόι και θα διαχωρίσουν, για πάντα, το κοινό τών πολιτών τής Ελατείας.
Χτύπησε η καμπάνα. Κατεβαίνουν πολλοί γεμίζει η Πλατεία. Μερικοί βαστούν και μαύρες σημαίες. Πεινάμε φωνάζουν και ο καθένας έλεγε τα δικά του.
Η δυστυχία είναι ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων. Φωνάζουν να τούς δώση ποιός; να τούς ακούσει ποιός;
Όμως διαμαρτύρονται και περιμένουν ότι μπορεί να βγεί κατι απ’αυτό. Το παλεύουν!
Ο Μήτσος Τσαγκόπουλος (ο Μπήτος): * και νηστικός όπως ήταν, φώναζε, να πάμε στους Ιταλούς να μάς δώσουν να φάμε. Οι Ιταλοί έμεναν στήν Αταλάντη και στο Δαδί.
Άλλοι πάλι έλεγαν να μήν αφήνουμε τούς Ιταλούς, να έρχονται στα χωριά μας, γιατί μας παίρνουν τα τρόφιμα, πού θέλουμε να ζήσουμε. Στήν άλλη Πλατεία, άλλοι πού καθόντουσαν στο καφενείο, αυτό το σχολίαζαν σαν κομμουνιστική καθοδήγηση. Όλοι αυτοί πού φώναζαν, διατράνωναν τήν αγανάκτησή των, για τα βάσανα και τις στερήσεις, πού μάς επιβάλλει η ξένη ακρίδα. Δεν θυμάμαι αν υπήρξε κεντρικός ομιλητής. Πάντως ήταν μία. διαμαρτυρία και αντίσταση, εναντίον τών κατακτητών.... Είναι σπουδαία και σημαντική, αυτή η καταγραφή, από τον μακαριστό συμπατριώτη μας, και αποτελεί συγχρόνως τεκμήριο τής τοπικής Ιστορίας, γραμμένη με σαφή και λακωνικό λόγο, η περιγραφή αυτή, τού Συλλαλητηρίου κατά τής πείνας, ακόμη και σε μία αγροτοποιμενική περίκλειστη κοινότητα,δίνει τις διαστάσεις αυτού τού λοιμού, πού έπληξε τήν μικροκοινωνία αυτή και κυρίως τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα. Συναφώς προσδιορίζεται και καταχωρείται, ο εν τη γενέσει, διαχωρισμός τών πολιτών,στήν πάνω Πλατεία για τούς φτωχότερους, για τήν προστασία τού αφέντη Αη Δημήτρη, με κωδωνοκρουσία, προσδιορίζοντας, τήν κάτω Πλατεία, για τούς έχοντες και κατέχοντες, πού αποτελούσαν, το ψειριάρικο άρχοντολόι και θα διαχωρίσουν, για πάντα, το κοινό τών πολιτών τής Ελατείας.
* Χαρακτηριστική η φιγούρα αυτή τού μακαριστού συμπατριώτη μας μικροπωλητή, πού περιηρχετο τα χωριά, σχεδόν μισότυφλος, με το γαϊδουράκι του, προκειμένου να θρέψει τήν πολυμελή του οικογένεια.
Η πηγή της παράθεσης είναι το βιβλίο του Γιώργου Λ. Μίντζα (1983) "Η Ελάτεια στην Εθνική Αντίσταση 1941-1944, Αναμνήσεις", Αθήνα, εκδόσεις του ιδίου.Το βιβλιαράκι αυτό (συνολικά 52 σελίδες) είναι αφιερωμένο "στους δύο πρωτεργάτες αγωνιστές της Ελάτειας", τον Γιάννη Αθανασίου (ή Γιάνναρος, έφεδρο λοχία του Στρατού και ανθυπολοχαγό της Σχολής Αξιωματικών του ΕΛΑΣ) και τον νεολαίο φοιτητή Πέτρο Αυγερίου (ή Τσιρτσόβα). Ο πρώτος σκοτώθηκε 2 μέρες πριν φύγουν οι Γερμανοί στη μάχη του "51", ενώ ο δεύτερος κρεμάστηκε, μετά από βασανιστήρια, από τους Γερμανούς σε δίπατο σπίτι στον Κρεβασαρά (μαζί με 2 ακόμα, τον Γιάννη Λαπατσάνη-Μάνεσι και τον Γιάννη Χλωμίσιο-Ελάτεια), τον Οκτώβριο του 1944. Το απόσπασμα που παρατίθεται βρίσκεται στη σελίδα 11.
ΑπάντησηΔιαγραφή