Ο ΑΓΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΙΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΚΑΜΠΟΥ
........Το αποκριάτικο κωμικό σκετς που θα δείτε σε λίγο είναι πραγματικό.
Θα σας διαβάσω ένα μικρό ιστορικό αφήγημα για να μπείτε στο νόημα και κυρίως οι επισκέπτες του χωριού μας, καθώς οι περισσότεροι Σουβαλιώτες σίγουρα θα το έχετε ακούσει.
Δεν υπάρχουν γραπτές πηγές που να το εξιστορούν.
Ότι γνωρίζουμε, έχει διασωθεί από την Σουβαλιώτικη προφορική παράδοση.
Διηγήσεις από γενιά σε γενιά μας μετέφεραν μέχρι τις μέρες μας τον βασικό κορμό του ανεπανάληπτου αυτού δρώμενου, χωρίς ο χρόνος να φθείρει τους αυθεντικούς διαλόγους, ή να παραφράσει το αυτοσχέδιο δίστιχο τραγουδάκι που μας παραδόθηκε αυτούσιο:
<<Για το φουρό και το χορό μας πήρανε το Πατερό
Για την κρεμαστή καρφίτσα μας πήρανε τη Λιαγκουρίτσα.>>
Οι περισσότερες ιστορικές παράμετροι μας είναι αδιαμφισβήτητα γνωστές.
Ξέρουμε τον τόπο.
Συνέβη στη ΄΄χορευταριά΄΄.
Δηλαδή στο άνδηρο της εκκλησίας του Αη Θανάση στη Σουβάλα Παρνασσού. ( Μετέπειτα Άνω Σουβάλα).
Ήταν ανήμερα της εορτής της Αναλήψεως του Σωτήρος, μετά τη Θεία Λειτουργία και κατά τη διάρκεια του πατροπαράδοτου γλεντιού των τσοπάνηδων.
Τσοπάνηδες ήταν σχεδόν το σύνολο των κατοίκων του χωριού. Γεωργοί δεν υπήρχαν, διότι δεν είχαν καλλιεργήσιμη γή.
Όλος ο κάμπος ανήκε στους ξένους δυνάστες που ενέσκηψαν στην περιοχή, ήδη από την περίοδο της Δ΄ Σταυροφορίας και στη συνέχεια πέρασε στην κατοχή των Τούρκων οι οποίοι ήλθαν εδώ από την Άνοιξη του 1393.
Γνωρίζουμε την στιχομυθία μεταξύ του Κασσαβετόΐαννου και του υποτακτικού του Αγά που στάλθηκε μαντατοφόρος στη Σουβάλα για να προσκαλέσει τους Σουβαλιώτες ώστε να παραυρεθούν στην διανομή του Τσιφλικίου ιδικτησίας του Αγά.
Η ιδιοκτησία του περιελάμβανε όλο το Μεγαλοκύρη καθώς και τα ποτιστικά χωράφια Ανατολικά του Κηφισσού.
Δεν μας είναι γνωστή από αξιόπιστη επίσημη πηγή η χρονολογία του συμβάντος.
Από την μελέτη όλων των ήδη γνωστών ιστορικών παραμέτρων, προκύπτει ότι η πιθανότερη χρονολογία είναι η 23η Μαϊου 1833, ημέρα Πέμπτη.
Επίσης και το όνομα του Αγά δεν διασώθηκε.
Η περιφρόνηση και ο χλευασμός που του επιφύλαξαν οι Σουβαλιώτες, τον κατέστησαν παγκοσμίως άγνωστο, αλλά και ανάξιο κάθε ονομαστικής διαμνημόνευσης.
Ο επικός χαρακτήρας του δράματος μπορεί να επισκίασε το όνομα του Αγά, αλλά στη συνείδηση των Σουβαλιωτών έμειναν χαραγμένες για πάντα, οι τρείς κατάρες που τους έδωσε. Κατάρες βαρειές αλλά άδικες. Γι αυτό σαν άδικες πλανώνται έκτοτε στις βουνοκορφές του Παρνασσού.
Σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας ο Αγάς διέμενε μαζί με ομάδα Τούρκων αξιωματούχων στην μεσαιωνική πόλη των Βερτζιανών. Στα τελευταία χρόνια και μετά το κάψιμο των Βερτζιανών, είχε μετακομίσει στο Δαδί.
Διατ΄’ηρησε όμως εξοχική παραθεριστική κατοικία στη Σουβάλα, χωροθετούμενη μεταξύ Κυργιάς και Αι Βαρβάρας.
Χώρος που ακόμη σήμερα φέρει το τοπονύμιο ΄΄ΟΝΤΑΣ΄΄ ή ΄΄ΣΤΟΝ ΟΥΝΤΑ΄΄
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ
…….
Ανω Σουβάλα 23 Μαϊου
1933(;)
Ημέρα Πέμπτη, Εορτή της Αναλήψεως.
Σουβαλιώτικο γλέντι στη Χορευταριά, μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου.
_ Άγνωστος Σουβαλιώτης ρωτάει τον Προεστό του χωριού Γιάννη Κασσαβέτη ( Κασσαβετόγιαννο):
<< Όρα Γιάννου. Είδες ότι’ παν στουν Ουντά, ήρθι ου Αγάς>>
_ Κασσαβετόγιαννος: << Όχι ακόμα. Θ’ άρθει άμα θερίσ’ τα στάριατ’ στα σπίτια. Τότε έρχεται. Άντε ….πάμε τώρα να χουρέψουμι.>>
Ο Κασσαβετόγιαννος σέρνει το χορό, ζωμένος με 18 μαντήλια. Ακολουθούν όλοι Σουβαλιώτες.
Ξαφνικά εμφανίζεται τρέχοντα ένας Τούρκος υποτακτικός του Αγά από το Δαδί, μεταφέροντας ένα σημαντικό μήνυμα.
Απευθύνεται προς τον Προεστό και προς όλους.
_ << Φέρνου χαμπέρ απ’ τον Αγά. Σταματάτε>>.
_Ύστερα από λίγη ώρα, ο Κασσαβετόγιαννος σταματάει το χορό και με ύφος προσβλητικός τον ρωτάει οργισμένος: << Τι θές ορέ ζαγάρ’>>
Μαντατοφόρος: << ¨Ήρθι ου Αγάς στα σπίτια κι θέλει να σας μοιράσ’ τα χωράφια τ’ στου Μαγαλοκύρ’>>. Ελάτε κάτ’ για να πάρετε κι εσείς μοιτάδ’. Ου Αγάς θα φύγει απ’ του Δαδί κι δε θα ματάρθ>>.
_ Σουβαλιώτες: ( Ομόφωνα και δια βοής).
<< Όχι δεν τα θέλουμ’>>
<< Είναι μαγαρζμένα>>
<< Ου Αγάς θέλει παράδες κι μείς δεν έχουμι>>.
<< Ου κάμπους έχεις ζέστα,
μείς θέλουμι δροσιά>>.
<< Ου Αγάς θέλει να κρανιάσουμι κουλουβό>> και άλλα……
_ Κασσαβετόγιαννος: ( Αφού πρώτα επιβάλει ησυχία)
<< Να πείσ’ τ’ Αγ’α να πάει να γαμθεί!!!! Ούτε τα χωράφιατ’ θέλουμι, ούτε τ’ προκουπίτ. Ημάς τα χουράφια είναι αυτά>> ( και δείχνει τα βράχια απέναντι στα Γούπατα).
Διώχνει κακείν – κακώς τον Τούρκο υποτακτικό λέγοντας:
<< Τσακισ’ απου δω μη μανέψ τίποτα γκαβές;>>.
Ο Τούρκος φεύγει και αμέσως οι χορευτές ξαναρχίζουν το χορό, τραγουδώντας το αυτοσχέδιο δίστιχο:
<< Για το φουρό κι του χορό
Μας πήρανε το Πατερό.
Για την κρεμαστή καρφίτσα
Μας πήρανε την Λιαγουρίτσα>>.
Σε λίγη ώρα ο Τούρκος μαντατροφόρος επανέρχεται. Αυτή τη φορά δεν πλησιάζει τους χορευτές, αλλά φωνάζει από μακριά.
_ << Όρα Ζβαλιώτες. Ου Αγάς πείσμουσι κι έδωσε τα χωράφιατ’ στα’ Δαδιώτες.
Ούλους ου κάμπους θα είναι τ’ Δαδιού.
Ούτε να ματα σας δεί θέλει, ούτε κι στουν Ουντά ματ’ άρχεται.
Φεύγει και σας αφήνει τρεις κατάρες:
-
ΠΟΤΕ ΝΑ ΜΗ ΜΟΝΙΑΣΕΤΕ
-
ΠΡΟΚΟΠΗ ΝΑ ΜΗΝ ΚΑΝΕΤΕ
-
ΣΤΑΧΤ ΝΑ ΓΕΝΕΤΕ
Μερικοί Σουβαλιώτες τον κυνηγούν και αυτός φεύγει τρέχοντας για το Δαδί.
Το γλέντι συνεχίζεται με μεγαλύτερη ένταση και ξανακούγεται το αυτοσχέδιο δίστιχο τραγουδάκι:
<<Για το φουρό κι του χορό
Μας πήρανε το Πατερό.
Για την κρεμαστή καρφίτσα
Μας πήρανε την Λιαγουρίτσα>>.
Στη συνέχεια ο Κασσαβετόγιαννος απαγγέλει δυνατά το παρακξάτω ποίημα:
_ Ρε Δαδιώτη νοικοκύρη
Πάρε το Μαγαλοκύρη.
Πάρτε και τα κατ’ Καλύβια
Για να βάζετε κρεμύδια.
Μπόλογο και Βερτζιανό
Να μπαλιάζετε σανό.
Πάρτε και τ’ Παλικατούνα
Για να σπέρνετε ντουντούνα.
Σουβαλιώτες μου νταμάχια
Θα ‘χουμε για κάμπο βράχια.
Από πέρα απ’ τον Ξηριά,
Θα φυτεύουμε κουκιά.
Και στα Γούπατα στη Ράχη
Θα θερίζουμε το στάχυ.
Τσελεπή και καψουρώνη
Θα ‘ναι του Διαόλου αλώνι.
Και στην τρούπα της Κοντύλως
Θα ψουφάει απ’ ‘τι πείνα ο σκύλος
Ζέλη, Λέο και Μπαρκμά
Στις ψωλής το χαβά.
Δημήτρη Κατοίκος
ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ- ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΔΗΜ. ΣΧΕΣΕΩΝ ΤΟΥ
<< Α.Σ. ΔΙΑΓΟΡΑΣ >>
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.