ΜΕΡΟΣ 8ον (Σ-Τ)
Όπως αναφέρω και στην Εισαγωγή αυτού του πονήματος, είναι
λογικό, το Γλωσσάρι αυτό να έχει ελλείψεις, ακόμα και λάθη. Για την πληρέστερη
ενημέρωσή του, είναι δεκτή κάθε παρατήρηση και σχόλιο από τους φίλους
συγχωριανούς,
Γιάννης Αθ. Λαγός
.....
Σ
|
|
σαγάνι
|
μικρό τηγάνι
με δύο χερούλια
|
σάϊκος
|
αρτιμελής, σωστός (και πασασάϊκος)
|
σαΐτα
|
εργαλείο για
τον αργαλειό. Είδος φιδιού, άκρως επικίνδυνου (παραμονεύει και εκτοξεύεται
προ το θύμα)
|
σαϊτανάς
|
διάβολος
|
σακάτεμα
|
τραυματισμός, αναπηρία
|
σακατεμένος
|
ανάπηρος, τραυματίας (τουρκ λέξη)
|
σακαφιόρα
|
πανούργα γυναίκα
|
σακκοπούλα
|
μεγάλο, συνήθως υφαντό σακκί
|
σακκούλι
|
μικρό υφαντό ταγάρι
|
σακκοράφα
|
μεγάλη βελόνα
για ράψιμο σακκιών και γενικά χοντρών υφασμάτων
|
σαλαγάω
|
διώχνω τα ζώα
με φωνές, παροτρύνω τα ζώα να τρέξουν <σάλαγος<σάλος = αναταραχή
|
σαλάγημα
|
διώξιμο με φωνές
|
σαλαμούρα
|
κατακάθι
|
σαλιαγκούτης
|
σαλιάρης, γλοιώδης
|
σαλταφέρω
|
επιτήδεια γυναίκα, διαβολεμένη
|
σαμαροπάϊδο
|
σανίδα σαμαριού
|
σαμαροσκούτι
|
ύφασμα από
τραγόμαλλο, με το οποίο ντύνεται εσωτερικά το σαμάρι
|
σάματι
|
(επιρ έκφρ) μήπως (και σάματις)
|
σάμπως
|
(επιρ έκφ) μήπως
|
σαντράνι
|
ειδικό
εργαλείο πεταλωτή, για να κόβει τα νύχια (οπλές) των ζώων στο καλλίγωμα
|
σαούρα
|
σιωπή, μάζεμα
|
σαουριάζω
|
μαζεύομαι, σωπαίνω
|
σαπατελός
|
χαζός, ανόητος
(συνώνυμο του μυρελός)
|
σαπήμι
|
κάτι πολύ σάπιο
|
σάρα(η)
|
κατηφόρα με
χαλίκια και πέτρες, γκρεμός
|
σάρα!!!!
|
(να γίνουν
όλα) επιφώνημα αποδοκιμασίας, είδος κατάρας
|
σαριά
|
το σκούρο
βρώμικο νερό που μένει από το πλύσιμο των μαλλιών των αιγοπροβάτων
|
σαρκώνω
|
πιάνω, γεμίζω,
ολοκληρώνω (συνήθως σε τρίτο ενικό). Έκφραση: θα φκιάσω ακόμα έναν καφέ,
γιατί αυτός που ήπια δε με σάρκωσε (Γ. Αυγέρης)
|
σαρμάθες
|
γεμιστά κολοκυθολέλουδα
|
σάρωμα
|
σκούπισμα.
Είδος σκούπας με άγρια σκληρά χόρτα (τα σαρώματα)
|
σαρώνω
|
σκουπίζω, κουμανταρίζω
|
σαφρακιάζω
|
αδυνατίζω, μικραίνω, σουρώνω
|
σαφρακιασμένος
|
καχεκτικός, αδυνατισμένος
|
σαψαλιάζω
|
γερνάω, χάνω κάθε ικμάδα
|
σαψαλιασμένος
|
διαλυμένος, γερασμένος
|
σάψαλο
|
ερείπιο, άσχημα γερασμένος άνθρωπος
|
σβάρνα
|
(ως επιρ έκφρ) ακατάστατα
|
σβάρνα
|
σιδερένιο ή
ξύλινο εργαλείο, με το οποίο σιάζουν το οργωμένο και σπαρμένο χωράφι (παλιά
το έσερναν άλογομούλαρα, τώρα τρακτέρ)
|
σβαρνιάρης
|
ατημέλητος,
απεριποίητος σβαρνιάρα =
ανεπρόκοπη γυναίκα
|
σβαρνίζω
|
σέρνω τη
σβάρνα στο χώμα. Σέρνω
κάποιον
|
σβάρνισμα
|
τα
αποτελέσματα της χρησιμοποίησης της σβάρνας. Μεταφορικά, εξοντωτική
περιπλάνηση και φαγοπότια
|
σβημάρα
|
λιποθυμία
(έκφρ: μούρθε μια σβημάρα!!!!)
|
σβούρλα
|
γρήγορη γυροβολιά
|
σβουρλέτσικο
|
(κυρίως ως
επιρ έκφρ) ασυδοσία
|
σγαλιάζω
|
ξαπλώνω και
κοιμάμαι κάπου συμμαζεμένος
|
σγαρλάω
|
ανακατεύω, σκαλίζω
|
σγάρλισμα
|
ανακάτεμα, ανασκάλισμα
|
σγράπα
|
τρύπα κυρίως σε βράχο
|
σγρουμπούλι
|
εξόγκωμα,
οίδημα (βλ και γρουμπούλι)
|
σέα
|
αποσκευές,
υπάρχοντα (έκφρ: σέα-μέα)
|
σεβντάς
|
βάσανο,
ερωτικός καημός (τουρκ λέξη)
|
σεγκούνι
|
γυναικείο παλιό ένδυμα
|
σειόμαι
|
κουνιέμαι
|
σειριά
|
ράτσα, σόϊ, γενιά
|
σεκλέτι
|
βάσανο, καημός (τουρκ λέξη)
|
σελάχι
|
δερμάτινη ζώνη
με θήκη μπροστά, για όπλα ή άλλα αντικείμενα
|
σεληνιάζομαι
|
είμαι επιληπτικός
|
σέμπρος
|
συνεταίρος, ενοικιαστής χωραφιών
|
σεργιανάω
|
περιπλανώμαι, γυρίζω
|
σεργιάνι
|
περίπατος
|
σέρνει
|
(επι ζώων)
έχει οργασμό, ''ζητάει''. Πάντα σε γ’ ενικό
|
σηκωμάρα
|
πέος σε στύση
(συνήθως χρησιμοποιείται ο πληθυντικός: σηκωμάρες)
|
σημαδεμένος
|
ανάπηρος, σακάτης
|
σημάδι
|
συγκεκριμένο
κοπάδι γιδοπροβάτων ( έκφρ: θα πάρω γίδια απ' αυτό το σημάδι, είναι καλό)
|
σιαδώ
|
(επιρ) προς τα
εδώ (και σιαδώθε)
|
σιακάτω
|
(επιρ) προς τα κάτω
|
σιακεί
|
(επιρ) προς τα εκεί
|
σιαματάς
|
φασαρία, ανακατωσούρα
|
σιάμι
|
σουσάμι
|
σιαμόπιττα
|
σουσαμόπιττα
|
σιαμπρός
|
το μέλλον
|
σιαπάνω
|
(επιρ) προς τα πάνω
|
σιαπέρα
|
(επιρ) προς τα πέρα
|
σιαπίσω
|
(επιρ) προς τα
πίσω. Στο χωριό μας, αναφέρεται ως έκφραση για τα πίσω του Παρνασσού χωριά,
Αράχωβα κ.λ.π.
|
σιαπλαμάς
|
μπουνταλάς
|
σιαπλαούρας
|
ατημέλητος, απεριποίητος
|
σιατράπης
|
τυραννικός, αυταρχικός άνθρωπος
|
σιβολιάζω
|
διευθετώ, πιστρώνω, συμμαζεύω
|
σιβολιασμένος
|
διευθετημένος, ισιωμένος
|
σίδερα
|
χειροπέδες, φυλακή
|
σίδερο
|
λυκοπαγίδα,
σιδερένια παγίδα για ζουλάπια
|
σιδεροπάλουκο
|
λοστός, λοστάρι σιδερένιο
|
σιδεροστιά
|
σιδερένιος
τρίποδας για μαγείρεμα στη φωτιά και ψήσιμο στη γάστρα, πυροστιά
|
σινάζι
|
τσιμεντένιο
αλλά και πέτρινο μέρος της οικοδομής (πάνω από διαιρέσεις κ.λ.π.)
|
σιουγλές
|
βρώμικος,
λερωμένος (έκφρ: έγινε ντιπ, σιουγλές)
|
σιούτο
|
πρόβατο ή γίδι
χωρίς κέρατα (από το αλβαν sut)
|
σιούτος
|
άνθρωπος
χαζός, ανόητος αλλά και αθώος
|
σιουφάς
|
αυτός που δεν
ακούει, δεν καταλαβαίνει τίποτα
|
σιρίτι
|
κέντημα στην
άκρη ρούχου, στολής κ.λ.π.
|
σιρμαγιἀ
|
κεφάλαιο για
ξεκίνημα επιχειρηματικής προσπάθειας
|
σίτα
|
ψιλό κόσκινο
|
σιτάρι
|
κόλλυβα
|
σκαλόκομμα
|
εγκοπή σε
ξύλο, μέταλλο, πέτρα
|
σκαλτσούνι
|
μάλλινη κάλτσα
|
σκαλωμένος
|
αναρριχημένος
|
σκαμνιά
|
είδος άγριας μουριάς (συκαμινιά)
|
σκαμπόθρακας
|
κοντοπίθαρος
|
σκανιἀ
|
στεναχώρια, ζόρισμα ψυχικό
|
σκανιάζω
|
στεναχωριέμαι, βαλαντώνω
|
σκανιάρης
|
στενάχωρος, βαλαντωμένος
|
σκανταλάω
|
μεταφορικά:
τρελλαίνομαι (έκφρ: αυτός σκαντάλιξε)
|
σκαντάλεμα
|
πείραγμα ενόχληση
|
σκανταλεύω
|
πειράζω, παρενοχλώ
|
σκαουμπάρδο
|
ομοβροντία, ντουφεκιά
|
σκαπετάω
|
φεύγω πέρα (έκφρ:
αυτός σκαπἐτησε πέρα απ' τη ράχη). Μεταφορικά: τρελαίνομαι, όπως και φεύγω
για τον……άλλο κόσμο
|
σκαπέτημα
|
εξαφάνιση, αναχώρηση
|
σκαρίζω
|
βγάζω για βοσκή γιδοπρόβατα
|
σκάρισμα
|
έξοδος ζώων για βοσκή
|
σκαρπέλο
|
εργαλείο μαραγκού
|
σκασμένο
|
παλιόπαιδο, κακομαθημένο μικρό
|
σκαταλειμμένος
|
μπλεγμένος σε παλιοδουλειά
|
σκατζοχέρι
|
σκαντζόχοιρος
|
σκατόκαιρος
|
παλιόκαιρος,
άσχημες καιρικές συνθήκες για γεωργούς και ποιμένες
|
σκαφίδι
|
μεγάλη, ξύλινη
κυρίως, λεκάνη (σκαφτή σε κορμό), για ζύμωμα ψωμιού
|
σκεμπές
|
στομάχι
|
σκερβελές
|
παλιάνθρωπος
|
σκιαγμένος
|
φοβισμένος
|
σκιαζούρης
|
φοβητσιάρης
|
σκιαζούρι
|
σκιάχτρο
(φτιαγμένο με παλιά ρούχα) για την απομάκρυνση ενοχλητικών για τη γεωργία
πτηνών και ζώων
|
σκιάζω
|
φοβίζω
|
σκλέντζα
|
σχίζα ξύλου ή
κόκκαλου (και σκλήθρα)
|
σκονάκι
|
δόση
αλκοολούχου ποτού (σκονάκια =κρασοκατανύξεις)
|
σκορδοκαΐλα
|
στεναχώρια
|
σκορδόπιστη
|
ερωμένη
|
σκορδοπλεξάνα
|
αρμαθιά σκόρδων
|
σκορδοστούμπι
|
σκορδολαδόξυδο
|
σκοτίδιασμα
|
νύχτωμα. Ζάλη στιγμιαία
|
σκούζα
|
δυνατό, γοερό
κλάμα, οιμωγή (και σκουσμός)
|
σκούζω
|
ουρλιάζω,οδύρομαι
|
σκουντάω
|
σπρώχνω
|
σκουράντζος
|
είδος αδύνατου
ψαριού. Μετφ αδύνατος άνθρωπος
|
σκουρδουλιάζω
|
βουρκώνουν τα μάτια μου
|
σκουρδούλιασμα
|
βούρκωμα των ματιών
|
σκουτί
|
ρούχο
(προέρχεται από το αρχ σκύτη =δέρμα
ζώου)
|
σκουτιά
|
ρούχα (και ένδυσης
αλλά και κλινοσκεπάσματα)
|
σκουτουριασμένος
|
σκεπτικός, γνοιασμένος
|
σκραπαλίδια
|
(επιρ έκφρ)
κάτι διαλυμένο πλήρως, κομματιασμένο (έκφρ: του 'πεσε η μπουκάλα κι έγινε
σκραπαλίδια)
|
σκράπας
|
ανεπίδεκτος μαθήσεως, αμόρφωτος, αμαθής
|
σκρούμπος
|
μυρωδιά καμένου
ρούχου (αλβ skrump = καμένο
μαλλί)
|
σκύβαλα
|
υπόλοιπα
άλεσης σιτηρών, κατάλληλα για ζωοτροφές
|
σκυλοπνίχτες
|
μικρά μαύρα υπόξινα κρασοστάφυλα
|
σμίγω
|
ενὠνω,
συναντώ, φέρνω σε επαφή . Έρχομαι σε συνουσία
|
σμίξη
|
ένωση συνάντηση
|
σμούνε
|
σμίγουν,
έρχονται σε ερωτική επαφή
|
σμπαραλιάζω
|
διαλύω κάτι,
χαλάω. Γερνάω, δεν έχω δυνάμεις
|
σοδεύω
|
κάνω εισόδημα, μαζεύω σοδειά
|
σοϊλής
|
από καλή
ράτσα, από καλή γενιά
|
σοϊλίδικο
|
ζώο καλής γενεαλογίας
|
σοκάκι
|
δρομάκι,
στενό, παράδρομος <τουρκ sokak
|
σοκακιάρης
|
αλήτης, περιπλανώμενος
|
σολισόν
|
(ξενη λέξη)
κόλα για σαμπρέλλες
|
σόμπολο
|
λιθαράκι,
πέτρινη μικρή σφήνα στο χτίσιμο
|
σούδα
|
αυλάκι για νερό
|
σουλουπιάζω
|
ομορφαίνω, διορθώνω
|
σούμπιτος
|
άμεσος, ολόκληρος
|
σούμπρα
|
ψίχα
αμύγδαλου, καρυδιού. Μεταφορικά καλοφτιαγμένη γυναίκα
|
σουπάκι
|
ξυλοδαρμός (και σοπάκι)
|
σουπακιάζω
|
δέρνω, ξυλοφορτώνω
|
σούρα
|
πτυχή ενδύματος. Μεθύσι
|
σουραύλι
|
φλογέρα (από
το σφυράω και αυλός)
|
σουράω
|
σφυρίζω
|
σούρημα
|
σφύριγμα
|
σουρτουκεύω
|
αλητεύω
|
σουρτούκο
|
κοντό χοντρό παλτό
|
σούφλα
|
σούβλα
|
σουφλημάς
|
κοντοσούβλι
|
σούφρα
|
πτυχή, ζαρωματιά. Κωλοτρυπίδα
|
σούχνω
|
διώχνω, εξωθώ
κάποιον σε άσχημη ενέργεια
|
σοφράς
|
χαμηλό φαρδύ τραπέζι
|
σπαθόχορτο
|
βαλσαμόχορτο, το αρχ υπερικόν
|
σπαργάνωμα
|
τύλιγμα νεογνού με φασκιές
|
σπαργανώνω
|
φασκιώνω
|
σπερδούκλι
|
ασφόδελος (είδος χαμηλού φυτού)
|
σπλήνα
|
(ως επιθ
προσδιορισμός) φανατικός κομμουνιστής
|
σπληνιάρης
|
αρρωστιάρης (
λόγω της διόγκωσης του σπλήνα, από ελονοσία)
|
σπόρισμα
|
σπορά.
Εξαντλητική διάρροια (έκφρ: αυτά τα φασούλια που έφαγα, με σπορίσανε!!!)
|
σταίνω
|
στήνω, φτιάχνω
|
σταλάματα
|
η γραμμή που
δημιουργείται εκεί που στάζουν τα κεραμίδια (λειτουργεί και ως όριο
ιδιοκτησίας)
|
σταλίζω
|
βάζω τα
γιδοπρόβατα στο στάλο
|
στάλισμα
|
ξεκούραση γιδοπροβάτων
|
στάλος
|
σκιερός τόπος
για ξεμεσημέριασμα γιδοπροβάτων
|
σταλούσα
|
μέρος της
σκεπής που στάζει (και κρυσταλλλωμένες σταγόνες)
|
στάλπη
|
ελαφρά πηγμένο γάλα
|
σταλποτύρι
|
τυρί, λίγο
πριν την πλήρη πήξη του
|
στάνη
|
μαντρί, σύνολο γιδοπροβάτων
|
στανιό
|
βία, ζόρισμα
|
σταυραδερφός
|
αδελφοποιητός,βλάμης
|
σταυρός
|
κέντρο του
μετώπου (έκφρ: τον πέτυχε η σφαίρα στο σταυρό)
|
σταφυλόκαδη
|
μικρή ξύλινη κάδη
|
σταχταλιάς
|
κρυουλιάρης, τεμπέλης
|
σταχτοπἀνι
|
πάνινη
σακκούλα όπου μπαίνει η στάχτη για την αλυσίβα
|
στέργει
|
βοηθάει, ωφελεί
|
στέρφο
|
ζώο που δεν
γεννάει, στείρο
|
στεφάνι
|
σιδερένιο
δέσιμο βαρελιού. Νυφικά στέφανα. Το μέρος γύρω από τη νεφραμιά του ψητού
|
στημόνι
|
νήμα κατά
μήκος του αργαλειού για να περάσει ανάμεσα το υφάδι <στήμων
|
στημπάω
|
πληρώνω, τα ακουμπἀω
|
στίφτης
|
εργαλείο για στύψιμο στέμφυλων
|
στἐκα
|
(προστ) στάσου!!!
|
στομωμένο
|
μαχαίρι με
χαλασμένη την κόψη
|
στομώνω
|
εμποδίζω.
Χαλάω την κόψη μαχαιριού. Ανακόπτω την πορεία ζώου ή κοπαδιού ζώων
|
στουμπάω
|
χτυπά δυνατά (και στουμπανάω)
|
στουμπητήρι
|
ειδικό ξύλο
για στούμπισμα φασολιών καλαμποκιών κ.λ.π.
|
στουπέτσι
|
λευκό χρώμα
για βάψιμο πάνινων αθλητικών παπουτσιών
|
στουρνάρι
|
σκληρή πέτρα
(μεταφορικά, άνθρωπος αστοιχείωτος, μονοκόμματος)
|
στουρνίζομαι
|
ορθώνω
ανάστημα αλλά και στολίζομαι,'' σενιαρίζομαι''(ειρωνικά)
|
στόφα
|
μεγάλη σόμπα, μασίνα
|
στραβοτζανιάζω
|
στραβολαιμιάζω,
πιάνεται ο αυχένας μου
|
στραβοτσαουλιάζω
|
στραβώνει το
στόμα μου κυρίως μετά από εγκεφαλικό. Μεταφορικά, δυσανασχετώ
|
στραβοτσιάουλο
|
άνθρωπος δύστροπος
|
στραπακλός
|
κουτσός, κακοσούλουπος, διαλυμένος
|
στραπαλλαμένος
|
τσαλακωμένος
|
στράτσο
|
σκληρό χοντρό
χαρτί (και στρατσόχαρτο)
|
στρέφλα
|
στροφή (κυρίως στο χορό)
|
στρέχομαι
|
συγκατανεύω
|
στρίβει
|
επουλώνεται
(επι τραύματος). Περνάει η καρποφορία ή η ανθοφορία (επι δένδρων, χαμομηλιού,
τσαγιού κ.λ.π.).Πάντα σε γ’ ενικό
|
στρίβω
|
ευνουχίζω
(πάντα επι ζώου, δηλαδη του στρίβω τους όρχεις, προκειμένου να το στειρώσω)
|
στρίμμα
|
στριφογύρισμα
νερού, αέρα κ.λ.π.
|
στριμμένο
|
ευνουχισμένο,
τσοκανισμένο (πάντα επι ζώων)
|
στριμούρα
|
δυσκολία
|
στρίποδο
|
τρίποδο,
σιδερωστιά για τη γάστρα
|
στριτζώνομαι
|
ζορίζομαι πολύ,
εναντιώνομαι,εφκράζω δυσαρέσκεια (έκφρ: μη μου στριτζώνεσαι εμένα)
|
στρίψιμο
|
ευνούχισμα ζώου, τσοκάνισμα
|
στρογγύλι
|
μέρος κορμού
δένδρου καθαρισμένο, ξεφλουδισμένο
|
στρούγκα
|
μαντρί
γιδοπροβάτων, συμπεριλαμβανομένης και της καλύβας του τσοπάνη
|
στρούγκιασμα
|
μάντρωμα
|
στρουπίνι
|
μεγάλο δοκάρι
|
στυλιάρι
|
μακρύ ξύλο
κατάληλο για γεωργικά εργαλεία
|
στύλιαρος
|
κεντρικός
στύλος στο αλώνι, όπου δένονταν τα άλογα
|
στυλιαρωμένος
|
μεθυσμένος. Ευρισκόμενος σε στύση
|
στυλιαρώνω
|
μουλαρώνω.
Είμαι πολύ μεθυσμένος. Βρίσκομαι σε στύση
|
συβάζω
|
αρραβωνιάζω
(έκφρ: απόψε στου (τάδε) τα συβάσανε)
|
συβολιάζω
|
συμμαζεύω, τακτοποιώ, πιστρώνω
|
σύγλυνο
|
χοιρινό κρέας
μέσα σε λίπος
|
συκράτι
|
(επιρ έκφρ)
συνεχόμενα, χωρίς διακοπή, ενωμένα
|
σύμμουρκο
|
υπόλοιπο
ντοματοσαλάτας (λάδι και ζουμί
ντομάτας)
|
συμπανεύοντας
|
(επιρ έκφρ)
πηγαίνοντας ή κάνοντας κάτι ταυτόχρονα
|
συμπάπ
|
αγαθοεργία,
ψυχικό, φιλανθρωπία (τουρκ λέξη που σημαίνει τα ίδια)
|
συμπάω
|
φυσάω τη φωτιά
για να ανάψει καλύτερα
|
σύμπημα
|
φύσημα της φωτιάς
|
συμπιάνω
|
αναπιάνω
προζύμι. Αρχίζω ομαδική δουλειά
|
συμπίνει
|
διαβρέχεται, διαποτίζεται,
υγραίνεται
|
συνιάρισμα
|
περιποίηση, στόλισμα (και
σινιάρισμα)
|
συννεφόκαμμα
|
ομιχλώδης ζεστή ατμόσφαιρα, καύμα
|
συνοριάζω
|
βάζω σημάδια
για όρια ιδιοκτησίας
|
συνταυλάω
|
υποδαυλίζω,
ανακατεύω τη φωτιά. Βάζω σπιουνιές
|
σύνταχα
|
(επιρ) νωρίς το πρωΐ
|
σύρε
|
(προστ) πήγαινε
|
συρμή
|
αυλάκι νερού
|
σύρτης
|
σιδερένιος
μοχλός ασφάλισης πόρτας κ.λ.π.
|
συρτοθηλιά
|
ειδική
κατασκευή για παγίδευση πουλιών, λαγών κ.λ.π.
|
συχαρίκια
|
κεράσματα
φίλων προς τον νεοαφιχθέντα
|
συψυχώνομαι
|
αναθαρρώ,
συνέρχομαι (έκφρ: έφαγα κι ήπια λίγο και συψυχώθ’κα)
|
σφαή
|
λαιμός,
αυχένας, τζανός (βασικά, σφαή είναι ο δεύτερος σπόνδυλος) <σφαγή = λαιμός
|
σφάλαγκας
|
μεγάλη αράχνη
|
σφαλτός
|
ο έχων
πρόβλημα στο μυαλό
|
σφάχτης
|
εκδοροσφαγέας.
Αυχένας. Πόνος στον αυχένα (στη σφαή)
|
σφέλα
|
σφήνα τυριού στο βαρέλι
|
σφήκωμα
|
κερωμένος
σπάγκος για ράψιμο παπουτσιών
|
σφίξη
|
ανάγκη, στρίμωγμα
|
σφοντυλάω
|
στριφογυρίζω
κάτι και το πετάω
|
σφοντύλι
|
σπόνδυλος
σπονδυλικής στήλης. Βαρίδι αδραχτιού ξύλινο
|
σφορλιάγκος
|
συνουσία
|
σφραερό
|
σφραγιστερό
|
σφραΐδα
|
σφραγίδα
|
σφραϊστερό
|
ξύλινη ή
ορειχάλκινη ανάγλυφη σφραγίδα για σχέδια στο χριστόψωμο ή στην πρεβέντα
|
σφρἀϊσμα
|
σφράγισμα με
σφραγίδα. Άνοιγμα, σκίσιμο τοίχου
|
σφυρίζω
|
πελεκάω με το
σφυρί την πέτρα. Πίνω
ποτό, κυρίως κρασί
|
σφύρισμα
|
πελέκημα πέτρας
|
σχίζα
|
κομμάτι ξύλου
|
σωμάρα
|
αδυναμία. Λιγοθυμιά
|
σωματός (ο)
|
σωματώδης, ογκώδης στην κορμοστασιά
|
σωμένος
|
αδυνατισμένος
|
σώνω
|
τελειώνω,
συμπληρώνω. Φτάνω κάτι που βρίσκεται ψηλά. Συλλέγω καρπούς δένδρου
|
σωπανιάζω
|
ντύνω για προστασία
το εξώφυλλο βιβλίου, τετραδίου κ.λ.π. (και σωπανώνω)
|
σωπανιασμένο
|
ντυμένο εξώφυλλο (και σωπανωμένο)
|
σωπάνωμα
|
ντύσιμο
εξώφυλλου τετραδίου βιβλίου κ.λ.π.
|
σωριάς
|
σωρός από
πέτρες, κυρίως κοντά σε χείμαρρους
|
σώσμα
|
το τελευταίο
κρασί στο βαρέλι
|
σωτερεύω
|
επιδιώκοντας
το καλό, δεν το επιτυγχάνω (ειρων έκφρ: τώρα, με σωτέρεψες!!!!!)
|
Τ
|
|
τάβλα
|
φαρδύ σανίδι,
μακρύ χαμηλό τραπέζι
|
τάβλα
|
(επιρ έκφρ)
άνθρωπος που πέφτει κάτω και μένει ακίνητος ή και πεθαίνει (ταβλιασμένος)
|
ταγάρι
|
υφαντό μάλλινο σακούλι, τράστο
|
ταγγίλα
|
οσμή χαλασμένου φαγητού
|
ταγή
|
φαγητό ζώου (και ταή)
|
ταγιαντάω
|
φροντίζω κάποιον
|
ταΐνι
|
καθορισμένη
ποσότητα τροφής (από το τουρκ tayin το οποίο προέρχεται μάλλον από το αρχ ελλην ταγή)
|
ταινιάζω
|
κουράζομαι, εξουθενώνομαι
|
ταΐστρα
|
κατασκευή όπου
μπαίνει η τροφή των ζώων
|
τακίμι
|
φιλαράκι, σύντροφος
|
ταλαγάνι
|
μάλλινο πανωφόρι
|
ταλιαρίζω
|
κόβω κρέας στο
ταλιατούρι, πολύ ψιλό, σχεδόν σαν κιμά
|
ταλιατούρα
|
μεγάλη μαχαίρα
|
ταλιατούρι
|
μεγάλο
κούτσουρο από πλάτανο συνήθως, όπου κόβουν το κρέας οι χασάπηδες
|
ταμάμ
|
εντάξει,
ακριβώς (τουρκ tamam =έχει καλώς)
|
ταμπακέλα
|
(ως επιρ έκφρ)
καθαρισμένο καλά μέρος (έκφρ: του φκιάσανι του χουράφ' ντιπ ταμπακέλα)
|
ταμπάνι
|
χοντρό δοκάρι
, κεντρικό, για στήριξη πατώματος σπιτιού (τουρκ taban = πάτωμα)
|
ταμπέλα
|
επιγραφή, πινακίδα
|
τάνυμα
|
τέντωμα, αντέρωμα, ανακλάδισμα
|
τανυόμαι
|
τεντώνομαι,
ζορίζομαι αλλά και σφίγγομαι στην αφόδευση
|
τα'πίκπα
|
(επιρ) μπρούμυτα
|
τάρα
|
απόβαρο
|
τάραμα
|
μαλακωμένο,
πολύ βρασμένο ή ψημένο κρέας (έκφρ: αυτό το ζυγούρ' έγινε, ντιπ τάραμα)
|
ταργάζω
|
αργάζω, χτυπάω κάτι δυνατά
|
ταρζανιά
|
παλαβομάρα,
αποκοτιά αλλά και έξυπνη ενέργεια (έκφρ: μην κάνεις ταρζανιές, γιατί…..)
|
ταρκάσικο
|
γυμνόλαιμο
(συνήθως επί πουλερικών). Λιτά ντυμένο άτομο
|
τατάς
|
ο πατέρας (παιδική λέξη)
|
ταφιό
|
τάφος
|
τάχαμ
|
(επιρ) δήθεν, τάχα μου
|
ταχιά
|
(επιρ) αύριο (και ταχύ)
|
ταχινή
|
αυριανή
|
ταχταρίζω
|
κουνάω κάτι
(συνήθως νήπιο) πέρα-δώθε
|
τέγκι
|
μπάλα σανού,
τριφυλλιού κ.λ.π. Καλούπι για τέγκιασμα
|
τεγκιάζω
|
δένω μπάλες
τριφυλλιού, σανού, άχυρου κ.λ.π.
|
τελεμάρα
|
κούραση, εξουθένωση
|
τελεμένος
|
εξουθενωμένος, πολύ κουρασμένος
|
τελεύομαι
|
κουράζομαι, εξουθενώνομαι
|
τεμπεσίρι
|
είδος κιμωλίας
|
τέμπλα
|
(επιρ) ακινησία
|
τεμπλαρώνομαι
|
ξαπλώνω και
δεν κινούμαι, συνήθως από κούραση
|
τέντα
|
(ως επίρ)
ξάπλωμα ανάσκελα από εξουθένωση (έκφρ: πάτ'σα τόση 'δ'λειά χτές, που του
βράδ' έπεσα τέντα)
|
τερλεγκίτσι
|
άγουρο μικρό
καρπούζι (και κιρλεγκίτσι)
|
τερλίκια
|
είδος παντοφλών
|
τερτίπι
|
ιδιοτροπία, παρασπονδία
|
τετζερίνα
|
μεγάλος χάλκινος τέντζερης
|
Τετράδη
|
Τετάρτη
|
τζακόπανο
|
κεντημένο
ύφασμα που μπαίνει για στόλισμα μπροστά στο τζάκι (γύρω από τη ''φούσκα'' του
τζακιού)
|
τζαμλίκια
|
παράθυρα με τα
τζάμια μαζί
|
τζαναμπέτης
|
ιδιότροπος (τουρκ λέξη)
|
τζερεμέδια
|
αβαρίες, πρόστιμα
|
τζερεμές
|
αβαρία,
πρόστιμο (μετφ: άχρηστος άνθρωπος)
|
τζιανός
|
σβέρκος, λαιμός
|
τζίβα
|
μπλεγμένο βρώμικο μαλλί
|
τζιβαϊρικό
|
βαρύ κόσμημα (και τζοβαϊρικό)
|
τζιρβάκα
|
είδος πτηνού, ο τσιροβάκος
|
τζιτζιλουμάω
|
τρώω λίγο, επιλεκτικά
|
τζιτζιλούμης
|
λιγόφαγος από
ιδιοτροπία, επιλεκτικός στο φαγητό του
|
τζοβαΐρι
|
κόσμημα, στολίδι
|
τζόρας
|
αγύριστο κεφάλι, μονοκόμματος
|
τηράγομαι
|
εξετάζομαι για αρρώστια
|
τηράω
|
κοιτάω (και τεράω)
|
τιλιά
|
φιλύρα,
φλαμουριά (από το λατιν tilia έγινε το ελλην πτελέα)
|
τίλωμα
|
γέμισμα
(κυρίως γέμισμα στομαχιού με τροφή)
|
τιλώνω
|
γεμίζω,
παραγεμίζω, παρατρώω (έκφρ: την τίλωσα)
|
τ(ου)λούπα
|
μπάλλα μαλλιού
(ποκάρι) που μπαίνει στη ρόκα για γνέσιμο <τολύπη
|
τόκα
|
χειραψία.
Είδος παιγνιδιού με το σπιρτόκουτο ή παλιότερα με αμάδες
|
τομάρι
|
δέρμα ζώου,
ασκός από δέρμα για μεταφιρά υγρών. Μεταφορικά παλιάνθρωπος
|
τόπα
|
μπάλα
|
τοράκι
|
παγκάκι (και τουράκι)
|
τορβάς
|
σακκούλι
|
τορός
|
ίχνη στο χιόνι
ή στη λάσπη
|
τουλούμι
|
ασκί από δέρμα
για μεταφορά υγρών ή για μεταφορά τυριού
|
τουλούπα
|
δέσμη μαλλιού
για νήμα (μπαίνει στη ρόκα)
|
τουλπάνι
|
λεπτό
βαμβακερό ύφασμα, κυρίως για κατασκευή τσαντήλας τυριού
|
τουμπανιάζω
|
πρήζομαι στην κοιλιά
|
τουμπάνιασμα
|
πρήξιμο, ειδικά της κοιλιάς
|
τούμπανο
|
τύμπανο.
Πρήξιμο έντονο σε σημείο του σώματος
|
τουμπρέκι
|
(επιρ έκφρ)
τέζα, ξάπλα (έκφρ: έπεσε ντιπ τουμπρέκ')
|
τούρκος
|
καυτερό πιπέρι
και γενικότερα φαγητό με πολλά καυτερά μπαχάρια
|
τούρλα
|
(ως επιρ έκφρ)
κυρτωμένα, σηκωμένα, εξογκωμένα
|
τουρλωμένος
|
εξογκωμένος, κυρτωμένος
|
τουρλώνω
|
καμπυλώνω,
προβάλω προκλητικά τα οπίσθια
|
τουρνοκωλιάζω
|
προβάλω προκλητικά τα οπίσθια
|
τουρνοκωλιασμένος
|
αυτός που
προβάλει προκλητικά τα οπίσθιά του
|
τούφα
|
πευκόφυτο
δάσος, κλαδί με πολλά φύλλα
|
τράβα
|
(προστακτ) πήγαινε
|
τράβα(η)
|
ξύλινο δοκάρι οροφής σπιτιού
|
τράγαλα
|
βρασμένα
διάφορα δημητριακά και όσπρια ( γίνεται στις 21 Νοεμβρίου)
|
τραΐ(το)
|
τράγος
|
τράϊο
|
τυρί γίδινο
|
τρακάδα
|
τακτοποιημένος
σωρός αντικειμένων, κυρίως καυσόξυλων
|
τρακαδιάζω
|
τακτοποιώ σε
σωρό κάτι (κυρίως καυσόξυλα)
|
τραμουντάρισμα
|
παραπάτημα, αδυναμία
|
τραμουντάρω
|
παραπαίω, δεν
πάω καλά σε κάτι
|
τράμπα
|
συναλλαγή,
ανταλλαγή πραγμάτων, ζώων κ.λ.π.
|
τραμπαρίφας
|
ο ασυνεπής
στις συναλλαγές του
|
τρανός
|
μεγάλος, αξιωματούχος
|
τραπεζονιά
|
μεγάλη κάδη
για πάτημα σταφυλιών
|
τραπέτσι
|
ξινό, αγίνωτο
φρούτο, κορόμηλο κ.λ.π.
|
τραστίνα
|
μεγἀλο ταγάρι
|
τράστο
|
ταγάρι, από
υφαντό με γίδινο μαλλί
|
τράτο
|
περιθώριο χρόνου
|
τραχανάς
|
είδος
ζυμαρικού με μπλιγούρι και γάλα
|
τραχανόφυλλο
|
φαγητό με
χυλοπίττες και τραχανά ανάμικτα
|
τραχηλιά
|
τράχηλος,
περιλαίμιο ( στο σφάγιο, η δεύτερη τραχηλιά είναι περιζήτητη)
|
τραχταμέλης
|
επιπόλαιος, βιαστικός και απρόσεχτος
|
τρεβλόχηνα
|
μεταναστευτική
άγρια χήνα (περνάνε το χειμώνα από τα μέρη μας)
|
τρεμλιάω
|
νοιώθω έντονη
ανάγκη για κάτι, επιθυμώ πάρα πολύ
|
τρεμοχουχουλιάζω
|
τρέμω από το κρύο
|
τριβελάω
|
υποδαυλίζω,
υποκινώ για φασαρίες. Τρυπάω. Τριβελάει
(με)=αρχίζω να αρρωσταίνω
|
τριβέλι
|
χειροτρύπανο για ξύλα
|
τριβολιά
|
χαμηλό, έρπον
φυτό με καρπούς ακανθώδεις (τα τριβόλια). Λέγεται και τρικκοκιά
|
τριέρι
|
μηχανή που
ξεχωρίζει το καλαμπόκι από τα ρούμπαλα
|
τρικκόκια
|
τριβόλια, οι
καρποί της τριβολιάς (οι αρχ τρίβολοι-σιδερένιες κατασκευές, που
''σπέρνονταν'' ανάμεσα στους εχθρούς)
|
τρίμμα
|
ψίχουλο
ψωμιού, κομμάτι μικρό από τυρί φέτα
|
τριταύταλος
|
επιπόλαιος
στις ενέργειές του, αδέξιος, ατζαμής, ζημιάρης
|
τριτσίκα
|
(επιρ) γεμάτο πολύ
|
τριτσικώνω
|
γεμίζω ως πάνω
|
τριφτάδια
|
είδος
ζυμαρικού, σαν τον τραχανά
|
τριψάνα
|
τριμμένο ψωμί
σε γάλα ή σάλτσα-ζωμό φαγητού
|
τριώτα
|
παιδικό
παιγνίδι. Μεταφορικά: ανοιχτός λογαριασμός
|
τροκάνι
|
τσοκάνι, μεγάλο κουδούνι
γιδοπροβάτων
|
τρόξα
|
φόβος από κάτι
απότομο (ἐκφρ: πήρα μια τρόξα…)
|
τροχούλι
|
καλοθρεμμένος
άνθρωπος αλλά και ζώο
|
τρυγοκόφινο
|
μεγάλο
κοφίνι-κόφα για σταφύλια
|
τρυγολόγος
|
εργαλείο
ειδικό για τρύγο, σαν γυριστός σουγιάς
|
τρυποφράχτης
|
το πτηνό
κοκκινολαίμης (μετφ επιδέξιος άνθρωπος)
|
τσάγαλο
|
χλωρό αγίνωτο αμύγδαλο
|
τσαγκαροσούφλι
|
χοντρή βελόνα των τσαγκάρηδων
|
τσαγκλαρίδας
|
αυτός που έχει
κοκκαλιάρικα πόδια
|
τσαγκουρνάω
|
γρατζουνώ
|
τσαγκουρνιά
|
γρατσουνιά, νυχιά
|
τσαγκούρνισμα
|
γρατσούνισμα
|
τσακανάω
|
χτυπάω τα δόντια
|
τσάκα-παράκα
|
(επιρ έκφρ) μετρητοίς
|
τσακαρωμένος
|
ελαφρά μεθυσμένος
|
τσακατούρα
|
φασαρία
|
τσακιστό
|
σημαδιακό
μέρος για κρυψώνα κυρίως
|
τσακμακάω
|
ανάβω
τσακμάκι. Μεταφορικά: αντιλαμβάνομαι αμέσως
|
τσακμάκι
|
αναπτήρας (από
το τούρκ cakmak)
|
τσάκνο
|
μικρό
ξυλαράκι, πολύ λεπτό. Μεταφορικά, λεπτά πόδια, κνήμες
|
τσακνοπόδαρος
|
αυτός που έχει
αδύναμα πόδια
|
τσαλίμια
|
χορευτικές φιγούρες. Προφάσεις,
υπεκφυγές
|
τσαμαντάνι
|
τσόχινο είδος
γιλέκου για φουστανελοφόρους
|
τσαμπάσης
|
έμπορος ζώων
(κυρίως ιπποειδών) συνήθως αθίγγανος
|
τσαμπασίρια
|
σκεύη, κυρίως του σπιτιού
|
τσαμπουνάω
|
φλυαρώ, ψευδολογώ
|
τσανάκια
|
σπιτικά σκεύη
(έκφρ: τα χωρίσαμε τα τσανάκια μας)
|
τσαντήλα
|
σακκούλα για πήξιμο τυριού
|
τσάντσαλα
|
ξυλαράκια,
σκουπίδια (έκφρ: τσάντσαλα-μάντζαλα = σωρεία μικροαντικειμένων)
|
τσαούλια
|
σαγόνια
|
τσαπίζω
|
σκάβω με το τσαπί
|
τσάπισμα
|
σκάψιμο με το τσαπί
|
τσάπουρνα
|
οι καρποί της τσαπουρνιάς
|
τσαπουρνιά
|
είδος δένδρου,
θάμνου (ο αρχ κράταιγος)
|
τσαπράζια
|
ασημένια ή
χρυσά στολίδια της παραδοσιακής φορεσιάς
|
τσαπράκι
|
ειδικό
εργαλείο για τρόχισμα του πριονιού (τσαπράκωμα)
|
τσαπρακώνω
|
με το τσαπράκι
''ανοίγω'' τα δόντια του πριονιού, προκειμένου να τα τροχίσω
|
τσαρούχι
|
είδος παλιού
υποδήματος, με ''φούντα'' πάνω από τη μύτη.
Κομμάτι
παστού μπακαλιάρου
|
τσάταλος
|
μάνταλο
πόρτας, κλείστρο. Σιδερένια παγίδα
|
τσαταλώνω
|
χτυπάω, περικλείω, βασανίζω
|
τσατμάς
|
τοίχος από
ξύλινες πήχεις, σοβατισμένες (και ταβάνι με ίδια κατασκευή)
|
τσαχτακίζω
|
μαλώνω, επιπλήττω
|
τσεβρές
|
κεντητό
μαντήλι ή τραπεζομάντηλο <τουρκ cevre
|
τσελεπίδι
|
αγριοράδικο,
ταραξάκο (τα τσελεπίδια τρώγονται και ωμά με λάδι και ξύδι)
|
τσεραιμιάζω
|
μουδιάζω
|
τσεραίμιασμα
|
μούδιασμα
|
τσέργα
|
βελέντζα από γίδινο μαλλί
|
τσερέπα
|
πολυκαιρισμένη, πατημένη κοπριά
ζώων
|
τσέρκι
|
μεταλλικό
στεφάνι κυρίως για βαρέλια
|
τσερλιό
|
διάρροια, ευκοιλιότητα (και
τσέρλισμα)
|
τσιάζω
|
στερούμαι κάτι
και το επιθυμώ πολύ
|
τσιάκα
|
φάκα, παγίδα
για πουλιά ή ποντίκια
|
τσιακατούρα
|
φασαρία, ανακατωσούρα
|
τσιαμπάς
|
ο γιακάς στο
μπροστινό του μέρος (Γ. Αυγἐρης) (έκφρ: τον άρπαξε απ' τον τσιαμπἀ και τον
ταρακούν'σε)
|
τσιαπέλα
|
αρμαθιά ξερών σύκων
|
τσιαπράκι
|
η ''γλώσσα''
που σηκώνει το μάνταλο στην πόρτα
|
τσιαρίζει
|
είναι κάτι
υπόξυνο (κυρίως λέγεται επι χαλασμένου κρασιού)
|
τσιάτισμα
|
τοποθέτηση
πήχεων σε τσιατμά (βλ λέξη)
|
τσιατούρι
|
μεγάλο
χασάπικο μαχαίρι (και τσιατούρα)
|
τσιατ-πατ
|
(επιρ έκφρ)
εδώ κι εκεί, κάπου-κάπου
|
τσιάφη
|
πάχνη,
παγωμένη πρωϊνή δροσιά σαν πασπάλη χιονιού
|
τσιβούρα
|
ψιλό κρύο
|
τσιγαλίζω
|
αρμέγω μέχρι
τελευταία σταγόνα την προβατίνα ή τη γίδα (Γ. Αυγέρης)
|
τσιγαρήθρα
|
κομμάτι κρέας
σε λιωμένο λίπος
|
τσιγκλάω
|
υποδαυλίζω, τριβελίζω (και τσιγκλίζω)
|
τσιγκόφυλλο
|
φύλλο τσίγκου
για σκέπασμα αποθηκών κ.λ.π.
|
τσικλητάρα
|
είδος πτηνού των αγρών
|
τσικνίζω
|
τρώω ψημένο
κρέας. Κάνω να αναδίδει τσίκνα (έκφρ: το παρατσίκνησες το φαγητό) <κνίσα
|
τσιλιβίθρας
|
μικροκαμωμένος
|
τσιλίκι
|
παιδικό παιγνίδι, ξυλίκι
|
τσιμέκης
|
χαζός, ελαφρόμυαλος
|
τσιμπερέκι
|
μάνταλο πόρτας, ζιμπερέκι
|
τσίμπλα
|
ακαθαρσία από
έκκριση στο μάτι. Μικρή
ποσότητα από κάτι
|
τσινάω
|
κλοτσάω, τινάζομαι
|
τσίνημα
|
κλότσημα, θύμωμα
|
τσινιάρικο
|
ζώο
ευερέθιστο, ατίθασο (και αμούριο)
|
τσιοκιά
|
παρτίδα
παιγνιδιού (από το ιταλ giocco = παιγνίδι, αγώνας)
|
τσιόνι
|
είδος σπίνου
|
τσιότρα
|
βαρελάκι για
νερό ή κρασί, φλασκί (και τσιότρα)
|
τσιουμέλα
|
κάποιος που
βαρακούει, κουφός (έκφρ: αυτός είναι ντιπ, τσιουμέλα)
|
τσιουμητιά
|
(επιρ έκφρ)
κάνε ησυχία, μη μιλάς
|
τσιούμπα
|
μικρός
λοφίσκος, καμπύλη στο έδαφος (Γ. Αυγέρης) . Υπάρχει το βλαχ τσιούμπα αλλά
μάλλον όλα προέρχονται από το αρχ τύμβος
|
τσιρβάκα
|
είδος πουλιού, ο τσιροβάκος
|
τσιρίζι
|
αμυλόκολλα,
για κόλλημα χαρτιών κυρίως
|
τσιριτσάντζουλα
|
παρασπονδία,
υπεκφυγή, κόνξ(α)ες
|
τσιρολίθι
|
σπουργίτι
|
τσιροπούλι
|
σπουργίτι, αδύνατο κοτόπουλο
|
τσιρούτικο
|
στενάχωρο,
μικρότερο του κανονικού, μέγεθος
|
τσίτζηρας
|
τζίτζηκας
|
τσιτζήρισμα
|
βουϊτό στα αυτιά
|
τσιτζικώνω
|
διψάω πολύ
|
τσίτσα
|
ξύλινο αγγείο
κυρίως για κρασί
|
τσιτσέλα
|
(επιρ έκφρ)
καβάλα στο ζώο με ''αντρικό'' τρόπο
|
τσιτσελομούνα
|
γυναίκα που
κάθεται με ανοιχτά τα πόδια
|
τσιτσελώνω
|
ανοίγω τα
πόδια, καβαλικεύω αντρικά
|
τσιτσελωτά
|
(επιρ) με
ανοιχτά τα σκέλη
|
τσιτσί
|
το κρέας στη
βρεφική διάλεκτο
|
τσιτσιμίδα
|
άγριο χόρτο.
Μεταφορικά, φαρμακόγλωσση γυναίκα
|
τσιτσίνα
|
ελάχιστη ποσότητα από κάτι
|
τσοκάνι
|
κουδούνι γιδοπροβάτων
|
τσοκανίζω
|
ευνουχίζω (επι ζώων)
|
τσοκάνισμα
|
ευνουχισμός
|
τσόκανος
|
σιδερένια
λαβίδα για ευνουχισμό των γιδοπροβάτων
|
τσόλια
|
ρούχα,
σκεπάσματα (από το τουρκ τσιούλ = φθαρμένο χαλί, ρούχο)
|
τσολιάζομαι
|
σκεπάζομαι.
Μεταφορικά, πάω για ύπνο
|
τσουγκράω
|
ακουμπάω
πράγματα μεταξύ τους (συνήθως ποτήρια). Μαλώνω με κάποιον
|
τσουγκρισμένος
|
ραγισμένος, χτυπημένος. Μαλωμένος
|
τσούζω
|
πίνω. Ανάβω
φωτιά. Χτυπάω. Πονάω
|
τσουμπλέκια
|
μαγειρικά
σκεύη (τούρκ τσαμπλέκ = πήλινο σκεύος)
|
τσούπρα
|
νεανίδα
|
τσουράπι
|
μάλλινη
μακριά, συνήθως πλεχτή, κάλτσα
|
τσουραπώνω
|
καλτσώνω
|
τσουρναράει
|
στάζει κάτι
πολύ σιγά (μάλλον ηχοποίητη λέξη από το τσουρ-τσουρ)
|
τσουτσέκι
|
παλιάνθρωπος, ελεεινός
|
τσούχνω
|
υποδαυλίζω, σιγοντάρω (και σούχνω)
|
τυλιγάδι
|
υφαντικό
εργαλείο (βέργα με διχάλα στη μια άκρη και τρυπημένη στην άλλη, όπου έμπαινε
ένα ξυλαράκι)
|
τυλιγαδιάζω
|
μαζεύω νήμα στο τυλιγάδι
|
τυριάς
|
εσοχή βράχου
σε χαράδρα στον Παρνασσό, όπου συντηρούσαν οι τσοπάνηδες τα τυριά τους
|
τυροβόλι
|
είδος καλαθιού
πλεγμένου με βούρλα, για πήξιμο τυριού
|
τυρόγαλο
|
το γάλα που
βγαίνει από την τσαντήλα, στην οποία πήζεται το τυρί
|
τυρολόϊ
|
ασκί για τυρί
|
τυφλίτης
|
είδος επικίνδυνου φιδιού
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.