Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

.... Σήμερα, Κυριακή 22 Δεκεμβρίου, ....

Τετάρτη 11 Ιουλίου 2018

Ο τσολάκος και άλλοι μικροί...


ΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΟ -ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΓΙΑ ΤΟ ΜΠΟΥΛΙΝΓΚ:
Διαβάστε το σας παρακαλώ...Γονείς, δάσκαλοι,-καθηγητές, μαθητές...όλους μας αφορά...

Ελένη Σκάβδη
Την έζησα την απόρριψη στα μικράτα και στη εφηβεία… Σήμερα τη λέμε bulling, κείνο τον καιρό τη λέγαμε «κορόιδεμα». .....Έζησα και τη ντροπή, απίστευτη ντροπή, κοκκίνισα με τις άκρες των νυχιών μου, όταν την πρώτη μέρα στο νηπιαγωγείο τα παιδιά με κορόιδευαν «Παπασκάβδη» αντί Σκάβδη… Ήταν συνήθεια τότε να δίνουν «τίτλους» περιγραφικούς του βίου, της πολιτείας και της καταγωγής των ανθρώπων, η γλώσσα παρέμενε πιστή στις «περιγραφές” της ταυτότητας … Η καταγωγή μου βλέπεις ήταν όλως διόλου …θεολογική, αντί της κοσμικής των συμμαθητών μου, λόγω του ιερέα πατέρα μου. «Δεν με λένε Παπασκάβδη», γκρίνιαζα, «με λένε Ελενίτσα Σκάβδη!!!» Κανείς δεν άκουγε, κι όταν τα φαύλα παιδάρια της μικρής μου τάξης, στο «αγιάτικο», κάτι σαν βακουφικό νηπιαγωγείο, πήραν πρέφα ότι με πειράζει εντείνονταν η καζούρα… «Ονι, όνι παπαρόνι» μου φώναζαν μιμούμενοι σκωπτικά την ψαλτική του πατέρα, κάθε που με συναντούσαν στον αυλόγυρο… Απελπίστηκα, κι άρχισα να ταυτίζομαι με λογής-λογής απορριμμένους συμμαθητές, που κι αυτοί είχαν ανάλογη μεταχείριση από την αθώα και …ευφρόσυνη μαγκιά της ομάδας. Ο Μανωλάκης της γειτόνισσας, που ο πατέρας του θήτευε στην εξορία του Άη Στράτη, ήταν ο «συμμορίτης», η Μαριγούλα η «σκουπιδιάρισσα», επειδή ο πατέρας της εργαζόταν στην υπηρεσία συλλογής απορριμμάτων του Δήμου, ο Μάκης, ήταν ο «τσολάκος» γιατί ο πατέρας του κούτσαινε από το αριστερό πόδι, κι ο Γιωρίκας, ο «κοκκινόκωλος», επειδή η μάνα του είχε έκζεμα, μια κατακόκκινη πληγή στην δεξιά της παρειά… Το κάζο με ακολούθησε μέχρι την Δευτέρα δημοτικού… Μέχρι τότε που η δασκάλα μας αποκατέστησε την τάξη με το επιχείρημα: «Εδώ έχουμε κράτος και όχι «Οθωμανική αυτοκρατορία». Τους ανθρώπους τους φωνάζουμε με τα ονόματά τους τους και όχι με τα παρατσούκλια τους…
Ένιωσα ευγνώμων για τη δασκάλα, αν και τα κατάλοιπα αυτής της ταλαιπωρίας, άφησαν «πληγές». «Μωρή παπαδιά», με φώναζαν οι γειτόνισσες όταν ήθελαν να με μαλώσουν, κι εγώ θύμωνα και κυλιόμουνα στα χώματα σπουρδώντας με δύναμη και φωνάζοντας «Δεν είμαι παπαδιά, δεν είμαι παπαδιά, παπαδιά είναι η μάνα μου κι εγώ παπαδοκόρη!».
Η περίσταση του Μάκη απεκαταστάθη αργότερα, ελάχιστοι έμειναν να θυμούνται το «Τσολάκ» όταν ο πατέρας του καθηλώθηκε σε αναπηρικό καροτσάκι κι έγινε το παιδί του ανάπηρου, μέχρι που πέθανε ο κακομοίρης πολύ νέος από μια σπάνια αρρώστια. Η Μαριγούλα έδωσε μάχη, διεκδικώντας αποκατάσταση. Ο μαμά του Γιωρίκα είχε γεράσει, το κόκκινο έλκος της είχε συρρικνωθεί παρασυρμένο από τις ρυτίδες κι έμοιαζε σαν μικρή κόκκινη ελιά στο πρόσωπο… Εκείνου βέβαια που δεν του έφυγε ποτέ το στίγμα ήταν ο Μανωλάκης, κι ας είχε γυρίσει ο πατέρας του από την εξορία. Κάποιοι καθαρολόγοι έλεγαν «ο κομμουνιστής», το «συμμορίτης» απεσύρθη από τα λεξικά της γειτονιάς… Κι όταν ο πατέρας του πέθανε, μεταπολίτευση πια, πήγαν όλοι στην κηδεία και έκλαιγαν με μαύρο δάκρυ…
Κουβαλάω αυτές τις ιστορίες, στην πλάτη, στο δισάκι μου. Τις θυμάμαι και χαμογελώ… Σκέπτομαι ότι τον καιρό της δικής μου αθωότητας τo bulling έβγαινε από τα τρίσβαθα της ψυχής μιας κοινωνίας που κουβαλούσε ιδεολογίες και θεολογίες διακριτές και αντίπαλες… Δεν χρησιμοποιώ τον όρο «τάξη» γιατί εκείνη την εποχή ιδέα δεν είχαμε. Είμαστε όλοι στο ίδιο καζάνι στο μικρόκοσμο της γειτονιάς, τραγουδούσαμε τη «Φτωχολογιά» με νόημα χωρίς περηφάνια και διακαώς αγωνιζόμενοι να βγούμε από τον κύκλο της…
Το παλεύαμε και ευχαριστιόμασταν όταν παίρναμε το αίμα μας πίσω…
Είχα μια φιλεναδίτσα στο νηπιαγωγείο, φτωχή… Η οικογένειά της ήταν «ανταρτόπληκτη», έτσι τους λέγανε τότε. Είχε κατέβει στην πόλη από το χωριό όπως όλοι οι συγχωριανοί της καμιά διακοσαριά άνθρωποι, με τις επιχειρήσεις του στρατού στη διάρκεια του Εμφύλιου. Άδειαζαν τότε όλα τα χωριά για να μην έχουν τρόπο να εφοδιάζονται οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Ήταν θλιμμένη η μικρή Νούλα και φοβισμένη, μένανε «επτά νομά σ’ ένα δωμά» και μαγείρευαν στο μικρό πλινθόκτιστο αχούρι της αυλής. Η Νούλα φορούσε αποφοράκια, πεντακάθαρα αλλά παλιά. Φορούσε κι ένα ζευγάρι παπούτσια τρύπια, με χαρτόνια στους πάτους για να μη μπάζουν νερά. Την κορόιδευαν μερικοί παπουτσωμένοι…γάτοι της τάξης, για τα παλιοπάπουτσα κι αυτή στεναχωριόταν. Τη Νούλα την είχα υιοθετήσει… Έκλαιγε εκείνη, κι εγώ αγκάλιαζα και παρηγορούσα… Και κάποια μέρα, μια απελευθερωτική για μένα μέρα, την έστησα στον αρχηγό των βαρβάρων με …πουτ@νι@. Ήμασταν στην αυλή, αυτός μούσκεμα στον ιδρώτα από το παιχνίδι, πέρασε μπροστά μου. «Αγοράκι, τι όμορφος που είσαι, έλα να σε φιλήσω…», του είπα. Και αυτός ο χαλβάς, πλησίασε … Τον έπιασα απ’ του ώμους, κι όρμισα στο αυτί του. Τον δάγκωσα απ’ το ένα, και τράβηξα το άλλο να το ξεριζώσω! Κουρεμένος με την ψιλή βλέπεις δεν είχα τρόπο να τον ξεμαλλιάσω! Έμπηξε τις φωνές, μαζεύτηκε λαός, φώναξαν τη δασκάλα… Ένας καυγάς, σαν το μαλιοτράβηγμα της Βουγιουκλάκη με τη…Γιαδικιάρογλου ένα πράμα, στο «Ξύλο που βγήκε απ’ τον παράδεισο». Η καλή μου κυρία, με ρώτησε γιατί τον έδειρα … Της είπα! «Αυτός δεν πρέπει να κοροϊδεύει κι εσύ απαγορεύεται να ξαναδείρεις παιδάκι!» συμβούλεψε η δασκάλα, προς μεγάλη μου απογοήτευση… Αν σας πω τώρα ότι παρά το μένος που κουβαλούσα για το θύμα μου, άρχισα να τον λυπάμαι… Τον έβλεπα με κατακόκκινο αυτί, κλαμένο, ντροπιασμένο, σκυμμένο, με τυλιγμένα τα χέρια κάτω απ’ το στήθος, και μια βραχνή τσιριχτή φωνή να πλαντάζει και ράγισα… Ούτε η ικανοποίηση της Νούλας για την εκδίκηση δεν μπόρεσε να με απαλλάξει απ’ τις ενοχές…
Το συμπέρασμα που έβγαλα μεγαλώνοντας για εκείνη τη βαρβαρότητα που διέπραξα με κυνηγάει μέχρι σήμερα… Έμεινα να λυπάμαι, δεν μου έμεινε η παραμικρή περηφάνια για τον έγκλημά μου, κι ας υπαγορεύετηκε από εκείνο το δίκιο που έπνιγε κι εμένα και τη Νούλα.
«Χαμένο!», με έβρισε το μεσημέρι στο δρόμο για το σπίτι ένας κολλητός του, τρέχοντας βιαστικά μη τον προλάβω…
Η Νούλα με κρατούσε σφικτά από το χέρι… Μετά το δημοτικό, την έχασα. Φύγανε όλοι μαζί για τη Γερμανία, ξέμεινε εκεί, έριξε μαύρη πέτρα, κανείς δεν τη θυμάται, μονάχα εγώ κάπου-κάπου. 
Τον Νταή τον συναντώ που και πού στην Αλεξανδρούπολη όταν επιστρέφω. Είναι κυρτός, ασπρομάλλης μοιάζει κουρασμένος-βιοπορίστικε ως δημόσιος υπάλληλος-. Πού πήγε αλήθεια εκείνο το ιδρωμένο ταυρί που για ένα δικό μου χάδι…έκατσε σαν χαλβάς και τις έφαγε, κι αμέσως μετά έκλαψε πικρά; Οπου πήγε και η δική μου μαγκιά θα μου πείτε, που ήθελε να φορτωθεί τον πόνο των αδικημένων… 
Στο σκληρό κόσμο των παιδιών, αυθεντικός ο κόσμος τους, αντίγραφο της κοινωνίας των μεγάλων νομίζω πως όλα χωρέσανε… Κι όλα χωρούν! Όχι, οι καιροί δεν αλλάξανε… Οι άνθρωποι αλλάξαμε, έχουμε μπασταρδέψει, είμαστε ολομόναχοι, επικίνδυνοι…
Εκείνο που με τρομάζει και με λυγίζει περισσότερο όμως είναι το σύμπτωμα της αρρώστιας μας. Τόση απανθρωπιά…έως και χυδαιότητα, στο κόσμο των παιδιών και να μη βρεθεί τριγύρω ένας, μα ένας, να προσφέρει στο απελπισμένο παιδάκι το πέτο του, να το πιάσει απ’τη μέση, να του πει ένα λόγο… Ένα λόγο θεραπευτή εκείνες της κρίσιμες στιγμές, τα λεπτά της απόγνωσης. Ένα δυο δευτερόλεπτα αγκαλιάς, ένας λόγος χρειάζονταν για ν’ αλλάξει ο τραγικός επίλογος. Κανείς στο πλάι του, όλοι απέναντι, όλοι εχθροί, κανένας φίλος, δάσκαλος, αδερφός… Αυτό δεν καταπίνεται…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.