Αφιερωμένη η σημερινή μας δημοσίευση σε όσους θα συμμετέχουν στην αυριανή διαδρομή που διοργανώνει το Parnassos Hiking Club & θα περπατήσουν στο “Μονοπάτι που ενώνει τα δυο χωριά” ξεκινώντας από την ΑΜΦΙΚΛΕΙΑ & καταλήγοντας στην ΠΟΛΥΔΡΟΣΟ & στο οινοποιείο Αργυρίου - “Αργυρίου Winery” εκεί όπου η φύση συναντά τη δημιουργικότητα
…
ένα λαογραφικό σημείωμα-χρονογράφημα από μια άλλη εποχή, που ο συντάκτης του με γλαφυρότητα αλλά & λυρισμό αφηγείται το πώς οι παλαιότερες γενιές των παιδιών της Σουβάλας, πριν τη 10ετία του 1960, που αποφάσιζαν να σπουδάσουν, φοιτούσαν στο γυμνάσιο της Αμφίκλειας...Του Κώστα Ι. Κούσουλα (1921-2018)
Στο δικό μας καιρό και παλιότερα, για να πάμε στο Γυμνάσιο στο Δαδί, πηγαίναμε από τον απάνω δρόμο της Μεγάλης Ράχης. Η μεγάλη Ράχη ήταν για μας τότε η αυλαία που μας ‘εκρυβε τον κόσμο. Πίσω απ’ τη Μεγάλη Ράχη ήταν το Δαδί...
Ποιος δε θυμάται απ’ τη δική μας γενιά ετούτο το δρόμο! Τον ανοίγαμε κάθε καινούργια χρονιά μαζί με τον πατέρα. Στο γουμάρι φορτώναμε τα “σέα” του νοικοκυριού μας το “μετάξι” όπως το λέγαμε χιουμοριστικά. Ήτανε τα ξύλινα τρίποδα με τις τάβλες για το σπαρτιάτικό μας κρεββάτι, η “γινομένη”, ο τέντζερης για να βράζουμε τα γυφτοφάσουλα, το ταγάρι με το καρβέλι το ψωμί, ελιές, λαδάκι ένας κόμπος, αλάτι, όλα- όλα μας τα ετοίμαζε η Μάννα ένα – ένα απ’ τ’ αποβραδύς να μη μας λείψει τίποτα και κακοπεράσουμε. Αναστέναζε μυξοκλαίγοντας, στριφογύριζε ξύνοντας το κεφάλι της μήπως ξέχασε τίποτα… Τον τραχανά τόνε βάλαμε μέσα μωρέ; Άει παιδάκι μ’ να μην κάθεσαι νηστικός , να μαγερεύεις, να μην αφήνεις τα’ αυγά και κλουβιαίνουν … Άειντε…
Ξεκινάγαμε νύχτα πριν να φέξει… Φτάνοντας στην κορφή της μεγάλης ράχης άρχιζε να χαράζει. Γυρίζαμε τότε τα μάτια μας και κοιτάζαμε το χωριό, θαμπό ακόμα και νυσταγμένο μέσα στο γλυκοχάραμα. Ένας καπνός που ανέβαινε αριός, ένας κόκορας , που λαλούσε, μάτια νε να πάρουνε μαζί τους την αγαπημένη εικόνα…
Κοντά μας νάτο το περιβόλι του Καρούζου, χαμηλότερα η ανασκαφή, ο δημόσιος δρόμος, η πλατεία με τα πλατάνια, η εκκλησιά. Πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε κι’ όμως τόσο ζωντανό, τόσο έντονα χρωματιστό στέκεται μπροστά μου το αγαπημένο τοπίο με την απτή, ανάγλυφη, στερεοσκοπική του παρουσία, που μου φαίνεται πως θ’ απλώσω έτσι δα μπροστά τα χέρια μου να το χαϊδέψω.
-Άει τώρα… Τι χαζεύεις ; φώναζε ο πατέρας. Προχωρούσε μπροστά κρατώντας το ζώο απ’ το καπίστρι, φτάναμε στα ισιώματα, στου Σταμάτη, στο ασπρόχωμα κι ύστερα νάτο μπροστά μας το Δαδί. Στο νοικιασμένο δωμάτιο γινότανε η εγκατάστασις, ο πατέρας έδινε τις τελευταίες προσταγές “να διαβάζεις! Τ’ ακούς;” κι ύστερα μέναμε μόνοι αρχίζοντας τον καινούργιο χρόνο.
Πώς περνούσε η εβδομάδα ως το Σάββατο; Μέναμε δυό-δυό, τρείς – τρείς μαζί για να μας πέφτει φτηνό το νοίκι. Θα μας δοθεί άλλη φορά ευκαιρία να περιγράψουμε από άλλη στήλη τα μαγειρικά μας κατορθώματα και την πείνα που μας έδερνε. Χαράζω τώρα τον πρώτο μας κύκλο και θέλω να μείνω πιστός στον στόχο. Τι κύκλος τώρα είναι αυτός κάμετε λίγη υπομονή και θα τον δείτε.
Γυρίζαμε λοιπόν το Σάββατο πάλι στο χωριό. Πετάγαμε κυριολεκτικά, φτερά είχαμε κολλημένα στα λιανά ποδάρια μας . Χωρίς ανάσα σκαπετάγαμε στο ασπρόχωμα, τρέχαμε στα ισιώματα και φτάναμε στη Ράχη.
Νάτο πάλι μπροστά μας το χωριό. Βράδυ τώρα. Ο ήλιος βασιλεύει μακριά στη γούρνα. Ασημώνει τα νερά της Αλεγούσας , αστράφτει στα γυμνά τζάμια των σπιτιών, σκαρφαλώνει στον ψηλό τρούλο της εκκλησιάς, παίζει στα πλατάνια, βασιλεύει…
Μ’ έναν πήδο πατάμε κιόλας το κατώφλι μας. Θα μας λούσει η Μάννα , θα μας αλλάξει , θ’ αναστενάξει. Τι και βρωμίσατε έτσι θεούλη μου, τι τρώγατε και λιάνεψε ο σβέρκος σου σα ρόκα από καλαμπόκι;
Τη Δευτέρα , την κάθε Δευτέρα ξαναφεύγουμε πάλι. Ως το Σάββατο έχουμε διαγράψει τον πρώτο μας κύκλο. Είναι στενός μιας ώρας δρόμος απόσταση η ακτίνα του, πέντε μέρες η χρονική διαγραφή της περιφέρειάς του. Αυτός είναι για μας ο πρώτος κύκλος της ξενιτειάς.
Μα είναι δυνατόν θα μου πούνε μερικοί. Για ποια ξενιτειά μιλάτε; Τι πράματα είναι αυτά , τι παιδιακίστικα καμώματα; Σήμερα που αλλάζουμε πλανήτη, που ο χώρος και ο χρόνος πήρε διαστάσεις μέσα στο αχανές άπειρον, εσείς αδιόρθωτος ακόμα μιλάτε για κύκλους με τόσο απίθανα στενά όρια ξενιτειάς;
Για το μικρό παιδί που θα βγει από την αγκαλιά της μάννας του αρχίζει ένας στενός μα τόσο οδυνηρός κύκλος ξενιτειάς. Για την ηλικία μας , κάτω από τις συνθήκες που μαθαίναμε τα γράμματα ο κύκλος είχε κάπως μεγαλώσει μα ήτανε το ίδιο οδυνηρός. Σήμερα για πολλούς από μας ο κύκλος δεν πήρε βέβαια διαστημικά μέτρα, πήρε όμως τα γήινα μέτρα των δρόμων και των θαλασσών που μας χωρίζουν χρόνια απ’ την αγαπημένη μας πατρίδα.
Και στο Διάστημα που πέταξε ο άνθρωπος παρθήκανε πρωταρχικά όλα τα μέτρα επιστροφής του στη γη. Γύρισαν πάλι οι πρωτοφανέρωτοι στα μέτρα της ιστορίας ήρωες στη μάννα τους κλαίγοντας σα μικρά παιδιά.
Πίσω στο χωριό , στην πατρίδα τους, στ’ αγαπημένα τους πράγματα. Για να πάρουν δύναμη , για να πάρουν ανάσα και να ξαναπετάξουν. Για να κλείσουν και να ξανανοίξει ο κύκλος. Απλοί άνθρωποι είμαστε. Βουνήσιοι Οδυσσείς πλάνητες μέσα σε τούτον τον κόσμο, κυνηγοί της ανάγκης πρέπει να κλείνουμε πότε-πότε τον οδυνηρό μας κύκλο με την επιστροφή μας στο χωριό.
Να παίρνουμε κουράγιο κι ανάσα ξαναφεύγοντας και ξαναγυρίζοντας ώσπου κάποτε να κλείσει ο κύκλος οριστικά από εκεί που ξεκίνησε.
Τελεία και παύλα.
Σημείωση Ιστολογίου:
Το χρονογράφημα πήραμε από το Φυλ.4 / Δεκ. 1964 της εφημερίδος “ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ” (έντυπου οργάνου του Συνδέσμου Πολυδροσιωτών Παρνασσού) και το δημοσιεύουμε όχι μόνο για να θυμηθούν οι παλαιότεροι τις ταλαιπώριες τους για να μάθουν γράμματα, αλλά κυρίως για να μάθουν & να αναλογισθούν οι σημερινοί μαθητές το πώς μάθαιναν γράμματα οι παππούδες τους.
Επιμέλεια -Ανάρτηση: Αλέκος Ι. Βαλάσκας
Από το lispolydrosou.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.