Συνεχίζοντας τον κύκλο δημοσίευσης λαογραφικών ιστορημάτων του μακαρίτη συγχωριανού μας Γεωπόνου & λογοτέχνη Κώστα Ι. Κούσουλα, δημοσιεύουμε & σήμερα ένα ακόμη εξαιρετικό βιωματικό του αφήγημα που σίγουρα θα θυμίσει σε πολλούς από τους παλαιότερους (60+) συγχωριανούς μας πρόσωπα, εικόνες & ίδια βιώματα, στους δε νεότερους να δώσει τη ευκαιρία να μάθουν τον τρόπο ζωής των παππούδων τους......
Ας με συγχωρέσουν οι σημερινοί Κορτσέληδες και ειδικά ο φίλος μου ο Χρήστος - καθώς πάει κι αυτός για τα εκατό - που θα προσπαθήσω στην αρχή της ιστορίας μας να ετυμολογήσω το όνομά τους βρίσκοντας πώς μπορεί να έχουν στο σόι τους ρίζα απ’ τη Μυτιλήνη. Κείνο το γνωστό εύθυμο τραγουδάκι με τη θεία την Αμερσούδα, είχε σαν επωδό παρενθετικά ανάμεσά του τους στίχους: «σείεται κ’ νιέτ’ το κοριτσέλι’ σα βαρκούλα σα καϊκέλι»...
Καθώς π.χ. οι ρίζες των ονομάτων των Πελοποννησίων λήγουν συνήθως σε όπουλος, π.χ. Γιαννόπουλος, των Ποντίων σε – ίδης, όπως του φίλου μου του Θωΐδη, της Χαλκιδικής σε - ούδης, Γιαννούδης κλπ. έτσι και των Μυτιληναίων λήγει σε –έλης όπως Μητρέλης, Γιαννέλης, όπως και του καθηγητού της Γεωργίας στη Γεωπονική Σχολή πρώτα της Θεσσαλονίκης και ύστερα της Αθήνας, Ταλλέλη, στον οποίο οφείλω και τη σταδιοδρομία μου σαν ειδικό αμπελουργίας και τον οποίο αείποτε μνημονεύω και ευγνωμονώ. Υπάρχουν και κάποιοι άλλοι λόγοι στους οποίους στηρίζω αυτή την ετυμολογική μου άποψη και στη συνέχεια θα τους αναλύσω, στην ιστορία που ακολουθεί.
Κείνη την εποχή που συνέβησαν αυτά, κάτι μεταξύ 1930 και ‘ 40 η θάλασσα δεν είχε πάρει ακόμα τη θαυματουργή φήμη για την επί της υγείας σωτήρια επίδρασή της γιατί δεν είχε εφευρεθεί, να δεις, ίσως λέω, ακόμα και το μαγιό με φύλλο συκής, που εκτός απ’ την άνετη θαλασσοθεραπεία, ηλιοθεραπεία, αεροθεραπεία κλπ. που σου παρέχει, δεν τα κρύβει όλα,. αφήνει και κάποια οπτικά περιθώρια, άμα διαθέτεις τα ωραία, να τα δείξεις τέλος πάντων κι ο άλλος ας τα βλέπει, φάτε μάτια ψάρια, θάλασσα είναι εδώ.
Ο κόσμος τότε βασανιζότανε πολύ απ’ την ελονοσία και τη φυματίωση και έτρεχε στα βουνά για να σωθεί και να παραθερίσει, έτσι λέγανε τότε τον εν αφασία ακόμη τουρισμό. Σε μας, η Απάνω Σουβάλα ήτανε τότε στις δόξες της, ενώ ο Παρνασσός σ’ όλη τη διαδρομή με τα ελικοειδή μονοπάτια του ήταν γιομάτος από γραφικές καλύβες που στα κρεβάτια τους μοσχοβολούσαν οι πουπουλένιες φτέρες και τα αρωματικά λατσούδια.
Η παραθέριση είχε και σκοπό υγιεινής και περισσότερο ακόμα, θεραπευτικής αγωγής.
Έτσι στην Απάνω Σουβάλα γέμιζαν τα σπίτια και τα καλυβάκια από καμπίσιους και ακόμα από Λαμιώτες και Αθηναίους που κατεβαίνανε απ’ το τραίνο στον όμορφο τότε σταθμό.
Τ’ αυτοκίνητα – ταξί, υποτυπώδη στην ύπαρξή τους με το Στάθη το Διαμαντώνη τον επιλεγόμενο Καλικάτσο, πάντα ευγενικό καλοντυμένο και προσηνή με μουστακάκι αλά Τζων Τζίλμπερτ, το Χρίστο ύστερα τον Τσιό, τον τραγουδιστή τον επιλεγόμενο Φιντέλ, κάνανε χρυσές δουλειές, απάνω – κάτω τότε στο σταθμό και στην Απάνω Σουβάλα.
Εγώ τώρα από άποψη υγείας είχα τα χάλια μου. Θα’ μουνα 11-12 χρονών όταν μπαίνοντας το καλοκαίρι στην Αη -Καθάρα της Αλεγούσας και χαζεύοντας ώρες με τα πόδια στα παγωμένα νερά, πατώντας στα νεραϊδένια απ’ τις ρίζες σκαλοπάτια τάχα για να κόβω ρακίτσες να ταΐσω τη γίδα μας το Μούκα, είχα πρηστεί το φθινόπωρο απ’ τα ρευματικά. Πηγαίνοντας ύστερα στη συνέχεια στα Θερμοπύλια για να θεραπέψω τα ρευματικά άρπαξα, όπως ήταν φυσικό από τα κ’ νούπια την ελονοσία την οποία μετέδωσα πάλι μ’ αυτούς τους θλιβερούς και επικίνδυνους μεσίτες στον αδερφό μου τον Λουκά.
Θυμάμαι που μόλις και περπατούσα μ’ ένα χάλι απερίγραπτης λεβεντιάς που μου προδίδανε οι τέτοιες γάμπες μου όπως όντως κρεμόνταντε απ’ τα μπατζάκια μου σαν καλάμια, έτρεχα στην πηγή της Αλεγούσας να κουβαλήσω κρύο νερό μ’ ένα καραμπό για το φουκαρά το Λουκά που είχε καταπέσει να δείτε πιο πολύ από μένα.
Ο γιατρός ο Χριστόπουλος μας είχε κατατρυπήσει με τις βελόνες του και απ’ το κινίνο και τις ατεμπρίνες είχαμε γίνει κίτρινοι στην κυριολεξία σαν το φλουρί.
Η κυρά Φροσύνη έκλαιγε όλη την ώρα τη λεβεντιά μας κι ο πατέρας μου κουνούσε λυπημένος και σκεφτικός το κεφάλι καθώς ο Χριστόπουλος ψηλός – ψηλός πάνω απ’ το κρεβάτι που φαινότανε θεόρατο, πελώριο κεφάλι, με δυσοίωνες προβλέψεις για την προκοπή μας.
Τέλος μ’ αυτά τα μαύρα χάλια πηγαίναμε στο σχολείο, εγώ τώρα στο ημιγυμνάσιο, όπου διαπρέπαμε εν τούτοις γραμματικά και οι δυο.
Πρώτα – πρώτα, έλεγε ο Χριστόπουλος, το φαγητό. Δεν ήμασταν και τόσο φτωχοί, αυτό έγινε αργότερα όταν έψαχνα στο μπεζαχτά να βρω στις φυράδες του ένα δίφραγκο να πάρουμε ένα μπουκαλάκι λάδι. Και στο μπακάλικο τότε υπήρχανε τα πάντα.
Αλλά πώς να φας χωρίς όρεξη;
Τι θα πει να μην έχεις όρεξη.
Θα πει δε θέλεις τίποτα το φαγόσημο να βλέπεις. Ο
ύτε γάλα, ούτε κοτόπουλο, ούτε κρέας, τίποτα.
Να τα βλέπεις και να αναγουλιάζεις.
Μυρίζανε λέει ρετσινόλαδο.
Βρε πιο ρετσινόλαδο; φώναζε ο πατέρας.
Αχ! αυτό το ρετσινόλαδο.
Μόλις ερχότανε η κρίση της ελονοσίας άσε τις κρυάδες κι ο πυρετός, πρηζότανε και η σπλήνα, τουμπάνιαζε η κοιλιά αν είχε με το ζόρι κάτι φάει και ο γιατρός πάλι νάτος:
Να ξεκινήσουμε καλά λέω με το ρετσινόλαδο. Εφεύρεση, ο καφές. Έριχνες ένα καφέ στο ρετσινόλαδο τόπινες και ερχότανε ο καφές καπέλο να μην αηδιάσεις τάχα και το βγάλεις. Μέχρι τα σαράντα μου χρόνια, να δεις ύστερα να μη μου μυρίσει ο καφές! Με τη μυρωδιά ερχότανε μαζί σε συνάρτηση να δεις και το καταραμένο το ρετσινόλαδο.
Ο πατέρας είχε πια απελπιστεί.
Σκεφτότανε για μένα να δεις και τη φυματίωση. Ε
ίχε αρκετά κρούσματα στο χωριό, άντε, κι εγώ πήγαινα έτσι στα δεκατρία δεκατέσσερα χρόνια μου, έμπαινα τάχα στην ήβη καλά – αχαμνά, ποια ήβη, δα, κλάψε με μάνα μου, κλάψε με!
Φαέι βρε, θα πεθάνεις, αυτή ήτανε η επωδός.
Ούτε κρέας, ούτε γάλα, τίποτα. Κόντευαν τα Χριστούγεννα.
Στο μαγαζί ο Θόδωρος ο Κορτσέλης απ’ την πέρα μεριά, έφερε λουκάνικα, πιο πολύ όχι για αυτούσια μεταπώληση αλλά για ψήσιμο σα μεζές στο μαγαζί για το κρασί. Λουκάνικα που τα έφκιαχνε μόνος του απ’ το γουρούνι του που το είχε σφάξει ‘κείνες τις μέρες.
Εκεί που καθόμουνα και χαζοδιάβαζα τις συνέχεις του κόμητος Μοντεχρήστου στα περιοδικά, με πήρε ξαφνικά η μυρουδιά απ’ τα λουκάνικα και σκίρτησα. Πήγα εκεί στο μπουφέ που τα έψηνε και μού’ ρθε να δεις κάτι σα λιποθυμιά, όχι από αηδία όπως ένιωθα με τις άλλες τις τροφές, αλλά αυτή τη φορά από πρωτόφαντη επιθυμία να φάω!
Ο πατέρας να δεις χάρηκε δε θα πει τίποτα. Καθώς ερεθισμένος τα κατέβαζα σα γλάρος, φοβήθηκε να μην πάθω και τίποτα, έτσι όπως ήμουνα μόνιμα νηστικός. Από τότε άρχισα και έτρωγα ύστερα να τα πάντα, και τίναξα ένα μπόι, τώρα αυτό το ξέρετε, πως δε σας κοροϊδεύω.
Κι έρχομαι τώρα στην ετυμολογία του ονόματος. Βρίσκομαι στη Λήμνο μαζί με τον Τσάνταλη. Φαΐ να δουν τα μάτια μου. Ψάρια, αστακούς, καραβίδες, στις μέρες που μείναμε κοντά μια βδομάδα. Τα βαρέθηκα. Να σας ψήσω λέει ο ταβερνιάρης λίγο λουκάνικο μυτιληνιό να δείτε άρωμα! Οι μυτηλιναίοι είναι ξακουστοί για τα αρώματα που δίνουν στο ούζο, αμ στο λουκάνικο!
Θυμήθηκα να δεις εκείνο το λουκάνικο του μακαρίτη του Θόδωρου του Κορτσέλη. Έβαζε και πολλά μυριστικά, δεν ήταν μόνο ο μαϊντανός, ο δυόσμος, το πιπέρι, δεν ήταν μόνο το αγνό κρέας και η προσωπική του τεχνική, ήταν κάτι σαν παράδοση ίσως μυτιληνιά, αυτή που μου άνοιξε την όρεξη και σώθηκα δια παντός. Ας με συγχωρέσουν και οι Κορτσέληδες φίλοι μου και διάδοχοι για τις τυχόν επιτυχείς ή λαθεμένες ετυμολογικές μου επί του ονόματος προεκτάσεις ή παρεκτροπές.
Κώστας Ι. Κούσουλας (1921-2018)
Επιμέλεια- Ανάρτηση: Αλέκος Ι. Βαλάσκας
ΠΗΓΗ: https://lispolydrosou.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.