Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

.... Σήμερα, Σάββατο 21 Δεκεμβρίου, ....

Σάββατο 24 Ιουλίου 2021

8η (1η) Ομάδα Ανταρτών ΕΛΑΣ Παρνασσού ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ - Παρασκευή 24 Ιουλίου 1942

ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ «ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ»

"Έστειλα και ειδοποίησα το Σουραβλή νάρθει. Έφτασε αμέσως. Το κατάλαβε, πηδούσε από τη χαρά του. Κανονίσαμε όλα τα καθέκαστα και έφυγε να ετοιμαστεί.....
Ξεσηκώθηκα σιγά-σιγά κι εγώ.
Άρχισα τη δική μου προετοιμασία, με βαθειές εισπνοές προκαλώντας τον πόνο να τσακιστεί να φύγει από τα πλευρά μου.
Πήγαινα ως έξω στο μπαλκόνι και ξαναγύριζα στο κρεβάτι μου.
Ύστερα η βόλτα μου έγινε ως τον κήπο. Δούλευε και το μυαλό μου, τι πράγματα να πάρω μαζί μου κι ανάμεσα στ’ άλλα, αποφάσισα να πάρω και μια αλλαξιά καθαρά εσώρουχα και μια πετσέτα προσώπου.
Ερχόταν και ξαναρχόταν ο Σουραβλής «να πάρουμε και τούτο; να πάρουμε κι εκείνο;».
Αυτός θάπαιρνε και την παλαιική σπάθα, κι εγώ τη βουλγάρικη χλαίνη, το λάφυρο.
Οι χωριανοί, εξακολουθούσαν τον καθημερινό μόχθο τους, όπως και πριν. Τους έβλεπα ξαφνικά με αλλοιώτικο μάτι, πιο φτωχούς, πιο αξιολύπητους, ήμουν ο ευνοημένος εγώ, ενώ αυτοί, συνέχιζαν να ζουν άχαρα. Αισθανόμουν κι ένα σφίξιμο στην καρδιά μου, ότι μια ολόκληρη ζωή, τελείωνε οριστικά.
Την επόμενη ημέρα, έκαμα μακρύτερους περιπάτους. Συνερχόμουν γοργά. Από ώρα σε ώρα, η ευχάριστη διαφορά. Την Τετάρτη το βράδυ, πήγαμε στη Βριζόραχη και κρύψαμε τα όπλα μας, τις σφαίρες, τη χλαίνη, τη σπάθα. Διαλέξαμε ένα παχύ πουρνάρι, και τα χώσαμε μέσα. Κάμαμε χίλιες φορές έλεγχο, αν είναι καλά κρυμμένα, να μην πάθουμε κι εδώ, κανένα καινούριο ρεζιλίκι. Την Πέμπτη, από το δειλινό αφήσαμε το χωριό.

Τι γλυκός, τι πονεμένος αποχαιρετισμός… Εμείς ξέραμε ότι φεύγουμε, οι δικοί μας δεν ήξεραν… Ήταν και η πικρή σκέψη, ότι τους άφινες πίσω ανυποψίαστους, σε νέους μεγαλύτερους κινδύνους. Ο πατέρας μου κάπου έλειπε πάλι. Τον πήρα θρονιασμένον στη σκέψη μου, έτσι όπως τον έβλεπα ταχτικά, τον τελευταίο καιρό, όλο βιαστικόν, συλλογισμένον, απογοητευμένον. Αγκάλιασα με τρόπο και τα μικρότερα αδέρφια μου και καίγανε τα μάτια μου. Έβαλα τα δυνατά μου, να μην καταλάβουν την ταραχή μου. Από τ’ αμπέλια σταθήκαμε λίγο και κυττάξαμε το χωριό, κι αυτό ήταν ο τελευταίος μας αποχαιρετισμός. Προχωρήσαμε σταθεροί, στη νέα μας ζωή.
«Πώς θάναι αυτή η ώρα;» αναρωτιόμουν τους μήνες της προετοιμασίας. Τώρα αυτή την ώρα τη ζούσα. Αλήθεια, περπατούσαμε εκστατικοί. Σε μια στιγμή όμως, (νύχτωνε) λίγο και φτωχό μου φάνηκε αυτό το ξεκίνημα, δυο άνθρωποι μονάχοι μέσα στη νύχτα…

Κοιμηθήκαμε στη Βριζόραχη, δίπλα στο δρόμο, σιγουρευτήκαμε πρώτα ότι τα πράγματά μας είναι στη θέση τους. Τυλίχτηκα καλά, φο-βόμουν να μην ξανακρυώσω, είχε υγρασία και κρυάδα η νύχτα, είναι κι ο τόπος αυτού υγρός, κι εμένα δε με είχε αφήσει ολότελα ο πυρετός.
Μια ώρα πριν φέξει, σηκωθήκαμε, ξετρυπώσαμε και τα όπλα και κινήσαμε, δεν είμασταν μακρυά. Πιάσαμε πριν να ξημερώσει το βράχο, δίπλα στον Όχτο, να περάσουμε τη μέρα μας. Είναι δίπλα στο δρόμο, αλλά ανάποδο μέρος, δεν πατάει καλοπίχερα άνθρωπος εκεί.

Ξημέρωσε, βγήκε ο ήλιος. Φάνηκε ότι θα είχαμε ζέστα. «Θα ψηθούμε, σήμερα, μέσα στο βράχο» είπε ο Σουραβλής. Κρύψαμε και τα όπλα, αν τύχει κι ερχόταν κανένας, να κάνουμε τους αδιάφορους. Πιάσαμε τον ίσκιο, αλλά ανέβαινε ο ήλιος κι άναβε σιγά-σιγά ο βράχος, άρχισε να αναδίνει μια αποκρουστική ανάσα. Νερό είχαμε λιγοστό, σε μια μπουκάλα μισηοκάρα. «Αντάρτες, και το νερό σε μπουκάλες!» λέγαμε και γελούσαμε. Τη βάλαμε στην πιο βαθειά σχισμή του βράχου, για δροσιά. Κατά το μεσημέρι, ακούμε πίσω μας, ένα «χτά-οο!» σα μικρός πυροβολισμός. Τιναχτήκαμε ξαφνιασμένοι. Δε φαινόταν τίποτα. «Η μπουκάλα!» έκαμε τότε ο Σουραβλής. Τη βρήκαμε, είχε πεταχτεί ο φελλός της, το νερό έβγαζε φουσκαλίτσες. Μάθαμε αυτή τη μέρα, ότι μπορεί κανένας να ξεδιψάει και με αλισίβα. Σα θέλαμε, ας κάναμε κι αλλοιώς.
Τρόμαξε ναρθεί το βράδυ. Νυχτώνοντας ξετρυπώσαμε αθόρυβα, βγήκαμε στο δρόμο και κατεβήκαμε στη μεγάλη τη στροφή. Κάμαμε εκεί επίτηδες λίγο θόρυβο. Άκρα ησυχία όμως. Σταθήκαμε και αφου-γκραζόμασταν με τ’ αυτί τεντωμένο. Ξεροβήξαμε , αλλά και πάλι τίποτα. Καθήσαμε τότε ανασαίνοντας αχνά.

Σε κάμποση ώρα, κάποιος ανέβαινε το μονοπάτι, από του Μηλιά το Βράχο, και τσιτωθήκαμε. Ήταν ο δικός μας. Είπαμε τα συνθήματα και τον ακολουθήσαμε αμίλητοι, δε θυμάμαι ποιο παιδί από την Κάτω Αγόριανη ήταν, θυμάμαι μόνο, πόσο περίεργος, έσκυψα να δω ποιος είναι, και είπα μέσα μου χαρούμενος «μωρέ, μαζί μας κι ο τάδε!».

Μας κατέβαζε λοξά στην πλαγιά, κάτω απ’ του Μηλιά το Βράχο. Είχε βγει κι ένα φεγγάρι, σχεδόν ολόγιομο, σα νεκρή κι ακίνητη η φύση. Σ’ ένα σημείο, στα πεζούλια πριν από το πέρα Κεφαλόβρυσο, και πιο ψηλά από το δρόμο, ακούσαμε σιγανή φασαρία. Είδαμε ανθρώπους αρκετούς, κάτι πάλευαν όλοι. Ήμουν ξανά περίεργος, να δω ποιοι είναι. «Αυτοί είναι οι σύντροφοί μου!» αναλογιζόμουν ταραγμένος. «Και μπόλικοι!» χαιρόμουν.

Μόλις φτάσαμε, μας δέχτηκαν με ζωηρότητα. Γνώρισα αμέσως, τον Κώστα το Γιαννόπουλο, το Νίκο Ράπτη (Νικοκαλέκα), το Γιώργο το Σταμάτη, ύστερα το Γιάννη Λάζο, τον Κώστα τον Αφέντη. Ένας-δυο άλλοι, δεν τους γνώρισα. «Οι κύριο;» είπα. Γέλασε ο ένας. «Ο φίλος Γιώργος» είπε ο Γιαννόπουλος γι’ αυτόν και ο «φίλος Βασίλης» για τον άλλον. Ο Γιώργος, είπε γελώντας «χαίρω πολύ».

Μούκαμαν εντύπωση αυτοί οι δυο ξένοι. Ότι παντού η Πατρίδα μας είχε πρόθυμα παλληκάρια. Παραπέρα, άλλοι ένας-δυο, ο ένας κάπνιζε. Ήταν ο Γιάννης Αλεξάντρου.

Γινόταν κάμποση φασαριούλα. Ευχάριστη. Έκαναν όλοι βιαστικά. Τη χαιρόμουνα αυτή τη φασαρία, ότι, νάτο, είχαμε κιόλας τη δύναμή μας, ο όχτος εκείνος και η πλαγιά, έδαφος της Πατρίδας μας ελεύθερο!
Από το μαύρο ίσκιο ενός πουρναριού, στον όχτο, άρχισαν ξαφνικά να βγάζουν ταγάρια και άλλα πράγματα. Ο Γιάννης Αλεξάντρου είχε σηκωθεί γονατιστός, και βόλευε σφαίρες και δεσμίδες, μου φάνηκε φορτωμένος βαρύ σακκίδιο. «Θάρθει κι ο Γιάννης!» έμεινα έκπληκτος. Έτσι ήρεμο και πράο που τον ήξερα, ήταν ο τελευταίος που μπορούσα να φανταστώ για αντάρτη. Δίπλα του γυάλιζε ένα οπλοπολυβόλο, λαχτάρισα που το είδα, πήγα μ’ ένα πήδημα κοντά, και το χαιρόμουν, ένα τέλειο πραματάκι, καλοδιατηρημένο, εγγλέζικο. Άκουσα, ότι θα τόπαιρνε ο Γιάννης Αλεξάντρου, δεύτερη έκπληξη για μένα.

Έβγαζαν ακόμα πράγματα από το μαύρο ίσκιο, και παραξενεύτηκα, πού διάολο χωρούσε τόσος κόσμος που χανόταν και ξανάβγαινε εκεί. Πήγα κι είδα, ότι δεν ήταν σκέτος ίσκιος. Από τα πουρνάρια άρχιζε μια τρύπα οριζόντια μέσα στη γη, βαθειά κρυψώνα πρώτης, την έκλειναν μπροστά τελείως οι θάμνοι. Άκουσα και τη θαύμαζαν όλοι: «βρε το Νικοκαλέκα!» λέγανε και κατάλαβα, ότι ήταν δικό του έργο (ήταν και το χωράφι δικό του).
Έμεινα θαυμάζοντας πόσος κόσμος, πόση προετοιμασία, από πόσον καιρό, είχαν χρειαστεί για κείνο το ξεκίνημα, πόση μέθοδο και πόση αυταπάρνηση.
Δούλευαν όλοι με πνιχτή βιασύνη.

Φάνηκαν σε λίγο ν’ ανεβαίνουν κι άλλοι δυο-τρεις ακόμα από το χωριό. «Κάμ’τε γρήγορα ντε!» τους κακιώθηκε ένας από μας. Έφτασαν λαχανιασμένοι αυτοί και ξεφορτώθηκαν βαρειά ταγάρια.
― Ελάτε, φίλοι! Πάρτε όλοι ψωμί! φώναξε ο Σταμάτης. Και μας δίναν ένα καρβέλι στον καθένα μας.
Οι δυο άγνωστοι, ο Γιώργος κι ο Βασίλης, κάθονταν αμίλητοι, κυττάζοντας πάνω απ’ τον κάμπο. Πάλι μου φάνηκε σα να μας φέρνανε αυτοί οι δυο, μια άγνωστη κι όλο μυστήριο δύναμη από άλλα μέρη.

Ξάφνου έγινε αναταραχή. Ένα φορτηγό αυτοκίνητο, ξεμπουκάρισε στη δημοσιά από το μέρος της Μαριολάτας, έφτασε και περνούσε δια-κόσια-τριακόσια μέτρα κάτω από μας, έβουζε η μηχανή του, βροντιόταν ολόκληρο στις λακκούβες. Κεφωμένη συντροφιά, καταλάβαμε κουβάλαγε. Σταμάτησε στον πάτο του χωριού. Η παρέα τραγουδούσε άναρθρα και μεθυσμένα. Ύστερα ακούστηκαν δυνατές ιταλικές φωνές και πεταχτήκαμε σφίγγοντας τα δόντια. Ξάφνου, άρχισαν να πέφτουν και ντουφεκιές και οι ιταλικές φωνές γίνανε αηδιαστικές, όλο αυθάδεια και θράσος. «Πού ρίχνουν οι τσόγλανοι!» είπε ένας μας. «Και δεν κατεβαίνουμε ν’ αρχίσουμε απ’ αυτούς, απόψε;» είπε άλλος. Ύστερα ακούσαμε το αυτοκίνητο έγρουζε ξανά η μηχανή του, ζορίστηκε και ξεκίνησε. Έγειρε προς το νεκροταφείο και απλώθηκε ξανά ησυχία.

Μαζευτήκαμε τότε μια παρέα, ο Γιαννόπουλος, ο Γιώργος Σταμάτης, ο Νικοκαλέκας, ο Γιάννης Αλεξάντρου κι εγώ. Κανονίσαμε από πού θα πάμε. Είπαν ότι είχαμε ν’ ανεβούμε στον Αϊ-Λιά της Απάνω Σουβάλας, ότι θα συναντούσαμε εκεί κι άλλους φίλους από το Δαδί. Ο Γιαννόπουλος έλεγε «θα πάτε… θα βρείτε» και κατάλαβα, ότι αυτός δε θάρθει με την ομάδα. Κατόπιν ο ίδιος είπε: «Να ξεκινάτε, φίλοι! Εμπρός!».

Τι ταραχή μας γέμισε αυτή η ξαφνική σύσταση. Βρεθήκαμε όλοι όρθιοι, άλλοι φορτώνονταν τα πράγματά τους, αλλουνών άστραψαν στο φεγγάρι οι πλατειές παλάμες «γεια σας, παιδιά! γεια σας αδέρφια!» άπλωναν να μας χαιρετήσουν. Γίναμε ένα ανακάτωμα δυο-δυο, αγκαλιές, φιλήματα, συγκίνηση.

Με πήρε μισό λεπτό παράμερα ο Γιαννόπουλος.
― Η ομάδα ξεκινάει, μούπε επίσημα. Την παραλαβαίνεις και σας συνοδεύουν οι ευχές μας. Εμείς θα σας παρακολουθούμε και θα σας φροντίζουμε, σε όλα σας. Στο καλό, και καλή τύχη σε όλους μας!
Μ’ αγκάλιασε και φιληθήκαμε. «Γεια σου Κώστα!» είπα μόνο βραχνά. Ύστερα γύρισα «αναλάβατε!» φώναξα επίσημα κι εγώ στους συντρόφους μου κι άκουσα έκπληκτος τη φωνή μου. Έδινα ξανά παράγγελμα! Πατρίδα μου, μας άκουσες;

Ξεκινήσαμε. «Στο καλό παιδιά! στο καλό! Γεια σας! Γεια σας!» μας συνόδευαν πίσω μας, συγκινημένες πνιχτές φωνές. Εμείς, βαθειά ταραγμένοι όλοι, πιάσαμε τον ανήφορο φορτωμένοι βαρειά και σκυφτοί. Άαα, είχε ζόρι η δουλειά! Ο ιδρώτας κίνησε αμέσως ποτάμι. Εγώ, έτρεμαν τα πόδια μου. Κάμαμε λοξά απάνω. Βγήκαμε στη δημοσιά και περάσαμε απέναντι στη λάκκα στον Αϊ-Δημήτρη.

Βαδίζαμε με όλους τους κανόνες, ο ένας πέντε-δέκα μέτρα πίσω από τον άλλον, αμίλητοι, προσεχτικοί. Δυο προχωρούσαν πιο μπροστά ανιχνευτές. Βάδισα μαζί τους λίγο, και συνεννοηθήκαμε πώς θα προχωρούν, τι να προσέχουν, σε ποιες εδαφικές γραμμές θα πιάνουν να σιγουρεύονται για την ασφάλεια της πορείας μας, πώς θα συνεννοούμαστε, πώς θα φροντίζουν κι αυτοί να μην ξεκοπούν από την ομάδα, τι θα έκαναν, αν έβλεπαν κάτι ύποπτο. Γύρισα κατόπιν και στη ομάδα. Είπα στον πρώτο την ιδιαίτερη ευθύνη του, να μη χάνει απ’ τα μάτια του τους ανιχνευτές και στους υπόλοιπους άλλες οδηγίες. Συγκινήθηκα, πόσο γρήγορα, πόσο σταθερά συνεννοούμασταν. Ήταν σα μια θεία ιεροτελεστία όλα.

Προχωρούσαμε αμίλητοι. Το φεγγάρι είχε μεσουρανήσει, το είχαμε λίγο στο δεξιό μας. Η πλαγιά έπεφτε αριστερά μας. Έπεφταν λοιπόν αριστερά και οι ίσκιοι μας, μακρόστενοι, θεόρατοι, έμοιαζε σα να διαβαίνουν γίγαντες, όλη η πλαγιά κάτω απ’ τα σκέλια μας.

Στον Αϊ-Δημήτρη, σταθήκαμε λιγάκι να ξανασάνουμε. Είπα: «πιο μπροστά λιγάκι η στάση!» και εξήγησα κατόπιν, ότι τα σημαδιακά μέρη, πάντα θα τ’ αποφεύγουμε. Προσπαθούσα να βγάζω διδάγματα και χρήσιμες οδηγίες στο κάθε βήμα μας.

Σηκωθήκαμε πάλι, ευχαριστημένοι. Εγώ ίδρωνα γενναία, ζεστάθηκε καλά το κορμί μου και δούλευε πιο υπάκουα. Μόνο, ξεραινόταν πολύ το στόμα μου από τη δίψα. Στον Πύργο, πέσαμε ίσια κάτω στον απότομο κατήφορο. Το ανάπηρο Πελασγικό μεγαθήριο, φάνταζε απροσπέλαστο μέσα στο φεγγαρόφωτο, τυλιγμένο στο μυστήριο των αιώνων. Μια μαύρη τούφα χορτάρια, κρέμονταν αλλόκοτα στο κούτελό του.

Πέσαμε στου Τσελοπανάγου το μύλο, μας πήρε η δροσιά της φοβερής χαράδρας, που βγαίνει αυτού στον κάμπο. Ανασαίναμε βαθειά, ζωηρεμένοι. Αρχίσαμε να γνωρίζουμε και τα χίλια πρόσωπα τον τόπο, αλλού ανοιχτός κι ευχάριστος, αλλού απίστομος, αλλού κλειστός και ύπουλος.
Περάσαμε τη ρεματιά με περισσότερες προφυλάξεις και φτάσαμε ριζό-ριζό στην Αγία Ελεούσα. Γυάλιζε μαβιά το νερό που πετάει αυτού το βουνό από τα σωθικά του. Πλησιάσαμε κι εδώ προσεχτικά, ξεφορτωθήκαμε, σκύψαμε και παίρναμε νερό στις χούφτες μας να πιούμε. Οι δυο σκοποί μας φύλαγαν πιο μπρος. Οι πλάτες μας πίττα από τον ιδρώτα. Αρχίσαμε να βρίσκουμε και ποιος ήταν ο πιο καλός τρόπος, να ξεφορτωνόμαστε τα πράγματά μας. Γεμίσαμε και τα παγούρια μας, ακουγόταν, γλου-γλου-γλου, όπως τα βυθίζαμε ολόκληρα στο ακύμαντο νερό.

Περάσαμε και τη ρεματιά της Σουβάλας. Δεν πρόσεξα, και πάτησα μέσα στο νερό. Γλυστρούσαν ύστερα τα πόδια μου μέσα στα παπούτσια και οι ραφές, τα δέρματα, ζορίζονταν άσχημα κι έσπαζαν. Μεγάλη ατυχία να πατάει μέσα στο νερό ένας αντάρτης.

Κατόπιν άρχισε το μεγάλο μαρτύριο: έπρεπε ν’ ανεβούμε στήθος τον ανήφορο για τον Αϊ-Λιά της Απάνω Σουβάλας. Από μακρυά, να τον βλέπεις ημέρα, λες ήμερος τόπος. Για μας πιο ανάποδος δε γινόταν. Όλο πουρνάρι στρωτό, να βυζαίνει τον τόπο, και σωρηάδες. Στα πουρνάρια, αδύνατο να πατάς. Στους σωρηάδες, προχωρούσαμε ένα βήμα μπρος κι έφευγαν τα χαλίκια και μας πήγαιναν πέντε πίσω. Χάναμε και την ισορροπία μας, σα μεθυσμένοι, έσπαζε πίσω μας η μέση μας, κάτι να πιαστούμε δεν υπήρχε κι αφρίζαμε στον ιδρώτα. Γέμισαν αγκάθια και στουμπήματα χέρια και πόδια μας. Τα παπούτσια μας, μας άφιναν υγείες ολουνών. Δεν ανεβαίναμε, παλεύαμε χτυπώντας με τα χέρια τον αέρα.

Σώθηκε καμμιά φορά αυτός ο γολγοθάς, πατήσαμε μέρος ομαλό. Στο δρόμο μπροστά μας κελάρυζε χαρωπούτσικα μια βρυσούλα. Πάλι συγκρατηθήκαμε, τη ζυγώσαμε προφυλακτικά και κατόπιν πέσαμε λαίμαργα να ξεδιψάσουμε. Ζεστούτσικο όμως το νερό της και μας απογοήτευσε.
Από πάνω απ’ τη βρυσούλα άρχιζε ο μαλακός πευκιάς με το βελούδινο θροϊτό του. Είχε βγάλει κρύο απόγειο το βουνό και τα πεύκα ευωδίαζαν ζωογονητικά. Μπήκαμε στο δάσος να βιαστούμε, γιατί όπου νάναι θα ξημέρωνε. Είχε κι εδώ τις δυσκολίες του. Ξερά κλαδιά μας στράβωναν, τρυπούσαν τα πόδια μας, μας έσκιζαν, ξερές πευκοβελόνες πέφτανε στους ιδρωμένους σβέρκους μας… Και προπαντός ότι χανόμασταν μεταξύ μας και θορυβούσαμε.

Βαθειά-βαθειά χαράματα φτάσαμε στην κορφή. Ζυγώσαμε προσεχτικά, φέραμε ένα γύρω βόλτα το σιωπηλό ξωκκλησάκι. Κοιμούνταν στο απάγγειο οι δυο φίλοι από το Δαδί, και μας περίμεναν, ο Λουκάς Καθούλης (δικηγόρος), κι ο Γιώργος Καρούμπης (γεωπόνος). Πετάχτηκαν χαρούμενοι μόλις μας άκουσαν. Όλοι χαρήκαμε, ήταν θεσπέσιο να βγαίνουν έτσι θετικές οι ενέργειές μας.

Κατέβαινε όμως ένα πικρό-πικρό αγιάζι από τον Παρνασσό, φαρμάκι. Από τον κάμπο είχαμε ανεβεί κοντά στα χίλια μέτρα ύψος και είμασταν όξω κι όξω μούσκεμα στον ιδρώτα. Οι άλλοι χαίρονταν ακόμα τη συνάντηση, άρχισαν να συζητούν. Εγώ δεν καθυστέρησα λεπτό. Έπιασα το πιο απάγγειο μέρος, γδύθηκα με γρήγορες δυνατές κινήσεις, άρπαξα την πετσέτα μου, τρίφτηκα καλά-καλά, στέγνωσε το κορμί μου και φόρεσα τη στεγνή μου αλλαξιά. Απλώθηκε στο κορμί μου ένα τέλειο ραχάτεμα. Το αεράκι ήταν βάλσαμο πια, ανάπνεα δυνατά. Ένοιωσα μια βαθειά σιγουριά. Άπλωσα πάνω στο γυλιό μου και τη βρεγμένη φανέλλα να στεγνώσει. Ήμουνα μια χαρά.
Χάραζε στο μεταξύ.
Συνεννοηθήκαμε γρήγορα-γρήγορα. Έπρεπε να φεύγουμε από το μέρος αυτό και να περάσουμε αντίκρυ στο μεγάλο το δάσος πριν μας πάρει η μέρα. Ετοιμαστήκαμε και ξεκινάγαμε. Τότε ο Λουκάς Καθούλης είπε : «Φίλοι, μια στιγμή! Έχω τη γνώμη, αυτή τη στιγμή που σχηματίστηκε η ομάδα μας και ξεκινάει, να μπούμε στη γραμμή και να ψάλουμε τον Εθνικό μας Ύμνο, έτσι επίσημα». «Κύττα άνθρωποι – έλεγα εγώ – όλο ψάχνει και βρίσκει το μυαλό τους!». Και περιεργαζόμουν τον καινούριο αυτόν, άγνωστό μου. Στο Δαδί, μια-δυο φορές τον είχα δει μαθητής γυμνασίου, μιλούσαν με ιδιαίτερη εκτίμηση γι’ αυτόν οι μαθητές. Είχε κι αυτός τις περιπέτειές του επί Μεταξά. Ήταν κοντός, λεπτός, αυστηρός άνθρωπος και μιλούσε σκύβοντας λίγο το κεφάλι και σμίγοντας τα φρύδια του, όσο πιο σοβαρά ήταν να μιλήσει τόσο πιο πολύ έσμιγε τα φρύδια.

Μπήκαμε στη γραμμή. Θυμήθηκα ξάφνου την απλωμένη στο γυλιό φανέλλα μου κι άπλωσα και την έβγαλα από κει. Έδωσα παράγγελμα «προσοχή!» συγκρατημένα, δονημένη όμως η φωνή μου. Κι αρχίσαμε, ακούστηκαν οι φωνές μας και τις ακούγαμε πρώτοι εμείς οι ίδιοι, έκπληκτοι:
«Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή
Σε γνωρίζω από την όψη
που με βια μετράει τη γη…»
Ρίγησε το δάσος γύρω, ανατριχιάσαμε κι εμείς. Και ξεκινήσαμε αμίλητοι. Είμασταν: Ο Γιάννης Αλεξάντρου (Λιλαία), ο Γιώργος Χουλιάρας (Λαμία), ο Λουκάς Καθούλης (Δαδί), ο Γιάννης Σουραβλής (Απάνω Αγόριανη), ο Γιώργος Καρούμπης (Δαδί), ο Γιώργος Τούμπας (Κουκουβίστα), ο Κώστας Αφέντης (Λιλαία), ο Γιάννης Λάζος (Λιλαία) κι εγώ."
(σελ. 319-325, Τόμος Α΄)
ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ «ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ» - ΤΟΜΟΣ Α΄
*στην φωτογραφία: Το μνημείο με τα ονόματα των πρωτοπόρων ανταρτών στο ξεκίνημα της 8ης Ομάδας ΕΛΑΣ Παρνασσού [οικία-μουσείο Γιάννη Αλεξάνδρου - "Διαμαντή", Λιλαία - Κάτω Αγόριανη Φωκίδας].

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.