Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

.... Σήμερα, Κυριακή 22 Δεκεμβρίου, ....

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2020

Άγνωστες (χαρτοπαικτικές) Σουβαλιώτικες Ιστορίες - Του Δημήτρη Κατοίκου

Μπαίνοντας ο Δεκέμβριος, πλησιάζοντας οι γιορτές και κόντρα στη βαρυχειμωνιά και την πλήξη, το χαρτοπαίγνιο άναβε για τα καλά στην πάλαι ποτέ πλήθουσα εργατομάνα Σουβάλα.....

Στους καφενέδες, το κυνήγι της τύχης ήταν ενεργό σχεδόν όλο το 24ωρο. Αλλά και στις ταβέρνες, μετά την εσπερινή μεζεδοκρασοκατάνυξη, η λαδόκολλα με τα συμπρούστορα αποσύρονταν, τα ποτήρια παρέμειναν και το πάρτι του βιδαριστού ξεκινούσε. Ουκ ολίγα καταγώγια και αποθήκες πλουσιόσπιτων και καταστημάτων, μετατρέπονταν σε αυτοσχέδιες  λέσχες για τους λάτρεις κυρίως του χοντρού κυβοπαικτικού τζόγου.

Θα επιχειρήσουμε μια μικρή σωστική καταγραφή του κοινωνικού αυτού φαινομένου της παλιάς Σουβάλας, προσεγγίζοντας το θέμα κυρίως από την σκωπτική του πλευρά και θα αναφερθούμε σε χαρούμενα περιστατικά που μας κατέλειπαν διηγούμενοι οι πρόγονοί μας πρωταγωνιστές τους. Και επειδή θα εκθέσουμε πρόσωπα και πράγματα, προς άρσιν πάσης παρεξηγήσεως δεν θα ιστορήσουμε τραγωδίες. Γιατί υπήρξαν κι αυτές. Με πρώτη και καλύτερη αυτή του στενού μου οικογενειακού περιβάλλοντος, για την οποία θα κάνω μια εξαίρεση ως εισαγωγή.

1. Χειμώνας του 1942. Φεβρουαρίου 14. Μετά από ένα ολοήμερο χαρτοπαικτικό κρεσέντο στο υπόγειο του καφενείου Διαμαντώνη, (σημερινό Πέτρινο), αργά τη νύχτα επιστρέφει στο σπίτι ο Μήτρος Κατοίκος, ρέστος και ταπής. Από τη μια η χασούρα, από την άλλη ο εξάψαλμος της γυναίκας του κυρά-Παναγιούς Νηστικούλη, δεν άντεξε.

-«Θα μ’το χαλάσεις το σπίτ’ Μήτρο με το παίγνιο. Κι έχουμε κι μκρά κορίτσια». Φώναζε και με το δίκιο της η Παναγιού.

_ «Σα μ’φαίνεται θα στο χαλάσω στ’αλήθεια απόψε Παναγιού», αποκρίθηκε ο Μήτρος και φέρνοντας το χέρι του στην καρδιά έπεσε νεκρός στην παραστιά του φωτανάματος. Έσβησε σε ηλικία 54 ετών αφήνοντας τον νεαρό τότε πατέρα μου στο τιμόνι της οικογένειας με δύο αδερφές ορφανές ηλικίας 13 και 6 ετών.

2. Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, το παλιό παντοπωλείο του Γιώργου Τσαρμακλή στη μικρή πλατεία της ομώνυμης βρύσης, γνώρισε μεγάλες χαρτοπαικτικές πιένες. Ξυλόσομπα στο φουλ, καλό κρασί, μεζέδες από ρέγγα και τηγανητό μπακαλιάρο, έκαναν τους χαρτοπαίκτες θαμώνες να μη θέλουν να σηκωθούν από το τραπέζι ούτε για κατούρημα. Ένα βράδυ όμως, παίκτες και κανιότα υπολόγισαν χωρίς τον ξενοδόχο. Η πανταχού παρούσα Χωροφυλακή επέδραμε κυκλωτικώς στο κατάστημα και εξ εφόδου συνέλαβε τους ποκαδόρους εν τω πράττεσθαι. Ένας εξ αυτών Χ. Κορτσέλης, στην προσπάθειά του να διαφύγει τη σύλληψη πήδησε από το παράθυρο. Έσπασε όμως το πόδι του κατά την πτώση και συνελήφθη. Μεταξύ των συλληφθέντων ήταν και ο γαμπρός απ’αδερφή του πατέρα μου και γραμματέας της Κοινότητας Γιάννης Αυγέρης (Ξεστρούπας). Την άλλη μέρα στο Δικαστήριο, εύστροφος, ευφυής και γραμματιζούμενος καθώς ήταν, όταν ήρθε η σειρά του να απολογηθεί απευθυνόμενος προς την Έδρα πρόβαλε το εξής αμίμητο επιχείρημα: «Εγώ κύριε πρόεδρε δεν έπαιζα. Είμαι γείτονας και περαστικός από κει. Απλώς παρακολουθούσα. Τα χαρτιά ούτε που τα πιάνω στα χέρια μου. Τα απεχθάνομαι! Τα απεχθάνομαι! Κάνοντας συνέχεια την χαρακτηριστική χειρονομία της απέχθειας. Έλα όμως που ο Πρόεδρος ήταν συντοπίτης και ο ίδιος χαρτοπαίκτης και τον γνώριζε.

_ «Τα απεχθάνεσαι τα χαρτιά Αυγέρη, αλλά τον άσσο σπαθί τον βλέπεις από τη Ζβάλα μέχρι τον Τούνο!!!».(Μπράλο). Του ανταπάντησε ο Πρόεδρος και τον καταδίκασε σε εξαγοράσιμη ποινή φυλάκισης.

3. Ένας δεινός και μανιώδης χαρτοπαίκτης αυτής της εποχής, ήταν και ο χασάπης Αδάμ Καρούζος (Παναής). Στα στερνά του παντρεύτηκε και άνοιξε ένα μικρό ταβερνάκι στη γειτονιά του Δημαρχείου. Ως ήτο φυσικό, μετά το πέρας της κατανάλωσης των κοκορετσοσπληνάντερων,  το ταβερνείο μετατρέπετο σε ναό της τύχης και οι δειπνοσοφιστές έδιναν μάχες με το ρήγα και το βαλέ. Ο Αδάμ όταν έχανε δεν σηκωνόταν από το τραπέζι για μερόνυχτα, ελπίζοντας ότι θα γυρίσει το χαρτί και θα ρεφάρει. Όταν όμως κέρδιζε, για να μην τα ξαναχάσει, έβαζε τα κέρδη στην τσέπη και έφευγε αμέσως προβάλλοντας την ίδια πάντα αστεία δικαιολογία: «Παιδιά με συγχωρείται αλλά πρέπει να φύγω γιατί έχω τηλέφωνο!!».Υπονοώντας ότι τον καλούν στο Ταχυδρομείο για συνδιάλεξη όπως συνηθίζετο τότε η επικοινωνία.

4. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, τοποθετήθηκε στον Αστυνομικό Σταθμό Πολυδρόσου, ο Χωροφύλακας Αλέκος Κατσαβριάς εκ Δομοκού. Μανιώδης χαρτοπαίκτης κι αυτός, με το που πάτησε το πόδι του στο χωριό, ντουγρού για το καφενείο του Κουρέα «να ξύσει την ψώρα του». Κανείς δεν τον γνώριζε και όλοι πίστεψαν ότι πρόκειται για κάποιον εσωτερικό μετανάστη εργαζόμενο στην ΑΤΕ ΣΚΑΠΑΝΕΥΣ, που δραστηριοποιείτο τότε στην περιοχή με πλήθος ξένων εργατών. Τον έβαλαν στη μέση οι Σουβαλιώτες τον Αλέκο και τον μαδούσαν, αστεϊζόμενοι συνθηματικά: «Βαράτε του. Σκαμπανέας είναι!!». Την άλλη μέρα όμως, ο Αλέκος ήταν υπηρεσία. Φορώντας τη στολή του με τα γυαλιστερά αμφιμασχάλια, πέρασε κι απ’ του  Κουρέα για να δει τι γίνεται. Με το που έσκασε μύτη στην πόρτα οι χθεσινοί συμπαίκτες πετάχτηκαν έξω από το καφενείο σαν τα περδικόπουλα. Κουτρουβαλιάζοντας τραπέζια και καρέκλες για να μη συλληφθούν, χάθηκαν τρέχοντας στα γύρω στενά. «Σύρμα!! Τσιλεπιδιότ΄ς  ξισέρνεται για να μας ράξει*!!!» φώναζαν έντρομοι στα μαστόρικα και όπου φύγει-φύγει. 

-«Αη γυρίστε πίσω ρε. Δεν σας πειράζω. Για να παίξω ήρθα!!» τους καθησύχασε ο Αλέκος και με προσπάθεια τους έπεισε να επιστρέψουν. Τους κάθισε στο στρογγυλό τραπέζι και συνέχισαν όλοι μαζί την πόκα τους.

* Η φράση στη μαστόρικη διάλεκτο σημαίνει: «Προσοχή. Έρχεται Χωροφύλακας να μας πιάσει».







 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.