Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

.... Σήμερα, Σάββατο 21 Δεκεμβρίου, ....

Κυριακή 12 Ιουλίου 2020

ΤΣΑΜΙΚΟ (Ιστορία του ΄47) - Του Δημήτρη Φαφούτη


Το ΄φερνε, το ξανάφερνε ο Τάσος ο Σχινάς με το βραχνό κλαρίνο. Γλυκό μινόρε του καημού, πνιγμένη μπουκαδούρα που παράδερνε στου στεναγμού την κόψη. Μνήμη της Κατοχής και αίμα του αλληλοσκοτωμού που άχνιζε.....

Ύστερα πάλι απ’ την αρχή, στης λεβεντιάς το πρόσταγμα και το μαράζι του πληγωμένου έρωτα.

Ξημέρωμα και το κλαρίνο πήρε φωτιά μες τα πολλά παράπονα. Μέσα απ’ τις τρύπες κατέβαινε ο πλάτανος με της σκουριάς τα φύλλα, καψαλισμένα απ’ το πολύ βαλάντωμα. Πήρε σειρά μετά ο ήλιος, που έσκαγε κόκκινος στις λυγερές κορφούλες. Ήρθε η ώρα της ιτιάς με τα ασημιά λουλούδια, φουντώσανε οι καημοί και οι προδομένοι όρκοι της αγάπης.

Βαριά τα πέλματα χτυπούσανε το χώμα που ανατρίχιαζε. Μέσα στα χαμηλά πηδήματα πλανιόταν ο κουρνιαχτός του έρωτα, σαν την κραυγή του αγριμιού που λάβωσαν κι αρπάξανε το ταίρι. Τα πλανταγμένα τα κορμιά λυγίζανε από το βάρος του αναστεναγμού και τη μεγάλη πίκρα. 
Κι όρθια τα κρατάγανε τα τροχισμένα βέρσα του κλαρίνου.
« Τα μαύρα μάτια το πρωί δεν πρέπει να κοιμούνται », μα εκείνη μαύρα είχε τα μάτια της και εκείνα κοιτάξανε άλλον.

 « Μωρ’ πρέπει να ΄ναι ξάγρυπνα και να γλυκοφιλιούνται », μα εκείνα αλλού ξαστέρωσαν και με άλλον φιληθήκαν, καθώς τα άστρα τρεμόσβηναν στα κορφοβούνια και μες τις λαγκαδιές του.
Στο θολωμένο μυαλό του Πικρόγιαννου σάλεψε η ιστορία της Αναστασιάς, που είχε ακούσει απ’ τους παλιούς. 
Σαν τη μακέλεψε ο Γιαούζος μες του Μαρτίνου τα σκοτεινά σοκάκια, με το βραχνό κλαρίνο την τραγούδαγε στα ντόπια πανηγύρια. 
Κι έτσι ξαλάφρωνε απ’ την παλιά του αμαρτία.
Σήκωσε γιομάτο το ποτήρι του και το κατέβασε με τα παλιά του βάσανα, μέχρι τον άσπρο πάτο. 

Μες απ’ το στριφτό τσιγάρο, του ψιθύρισε: 
« Σπάστο ρε Τάσο το κλαρίνο σου ».
Τρία κομμάτια το ‘κανε εκείνος κι άδειασε μέσα την ψυχή του. Δεν ήταν καημός που έπαιζε αυτός, ήτανε η ψυχούλα του που μοιρολογούσε για το κακό που ερχόταν.
«Μαραίνομαι ο καημένος σαν το βασιλικό», και δός του ποτάμι το χυμένο σπίρτο του κρασιού, απάνω στο σανίδι.
Γύρω φεγγίζανε οι σπίθες απ’ τις τσακμακόπετρες, μεθυστικά κατέβαιναν τα τελευταία βέρσα. Απάνω στη γυροβολιά, κοίταξε ξανακοίταξε το κοφτερό μαχαίρι στου καφενέ τον πάγκο.
Σαν το ‘μπηξε στο γυμνωμένο στήθος, κάτω απ’ το φυλαχτό της μάνας του, ο μπάρμπα Τάσος έπαιζε τη στερνή παραγγελιά: 

« Να πας να πεις στη μάνα μου να μη με περιμένει ».
Έτσι έγραφε το ΄40 από το μέτωπο, σαν τον λαβώσανε στο δεξιό ποδάρι και το άλικο αίμα πότιζε της Αλβανίας το άσπρο χιόνι.
Τώρα, του Αϊ Γιαννιού ανήμερα, για άλλη λαβωματιά παράγγειλε στο λαβωμένο όργανο.


Δημήτρης Φαφούτης
«ΑΤΑΚΤΑ και ΑΝΕΣΤΙΑ», 2017



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.