Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

.... Σήμερα, Κυριακή 22 Δεκεμβρίου, ....

Παρασκευή 17 Απριλίου 2020

Σουβαλιώτικες ιστορίες - ΤΟ ΤΑΒΕΡΝΕΙΟ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗ


Γράφει ο Γιώργος Δρίβας
Παλιά υπήρχε το ταβερνάκι του μπάρμπα Θέμη του Τσατήρα, ανατολικά του σπιτιού του Παναγιώτη Πάντου (Κογιότα), δίπλα από τη μικρή πλατεΐτσα.....
Ο Θέμης ήταν μετρίου αναστήματος, γελαστός με  την χαρακτηριστική ψιλή φωνούλα του. Όταν τα ‘έτσουζε’ γελούσε τσιρίζοντας και το πρόσωπό του κατακοκκίνιζε… 
Εκεί χρημάτισα κι εγώ μικρό γκαρσονάκι, με μισθό μία δραχμή, δηλαδή δέκα καραμέλες στου Καλικάτσου…
Όλοι οι ξεροσφύρηδες του χωριού, περνούσαν από το κουτούκι του και τα ‘ κοπάναγαν ‘. 
Ο  μεζές ήταν φτωχικός, δηλαδή λίγες ελιές, καμμιά ρέγγα, λίγο τυρί…
Το κρασί όμως ήταν εξαιρετικότατο, παραγωγής Σουβάλας από το Μπουρνιά, από σταφύλια σκυλοπνίχτες, ασπρούδες και ροδάρια…
Έφερνε όμως πολλές φορές και ο γέρο – Λάντζος από την Αράχωβα, ένα μπρούσκο κρασί, φορτωμένο στα μουλάρια του μέσα σε γιδιές.
Ο γέρο  Λάντζος φορούσε μια καμιζόλα, σχεδόν πάντα λαδωμένη, γιατί πουλούσε και λάδι.
Η μάνα μου, με έλεγε Λάντζο, επειδή λαδωνόμουν στο φαΐ μικρός. Οι παλιοί κρασάδες της Σουβάλας, όταν έβλεπαν το γέρο Λάντζο, έτρεχαν στου  Θέμη πρώτοι, πριν αυτός προλάβει να το νερώσει.
Ήταν θαμώνες στο κουτούκι, όλο το αφάν κατέ της Σουβάλας.
Θυμάμαι το γέρο Μανθοθανάση, έναν άντρακλα ως εκεί πάνω δυο μέτρα, με τατουάζ στα χέρια (είχε κάνει φυλακή) να μου λέει:
Γέμισε το ποτήρι, Γιωργάκο ως απάνω… 
Γιατί μπάρμπα τούλεγα;  
Γιατί άμα το ποτήρι είναι μισογεμάτο, δεν κάνει, θα κρεμάσει ο διάολος τα ποδάρια τ’ μέσα..!
Για να γελάσουν, ο μπάρμπα Θέμης, με ανέβαζε σ’ ένα τραπέζι και μούλεγε, πές τώρα το ποίημα που σ’ έμαθα…, έλεγα εγώ λοιπόν το ποίημα:
‘’πετάς περιστερούλα μου, στον κήπο στην αυλή, δε βλέπεις την κοκόνα μου που στέκεται ορθή, κλπ ‘’ και δώσ’ του χειροκροτήματα από κάτω και γέλια, εγώ δε κορδονόμουνα από υπερηφάνεια.
Πολλές ιστορίες έλεγαν στο ταβερνείο, κυρίως απ’ τον πόλεμο του ΄12 - ΄13 , εξιστορώντας τα ηρωϊκά τους κατορθώματα.
Μια φορά όμως κορόϊδεψαν τον Καράπα, λέγοντάς του:
πού πολέμησες εσύ ρε, που ήσουν μάγειρας και έχυσες τη φακή από το καζάνι και μπήκες κάτω απ’ το καζάνι για να γλιτώσεις….παλικάρι της φακής!
Τότε έγινε φασαρία, το έλα να δεις και ο μπάρμπα Θέμης μπήκε στη μέση κι έσιασε τα πράματα κερνώντας τους…
Κάποτε πέρασε από το μαγαζί και ο συγγραφέας Νίκος Τσιφόρος. 
Είχε έρθει στο χωριό  με το θέατρο ‘ΑΚΡΟΠΟΛ’  που είχε στήσει τη μεγάλη σκηνή του (καλοκαίρι ήτανε) στην κεντρική πλατεία. Ο θίασος αυτός είχε κάτσει κανα μήνα και έπαιξε τα έργα ΓΚΟΛΦΩ, Ο ΑΓΑΠΗΤΙΚΟΣ ΤΗΣ ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑΣ, κ.α.
Εμείς οι μικροί παίζαμε τα κρυφτάκια κάτω απ’ τη σκηνή.
Ο Νίκος Τσιφόρος, έβγαζε το σημειωματάριό του, καθόταν σε μια γωνιά και ήσυχος σημείωνε τα παράξενα…
Στην ταβέρνα τα  κοπάναγε  μεταξύ άλλων και ο γέρο  Μήτσος Παφίλης (Αμπελουργός)  μαζί με το φίλο του το Χρήστο Θάνο  (Γούλα).
Τι είχε  γίνει τότε στα ανάκτορα, που ήσουν κουρέας στους ευζώνους  Μήτσο; τον  ρώτησε  ο Γούλας.
– Ήρθε μια μέρα  ( απαντάει ο γέρο Μήτσος ) ξαφνικά ο υπασπιστής του βασιλιά, ο Χαράλαμπος που ήταν φίλος μου,  και μου λέει  ‘’μπρος Μήτσο τα εργαλεία σου και πάμε να ξυρίσεις το βασιλιά, γιατί ο πραγματικός κουρέας αρρώστησε’’. Τί να κάνω κι εγώ πάμε στο βασιλιά, του βάζω σαπουνάδα και πριν αρχίσω να τον ξυρίζω ο Χαράλαμπος σήκωσε τη σπάθα του ψηλά, βρε Χαράλαμπε του λέω;
Κάνε τη δουλειά σου εσύ, είναι νόμος άμα ξυρίζουν το βασιλιά να είμαι έτοιμος εγώ για ‘’παν ενδεχόμενον’’.  
Πετιέται τότε ο  κοϊόνος ο Γούλας και λέει: 
την άλλη μέρα που πήγε ο βασιλιάς στο κοτέτσι, και γέμισε κοτόψειρες και του τα ξύρισες;;!!
Ε… αυτά είναι ψέματα Γουλέϊκα, απάντησε ο πάντα γελαστός μπάρμπα Μήτσος Παφίλης.
Αυτά τα λίγα για το κουτούκι του Θεμιστοκλή, ενώ ήταν πολλά…


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.