Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

.... Σήμερα, Κυριακή 22 Δεκεμβρίου, ....

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2020

Τ Α Ξ Ι Μ Ι - Γράφει ο Μήτσος Αδρύμης


 Μάρτης  του  1971.

 Ήταν τότε πού …….τ’ άσκιαζε η φοβέρα.

Μια παρέα νεαρών περπατούσε ένα χειμωνιάτικο  βράδυ στα σοκάκια της Πλάκας.....

Ο Δημητρός, ο Αναστάσης, ο Νικολός και ο Νάσος.  Και οι τέσσερις πρωτοετείς φοιτητές 19 χρονών κι  αδερφωμένοι από τα μικρά τους χρόνια, όντας  συντοπίτες από ένα χωριό του Παρνασσού. Κάποιος  έριξε την ιδέα να μπουν στο ΖΟΟΜ.
Το ΖΟΟΜ ήταν   μπουάτ και εμφανιζόταν εκείνη την  εποχή ο Ξυλούρης νεοφερμένος τότε από την Κρήτη,  και ο κόσμος σχημάτιζε ουρά να τον ακούσει.
΄Ήταν χάρμα να τον ακούς. Πάντα γελούσε καλοκάγαθα και έσκυβε ταπεινά το κεφάλι ντροπαλός  στα χειροκροτήματα.
Κάποια στιγμή παίζοντας έναν Κρητικό χορό, σούστα  νομίζω ήτανε, σηκώθηκε μια κοπελιά, λιανοκόκαλη,  με μακριά μαλλιά ξέπλεκα, φορώντας ένα κόκκινο  πουκάμισο και μια φουστίτσα τζιν.
Ανέβηκε στη πίστα και άρχισε να χορεύει μόνη της,  με μικρά βήματα, στριφογυρίζοντας,  πηδώντας και  χτυπώντας ρυθμικά τα πόδια της στο πάτωμα.
Ο ρυθμός σιγά - σιγά γινόταν γρηγορότερος και η  κοπελιά ακολουθώντας, έκανε δύσκολες φιγούρες,  περίτεχνες. Όλοι τη θαύμαζαν και χειροκροτούσαν ρυθμικά. Τελειώνοντας ο χορός, σήκωσε απότομα στην  ανάταση τις γροθιές της και  φώναζε.
``Μην τούς φοβάστε, δεν έχουν ψυχή``,
``Γεννήθηκα και θα πεθάνω λεύτερη``,
``Τούτο το χώμα είναι δικό μας ``  και άλλα συνθήματα.
Σε μια στιγμή άρπαξε το μικρόφωνο και άρχισε να  τραγουδάει ένα ριζίτικο τραγούδι. ``Πότε θα κάνει  ξαστεριά…….``. 
Ο Ξυλούρης τα ’χασε αλλά την σιγοντάριζε σιγά  -  σιγά με τη λύρα του.
 Ό κόσμος άρχισε να αναδεύεται και όλοι όρθιοι χειροκροτούσαν και τραγουδούσαν μαζί της.  ``Να  κατεβώ, να κατεβώ …..στον  Ομαλό……`` 
Έγινε χαμός.
Και ήταν ένα κέφι και ένας ενθουσιασμός πού δεν λέγεται και ούτε γράφεται. Δεν πρόλαβε να  τελειώσει η  κοπελιά το τραγούδι, και έγινε το αναπάντεχο.
 Μπήκαν ξαφνικά δύο τύποι και διέταξαν την ορχήστρα να σταματήσει δείχνοντας τις ταυτότητές  τους. Στη συνέχεια έπιασαν την κοπελιά απ’ το  μπράτσο και την έσερναν πρός την έξοδο.
Αυτή έσκουζε, τούς έβριζε, και ζητούσε βοήθεια. Ο κόσμος σηκώθηκε όρθιος και φώναζε ρυθμικά
 ``  Αίσχος  ``, 
 `` Αίσχος  ``, 
``Δολοφόνοι  ``  και άλλα συνθήματα.
Τότε ξαφνικά ο Νάσος ξεφεύγοντας απ’ τη παρέα με  σκυμμένο το κεφάλι όρμηξε σαν ταύρος και χτύπησε  τον ένα ασφαλίτη με δυνατή κουτουλιά στην κοιλιά.         Αυτός, άφησε πονεμένη κραυγή, διπλώθηκε στα δυο,  πήρε σβάρνα τα τραπέζια και σωριάστηκε σαν  αχυροτσούβαλο. Η κοπελιά τού ξέφυγε.
 Ο άλλος προσπάθησε να βγάλει το όπλο του, αλλά ο  κόσμος τον ποδοπατούσε στην προσπάθειά του να βγει  απ’ την πόρτα.
Σε μια στιγμή ο Δημητρός  βρέθηκε κοντά στην κοπελιά και πιάνοντάς την απ’ το χέρι
``Φύγε της είπε``,
``Φύγε`` και την έσπρωξε πρός  την πόρτα.
 Ό κόσμος εμπόδιζε τους ασφαλίτες, και έβγαλαν σηκωτούς έξω το Δημητρό και την κοπελιά νομίζοντας πώς ήτανε ζευγάρι.  Φύγετε γρήγορα, τρέξτε τούς φώναζαν, φράζοντας με τα κορμιά τους την πόρτα.
Οι δυο νέοι πιασμένοι χέρι - χέρι έτρεχαν στην Κυδαθηναίων ψάχνοντας τόπο να κρυφτούν. Σαν από μηχανής θεός φάνηκε μια αυλόπορτα ανοιχτή και μπήκαν. Μπροστά ανοιγόταν μια πλακόστρωτη αυλή.
Ο Δημητρός έκλεισε την αυλόπορτα βάζοντας πίσω μια  σιδερένια αμπάρα. Τρύπωσαν και οι δύο κάτω από  μια ξύλινη σκάλα και ούτε ανάσα δεν έπαιρναν. Έτρεμαν και οι δυο απ’ το φόβο. Πρέπει να ήταν  πλυσταριό των ενοίκων γιατί παραμέρισαν με προσοχή  μην κάνουν θόρυβο, σκάφες, λεκάνες, καζάνια, κάνοντας τόπο να κρυφτούν και ξανάβαλαν στη θέση τους τα τσαμπασίρια λουφάζοντας. Σε λίγο έπιασε μια  ρεγουλαρισμένη βροχή πού δε σωνότανε, κι όλο έβρεχε.  Έμειναν για πολύ ώρα αμίλητοι και άκουγαν ειρήνες, αγχωμένα τρεχαλητά και βρισιές πάνω - κάτω στο δρόμο πού τους έψαχναν. Η ώρα περνούσε και μονάχα το φύσημα τού βοριά στα σοκάκια της Πλάκας  σφύριζε, τού άλλαζε τη φόρα και γινόταν ένα με τα μαγαζιά πού ξενυχτούσαν. Πού και πού έφερνε τη μουσική ο αέρας απ’ τα ξενυχτάδικα δυνατή και πότε απλωνόταν ησυχία στο δρόμο. Άξαφνα έφτασε στ’ αφτιά του ένας ήχος αργός, βραχνός, λυπητερός, σπαραχτικός.
 Ήταν η φωνή της Μοσχολιού απ’ την
``  Απανεμιά `` του Γιάννη  Αργύρη.
``Ορέστη απ’ το  Βόλο,
Μαρία απ’ τη Σπάρτη,
γυρεύω  το  γιό  μου  ``
``Μαρία  απ’  τη  Σπάρτη,
Ορέστη απ’ το Βόλο
την κόρη μου θέλω ``.
Μπάσα η φωνή, την έπαιρνε ο βοριάς και την ταξίδευε στα σοκάκια.
Φωνή πού πότε κατέβαινε και πότε υψωνόταν, πότε επνίγονταν και χύνονταν ένας ήχος πού ήταν και μίλημα και ούρλιασμα και θρήνος και παράπονο και  κλάψιμο και γέλιο και βρισιά και τραγούδι, τραγούδι τρομαγμένης, ξετρελαμένης ψυχής. Και ήταν το μοιρολόι των μαννάδων πού έψαχναν τα παιδιά τους.
Τον έπιασε σύγκρυο και φόβος.
Το διαλαλούσε η μάννα του Ορέστη απ’ το Πήλιο και έφτανε στη μάννα τού Δημήτρη στον Παρνασσό, αυτή με τη σειρά της χούγιαζε μέχρι πού ο ήχος να φτάσει στον Ταΰγετο στη μάννα της Μαρίας και αυτή βάζοντας χωνί τις παλάμες της το έστελνε με το Βοριά στον Ψηλορείτη τη μάννα της Μυρτούλας.
Ανάμεσα ο Καρνέζης βάζοντας όλη τη μαστοριά του έπαιζε ένα Ταξίμι, βασανισμένο, όλο νταλκά, βογκούσε το μπουζούκι στα χέρια του σκορπώντας έναν ρυθμό και μια μελωδία πού τον είχε γεννήσει βαρύς καημός, λες και δέρνονταν ο ήχος, λες και έκραζε σπαραχτικά τις μαννάδες με τα μαύρα φακιόλια πού έψαχναν τα παιδιά τους, ανάλλαγες, άντρες δουλευτάδες με ροζιασμένα χέρια πού γροικούσαν τον ήχο, κι ήταν αυτός έλεγες ο ρόγχος του θανάτου. Κι όλο έβρεχε.
Η νύχτα είχε προχωρήσει πολύ. Ο Δημητρός ένοιωθε την ανάσα της κοπελιάς, τρομαγμένη, πιγκωμένη και τα χέρια της έτρεμαν.
``Μη φοβάσαι της ψιθύρισε`` ……
``Δε θα μας βρουν ``,
 ``Μη φοβάσαι ``και αυτή του έσφιξε τα χέρια επιβεβαιώνοντας έτσι το φόβο της.
Άρχισε να τρέμει σαν τη καλαμιά. Κρυώνω τού ψιθύρισε άσε με να τρυπώσω κάτω από το τζάκετ είμαι δρωμένη, θα με γκιάξει το κρύο, έχασα και τη ζακέτα μου.
Ο Δημητρός άνοιξε το φερμουάρ και η κοπελιά χάθηκε στην αγκαλιά του. Σε λίγο  έγειρε  στην  πλάτη  του  και  αποκοιμήθηκε.
Αισθάνθηκε την καυτή ανάσα της στο μάγουλό του και το στήθος της όπως ήταν κολλημένη πάνω του να ανεβοκατεβαίνει πότε – πότε αναστενάζοντας. Της χάϊδευε τα μαλλιά και τής  ψιθύριζε
``Μη φοβάσαι μικρό μου `` ,
 ``Μη  φοβάσαι`. Για πόσο ακόμα θα θυμάται ο Δημητρός εκείνο  το αβρό και απαλό σώμα του κοριτσιού το οποίο αισθάνθηκε πάνω του?
 Ήταν όνειρο, πλάνη, γοητεία, πού δεν έμοιαζε με τις συνηθισμένες και εφήμερες αγκαλιές τού κόσμου η επαφή τους αυτή.
Ποτέ δεν αισθάνθηκε τον εαυτό του ελαφρύτερο και περήφανο όσο την κρατούσε στην αγκαλιά του.
Ήταν ο νέος εκείνη τη στιγμή πού είχε αγκαλιάσει ένα όνειρο, το δικό του όνειρο. Η νύχτα είχε προχωρήσει πολύ, κόντευαν χαράματα, τού είχε φανεί πολύ μεγάλη, ατέλειωτη. Τον είχε κυριεύσει μια ανησυχία και μια ανασφάλεια, γιατί δεν ήξερε τι τον περίμενε έξω απ’ την αυλόπορτα.
 Ένα φως άναψε στο ένα διαμέρισμα, ένδειξη ότι οι ένοικοι άρχισαν να ξυπνάνε και έπρεπε να φύγουν. Ξύπνα τής ψιθύρισε, ξύπνα, πρέπει να φύγουμε, ξημέρωσε και θα μάς βρουν.
Πιάστηκαν χέρι - χέρι και βγήκαν προσεκτικά στο δρόμο. Ερημιά, σε μια Αθήνα με βαριά ανάσα,  φάνταζαν δυο σκιές κάτω απ’ τα θαμπά λαμπιόνια, με  τη ζεστασιά των χεριών σε χαμηλό, χωρίς να μιλάει ο ένας στον άλλο, σφίγγοντας κάπου – κάπου τα χέρια τους επιβεβαιώνοντας έτσι την εμπιστοσύνη και τη φιλία τους.
Πώς σε λένε τη ρώτησε?
Μυρτώ τού απάντησε και είμαι από την Κρήτη.
Εσένα?
Δημήτρη τής απάντησε και είμαι απ’ τον Παρνασσό. Λίγες λέξεις, κοφτές λες και ντρεπόταν ο ένας τον άλλον.
Σέ μια γωνιά πρόβαλε ένας τύπος και νόμισαν ότι ήταν  ασφαλίτης, αμέσως η Μυρτώ κρεμάστηκε από το λαιμό  του. Φίλα με τού ψιθύρισε, φίλα με, και αμέσως έφερε  τα χείλη της στα δικά του, παραδομένοι και οι δυο σε ένα ατέλειωτο φιλί σφιχταγκαλιασμένοι. Ο τύπος πλησίασε, πήγε κατευθείαν στο κάδο απορριμμάτων και  μάζευε διάφορα μπουκάλια από τα ξενυχτάδικα.
Τούς κοίταξε καλά- καλά ψιθυρίζοντας,
`` καταμεσής στο δρόμο…..
τα ύστερα τού κόσμου πρωϊ-πρωϊ.``
Πιασμένοι χέρι - χέρι συνέχισαν με γρήγορο βήμα μέχρι τη στάση τού λεωφορείου. Συμφώνησαν το επόμενο βράδυ να βρεθούνε σε ένα καφέ στην πλατεία  Βικτωρίας πού σύχναζε η Μυρτώ.
Ο Δημητρός την άλλη μέρα πήγε στο ραντεβού αλλά η  Μυρτώ δε φάνηκε. Πήγε και ξαναπήγε αλλά δεν φαινόταν, ρώτησε τα γκαρσόνια μήπως την ήξεραν και τον διαβεβαίωσαν πώς ναι, την ήξεραν, αλλά είχαν μέρες να τη δουν.
Πέρασαν πολλά  χρόνια, χαμένοι και οι δυο στον αδυσώπητο χρόνο.
Η παλιοπαρέα συνέχιζαν να βρίσκονται και να αναπολούν τα παλιά.
Θα είχαν περάσει και είκοσι χρόνια από τότε και οι παλιόφιλοι  βρέθηκαν ένα βράδυ σε ένα ταβερνάκι στην Κοκκινιά.
¨Ήταν ένα ήσυχο ταβερνάκι, πού κατέβαινες τρία σκαλοπάτια.
Η ταβέρνα είναι λεπτό πράμα.
Σύχναζαν άνθρωποι μεροκαματιάρηδες, άνθρωποι πού  έβαζαν μπροστά τους το ποτήρι, το κοίταζαν, το ξανακοίταζαν, το κοίταζαν πολύ, ποτέ δεν το γέμιζαν και ποτέ δεν το άδειαζαν μονομιάς, κ ’είχαν λίγα λόγια και πολλά μαράζια, και ενώ έμεναν ώρες και ώρες στην ταβέρνα ήταν σαν να μην πιάνουν τόπο, για κανέναν δεν είχαν επίμονες και ενοχλητικές ματιές, με  τον διπλανό τους δεν άλλαζαν εύκολα κουβέντες, και ούτε τόσο δα δεν έσπρωχναν την καρέκλα πρός το  μέρος τού άλλου.  Έτσι γινόταν παλιά και η ταβέρνα κράταγε το φτωχό δίπλα στον πλούσιο, και έφερνε τον άνθρωπο κοντά στον άνθρωπο και πλημμύριζε από καημούς και τραγούδια.
Σε μια στιγμή κατέβηκαν τα τρία σκαλοπάτια ένας άντρας και μια γυναίκα, πιασμένοι χέρι - χέρι και κάθισαν σε ένα τραπέζι σε μια άκρη.
Το ζευγάρι έφερε γύρω - γύρω τη ματιά του και κατάλαβε…….μια γυναίκα μέσα σε τόσους άντρες?
Όλα τα μάτια έψαχναν, μέτραγαν, ζύγιζαν, χάϊδευαν, έτρωγαν την κοπέλα.
Ο Δημητρός την κοίταζε και την ξανακοίταζε, τού φάνηκε γνωστή, κάπου την ήξερε.
Πού όμως?
Αλλά και αυτή τον κοίταζε, τον ξανακοίταζε σαν κάτι να ήθελε να τού πει.
Σε λίγο έφτασαν και οι μουζικάντηδες, ανέβηκαν σε ένα προχειροφτιαγμένο πάλκο με καφάσια και κουρελούδες  και τούς φώτιζαν πολύχρωμα λαμπιόνια.
Άρχισαν να κουρτίζουν τα όργανα.
Βαθιές, βραχνές φωνές όλο καημό και νταλκά.
``Μαύρα μάτια μαύρα φρύδια………``
και `` Ένας  μάγκας  στο  βοτανικό ………``
και άλλα σουξεδιάρικα, αλλά και έντεχνα.
`` Βρέχει  στη  φτωχογειτονιά………….. 
και `` Φεγγάρι μάγια μού ’κανες ……..``
και άλλα.
Και δώς του οι παραγγελιές και να οι καημοί όλο πάθος και ντέρτι.
Το πάθος είχε ανέβει θυμωμένο και οι θαμώνες επαναλάμβαναν τούς στίχους τού τραγουδιού σαν πυρκαγιά.
Ο Δημητρός  κοίταζε την κοπέλα επίμονα, γνωστή  του φαινόταν  και προσπαθούσε να  θυμηθεί.
Εκείνη κατέβαζε τα μάτια αλλά πάλι καταλάβαινε πώς τον κοίταζε  και αυτή λοξά.
Σε λίγο θες το κρασί,
θες το κέφι, τον σήκωσαν απ’  την καρέκλα.
Με αργά βήματα προχώρησε και στάθηκε μπροστά στο  μπουζουκτσή.
Την ``Ευδοκία `` είπε,
και αυτός κουνώντας το κεφάλι του καταφατικά φώναξε
`` Παραγγελιά ``
και άρχισε να παίζει το ταξίμι του.
Ο ρυθμός αργός, στεκάτος, πονεμένος, όλο πάθια και ανεκπλήρωτα όνειρα.
Με το πρώτο σάλτο κέρδισε όλο το χώρο. Το κορμί του, όρθιο, ψηλό, με την ορμή της νιότης, με τεντωμένα χέρια στο πλάϊ προετοίμαζε τη μεγάλη στιγμή.
Βήματα μικρά, όλα ίδια, όλα σταθερά, σαν κέντημα.
Τα μακριά του πόδια εύκολα ακολουθούσαν το ρυθμό, με τη μέση του ακίνητη σαν άξονας πού κράταγε σε ισορροπία το κορμί και δυο χέρια πελώρια  γυμνασμένα πού δε βάραιναν. Φαινόταν πώς το υπόγειο δε χώραγε τη δυναμική και την τέχνη του.
Τίναζε ψηλά τα πόδια του και τα κατέβαζε με δύναμη  χτυπώντας τα στις πλάκες και πάλι πηδώντας έπεφτε στη γη χωρίς να λογαριάζει τίποτα, ζώντας έτσι το μεθύσι του, τη λεβεντιά, την τέχνη , αλλά και το μαράζι πού τον έτρωγε.
Και όλα ήταν χαμένα γύρω του, όλα ήταν αυτός και ο  χορός του.
Και μόνο μια ματιά έριξε.
Είδε την κοπέλα, είδε τα μάτια της ακόμα πιο μεγάλα για να χωρέσουν την περηφάνεια και την αγάπη της.
Τότε ήταν πού έγινε το αναπάντεχο.
Σηκώθηκε η κοπέλα, πήρε ένα πιάτο και το τσάκισε στα πόδια του, αφήνοντάς τον σύξυλο, με το ένα πόδι στον αέρα, μετέωρο.
Για μια στιγμή έγινε σιωπή, λες και μουγγάθηκε η ταβέρνα.
Δημητρό!!! 
Δημητρό εσύ είσαι φώναξε……
Και αυτός σαν από λήθαργο ξυπνώντας γνώρισε τη φωνή της Μυρτώ!!!!
Μυρτούλα !!!!!αγάπη μου γιατί δεν ήρθες?
σε περίμενα, και ο ένας ρίχτηκε στην αγκαλιά του άλλου λες και ξύπνησαν και οι δυο από όνειρο πού είχε κρατήσει πολλά χρόνια.
Την ίδια μέρα μ ’έπιασαν……..με  περίμεναν ………..απάντησε,
και τα μάτια της βούρκωσαν.
Άπλωσε το χέρι της, άγγιξε το δικό του και τον σύστησε  στον άντρα της.
Είναι το παλληκάρι…
ο Δημητρός είπε, πού σού έχω μιλήσει για εκείνα τα δύσκολα χρόνια είπε και έκανε τόπο να κάτσει.
Δεν έκατσε, χαιρέτησε με ένα τυπικό και αντρίκιο
``Χαίρω πολύ``
τον άντρα της και γύρισε κατά πως πρέπει στους άντρες, στο τραπέζι της παλιοπαρέας.
Αναστέναξε όμως ρίχνοντας μια τελευταία ματιά και τα  μάτια του υγράθηκαν.
Ένας άντρας και μια γυναίκα όταν αγαπιούνται, δεν κάνουν θέατρο την αγάπη τους .
 Τα άλλα είναι για τούς λιμοκοντόρους.
 Και όλο προχωρούσε η νύχτα. Κι όλο άναβαν οι καημοί, ίδιοι σ ’όλα τα τραπέζια, ίδιοι σ’ όλες τις καρδιές, καημοί.
Κάποτε σηκώθηκε ο άντρας και η Μυρτώ να φύγουν, πέρασε δίπλα του και τού χάιδεψε την πλάτη.
Σηκώθηκε και ο Δημητρός για την καληνυχτιά.
Καληνύχτα τής είπε σφίγγοντας το χέρι της.
Καληνύχτα τού είπε σκύβοντας το κεφάλι και σκουπίζοντας με την άκρη τού χεριού της ένα καυτό δάκρυ πού κύλησε στο μάγουλό της…………..
  
Η  ιστορία  είναι  αληθινή 
Προσωπικό  βίωμα  του  συγγραφέα.           

9 σχόλια:

  1. ΠΟΙΗΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΟΧΕΙΡΟ18 Μαρτίου 2020 στις 8:03 μ.μ.

    Μήτσο ωραία τα 'γραψες
    Μήτσο δεν βρίσκω λόγια
    κι άληστες μνήμες σκάλισες
    που κάποιοι τότε ζήσαμε
    στις Πλάκας τις ανηφοριές
    σε ισόγεια και υπόγεια.

    Πολλά μπορούσα σήμερα
    για 'κείνες τις "μαύρες"
    αλλά ωραίες εποχές
    εδώ εγώ να γράψω
    αλλά τρέχω πάλι στο κείμενο
    να σε ξαναδιαβάσω
    κι αυτά που έγραψες εκεί
    πάλι να τ' απολαύσω !

    Ποιητής από το πρόχειρο

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Το τραγούδι "Προσκύνημα" που αναφέρεται στο αφήγημα ότι ακουγόταν από τη μπουάτ "Απανεμιά", σε μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου και ποίηση του Ιάκωβου Καμπανέλλη, εντάσσεται στο θεατρικό έργο "Το μεγάλο μας τσίρκο" που ανέβηκε στο θέατρο το χειμώνα του 1973.Το πρωτοτραγούδησε η Τζένη Καρέζη ντουέτο με τον Νίκο Δημητράτο και όλο το θίασο. Η Μοσχολιού ερμήνευσε το τραγούδι σε δεύτερη εκτέλεση το 1974. Μάλιστα λέγεται ότι ο Καμπανέλης το εμπνεύστηκε περνώντας έξω από το Πολυτεχνείο κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του '73.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΑΣ ΤΣΙΡΚΟ.....19 Μαρτίου 2020 στις 1:47 μ.μ.


    https://www.youtube.com/watch?v=d5UKfYvviyA

    ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ:
    ''ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΑΣ ΤΣΙΡΚΟ'' 1973,

    Μουσική: ΣΤΑΥΡΟΣ ΞΑΡΧΑΚΟΣ
    Στίχοι: ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ
    Ερμηνεία: ΝΙΚΟΣ ΔΗΜΗΤΡΑΤΟΣ, ΤΖΕΝΗ ΚΑΡΕΖΗ, ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΖΑΚΟΣ, ΚΑΙ ΧΟΡΩΔΙΑ

    Ξυλούρης https://www.youtube.com/watch?v=Ni4xNs-NCLc
    Μοσχολιού https://www.youtube.com/watch?v=e3XzMgiZfyM

    Πάμε κι εμείς στην αυλή του φθινοπώρου
    πίσω απ' τα πετρωμένα στάχυα του καλοκαιριού
    πάμε κι εμείς στα παιδιά που κοιμήθηκαν
    κάτω απ' τα ματωμένα νύχια του περιστεριού
    πάμε να δεις στην αυλή που μεγάλωσαν

    Δυο παιδιά ερωτευμένα
    δυο παιδιά του χαμού

    Ορέστη απ' το Βόλο
    Μαρία απ' τη Σπάρτη
    γυρεύω το γιο μου
    Μαρία απ' τη Σπάρτη
    Ορέστη απ' το Βόλο
    την κόρη μου θέλω

    Δυο παιδιά ερωτευμένα
    δυο παιδιά του Χαμού

    Ορέστη απ' το Βόλο
    Μαρία απ' τη Σπάρτη
    γυρεύω το γιο μου
    Μαρία απ' τη Σπάρτη
    Ορέστη απ' το Βόλο
    την κόρη μου θέλω

    Κατά τη διάρκεια της επταετίας ακούστηκαν πάρα πολύ τραγούδια από έργα που είχαν κυκλοφορήσει πριν το 1967 όπως η «Ρωμιοσύνη» και ο «Επιτάφιος» αλλά και τραγούδια από δίσκους που κυκλοφόρησαν κατά τη μαύρη αυτή περίοδο όπως «Ιθαγένεια», «Χρονικό», κ.α. Αναμφισβήτητα ένα από τα πιο γνωστά έργα της περιόδου αυτής καθώς και ολόκληρης της νεότερης Ελληνικής ιστορίας ήταν «Το μεγάλο μας τσίρκο» . Πρόκειται βέβαια για το εμβληματικό θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη που παρουσιάστηκε από το θίασο της Τζένης Καρέζη και του Κώστα Καζάκου οι οποίοι προσπαθούσαν να βρουν έναν ξεχωριστό τρόπο για να αντισταθούν στο καθεστώς των συνταγματαρχών. Έτσι ζήτησαν από το μεγάλο Καμπανέλλη να γράψει ένα έργο που να αφήσει τη δική του σφραγίδα στη θεατρική ιστορία του τόπου. Ο Καμπανέλλης ανταποκρίθηκε και έγραψε ένα σπονδυλωτό έργο που διατρέχει όλη τη νεότερη πολιτική ιστορία της Ελλάδας από τα χρόνια του Όθωνα μέχρι τη Γερμανική Κατοχή συμπεριλαμβάνοντας φυσικά γεγονότα όπως τη Μικρασιατική Καταστροφή χωρίς να παραλείπει υπαινιγμούς για τη μεταπολεμική ιστορία της χώρας έως τη χούντα.
    Το έργο παρουσιάστηκε στο θερινό θέατρο «Αθήναιον» που βρισκόταν στη διασταύρωση των οδών Μάρνη και Πατησίων. Η πρεμιέρα δόθηκε στις 22 Ιουνίου 1973, ημέρα Παρασκευή, σε μια περίοδο που το οικοδόμημα της χούντας είχε αρχίσει να κλονίζεται. Η σκηνοθεσία ήταν του Κώστα Καζάκου ενώ τα σκηνικά φιλοτεχνήθηκαν από το θρυλικό Ευγένιο Σπαθάρη, γνωστότερο από τη δουλειά του στο Θέατρο Σκιών και τον Καραγκιόζη. Μαζί με τους Καρέζη-Καζάκο εμφανίστηκαν οι ηθοποιοί Τίμος Περλέγκας, Χρήστος Καλαβρούζος, Στέλιος Κωνσταντόπουλος, Νίκος Κούρος και ο μέγας Διονύσης Παπαγιαννόπουλος. Οι στίχοι των τραγουδιών γράφτηκαν φυσικά από τον Ιάκωβο Καμπανέλλη και ντύθηκαν από την υπέροχη μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου. Το ρόλο του βασικού τραγουδιστή είχε ο κορυφαίος ερμηνευτής της εποχής Νίκος Ξυλούρης.

    ΚΑΙ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΕΡΓΟ..
    https://www.youtube.com/watch?v=aCcTCowe4KM

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Μπορεί να μη ''δένουν'' χρονολογικά πολλά πράγματα στο κείμενο του Μήτσου, ωστόσο όλα συγχωρούνται ποιητική αδεία.....
    Το κείμενο είναι πάρα πολύ καλό, υψηλής λογοτεχνικής αξίας, όπως άλλωστε και παλιότερα γραπτά του Αδρύμη.....
    Τα συγχαρητήριά μας

    Ξεφτέρης Παπαρδόπουλος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Και το τ' άσκιαζε συγχωρείται;;;

      ΝΙΚΟΣ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ

      Διαγραφή
  5. Διυλίζεις τον κώνωπα και καταπίνεις την κάμηλον ....Νίκο Ξανθόπουλε. Αλήθεια για την φασιστοχουντοκατάσταση εκείνης της εποχής ,που την μεταφέρει άριστα στο κείμενό του ο Μ. Αδρύμης, έχεις να πείς κάτι ...Νίκο
    Ξανθόπουλε ? Α...ξέχασα...Τον Νίκο Ξανθόπουλο , τον πραγματικό ξέρεις τι τον κάνανε οι "ανθρωποφύλακες" , όταν άλλοι νέοι ξεκινούσαν να σπουδάσουν και ήθελε και εκείνος να κάνει το ίδιο ? Τον ρίξανε στη φυλακή!
    Ξέρεις γιατί ...ψευτο-Νικο Ξανθόπουλε ? Να σου πώ εγώ ,για να μαθαίνεις . Γιατί ήταν γιός αντιστασιακού ! Αυταααααά......

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Παρεμβαίνω και πάλι για να λήξει το θέμα..... Εμείς είμαστε ερασιτέχνες γραφιάδες, ερασιτέχνες στιχουργοί και δεν πρέπει
    να αναζητούν οι αναγνώστες μας την φιλολογική τελειότητα..... Η ουσία πρέπει να ενδιαφέρει... Και παρακαλώ εδώ τον διαχειριστή του blog να δημοσιεύσει την εξαίσια περιγραφή του Αδρύμη, της καλοκαιρινής καταιγίδας στα Καρκαβέλια....

    Ξεφτέρης Παπαρδόπουλος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Οχι ξεφτερη δεν ληγει το θεμα. Γραψε σε παρακαλω 5-6 στιχους που γραφεις και ωραια και βαλε τους κακοπροαιρετους και στημενους στη θεση τους , που εχουν το θρασος να αφηνουν υπονοουμενα για μελο και γι αυτο υπογραφουν και σαν Ξανθοπουλοι.
    Αφρισαν με την αναρτηση του Μ.Αδρυμη. Εχουν λογους...σοβαρους... Ξεφτερη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. ΕΔΩ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΧΑΝΕΤΑΙ ΚΑΙ ΚΑΠΟΙΟΙ ΣΤΟ ΧΑΒΑ ΤΟΥΣ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.