Πολλές
είναι οι Σουβάλες, που
απαντώνται στην Ελλάδα: Στη Φωκίδα, στη Φθιώτιδα, στη Μεγαρίδα, στην Εύβοια (στην Κύμη και στην Κάρυστο), στο Πήλιο, στη Λακωνία (στη Βαμβακού), στην Ίο. Τσουβάλα στη Σίφνο και Παλαιοσουβάλα στην Αίγινα1.
Και ενώ στις άλλες περιοχές
το Σουβάλα αναφέρεται σε μικρούς οικισμούς ή ακατοίκητους
τόπους,
στη Φωκίδα, και συγκεκριμένα στην Παρνασσίδα, είναι το παλαιό
όνομα του κεφαλοχωριού, με 1400, περίπου
κατοίκους, που
έχει μετονομαστεί από το
1927 σε Πολύδροσον (χωριό), και αργότερα σε Πολύδροσος (κώμη).
Η προέλευση
της ονομασίας Σουβάλα δεν προκαλεί
απορίες στον ερευνητή. Το Σουβάλα είναι από το
σλαβικό Suvala, που σημαίνει ΄΄έλος΄΄, και που
είχε διαδοθεί σαν προσηγορικό
κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους στον ευρύτερο Ελληνικό χώρο. Βέβαια ο Θεσσαλονίκης
Ευστάθιος (12 αιών) ετυμολογεί τη λέξη από το
ρήμα συμβάλλω, γράφοντας σε σχόλιό του: ΄΄ Ότι δε το συμβάλλειν κυρία λέξις εστίν επί
υδάτων μίξεως, δηλούσι μέχρι και νυν πολλοί των πάλαι ποτέ σοφών Ελλήνων, παρ’ οίς ή των υδάτων σύρροια συμβολή λέγεται βαρβαριζομένη μεν, κατ’ εκείνους ειπείν,
σουβάλαν΄΄2.
Η ετυμολογία, όμως, αυτή είναι καρπός
της προσπάθειας
που
έκαναν οι παλαιοί
λόγιοι να αναζητούν και να βρίσκουν Ελληνικές ρίζες και στις ολοφάνερα ξενικές λέξεις. Ολωσδιόλου εσφαλμένη είναι και η ετυμολογία
της τοπονομασίας
από σύνθετη
τούρκικη λέξη, που
σημαίνει ΄΄πολύ
νερό΄΄3,
γιατί τέτοια τούρκικη λέξη είναι ανύπαρκτη.
Κατά
συνέπεια,
ο ομώνυμος
παλαιός
οικισμός, η Σουβάλα,
πρέπει
να είχε δημιουργηθεί σε περιοχή
παρόχθια
ή πολύ
κοντινή στο έλος. Σ’
αυτό το ασφαλές συμπέρασμα
οδηγεί την έρευνα η ονομασία.
Αλλά και αν η ονομασία
δε μας βοηθούσε στον εντοπισμό
του οικισμού, και πάλι
οι αναζητήσεις μας θα στρέφονταν σ’
αυτή την περιοχή,
αφού μάλιστα ο αρχικός
οικισμός της Σουβάλας δεν είναι δυνατό να αναζητηθεί στη θέση της Απάνω Σουβάλας ή να
ταυτιστεί με τη σημερινή Κάτω Σουβάλα – Πολύδροσο – που
βεβαιωμένα άρχισε να συγκροτείται μετά το σεισμό του 1870 και την καταστροφή απ’
αυτόν της Απάνω Σουβάλας.
Καθοριστική
σημασία για τη θέση της πρώτης
Σουβάλας έχει η παλαιά
εκκλησία της Αγίας Ελεούσας, ή Παλαιοπαναγιά
ή Μαυρομαντήλα,
που
τα καλά διατηρημένα ερείπιά
της προβάλλουν
ανάμεσα στους πρίνους
σε απόσταση λίγων δεκάδων μέτρων από τις
πηγές
του Κηφισσού.
Πρόκειται
για αξιόλογη βυζαντινή εκκλησία, που
κατά τη Χαρίκλεια Μπάρλα4 χτίστηκε
στα μέσα του 6ου αιώνα, με κάποια
μετατόπιση
λογική του χρονικού ορίου μέχρι και τα μέσα του 7ου αιώνα. Ασφαλώς η ένταξη
του χρόνου που
χτίστηκε η εκκλησία
σε τόσο πρώιμη εποχή επιδέχεται αμφισβητήσεις.
Δε δικαιολογείται, όμως, μετά την εξαντλητική διερεύνηση του θέματος από τη
Μπαρλά ή χρονολόγησή
της σε εποχή μεταγενέστερη του 10 αιώνα.
Ο χρόνος της οικοδόμησής της και ο αρχιτεκτονικός
τύπος,
σε συσχετισμό με τη μορφή της τοιχοδομίας και τη γλυπτική
διακόσμηση, την καθιστούν σημαντικό βυζαντινό μνημείο, που
υποχρεώνει, κατά τη Μπαρλά, την έρευνα σήμερα να αναθεωρήσει ορισμένες απόψεις για τη βυζαντινή αρχιτεκτονική στον Ελλαδικό χώρο.
Η ύπαρξη σ’
αυτή την περιοχή
μιας τόσο ενδιαφέρουσας εκκλησίας αποτελεί ένδειξη ότι εκεί λειτουργούσε ακμαίος οικισμός.
Αποκλείεται
ολωσδιόλου να ήταν εκκλησία του Καθολικού μοναστηριού κατά την πιο
πιθανή
εκδοχή ήταν εκκλησία νεκροταφείου.
Ένα άλλο σοβαρό στοιχείο για την αναζήτηση του οικισμού στην περιοχή
των πηγών
είναι η παρουσία
κατά τον 5ο αιώνα στην ίδια περιοχή
πληθυσμού,
που
ανήκε στην πόλη
Λίλαια, τη γνωστή από τους
ομηρικούς χρόνους. Η Λίλαια,
που απλωνόταν σε ευρεία έκταση, από τις
πηγές
του Κηφισσού μέχρι και λίγο πριν
από το
νεκροταφείο της Κάτω Αγόριανης, εξακολουθούσε να υπάρχει και κατά τους Χριστιανικούς χρόνους, καθώς βεβαιώνεται από μεταγενέστερους
αρχαίους και από μεσαιωνικούς
συγγραφείς.
Τείχη Αρχαίας Λίλαιας
Ο Γεωγράφος Κλαύδιος Πτολεμαίος (2ος αιώνας μ.χ.)
και ο σχολιαστής
του Πινδάρου αναφέρουν πόλη
΄΄Λίλαια (Λίλαιον)΄΄ και ΄΄ Λίλαιον΄΄, αντίστοιχα, συγκαταλέγοντας την –εσφαλμένα – στις δωρικές πόλεις.
Την πόλη
Λίλαια την αναφέρουν και οι μεσαιωνικοί συγγραφείς Στεφ. Βυζάντιος (5ος αιώνας μ.χ.
περί
πόλεων
423), ο
γραμματικός Τζέτζης ( 12ος αιώνας μ.χ.),
ο Λεξικογράφος
Σουίδας (12ος αιώνας μ.χ.)
και ασφαλώς και άλλοι. Οι Τζέτζης και Σουίδας πρέπει
να χρησιμοποιούν
παλαιότερες
μαρτυρίες. Οπωσδήποτε
η αναφορά
της πόλης
από το
Στέφανο Βυζάντιο μας πείθει
ότι η αρχαία
πόλη
Λίλαια έχει επιβιώσει και διατηρεί την αρχική ονομασία της μέχρι και τον 5ο αιώνα μ.χ.,
τουλάχιστον.
Τί έγινε αυτή η πόλη
και που
πήγε
ο πληθυσμός
της;
Η απάντηση στο ερώτημα είναι σχεδόν όμοια με την απάντηση που
αφορά πολλές
Ελληνικές πόλεις
κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους. Όσο και αν ο πληθυσμός
των παλαιών
πόλεων
υφίσταται μείωση – μερικές φορές σε πολύ
υψηλό ποσοστό
- , όμως δεν εξαφανίζονται στο σύνολό του. Συχνά μετακινείται προς
γειτονικές περιοχές,
πιο
ασφαλείς απέναντι σε επιδρομείς ή πιο
ευνοϊκές για τη συντήρησή του, και εκεί οργανώνεται σε νέους οικισμούς, που
κατά κανόνα παρουσιάζονται
με νέες ονομασίες.
Και στη περίπτωση
της Λίλαιας ο πληθυσμός
της δεν εξαφανίστηκε από την
περιοχή σε χρονικό διάστημα ενός ή δύο
αιώνων, αλλά μετακινήθηκε ανατολικότερα, σε υπερυψωμένα πέρα
από το
βάλτο περιοχή
και σε απόσταση κοντινή στα νερά των πηγών,
και στο τόπο
αυτό αποτέλεσε τον πρώτο
πυρήνα
της μεσαιωνικής Σουβάλας. Δεν είναι λοιπόν,
αβάσιμη η λαϊκή
παράδοση,
που
θεωρεί τη Σουβάλα συνέχεια της αρχαίας και μεσαιωνικής Λίλαιας.
Ίχνη
ευδιάκριτα της παλαιάς Σουβάλας επισημαίνονται σε όλη τη χαμηλή βουνοπλαγιά,
κυρίως δυτικά από το νεκροταφείο της Πολυδρόσου και στην περιοχή των πηγών στην
Αλεγούσα.
Το πιο
επιβλητικό απομεινάρι, που μας θυμίζει το μεσαιωνικό οικισμό της Σουβάλας, είναι
αναμφίβολα η βυζαντινή εκκλησία της Αγίας Ελεούσας.. Αλλά δεν επιτρέπεται να
παραβλεφθούν και οι νεότερες μαρτυρίες, καθώς είναι του λόγιου μητροπολίτη
Αθηνών Μελετίου και του Ιταλού περιηγητή Romardi. Ο Μελέτιος στη ΄΄γεωγραφία΄΄ του,
που τυπώθηκε στις αρχές του 18 αιώνα, γράφει: <<…πλησίον ( της Λιλαίας,
αρχαίας πόλεως
της Φωκίδας)
είναι τα νυν
κώμη Σουβάλα
λεγομένη…>>5.
Διαφωτιστικότερος είναι ο Romardi,
που περιγράφει το ταξίδι του στην κοιλάδα του Κηφισσού κατά την άνοιξη του
1805, δηλαδή εκατό χρόνια, περίπου, μετά το Μελέτιο, μιλάει για οικισμό εκατό
σπιτιών κοντά στα νερά του ποταμού, για έναν οικισμό που λεγόταν Καλύβια και που οι κάτοικοί του μόνο το
χειμώνα έμεναν εκεί, ενώ τον άλλο καιρό ανέβαιναν στα κοντινά βουνά6.
Το χωριό Καλύβια του Romardi συμπίπτει με τη Σουβάλα του Μελετίου.
Και ο οικισμός αυτός είτε λέγεται
Σουβάλα είτε Καλύβια δεν εντοπίζεται σε άλλη περιοχή παρά σε αυτή που βρίσκεται
σε πολύ μικρή απόσταση από τις πηγές.
Από
τον Ιταλό Romardi έχουμε και την έμμεση
επιβεβαίωση για την ύπαρξη οικισμού στην Απάνω Σουβάλα κατά την προεπαναστατική
περίοδο. Λογικό είναι να δεχτούμε ότι σε χρόνο, που δεν είναι προσδιορίσιμος με
κάποια ακρίβεια, οπωσδήποτε όμως στους μεσαιωνικούς αιώνες, ο πληθυσμός της
Σουβάλας δημιουργεί νέους οικισμούς, στην αρχή στη χαράδρα Μαντάμια, στη σημερινή θέση
Παλιχώρι, και κατόπι στη θέση της σημερινής Απάνω Σουβάλας. Ο οικισμός αυτός με τον καιρό αναπτύσσεται και γίνεται η δεύτερη Σουβάλα, συγκεντρώνοντας το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, χωρίς να εγκαταλειφθεί εντελώς και το παλαιό χωριό στον κάμπο, το πεδινό, αυτό που το αναφέρει ο Romardi με τη ονομασία Καλύβια.
Το συμπεραίνουμε αυτό από το ότι
στο σημερινό χωριό υπήρχαν σπίτια, που είχαν χτιστεί πριν από το 1800, κατά τις
μετριότερες εκτιμήσεις.
Εδώ ανακύπτει ένα διπλό ερώτημα,
που είναι σχετικό με την εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού. Συγκεκριμένα, πρώτα
– πρώτα το ερώτημα είναι αν ο πληθυσμός της Σουβάλας, στο σύνολό του και
ανεξάρτητα από τις διαδοχικές μετοικήσεις του, ενισχύθηκε κατά τη μακραίωνη ζωή
των τριών οικισμών από το Ελληνικό στοιχείο άλλων περιοχών, και, δεύτερο, αν
έχει σημειωθεί αλλοίωση του πληθυσμού από ξενικές προσμίξεις.
Σήμερα είναι διαπιστωμένο ότι στους απογόνους των Λιλαιέων, που ήταν οι πρώτοι Σουβαλιώτες, προστέθηκαν στα χρόνια της τουρκοκρατίας, έποικοι από την Ήπειρο, που με ενδιάμεσο σταθμό στη δυτική Θεσσαλία ήρθαν και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη Σουβάλα.
Σήμερα είναι διαπιστωμένο ότι στους απογόνους των Λιλαιέων, που ήταν οι πρώτοι Σουβαλιώτες, προστέθηκαν στα χρόνια της τουρκοκρατίας, έποικοι από την Ήπειρο, που με ενδιάμεσο σταθμό στη δυτική Θεσσαλία ήρθαν και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη Σουβάλα.
Εκτός από τις τοπικές παραδόσεις,
που αναφέρονται στην Ηπειρωτική καταγωγή πολλών Σουβαλιωτών, μαρτυρούν την
εγκατάσταση εποίκων από την Ήπειρο οι πολλές ομοιότητες, που παρατηρούνται
μεταξύ Σουβαλιωτών και Ηπειρωτών στη γλώσσα, στα επώνυμα, στα ήθη και στα
επαγγέλματα ( Βαρελάδες, Πελεκάνοι, Μαστόροι κλπ.).
Το αντίθετο, δε διαπιστώνονται
σοβαρές ξενικές προσμίξεις.
Ακόμη και αυτά τα Αλβανικά
στοιχεία, γλώσσα κλπ. Που δε λείπουν και από τη Σουβάλα, μεταφυτεύτηκαν εδώ με
τους Ηπειρώτες και δεν οφείλονται σε Αλβανική επίδραση.
Όσο για τυχών αλλοίωση του
πληθυσμού από τους Σλάβους, η διαπίστωση είναι ότι στη Σουβάλα, και γενικότερα
στον Παρνασσιώτικο χώρο, η Σλαβική επίδραση είναι μηδαμινή και ότι κατά
συνέπεια, ο πληθυσμός έχει παραμείνει σχεδόν στο σύνολό του αμιγής Ελληνικός.
ΦΩΤΟ
Την
εκκλησία της Παναγιάς Μαυρομαντήλας επισήμανε και χαρτογράφησε ο Αναστάσιος
Ορλάνδος, διευθυντής αναστηλώσεως αρχαίων και ιστορικών μνημείων της Ελλάδας (1920 – 1958), καθηγητής αρχιτεκτονικής και βυζαντινής αρχαιολογίας και ιδρυτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Ο ναός ανασκάφηκε πρόχειρα και καθαρίστηκε τον Μάιο του 1965 από την Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Αναστηλώσεων , υπό την εποπτεία της αρχαιολόγου Χαρίκλειας Μπάρλα, με καταγωγή από τη Σουβάλα (η μητέρα της λεγόταν Ασήμω Τσαρμακλή).
Ο ναός ανασκάφηκε πρόχειρα και καθαρίστηκε τον Μάιο του 1965 από την Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Αναστηλώσεων , υπό την εποπτεία της αρχαιολόγου Χαρίκλειας Μπάρλα, με καταγωγή από τη Σουβάλα (η μητέρα της λεγόταν Ασήμω Τσαρμακλή).
1.
Βλέπε
Φαίδ. Κουκουλέ, Θεσσαλονίκης Ευσταθίου τα λαογραφικά, 2, σελ. 353.
2.
Του
ιδίου σελ. 353.
3.
Γιάννη
Αθ. Μαρρέ, Τραγούδια της Σουβάλας σ. 20
4.
Χαρίκλειας
Μπάρλα, Ο βυζαντινός
ναός της Σουβάλας, Χαριστήριον εις Αναστ. Κ. Ορλανδόν,
4, 1967, σελ. 328.
5.
Μελετίου,
Γεωγραφία, παλαιά και νέα, 2, σελ. 322.
6.
S. Romardi, Viaggio nella Grecia
negli 1904, 1906, 1807, σελ.
52. Βλέπε και <<
Δύο περιηγητές στην κοιλάδα του Κηφισσού>>, στις σελίδες 112 κλπ.
Από το
βιβλίο του Κώστα Α. Παπαχρίστου
΄΄
παρνασσιώτικα΄΄
1984 – ΓΛΩΣΣΙΚΑ,
ΙΣΤΟΡΙΚΑ, ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ
ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ
Δύο διορθώσεις: 1. Τόσο στο κείμενο όσο και στη βιβλιογραφία αναγράφεται λάθος το όνομα του Ιταλού ζωγράφου Simone Pomardi, (λανθασμένα Romadri), ο οποίος ακολουθούσε τον Άγγλο περιηγητή Dodwell κατά την επίσκεψή του στην προεπαναστατική Ελλάδα, φιλοτεχνώντας 600 τουλάχιστον εικόνες από την καθημερινή ζωή των χωριών της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδος που φιλοτέχνησε μεταξύ των ετών 1804,1805,1806, (λανθασμένα 1904,1906 1807 στη βιβλιογραφία).
ΑπάντησηΔιαγραφή2. Η έκτη κατά σειρά φωτογραφία από τα ερείπια της υστεροβυζαντινής εκκλησίας του Ιωάννη Προδρόμου στον Έρωχο, (Παλιαηγιάννης), είναι από το έργο ΛΙΛΑΙΟΘΕΝ (Εκδόσεις ΜΕΜΦΙΣ. Αθήνα 2016 ISBN:978-960-93-8091-1) του Δ.Κατοίκου, "τραβηγμένη" από τον ίδιο. Το όνομα και το έργο του συγγραφέα απουσιάζουν από τη βιβλιογραφία του κειμένου.
Φιλικά. Δ.Κατοίκος
Καταρχάς να σε ευχαριστήσω για το ορθογραφικό λάθος του ονόματος του Ιταλού ζωγράφου. Να σε ενημερώσω όμως ότι η δημοσίευση για την ιστορία της Σουβάλας είναι αναδημοσίεση του ¨Πολύδροσος Παρνασσού¨ το έτος 2019 και είναι αντιγραφή από το βιβλίο του Κώστα Παπαχρήστου ¨Τα Παρνασσιώτικα ¨που εκδόθηκε το 1984. Εάν το πρόβλημα ήταν κάποια από τις φωτογραφίες ήδη αντικατέστησα 2 από το πλούσιο αρχείο του ¨Πολύδροσος Παρνασσού¨ , το οποίο ελεύθερα το έχουν χρησιμοποιήσει αρκετοί και αυτό δεν με ενοχλεί αφού με τον τρόπο αυτό διαφημίζονται οι ομορφιές του χωριού μας.
Διαγραφή