Παρουσιάζει: ο Βίκτωρ Σαμπώ
Τα παλιά χρόνια ο μπαρμπέρης ήταν υπαίθριο επάγγελμα.
Εντόπιζαν ένα καλό μέρος όπου δε φυσούσε, έστηναν την πολυθρόνα και δούλευαν εκεί. .....
Αργότερα στεγάστηκαν στα καφενεία, μιας και τα κουρεία ήταν ταυτόχρονα και στέκια. Μαζευόντουσαν εκεί οι άντρες, κουβέντιαζαν και διάβαζαν εφημερίδα. Καμιά φορά έλεγαν και παραμύθια, γιατί οι περισσότεροι κουρείς ήταν και καλοί παραμυθάδες.
Ο παραδοσιακός κουρέας είχε την χειροκίνητη μηχανή, ψιλή ή χοντρή για μαθητές, το καλοτροχισμένο ψαλίδι, το λουρί για το τρόχισμά του.
Φωτ. τα εργαλεία του κουρέα
Σε μια πρόκα ήταν καρφωμένα τα χαρτάκια για να σκουπίζει τις σαπουνάδες. Δίπλα είχε το δοχείο με το κόκκινο λάστιχο που μέσα έβαζε το χαρτάκι για να σκουπίζει το ξυράφι. Τα χρόνια εκείνα δεν υπήρχε ο αφρός ξυρίσματος, αλλά το παραδοσιακό σαπούνι όπου δημιουργούσε τη σαπουνάδα και είχαν την αρωματική πούδρα για πασπάλισμα του σβέρκου. Επίσης δεν υπήρχε λακ, αλλά το μπριλ γκημ για το συγκράτημα των μαλλιών. Στον τοίχο ήταν κρεμασμένη η νιφτήρα και από κάτω η λεκάνη για να κρατάει τα μοσχομυρισμένα από τις πούδρες βρωμόνερα. Όταν άδειαζε η λεκάνη στο πεζοδρόμιο, μοσχοβολούσε ο τόπος.
Ο μπαρμπέρης εκτός από την τέχνη του κουρέματος και του ξυρίσματος, έκανε και τον πρακτικό γιατρό ή τον οδοντογιατρό, ανάλογα με το πώς τον καλούσε η ανάγκη.
Όταν ο κουρέας έπρεπε να βγάλει ένα σάπιο δόντι, κάθιζε τον πελάτη στην πολυθρόνα, έδενε μια μεγάλη πετσέτα ολόγυρα στο λαιμό του πελάτη, και έβαζε τα καλφαδάκια (βοηθούς) να τον κρατάνε σφικτά. Ύστερα έπαιρνε μια τανάλια και με ένα τράβηγμα ξερίζωνε το δόντι. Αν ο πελάτης λιποθυμούσε από τον πόνο, ο κουρέας του έριχνε μια κανάτα νερό για τον συνεφέρει. Ύστερα έφτιαχνε αλατόνερο και με αυτό απολύμανε την πληγή και σταματούσε την αιμορραγία.
Σε κάποια ορεινά χωριά, ο οδοντογιατρός – μπαρμπέρης χρησιμοποιούσε για την εξαγωγή του χαλασμένου δοντιού ένα φυτό που το λένε σκάρφη. Ξέραινε τη ρίζα της σκάρφης και έβαζε απάνω στο δόντι ένα κομματάκι. Το φυτό αυτό είχε την ιδιότητα να λιώνει κυριολεκτικά το δόντι. Φυσικά μαζί με το χαλασμένο δόντι, συχνά καταστρέφονταν και τα γερά. Όταν ο κουρέας ήθελε να σφραγίσει ένα δόντι, το σκάλιζε στο σημείο που ήταν σάπιο με ένα λεπτό σύρμα. Το καθάριζε καλά και ύστερα έλιωνε ασήμι, το έκανε μπαλάκι και το τοποθετούσε στην κουφάλα του δοντιού.
Παράλληλα με το επάγγελμα του οδοντογιατρού, ο κουρέας έκανε και τον πρακτικό γιατρό. Όταν κάποιος είχε ζαλάδα λόγω υπέρτασης, πήγαινε στον κουρέα να του πάρει αίμα. Ο κουρέας ξάπλωνε τον ασθενή στην πολυθρόνα και του ξύριζε ίσαμε μια δεκάρα την κορυφή του κεφαλιού. Στη συνέχεια του χάραζε με ένα ξυραφάκι το σημείο του δέρματος. Μόλις άρχιζε να αναβλύζει το αίμα, έπαιρνε ένα κέρατο από βόδι, ακουμπούσε το ένα άκρο στην πληγή και από το άλλο άκρο ρουφούσε το αίμα και το έφτυνε σε μια λεκάνη. Με τον τρόπο αυτό τραβούσε ως και δύο ποτήρια αίμα και ο άρρωστος ξαλάφρωνε.
Μέσα στα καθήκοντα του πρακτικού γιατρού ήταν και το κόψιμο των βεντουζών. Όταν κάποιος κρυολογούσε φώναζε τον κουρέα να του κόψει βεντούζες. Στην αρχή ο κουρέας κρατώντας μια μια τις βεντούζες τις ζέσταινε λίγο στο δαυλό που κρατούσε στο ένα χέρι και με το άλλο τοποθετούσε τη βεντούζα στην πλάτη του αρρώστου. Αφού προκαλούσε υπεραιμία, έβγαζε το τσάρκι (ένα μηχάνημα με ξυραφάκι) και με αυτό χάραζε την πλάτη του αρρώστου στα σημεία που είχε προηγουμένως σημειώσει με σταυρό. Μόλις άρχιζε να αναβλύζει το αίμα, ο κουρέας έβαζε πάνω στην πληγή τη ζεστή βεντούζα για να τραβήξει το «χαλασμένο αίμα» όπως έλεγαν. Ύστερα για να μη μολυνθούν οι πληγές, ο πρακτικός γιατρός έβαζε πάνω στις πληγές λίγο ελαιόλαδο και τις σκέπαζε με ένα καθαρό πανί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.