Παρουσιάζει ο Βίκτωρ Σαμπώ
Μέρες που είναι, ας πάμε στην Κυδαθηναίων να παρακολουθήσουμε την πομπή του Καρνάβαλου.
«Η Πλάκα, με τις θρυλικές ομορφιές της, την καθαρή ρωμιοσύνη της, τα νοσταλγικά τραγούδια της και τα στενά σοκάκια της, ξανάζησε πάλιν χθες όλην την παλιά δόξα της.
Επί τέλους οι Αθηναίοι που την επεσκέφθησαν, γλέντησαν με την ψυχή τους, ήπιαν ως που έπηξαν από το κρασί και απήλαυσαν μια ημέρα τρελής και εύθυμης ζωής......
Οι ταβέρνες για πρώτη φορά γέμισαν από κόσμο που εννοούσε να γλεντήσει, να τραγουδήσει και να θυμηθεί την «ανθισμένη αμυγδαλιά» και τα «μαλλάκια» της αγαπημένης του.
Δεν υστέρησε φυσικά ούτε αυτός ο «Μπαρμπαγιάννης με τις στάμνες του» ούτε η ¨Κυρά-Βαγγελιώ», ούτε το «αν παρήλθον οι χρόνοι εκείνοι».
Η Πλάκα ξανάζησε.
Η Πλάκα ξανάζησε.
Και εις αυτό συνέτεινεν η προθυμία του Δημάρχου κ. Γ. Κοτζιά, η δραστηριότης του Συλλόγου της Πλάκας και όλη η καλή θέλησης όλων των νοσταλγών μιας εποχής που πέρασε.
Δεν έλειψαν, φαντασθείτε, ούτε οι αληθινοί και παλιοί τύποι της: Ο «προστάτης των ωραίων γυναικών», ο «δάσκαλος του χορού γκαμήλας», ο συντάκτης του «Ρωμιού», ο «κατοσταράκιας» και ένα σωρό παλιοί και ξεχασμένοι τύποι που είχαν χαθεί εις την σκιάν τρομοκρατημένοι από την κάθοδον των αριστοκρατών εις τις ταβέρνες.
Και για πρώτη φορά ύστερα από τόσα χρόνια ακούσαμε το ακόλουθο νοσταλγικό τραγούδι τους:
Στης Πλάκας τα στενά σοκάκια
Νύχτα δεν στάθηκες ποτές
Από λαρύγγι κουτσαβάκι
Ν’ ακούσης πως κυλάει ο αμανές.
Ίφ πως το ντέρτι του ξεσπάζει
Και το γιαγκίνι του σκορπά
Για τη Σταμάτα έχει μεράκι
Που έναν ιππέα αγαπά!
Σκληρή που μούκανες κομμάτια
Την ανθισμένη μου καρδιά
Ώχου και νάχε η γης κρικέλια
Να την ασήκωνα ψηλά!
Κι’ αυτό το τραγούδι συγκίνησε τους ηλικιωμένους Αθηναίους που είχαν τραγουδήσει εις της Πλάκας τις ανηφοριές τα ρομαντικά κι’ αισθηματικά τραγούδια κι’ είχαν δεχθεί από την σκληρόκαρδη μαμά της αγαπημένης των το δοχείο της νυκτός εις το κεφάλι.
Μα, ας σας την περιγράψουμε από την αρχή αυτή την αξέχαστη ημέρα της Πλάκας.
Από ενωρίς άπειρα πλήθη κόσμου είχαν γεμίσει τους δρόμους της και τα διάφορα μαγαζιά της, ενώ από τα μπαλκόνια και τα παράθυρα είχαν κρεμασθεί ένα σωρό γοητευτικές ομορφιές που σκορπούσαν χαμόγελα και υποσχέσεις.
Από ενωρίς άπειρα πλήθη κόσμου είχαν γεμίσει τους δρόμους της και τα διάφορα μαγαζιά της, ενώ από τα μπαλκόνια και τα παράθυρα είχαν κρεμασθεί ένα σωρό γοητευτικές ομορφιές που σκορπούσαν χαμόγελα και υποσχέσεις.
Απ’ όπου περνούσε η πομπή των αρμάτων το πλήθος ξεσπούσε σε ζητωκραυγές. Ξεχώριζε φυσικά η «Βασίλισσα της Πλάκας» δις Παπαγεωργίου και οι «κυρίες της τιμής» που δεν ήταν άλλες από το μπαλέτο του θεάτρου «Μοντιάλ» καθώς και πολλά κορίτσια της Πλάκας.
Ακολουθούσε το «Μαγικό Βαρέλι», ένα άρμα της εταιρείας Οίνων και Οινοπνευμάτων. Ήτο ένα τεράστιο βαρέλι από του οποίου τις κάνουλες έτρεχε άσπρο και κόκκινο κρασί. Τέσσερα κορίτσια ντυμένα βλαχοπούλες μοίραζαν κρασί εις τον κόσμον ο οποίος φυσικά έπινε και ξανάπινε για να πάνε κάτω τα φαρμάκια.
Ύστερα από αυτό ήρχετο το άρμα του Πλακιώτικου κουτσομπολιού!
Ύστερα από αυτό ήρχετο το άρμα του Πλακιώτικου κουτσομπολιού!
Στο άρμα της Πλακιώτικης ταβέρνας «ψηνόντουσαν» στο τηγάνι μπακαλιαράκια ενώ δυό παρέες καθόντουσαν, πίναν και τραγουδούσαν και έστριβαν κάθε τόσο τα ψεύτικα μουστάκια τους.
Δεν μπορούσε φυσικά να λείψει από αυτό και η απαραίτητη συζυγική σκηνή. Μια χοντρή γυναίκα κρατώντας ένα μωρό εις την αγκαλιά της ερχόταν κάθε τόσο και ξεφώνιζε για να πάρει τον άνδρα της πίσω εις το σπίτι, αυτός σουρωμένος της παρατηρούσε:
-Μωρή τι ξεπορτίζεις μωρή; Ένα κρασί θα πιώ και θα έρθω στο ρημάδι σου.
Και ύστερα τσούγκριζε το ποτήρι του με την παρέα:
Και ύστερα τσούγκριζε το ποτήρι του με την παρέα:
-Εβίβα πρώτο!
Ύστερα ήρχετο ένα άρμα το οποίο παρίστανε την πλακιώτικη καντάδα. Δυό μερακλωμένοι πλακιώτες ακουμπισμένοι εις ένα φανάρι τραγουδούσαν έξω από το σπίτι της αγαπημένης τους:
Ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά
Με τα χεράκια της…
Από ένα παράθυρο όμως η μητέρα της «σκορδόπιστης» παρουσιάζετο για να τους αδειάσει πάνω στο κεφάλι το δοχείο της νύκτας!
-Ψιλοβρέχει: Έλεγε ο ένας μεθυσμένος.
-Μωρέ δεν βλέπεις που χύνω δάκρυ κορόμηλο, παρατηρούσε ο άλλος έξαλλος από τον έρωτά του!
Τέλος ακολουθούσαν έξη κάρα σκουπιδιών γεμάτα ψηφοδέλτια τα οποία συνόδευαν σκουπιδιαραίοι με φράκα και ψηλό καπέλο!».
Ημερήσιος Κήρυξ, 1936, υπογράφει ο «Δράκος» // http://paliaathina.com/gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.