Παρουσιάζει ο Βίκτωρ Σαμπώ
Κάποτε, ήταν ένας γάιδαρος κι ένα βόδι. Εκείνα τα παλιά χρόνια, που τα ζωντανά μιλούσαν μεταξύ τους!......
Ένα βράδυ, εκεί που κάθονταν στο στάβλο, έπιασαν κουβέντα. Λέει ο γάιδαρος στο βόδι:
«Βόδι, άκουσε εμένα που σου μιλώ. Εγώ είμαι δάσκαλος, ξέρω πολλά. Αύριο που θα 'ρθει το αφεντικό να σε πάρει για χωράφι, να του κάνεις το ζαβλακωμένο, το άρρωστο. Μη φας απόψε το φαΐ σου, για να σ' βρει αποκαμωμένο ο γεωργός και να μη σε πάρει στη δουλειά».
Το βόδι, που δεν είναι καθόλου έξυπνο, γι' αυτό το λένε και «βόδι» και πιστεύει εύκολα ό,τι του λένε, άκουσε το γάιδαρο. Έκατσε στη γωνιά του και έκανε το άρρωστο. Έκλεισε τα μάτια του, κατέβασε την κεφάλα του και δε μιλούσε.
Την άλλη μέρα, μπαίνει μέσα η γυναίκα του γεωργού. Βλέπει το βόδι σε κακό χάλι. Φεύγει τρομαγμένη και πάει μέσα στο σπίτι.
«Φουρτούνα μας βρήκε σήμερα. Το ζωντανό μας δεν είναι στα καλά του. Το βλέπω ζαβλακωμένο σαν άρρωστο στη γωνιά του και δε θα μπορέσεις να το πάρεις στη δουλειά!».
Στενοχωρήθηκε ο κακομοίρης ο γεωργός τι θα κάνει; Και, ρωτάει τη γυναίκα του:
«Τι θα κάνουμε, γυναίκα; Να βάλουμε, στη θέση του, το γάιδαρο! Να οργώσουμε σήμερα με το γάιδαρο και θα δούμε, ώσπου να γίνει καλά το βόδι μας!».
Πάει λοιπόν ο γεωργός, παίρνει το γάιδαρο, τον πάει στο χωράφι, τον ζεύει στ' αλέτρι και ξεκινάει το όργωμα. Νάσου αποδώ ο γάιδαρος, νάσου από κει, ξεθεώθηκε.
Περνούσε η ώρα, πού να σταματήσει το όργωμα! Ο γεωργός είχε πολλή δουλειά. Κάποτε, πέρασε η ώρα, τελείωσε η δουλειά, μόλις έφτασε ο ήλιος να δύσει.
«Ε, καλά είναι για σήμερα λέει ο γεωργός. Ας πηγαίνουμε τώρα και αύριο πάλι με το καλό.» Παίρνει τον γάιδαρο του φορτώνει το αλέτρι ανεβαίνει κι αυτός καβάλα και πάνε για το χωριό. Σ' όλο το δρόμο ο γάιδαρος το φυσούσε και δεν κρύωνε το πάθημά του. «Αχού, τι έπαθα! Τι ήταν αυτό που έπαθα! Τι βλακεία ήταν αυτή;»
Μπήκε στο στάβλο αλλά πού να μιλήσει, για να μην πονηρέψει το βόδι. Έκατσε σε μια μεριά λυπημένος και έστυβε το μυαλό του: «Τι θα κάνω, πώς θα τη σκαπουλάρω αύριο;» Μετά από κάμποση ώρα, του ήρθε μια ιδέα. Σηκώνεται πάει κοντά στο βόδι και του λέει: «Φίλε μου, εγώ που σ' αγαπώ, άκουσε με τι θα σου πω. Αύριο δεν τη βλέπω καλά τη μέρα. Άκουσα το αφεντικό πού είπε ότι, άμα είσαι έτσι κι αύριο, θα σε σφάξει, γιατί φοβάται μην του ψοφήσεις και θα πάθει μεγάλη ζημιά μετά. Λοιπόν, το καλό που σου θέλω, κάτσε φάε καλά καλά απόψε να καρδαμώσεις, να σ' βρει στα συγκαλά σου αύριο το αφεντικό, γιατί δε σε βλέπω καλά!
Το βόδι, ό,τι τού είπε ο γάιδαρος έκαμε. Άκουσε κι ότι, αν δεν είναι καλά αύριο, θα το σφάξει και τρόμαξε! Σηκώνεται και πέφτει με τα μούτρα στο φαΐ. «Φάε και να φας», θέριεψε! Κοιμήθηκε του καλού καιρού και την άλλη μέρα μπαίνει μέσα στο στάβλο η γυναίκα του γεωργού κι ήτανε της χαράς. «Αχ!», λέει, «Σήμερα είσαι μια χαρά! Πάω να τα πω στον άντρα μου». Πάει μέσα: «Άντρα μου, άντρα μου εντάξει το βόδι μας, καρδάμωσε! Σήμερα είναι μια χαράς, γιατρεύτηκε! Μπορούμε να το πάμε στη δουλειά!». Το παίρνει τότε αυτός και φεύγουνε.
Ο γάιδαρος τότε ευχαριστημένος, τους έβλεπε που φεύγανε κι έλεγε: «Αχ, πάλι καλά! Ευτυχώς που με άκουσε το βόδι και άλλη φορά να προσέχω, να μη χώνω τη μούρη μου εκεί που δε με σπέρνουν!».
«Όπου δε σε σπέρνουνε, να μη φυτρώνεις», έλεγε η γιαγιά μου.
ΠΗΓΗ: Παραδοσιακό παραμύθι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.