Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

.... Σήμερα, Κυριακή 22 Δεκεμβρίου, ....

Τετάρτη 17 Αυγούστου 2016

ΠΩΣ ΒΓΗΚΑΝ ΟΙ ΦΡΑΣΕΙΣ :

Επιμέλεια – παρουσίαση Βίκτωρ Σαμπώ
«Κάποιος φούρνος θα γκρεμίστηκε».
 Παλαιότερα, τα σπίτια ενός χωριού μετριόντουσαν με τους…φούρνους τους. .....
Οι χωρικοί, δηλαδή, δεν έλεγαν ότι «το χωριό μου έχει τόσα σπίτια» αλλά «τόσους φούρνους», επειδή κάθε σπίτι είχε και το δικό του φούρνο, για να ψήνει το ψωμί του.
Είναι γνωστό και το ανέκδοτο του Κολοκοτρώνη με τον Άγγλο φιλέλληνα Κνόου. Ο τελευταίος, που μιλούσε αρκετά καλά τη γλώσσα μας και θαύμαζε το Γέρο για την τόλμη και την εξυπνάδα του, τον ρώτησε κάποτε, αν το χωριό που γεννήθηκε ήταν μεγάλο.
- Όχι και τόσο, αποκρίθηκε ο Κολοκοτρώνης. Δεν πιστεύω να έχει παραπάνω από εκατό φούρνους…
Ο Άγγλος, που δεν ήξερε ότι με το «φούρνος» εννοούσε «σπίτι», τον κοίταξε ξαφνιασμένος.
- Και δεν είσαι ευχαριστημένος, στρατηγέ; τον ρώτησε. Εμένα το δικό μου χωριό δεν έχει περισσότερους από δυο φούρνους!
- Βρε τον κακομοίρη! είπε τότε ο Κολοκοτρώνης. Και πώς ζεις σε τέτοια μοναξιά;
Όταν λοιπόν στα χωριά αυτά πέθαινε κανένας νοικοκύρης, οι φίλοι του έλεγαν: «Ο φούρνος του μπάρμπα Νότη γκρέμισε», εννοώντας ότι με το θάνατο το αρχηγού της οικογένειας, το σπίτι του γκρέμιζε, χανόταν.
Από τη μεταφορική λοιπόν αυτή φράση, βγήκε η έκφραση «Κάποιος φούρνος γκρέμισε», ή «Κάποιος φούρνος θα γκρεμίστηκε» που τη λέμε σήμερα, άγνωστο γιατί, όταν μας επισκέπτεται κάποιος, που έχουμε να δούμε πολύ καιρό.


«Πήγε σαν το σκυλί στ' αμπέλι».
Τι σχέση έχει με το μυστικό σχέδιο του ισπανικού στόλου για απόβαση στην Αλβανία, αλλά και με την αγάπη των ... 
Στη σημερινή εποχή όταν χρησιμοποιούμε την έκφραση «Πήγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι», εννοούμε ότι κάποιος έφυγε από τη ζωή αδικημένος και μόνος τις περισσότερες φορές. Από πού πηγάζει αυτή η έκφραση; Και πώς ξεκίνησε να χρησιμοποιείται; Οι εκδοχές που έχουν επικρατήσει είναι τρεις. Η πρώτη αναφέρεται στο 1616 όταν ο ισπανικός στόλος θέλησε να αποβιβαστεί στα παράλια της Αλβανίας και ο ναύαρχος συνεννοήθηκε κρυφά με τους χριστιανούς να τον βοηθήσουν. Ο τουρκαλβανός όμως Μεμέτ Μπόγος τους πρόδωσε κι έτσι οι περισσότεροι κάτοικοι αιχμαλωτίστηκαν και εκτελέστηκαν. Μόλις πέρασε η μπόρα, οι συγγενείς των θυμάτων προσπάθησαν να βρουν τον προδότη και να τον τιμωρήσουν. Επειδή όμως ο Μεμέτ κρυβόταν, έπιασαν το σκύλο του, που τον υπεραγαπούσε και τον κρέμασαν... Όταν κατάλαβαν ότι το ζώο δεν τους έφταιξε σε τίποτα πήγαν να το ξεκρεμάσουν, αλλά είχε ήδη πεθάνει.
Η δεύτερη εκδοχή σχετίζεται με την αγάπη που έχουν πολλά ζώα στα σταφύλια. Όμως πολλά από αυτά, κάποιες φορές γίνονται αιτία για να καταστραφούν οι σοδειές. Έτσι, οι παραγωγοί αναγκάζονται να τα απομακρύνουν. Κάποιοι από αυτούς όμως, δεν γνωρίζουν τι ζώο κρύβεται μέσα στις καλλιέργειες και το εξοντώνουν στα «τυφλά» . Τις περισσότερες φορές όμως πρόκειται για σκυλιά που έχουν ιδιαίτερη αδυναμία στα σταφύλια, όσο και αν είναι βλαβερά όπως λέγεται για τον οργανισμό τους.
Η τρίτη εκδοχή για την συγκεκριμένη έκφραση, πιθανόν συνδέεται με την τοξική δράση που έχει η μεγάλη κατανάλωση σταφυλιών στον οργανισμό του σκύλου. Οι ειδικοί λένε πως μια πολύ περιορισμένη ποσότητα, δεν βλάπτει το τετράποδο. Όταν όμως το ζώο φάει παραπάνω από το κανονικό μπορεί να πεθάνει μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα.... 


Τρελοκαμπέρω
Να πώς βγήκε η έκφραση «τρελοκαμπέρω» που αποτελεί μειωτικό χαρακτηρισμό για τις γυναίκες; Και όμως προέρχεται από τον παράτολμο αεροπόρο Καμπέρο…...
Τρελοκαμπέρω. Η  λέξη προέρχεται από το «Τρελοκαμπέρος» και σημαίνει πλέον τον παράτολμο, αυτόν που κάνει επικίνδυνα τρελές πράξεις. Δημιουργήθηκε το 1912-13, από τις πράξεις του αεροπόρου Καμπέρου. Στην ιστορία πέρασαν οι παράτολμες πτήσεις του πάνω από τις εχθρικές θέσεις κατά τους Βαλκανικούς πολέμους, όταν έκανε χαμηλές πτήσεις και έριχνε χειροβομβίδες προκαλώντας πανικό. Το παρατσούκλι «τρελοκαμπέρω» έγινε συνώνυμο της αποκοτιάς και του παράτολμου θάρρους. Στην πορεία του χρόνου όμως, έχασε την αρχική του σημασία, καθώς ως φαίνεται υπήρξε σύγχυση της προέλευσης. Η άγνοια  της πραγματικής ιστορίας του Καμπέρου και η ύπαρξη ανάλογων όρων, όπως π.χ. τρελέγκω, βοήθησε σ’ αυτόν τον μετασχηματισμό της αρχικής έννοιας και σημασίας....
Η ιστορία του Καμπέρου Στις 14 Μαΐου του 1912, ο Υπολοχαγός Καμπέρος απογειώθηκε από το Παλαιό Φάληρο με κατεύθυνση τον χώρο των στρατιωτικών ασκήσεων. Δυστυχώς όμως δεν πρόφθασε να φθάσει στον προορισμό του. Μεταξύ Καπανδριτίου και Αγίου Μερκουρίου στα Κιούρκα, ο κινητήρας λόγω βλάβης, παρουσίασε ελάττωση των στροφών και ο χειριστής για να αποφύγει το ατύχημα, επεχείρησε κάθοδο προς το έδαφος και στη συνέχεια αναγκαστική προσγείωση. Λίγα όμως μέτρα πάνω από το έδαφος, ο κινητήρας σταμάτησε και το αεροπλάνο κατέπεσε, με αποτέλεσμα να πάθει σοβαρές ζημιές. O χειριστής σώθηκε, πηδώντας από ύψος 10 μέτρων, επάνω σε ξηρά χόρτα. O Καμπέρος όμως, δεν έχασε την ψυχραιμία του, το επισκεύασε την ίδια ημέρα και την επομένη 15 Μαΐου ήταν έτοιμος να πετάξει στο Πεδίο των Ασκήσεων! Ο Καμπέρος έγινε ονομαστός για τις ριψοκίνδυνες πτήσεις του και τους παράτολμους ελιγμούς που πραγματοποιούσε και που προκαλούσε τον θαυμασμό ακόμη και τον ξένων συναδέλφων του, τους οποίους ανταγωνίζονταν στα ίσα στον τομέα αυτό. Την ιστορία του παράτολμου αεροπόρου παρουσιάζει στο βιβλίο της η Αντιγόνη Καμπέρου. Τον Ιούνιο του 1912 και ενώ είχε αρχίσει ήδη να μελετάται η δημιουργία Ναυτικής Αεροπορικής Υπηρεσίας, ο Καμπέρος μετατρέποντας το πρώτο Henry Farman, στο οποίο είχε δοθεί το όνομα «Δαίδαλος», σε υδροπλάνο, πέταξε με μέση ταχύτητα 110 χλμ. την ώρα, επιτυγχάνοντας νέο παγκόσμιο ρεκόρ. Στην πρώτη επίσημη πτήση του στην Ελλάδα έκανε επίδειξη, αλλά βρήκε άλλον παράτολμο στον δρόμο του: τον Αργυρόπουλο, που με το προσωπικό του αεροπλάνο άρχισε εκτός προγράμματος να πετάει δίπλα του. Τελικά φιλονίκησαν μπροστά στον Βενιζέλο, όταν ο πρωθυπουργός προσωπικά προσπάθησε να συνετίσει τον Καμπέρο που χολωμένος είχε προσγειωθεί πρώτος, αφήνοντας το αεροπλάνο του στην μέση του αεροδιαδρόμου ώστε να μην μπορέσει να προσγειωθεί ο Αργυρόπουλος… Ο Σουρής πάντως έγραψε και ποίημα για αυτόν, ένα από τα πολλά που ενέπνευσε:
Την αεροπορίαν δοξάζω και γεραίρω βαρδάτε και θα πάω ψηλά με τον Καμπέρο κι εξ ύψους θ’ ανυμνήσω την συλλογήν εράνων υπέρ αεροπλάνων’
 Ο Καμπέρος μετασκεύασε το αεροπλάνο του Henri Farman σε υδροπλάνο και έκανε παγκόσμιο ρεκόρ ταχύτητας με αυτό. Όταν ξεκίνησε ο Βαλκανικός πόλεμος συμμετείχε κάνοντας αναγνωριστικές πτήσεις και πετώντας χειροβομβίδες πάνω στους εχθρούς. Την 16η Αυγούστου 1913, η πόλη της Θεσσαλονίκης ορίστηκε ως η έδρα του «Λόχου Αεροπορίας» που υπαγόταν στο Μηχανικό και τελούσε υπό τις διαταγές του Διοικητή του Γ’ Σώματος Στρατού. Από την 23η Δεκέμβριου 1913, ο «Λόχος Αεροπορίας» υπήχθη στο Υπουργείο Στρατιωτικών με Διοικητή τον Λοχαγό Δημήτριο Καμπέρο και έδρα το αεροδρόμιο Λεμπέτ. Ο Καμπέρος έφυγε από την Θεσσαλονίκη μετά την επικράτηση του κινήματος του Βενιζέλου, καθώς ήταν βασιλικός. Τελικά έγινε διοικητής της Σχολής Ικάρων συνεχίζοντας να πετά παράτολμα. Ο Καμπέρος πέθανε στα χρόνια της Κατοχής το 1942 και σε ηλικία 59 ετών, από ασφυξία, που είχε προκληθεί από διαρροή φωταερίου την ώρα που κοιμόταν.... 


 Τον πήραν στο ψηλό
 Παρ' όλη τη σκληρότητα και τον τρόμο που βασίλευαν στο Βυζάντιο, οι επαναστάσεις δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο. Πολύ συχνά, ο καταπιεζόμενος λαός ξεσηκωνόταν, άρπαζε… τσεκούρια και μαχαίρια κι έπεφτε πάνω στους δυνάστες του, που τους κατακρεουργούσε. Όταν μια λαϊκή εξέγερση πετύχαινε, οι επαναστάτες ανακήρυσσαν δικό τους βασιλιά, έδιωχναν τους παλιούς αξιωματούχους της Αυλής κι έβαζαν δικούς τους στη θέση τους.
Στη «Βασιλεύουσα» υπήρχε -έξω από το Επταπύργιο- ένα μέρος που ονομαζόταν Ψηλό, όπως εξακολουθεί να λέγεται ακόμη και σήμερα. Κι αυτό, γιατί η τοποθεσία ήταν πάνω από τη θάλασσα, δηλαδή ήταν μέρος ψηλό. Στο σημείο αυτό, οι επαναστάτες έσερναν αλυσοδεμένους τους πρώην βασανιστές τους, τους κρεμούσαν σ’ ένα δέντρο κι άρχιζαν να τους διαπομπεύουν με το χειρότερο τρόπο. Μικροί και μεγάλοι, περνούσαν μπρος από τον τιμωρούμενο και τον έφτυναν ή του έριχναν λεμονόκουπες κλπ. Ύστερα τον ξεκρεμούσαν κι έτσι δεμένο τον πετούσαν στη θάλασσα. Με τον ίδιο σχεδόν τρόπο, τιμώρησαν τη Μαρία Κομνηνή, την ωραία αλλά σκληρή αυτοκράτειρα του Βυζαντίου. Από το περιστατικό αυτό και από την ονομασία της τοποθεσίας που πήγαιναν τους τιμωρημένους βγήκε η φράση «τον πήραν στο ψηλό».
Πλήρωσε τα μαλλιά της κεφαλής του
Οι φόροι πριν από το 19ο αιώνα ήταν τόσοι πολλοί στην Ελλάδα, ώστε, όσοι δεν είχαν να πληρώσουν, έβγαιναν στο βουνό. Για τη φοβερή αυτή φορολογία, ο ιστορικός Χριστόφορος Άγγελος, γράφει τα εξής χαρακτηριστικά: «Οι επιβληθέντες φόροι ήσαν αναρίθμητοι, αλλά και άνισοι. Έκτος της δεκάτης, του εγγείου και της διακατοχής των ιδιοκτησιών, εκάστη οικογένεια κατέβαλε χωριστά φόρον καπνού (εστίας), δασμόν γάμου, δούλου και δούλης, καταλυμάτων, επαρχιακών εξόδων, καφτανίων, καρφοπετάλλων καί άλλων εκτάκτων. Ενώ δε ούτω βαρείς καθ’ εαυτούς ήσαν οι επιβληθέντες φόροι, έτι βαρύτερους καί αφόρητους καθίστα ο τρόπος της εισπράξεως και η δυναστεία των αποστελλομένων προς τούτο υπαλλήλων ή εκμισθωτών. Φόρος ωσαύτως ετίθετο επί των ραγιάδων (υπόδουλος – τουρκ. raya) εκείνων οίτινες  έτρεφον μακράν κόμην». Από το τελευταίο αυτό, έμεινε παροιμιώδης η φράση: «πλήρωσε τα μαλλιά της κεφαλής του».


Τον κόλλησε στον τοίχο
 Κάποτε, στον καιρό του Ρωμανού του Διογένη, ένας από τους στρατηγούς του, ο Ιωάννης Δημαράς, βγήκε μια νύχτα στους δρόμους του Βυζαντίου μαζί με τη συντροφιά του και όσους διαβάτες έβλεπε μπροστά του, τους έπιανε μαζί με την παρέα του και τους κολλούσε στον τοίχο μ’ ένα είδος ρετσινιού και πίσσας, που υπήρχαν σε κάθε γωνιά, για να φωτίζονται οι δρόμοι. Το… αστείο αυτό έκανε τόση εντύπωση την επόμενη το πρωί, ώστε από εκείνη την ημέρα όλοι οι άρχοντες της Κωνσταντινούπολης, έβγαιναν σχεδόν κάθε νύχτα στους δρόμους, για να βρουν κανέναν αργοπορημένο και να τον κολλήσουν στον τοίχο. Από τότε, έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση «τον κόλλησε στον τοίχο», που τη λέμε συνήθως, όχι μονάχα όταν ένα άτομο αδικεί ένα άλλο, αλλά κι όταν ακόμη βάζουμε κάποιον αναιδή στη θέση που του αξίζει.


Του έβαλε τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι
 Όλοι οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου, διατηρούσαν στα παλάτια τους νάνους, για να τους διασκεδάζουν στα συμπόσια τους. Οι «τζουτζέδες» αυτοί -όπως τους έλεγαν- ήταν σχεδόν παντοδύναμοι και μπορούσαν να καταδικάσουν σε θάνατο ή ν’ ανεβάσουν στα ψηλότερα αξιώματα, όποιον ήθελαν: Οι αυτοκράτορες τους είχαν φοβερή αδυναμία και ποτέ δεν τους χαλούσαν το χατίρι, σε καμιά περίπτωση. Τους είχαν, ακόμη, ως μυστικοσυμβούλους και κατάσκοπους. Μόνον όταν έπεφταν σε βαρύ παράπτωμα τρεις φορές, τιμωρούνταν κι αυτοί με μια περίεργη τιμωρία. Τους έβαζαν τα δυο πόδια μέσα στο ίδιο υπόδημα και τους άφηναν να κυκλοφορούν, χοροπηδώντας. Η τιμωρία αυτή κρατούσε από τέσσερις μέχρι έξι μήνες. Στο τέλος, ο νάνος δεν μπορούσε να κρατήσει περισσότερο το αφάνταστο αυτό μαρτύριο και έπεφτε στα πόδια του αυτοκράτορα, για να του ζητήσει έλεος. Έτσι, έμεινε η φράση: «Μου έβαλε ή του έβαλε τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι».


Του μπήκαν ψύλλοι στ’ αφτιά
 Οι Βυζαντινοί ήταν άφθαστοι να εφευρίσκουν πρωτότυπες τιμωρίες. Όταν έπιαναν κάποιον να κρυφακούει, του έριχναν ζεματιστό λάδι στ’ αφτιά και τον κούφαιναν. Για τους «ωτακουστές» -όπως τους έλεγαν τότε αυτούς- ο αυτοκράτορας Ιουλιανός αισθανόταν φοβερή απέχθεια. Μπορούσε να συγχωρέσει έναν προδότη, αλλά ένα «ωτακουστή» ποτέ. Ο ίδιος έγραψε έναν ειδικό νόμο γι’ αυτούς, ζητώντας να τιμωρούνται με μαρτυρικό θάνατο. Μα όταν τον έστειλε στη Σύγκλητο, για να τον εγκρίνει, εκείνη τον απέρριψε, γιατί θεώρησε ότι το αμάρτημα του «ωτακουστή» δεν ήταν και τόσο μεγάλο. Είπαν δηλαδή -οι Συγκλητικοί- ότι η περιέργεια είναι φυσική στον άνθρωπο και ότι αυτός που κρυφακούει, είναι, απλώς, περίεργος. Μπορεί να κάνει την κακή αυτή πράξη, αλλά χωρίς να το θέλει. Έτσι βρήκαν την ευκαιρία να καταργήσουν και το καυτό λάδι και ζήτησαν να τους επιβάλλεται μικρότερη ποινή. Ο Ιουλιανός θύμωσε, μα παραδέχτηκε να αλλάξουν το σύστημα της τιμωρίας με κάτι άλλο που, ενώ στην αρχή φάνηκε αστείο, όταν μπήκε σε εφαρμογή, αποδείχθηκε πως ήταν αφάνταστα τρομερό. Έβαζαν δηλαδή στ’ αφτιά του ωτακουστή… ψύλλους! Τα ενοχλητικά ζωύφια, έμπαιναν βαθιά στο λαβύρινθο του αφτιού κι άρχιζαν να χοροπηδούν, προσπαθώντας να βρουν την έξοδο. Φυσικά, ο δυστυχισμένος που δοκίμαζε αυτή την τιμωρία, έφτανε πολλές φορές να τρελαθεί. Από τότε, ωστόσο, έμεινε η φράση: «του μπήκαν ψύλλοι στ’ αφτιά».


Άλλου παπά ευαγγέλιο
 Αυτή τη φράση την παίρνουμε από μια Κεφαλλονίτικη ιστορία. Κάποιος παπάς σε ένα χωριουδάκι της Κεφαλονιάς, αγράμματος, πήγε να λειτουργήσει σ’ ένα άλλο χωριό, γιατί ο παπάς του χωριού είχε αρρωστήσει για πολύν καιρό. Ο παπάς όμως, στο δικό του Ευαγγέλιο, μια και ήταν αγράμματος, είχε βάλει δικά του σημάδια κι έτσι κατάφερνε να το λέει. Εδώ όμως, στο ξένο Ευαγγέλιο, δεν υπήρχαν τα σημάδια, γιατί ο παπάς αυτού του χωριού δεν τα είχε ανάγκη, μια και ήταν μορφωμένος. Άρχισε, λοιπόν, ο καλός μας, να λέει το Ευαγγέλιο που λέγεται την Κυριακή του Ασώτου. Τότε κάποιος από το εκκλησίασμα του φώναξε! «Τι μας ψέλνεις εκεί παπά; Αυτό δεν είναι το σημερινό Ευαγγέλιο…». – Εμ, τι να κάνω; απάντησε αυτός. «Αυτό είναι άλλου παπά – Ευαγγέλιο». Και από τότε έμεινε η φράση!


Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας
 Ξέχωρα από τον άνθρωπο, ο λαγός έχει και έναν άλλον εχθρό, την κουκουβάγια. Και οι διαφορές τους είναι ενοικιοστασιακές. Η κουκουβάγια φτιάχνει τη φωλιά της συνήθως στα χαλάσματα των σπιτιών, ανάμεσα σε λιθιές, σε ακατοίκητα καλύβια. Όταν, όμως, ζει στο δάσος, σπίτια δεν υπάρχουν κι έτσι δε διστάζει να κάνει με το ζόρι έξωση στο λαγό. Σταμπάρει τη φωλιά του λαγού και σε κατάλληλη ευκαιρία ορμάει, σκοτώνει το λαγουδάκι ή τα λαγουδάκια με το ράμφος και τα νύχια της και κάθεται αυτή στο έτοιμο σπίτι. Όταν οι κυνηγοί, όμως, φτάσουν ακολουθώντας τ’ αχνάρια του λαγού ή με τη βοήθεια του σκυλιού τους, μπροστά στη φωλιά του λαγού, τότε αντικρίζουν στη «μπούκα» δυο πελώρια γυαλιστερά μάτια, τα μάτια όχι του λαγού, αλλά της κουκουβάγιας. Αυτό που κάνει όμως, η κουκουβάγια στο λαγό, φαίνεται ότι το κάνει και ο κούκος στην κουκουβάγια. Λέγεται ότι «o κούκος μέλλων να γεννήση τα ωά του, διευθύνει με ταχυτάτην πτήσιν εις φωλεάν γλαυκός, ήτις, τυφλώττουσα προς το ημερινόν ηλιακόν φως, γίνεται περίφοβος εις την αιφνιδίαν προσβολήν του κούκου και παραχωρεί την φωλεάν της. Τότε ο κούκος κυλίων και εκβάλλων εν των ωών εκείνης, γεννά και αντικαθίστησι τα ιδικά του. Ή γλαύξ μετά την επιστροφήν αυτής επωάζει αυτά, ο δε κούκος με την αυτήν ταχύτητα διώκει την γλαύκα εκάστοτε και τρέφει τα νεογνά του, μέχρις ου πτερυγίσωσι και τον ακολουθήσωσιν». Γι’ αυτό και οι αρχαίοι είχαν μια σχετική παροιμία: «Άλλο γλαύξ, άλλο κορώνη φθέγγεται». Καθώς , επίσης, και αυτή που μεταχειρίζονται ακόμη σε πολλά μέρη της πατρίδας μας: «Άλλο το κούμπαλο κι άλλο το δαμάσκηνο».


Αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας
 Φράση που μας την έκανε πιο γνωστή και από τότε έμεινε, ο Γέρος του Μοριά Θ. Κολοκοτρώνης. Λεγόταν, κυρίως, στους μύλους και στις βρύσες, που περίμεναν με τη σειρά τους να αλέσουν ή να πάρουν ένα σταμνί νερό. Έτσι, όταν έβλεπαν κανέναν παπά να θέλει να μην τηρήσει τη σειρά, του λέγανε τη φράση αυτή.


Αναγκαίον κακό
Τη φράση αυτή τη βρίσκουμε για πρώτη φορά σ’ ένα στίχο του Μένανδρου (342-291 π.Χ.),που μιλάει για το γάμο. Ο ποιητής γράφει ότι ο γάμος «…εάν τις την Αλήθειαν σκοπή, κακόν μεν εστίν, άλλ’ αναγκαίον κακόν». Δηλαδή: Εάν θέλουμε να το εξετάσουμε στο φως της αλήθειας, ο γάμος είναι μεν ένα κακό, αλλά «αναγκαίον κακόν». Σ’ ένα άλλο απόσπασμα του Μένανδρου διαβάζουμε -ίσως για παρηγοριά για τα παραπάνω- την εξής περικοπή: «Πάντων ιατρός των αναγκαίων κακών χρόνος εστίν». Επίσης: «αθάνατον εστί κακόν αναγκαίον γυνή». Δηλαδή, η γυναίκα είναι το αιώνιο αναγκαίο κακό. (Φιλήμονος αδήλων, απόσπ. 103 (Meineke).

Από μεθυσμένο και τρελό μαθαίνεις την αλήθεια
 Ο Ευστάθιος γράφοντας: «Οίνος γαρ φασί και αλήθεια» (740, 14) είχε βέβαια υπόψη του και τις αρχαίες παροιμίες: «οίνος και αλήθεια» και «ανδρός δ’ οίνος έδειξε νόον» (Αλκαίου, Απόστ. 53 [έκδ. Βerg], Αθηναίος, 37 Ρ). Πιο σύγχρονος ο Μιχαήλ Ψελλός γράφει: «από σαλού και μεθυστού την αλήθειαν άκουε» (Μ. Ψελλού Επιρρήματα των ανθρώπων – Ν. Πολίτη, Παροιμ. 1,6, αρ. II). Σήμερα τη συναντάμε και με τον τύπο: «από ζουρλό και μεθυστή μαθαίνεις την αλήθεια», ή: «δος κρασί να βγ’ η αλήθεια» (Ι. Βερέττα, Συλλογή παροιμιών, σ. 21, αρ. 9.1. Βενιζέλου, Παροιμίες Δημώδεις, σ. 62, αρ. 138 και 150, αρ. 8. Δ. Καμπούρογλου, Ιστορία των Αθηναίων, 1,311,339).

Καβάλησε το καλάμι
 Είναι μια έκφραση που ίσως προέρχεται από την αρχαία Ελλάδα. Πάντως οι Σπαρτιάτες την έλεγαν, για να πειράξουν τον Αγησίλαο. Και να η ιστορία: Ο Αγησίλαος αγαπούσε υπερβολικά τα παιδιά του. Λέγεται ότι, όταν αυτά ήταν μικρά, έπαιζε μαζί τους μέσα στο σπίτι, καβαλώντας, σαν σε άλογο, ένα καλάμι. Κάποια μέρα όμως, τον είδε ένας φίλος του σ’ αυτή τη στάση. Ο Αγησίλαος τον παρακάλεσε να μην κάνει λόγο σε κανέναν, πριν γίνει κι αυτός πατέρας και νιώσει τι θα πει να παίζεις με τα παιδιά σου. Αλλά εκείνος δεν κράτησε το λόγο του και το είπε και σε άλλους, για να διαδοθεί σιγά – σιγά ο λόγος σε όλους και να φτάσει στις μέρες μας και το λέμε, όταν θέλουμε να πούμε για κάποιον ότι πήραν τα μυαλά του αέρα. Βέβαια, στην πάροδο των χρόνων άλλαξε η ερμηνεία του. Αυτό συμβαίνει και σε πάρα πολλές άλλες παροιμιώδεις εκφράσεις.

Και οι τοίχοι έχουν αφτιά
 Από τα αρχαιότατα χρόνια και ως το Μεσαίωνα, η άμυνα μιας χώρας εναντίον των επιδρομέων, ήταν, κυρίως, τα τείχη που την κύκλωναν. Τα τείχη αυτά χτιζόντουσαν, συνήθως, με τη βοήθεια των σκλάβων και των αιχμαλώτων που συλλαμβάνονταν στις μάχες. Οι μηχανικοί, όμως, ανήκαν απαραίτητα στο στενό περιβάλλον του άρχοντα ή του βασιλιά, που κυβερνούσε τη χώρα. Τέτοιοι πασίγνωστοι μηχανικοί, ήταν ο Αθηναίος Αριστόβουλος -ένας από αυτούς που έχτισαν τα μεγάλα τείχη του Πειραιά- ο Λαύσακος, που ήταν στενός φίλος του Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου και ο Ναρσής, που υπηρετούσε κοντά στο Λέοντα το Σγουρό. Όταν ο τελευταίος, κυνηγημένος από τους Φράγκους κλείστηκε στον Ακροκόρινθο, ο Ναρσής του πρότεινε ένα σχέδιο φρουρίου, που έγινε αμέσως δεκτό. Το χτίσιμο του κράτησε ολόκληρο χρόνο κι όταν τέλειωσε, αποδείχτηκε πράγματι πως ήταν απόρθητο. Στα τείχη του φρουρίου ο Ναρσής έκανε και μια καινοτομία εκπληκτική για την εποχή του. Σε ορισμένα σημεία, τοποθέτησε μερικούς μυστικούς σωλήνες από κεραμόχωμα, που έφταναν, χωρίς να φαίνονται, ως κάτω στα υπόγεια, τα οποία χρησίμευαν για φυλακές. Όταν κανείς, λοιπόν, βρισκόταν πάνω στις επάλξεις του πύργου, από κει ψηλά μπορούσε ν’ ακούσει από μέσα από τους σωλήνες, ό,τι λεγόταν από τους αιχμαλώτους, που ήταν κλεισμένοι εκεί. Ήταν, να πούμε, ένα είδος «μικρόφωνου» της εποχής του. Τότε όμως τα έλεγαν «ωτία». Τη φράση αυτή τη βρίσκουμε ακόμα στην όπερα του Μπετόβεν «Φιντέλιο». Εκεί υπάρχει το τραγούδι των φυλακισμένων που τελειώνει με τη φράση: «Έχουν και οι τοίχοι αφτιά». Και ο λόγος – η φράση αυτή έμεινε παροιμιώδης από το εξής περιστατικό: Σ’ ένα από τα μουσικά απογευματινά που έδινε η βασίλισσα Αμαλία, σύζυγος του Όθωνα, έπαιξε πιάνο και τραγούδησε η ανιψιά του Κωλέττη, που είχε σπουδάσει στην Ευρώπη. Τελειώνοντας, λοιπόν, το τραγούδι με τη φράση «έχουνε και οι τοίχοι αφτιά», οι αντιοθωνικοί βρήκαν την ευκαιρία να διαδώσουν τη φράση αυτή σαν σύνθημα, λέγοντας, συγχρόνως, να φυλάγονται από τους κατασκόπους των Βαυαρών. Μια άλλη εκδοχή, πολύ παλιότερη λέει ότι: «Ο Βύζας που έχτισε το Βυζάντιο ανήγειρε και τείχη που είχαν μια αξιοθαύμαστη ιδιότητα. Αν κάποτε μια σάλπιγγα ή φωνή ανθρώπου ή ζώου ακουγόταν, αμέσως ο ήχος αυτός μεταβιβαζόταν στον αμέσως επόμενο πύργο και ούτω καθεξής. Αλλά και ο ένας από τους εφτά πύργους του Βύζα ονομαζόταν πύργος του Ηρακλή και έκανε ακουστά τα μυστικά των εχθρών, που ήταν έξω από τα τείχη και τα μετέδιδε στους πολιορκούμενους.

Κάθομαι στ’ αγκάθια
 Όταν στα 1204 οι Φράγκοι Σταυροφόροι -μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης- ήρθαν να κυριέψουν το Μωρία με το Γοδεφρείδο Βιλλαρδουίνο, πολλούς κόπους και θυσίες, κατόρθωσαν, ύστερα από σαρανταένα χρόνια, να πολιορκήσουν τη Μονεμβασία, που έμενε η τελευταία ακυρίευτη, ακόμη, πολιτεία από το βασίλειο του Μωρία. Οι πολιορκημένοι όμως άντεχαν παλικαρίσια και, παρ’ όλες τις προσπάθειες τους, οι Φράγκοι δεν κατόρθωναν να μπουν και να καταλάβουν το κάστρο της. Μερικοί απ’ αυτούς τότε -κάπου τριακόσιοι- αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τους συντρόφους τους και να φύγουν, γιατί είχαν βαρεθεί το μάταιο αγώνα τους. Αυτό, όμως, θεωρήθηκε προδοσία κι ένας Φράγκος ανώτερος αξιωματικός -ο Ραούλ Πίζος- τους συνέλαβε όλους και τους τιμώρησε μ’ ένα πολύ αυστηρό όσο και παράξενο τρόπο: Τους έγδυσε και τους κάθισε πάνω σε μυτερά αγκάθια. Όταν ο Βιλεαρδουίνος έμαθε την απάνθρωπη τιμωρία των στρατιωτών του, διέταξε τους άλλους αξιωματικούς να τον πιάσουν και να τον τιμωρήσουν με τον ίδιο τρόπο. Οι στρατιώτες που ήθελαν να φύγουν, εκτίμησαν την πράξη αυτή του αρχηγού τους κι έμειναν. Από το γεγονός αυτό, παρέμεινε ως τα χρόνια μας η φράση: «κάθουμε σε αγκάθια» που τη λέμε συνήθως, όταν μας βασανίζει κάτι.

Κάνει την πάπια
 Στη βυζαντινή εποχή, αυτός που κρατούσε τα κλειδιά του παλατιού -ο κλειδοκράτορας δηλαδή- ονομάζονταν Παπίας. «Ο Παπίας με τα του Εταιριάρχου αυτοπροσώπως ήνοιγον και έκλειον απάσας τάς εις το παλάτιον εισόδους». Τώρα για ποιο λόγο τον έλεγαν έτσι, παραμένει άγνωστο. Ωστόσο με τον καιρό, το όνομα αυτό έγινε τιμητικός τίτλος, που δινόταν σε διάφορους έμπιστους αυλικούς. Ο Πάπιας είχε το δικαίωμα να παρακάθεται στο ίδιο τραπέζι με τον αυτοκράτορα, να κουβεντιάζει μαζί του και να διασκεδάζει στα συμπόσια του. Κάποτε -όταν αυτοκράτορας ήταν ο Βασίλειος Β’- Παπίας του παλατιού έγινε ο Ιωάννης Χανδρινός, άνθρωπος με σκληρά αισθήματα, ύπουλος και ψεύτης. Από τη στιγμή που ανέλαβε καθήκοντα κλειδοκράτορα, άρχισε να διαβάλει τους πάντες -ακόμη και τον αδελφό του Συμεώνα- στον αυτοκράτορα. Έτσι, κατάντησε να γίνει το φόβητρο όλων. Όταν κανείς του παραπονιόταν πως τον αδίκησε, ο Χανδρινός προσποιούταν τον έκπληκτο και τα μάτια του …βούρκωναν υποκριτικά. – «Είσαι ο καλύτερος μου φίλος, του έλεγε. Πώς μπορούσα να πω εναντίον σου στον αυτοκράτορα;». Η διπροσωπία του αυτή έμεινε κλασική στο Βυζάντιο. Γι’ αυτό, από τότε, όταν κανείς πιανόταν να λέει κανένα ψέμα στη συντροφιά του ή να προσποιείται τον ανήξερο, οι φίλοι του του έλεγαν ειρωνικά: «Ποιείς τον Παπίαν»… Φράση που έμεινε ως τα χρόνια μας με μια μικρή παραλλαγή.

Καρφί δεν του καίγεται
 Όσο οι Τούρκοι έζωναν στενότερα την Κωνσταντινούπολη, τόσο οι Βυζαντινοί πρόσεχαν και οχύρωναν την Πελοπόννησο, για να την έχουν σαν καταφύγιο. Όταν ήρθε να καλογερέψει εδώ ο αυτοκράτορας Ιωάννης Καντακουζηνός, περιγράφει το Μυστρά «Σκυθίας ερημότερον». Οι επιδρομές των Σαρακηνών, οι πόλεμοι των Ελλήνων με τους Φράγκους της Αχαΐας και η αιώνια φαγωμάρα των τοπικών αρχόντων, είχαν καταστρέψει ολότελα τον τόπο. Κανείς δεν μπορούσε να βγει από το σπίτι του ούτε μέρα ούτε νύχτα, χωρίς να βαστά όπλα. Οι Παλαιολόγοι έβαλαν τάξη, ειρήνεψαν τα μέρη και με το Μυστρά, που έφτασε να ’χει σαράντα χιλιάδες κάτοικους, ζωντάνεψαν τον ελληνισμό εκείνους τους χρόνους. Παρ όλ’ αυτά ολόκληρη η Πελοπόννησος κι ο Μυστράς μαζί, λίγο έλειψε να επαναστατήσουν, όταν τη θέση του γενικού τοποτηρητή πήρε ο Δημήτριος Παντεχνής, άνθρωπος που παρίστανε το θαυματοποιό. Πραγματικά, ο Παντεχνής φαίνεται πως γνώριζε την τέχνη του ταχυδακτυλουργού, γιατί πολλοί σύγχρονοι του αναφέρουν πως έκανε καταπληκτικά πράγματα. Κι ένα απ’ όλα είναι, ότι εξαφάνιζε νομίσματα και χρυσαφικά μόλις τ άγγιζε και κατηγορούσε κατόπιν τους άλλους για κλέφτες. Επειδή έκανε πολλά τέτοια, ο λαός αποφάσισε να τον τιμωρήσει με την ποινή της παραμόρφωσης. Δηλαδή, μ ένα πυρακτωμένο καρφί, έκαναν στο πρόσωπο του τιμωρούμενου διάφορα σημάδια. Το καρφί, όμως, που έφεραν για να παραμορφώσουν τον Παντεχνή, παρόλο που το έβαλαν σε δυνατή φωτιά και το άφησαν εκεί πολλή ώρα, παρέμεινε τελείως κρύο. Το παράξενο αυτό φαινόμενο τόσο πολύ τρόμαξε το πλήθος, ώστε τον παράτησε κι έφυγε λέγοντας «το καρφί δεν του καίγεται», για να μείνει από τότε η παροιμιώδης φράση: «Καρφί δεν του καίγεται», που στην επέκταση της τη λέμε και για τα άτομα εκείνα που αδιαφορούν για τον πλησίον τους.

Κροκοδείλια δάκρυα 
Ο κροκόδειλος όταν θέλει να ξεγελάσει το θύμα του, κρύβεται πίσω από κανένα βράχο ή δέντρο κι αρχίζει να βγάζει κάτι παράξενους ήχους, που μοιάζουν καταπληκτικά με κλάμα μωρού παιδιού. Συγχρόνως -ίσως από την προσπάθεια που βάζει για να… κλάψει- τρέχουν από τα μάτια του άφθονα και χοντρά δάκρυα. Έτσι, αυτοί που τον ακούν, νομίζουν ότι πρόκειται για κανένα παιδάκι που χάθηκε και τρέχουν να το βοηθήσουν… Ο κροκόδειλος επιτίθεται τότε, ξαφνικά και κάνει τη δουλειά του. Στην αρχαία Ελλάδα ο κροκόδειλος ήταν άγνωστος. Οι Φοίνικες, όμως, έμποροι, που έφταναν στα λιμάνια της Κορίνθου και του Πειραιά, μιλούσαν συχνά για τα διάφορα εξωτικά ζώα, τα πουλιά και τα ερπετά της πατρίδας τους, που άφηναν κατάπληκτους τους ανίδεους Έλληνες και τους γέμιζαν με τρόμο και θαυμασμό. Φαίνεται ωστόσο, ότι ο κροκόδειλος τους έκανε περισσότερη εντύπωση, κυρίως με το ψευτόκλαμα του, αφού ένας νεαρός ποιητής, ο Φερεκίδης, έγραψε κάποτε το παρακάτω επίγραμμα: «Εάν η γη ήθελε να συλλάβει εκ των δακρύων της γυναικός, εκάστη ρανίς των θα εγέννα κροκόδειλον». Παρόλο, λοιπόν, που στην Ελλάδα δεν υπήρχαν κροκόδειλοι, τα «κροκοδείλια δάκρυα», που λέμε σήμερα γι’ αυτούς που ψευτοκλαίνε, είναι φράση καθαρά αρχαία ελληνική.


Κουτσοί στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα
 Στα 1830, σ’ ένα χωριουδάκι της Κυνουρίας, στο Άστρος, παρουσιάστηκε ένας περίεργος άνθρωπος, που άρχισε να διαδίδει επίμονα ότι ήταν ο… Άγιος Παντελεήμονας, που ήρθε να σώσει τον κόσμο από τις διάφορες αρρώστιες, που τον μάστιζαν. Όπως είναι γνωστό, ο Άγιος Παντελεήμονας είναι ο προστάτης των ανάπηρων και οι Χριστιανοί πιστεύουν ότι γιατρεύει, εκτός από τις άλλες παθήσεις και τις παραμορφώσεις του σώματος, καθώς και τους τυφλούς. Ο άγνωστος, ωστόσο, του Άστρους δεν έκανε το παραμικρό θαύμα. Επειδή, όμως, δεν ενοχλούσε κανέναν με την παρουσία, τον άφηναν να λέει ό,τι θέλει. Παρ όλ’ αυτά, η φήμη πως στο όμορφο χωριό της Κυνουρίας παρουσιάστηκε ο Άγιος Παντελεήμονας, απλώθηκε γρήγορα σε όλη την τότε Ελλάδα. Όπως ήταν επόμενο, όσοι έπασχαν από τα μάτια τους, τ’ αφτιά τους, τα πόδια τους και από ένα σωρό άλλες ασθένειες, παράτησαν τα σπίτια τους και τις δουλειές τους και ξεκίνησαν να πάνε στο Άστρος, με την ελπίδα ότι θα γίνουν καλά. Κι ήταν τόσοι πολλοί αυτοί οι ανάπηροι, ώστε από τα διάφορα χωριά που περνούσαν, έλεγαν οι άλλοι που τους έβλεπαν: «Κουτσοί, στραβοί, στον Άγιο Παντελεήμονα».


Κάλλιο γαϊδουρόδενε, παρά γαϊδουρογύρευε
 Ο λαός βλέπει και κρίνει. Βλέπει τα πάντα που περνούν μπροστά από τα μάτια του. Παρακολουθεί όλες τις σκηνές του κοινωνικού βίου, αδιαφορώντας αν τα πρόσωπα των σκηνών αυτών είναι άνθρωποι ή ζώα. Κουνάει το κεφάλι του, χαμογελάει και κάπου – κάπου κάτι λέει. Αυτό που λέει, είναι η παροιμία, είναι παροιμιώδης έκφραση. Βλέπει τώρα το συμπέθερό του το Σταμάτη, που τρέχει δεξιά και αριστερά, ψάχνοντας να βρει το γάιδαρο του. Ο γέρο – θυμόσοφος, που κάθεται κάτω στον ίσκιο μιας βελανιδιάς, είχε προσέξει, ότι ο Σταμάτης ο συμπέθερός του, είχε ξεσαμαρώσει το γάιδαρο, ότι του έβαλε σ ένα κουρούπι πίτουρο, σ ένα άλλο νερό και έφυγε αφήνοντας τον εκεί. Ο γέρος, όμως, είχε παρατηρήσει και κάτι άλλο: ότι το ζώο ήταν λυτό, ότι ανέμιζε την ουρά του, και ότι, άμα η μουργέλα (αλογόμυγα) του χώθηκε στο ρουθούνι, άρχισε τις κλοτσιές και το έβαλε στα πόδια. Και την ώρα που ο απελπισμένος Σταμάτης ζυγώνει το γέρο και τον ρωτάει: – Μπας και είδες, συμπέθερε, κατά πού έκανε ο γάιδαρος μου; Ο γέρος, αντί για άλλη απάντηση, του λέει και μάλιστα έμμετρα: – «Κάλλιο γαϊδουρόδενε, παρά γαϊδουρογύρευε!…».

Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του
 Στα παλιά τα χρόνια, για να ταξιδέψεις στη θάλασσα έπρεπε να ’χεις πολύ κουράγιο, γιατί σ’ όλα τα πέλαγα αλώνιζαν κουρσάρικα καράβια. Οι μηχανές ήταν ακόμα άγνωστες και τα πλοία αρμένιζαν με τα πανιά ή με τα κουπιά. Φαντάζεστε τι πλήρωμα θα ’χανε τα κουρσάρικα καράβια! Οι κωπηλάτες, οι περισσότεροι ήταν συνήθως κατάδικοι (άνθρωποι των κάτεργων – δηλ. πλοίο που δούλευαν οι κατάδικοι), με σκοτεινό παρελθόν, (απ’ εδώ και η λέξη κατεργάρης = άνθρωπος χωρίς εμπιστοσύνη κλπ.). Όταν, λοιπόν, ο αέρας έπεφτε και το καράβι έπρεπε να συνεχίσει το δρόμο του, μια φωνή δυνατή ξεσήκωνε απ’ το ξαπόσταμά τους, τους ανθρώπους αυτούς: «Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του». Ήταν η διαταγή να καθίσουν και πάλι στα κουπιά, στους μακρινούς ξύλινους μπάγκους ή πάγκους (από το Ιταλικό ρanco)! Υπήρχαν, επίσης, πλοία την εποχή εκείνη, που ονομαζόντουσαν «κάτεργα» (πλεούμενες φυλακές). Έτσι, το πλήρωμα αυτών των πλοίων λεγόταν «κατεργάρηδες».

Αλά μπουρνέζικα 
Όταν μας μιλάει κάποιος και θέλουμε να του πούμε πως δεν καταλαβαίνουμε τι μας λέει, τότε του λέμε πως μιλάει…αλά μποuρνέζικα.
Πολλοί νομίζουν, πως είναι μια λέξη (αλαμπουρνέζικα). Είναι όμως δύο. Όπως το «αλά γαλλικά».
Μπουρνέζικα, λοιπόν, είναι η γλώσσα που θα μιλούσαν σε κάποιο τόπο ή και θα μιλάνε ακόμα, γιατί ο τόπος αυτός πράγματι υπάρχει. Είναι σε μια περιοχή του Σουδάν, όπου ζει η φυλή Μπουρνού.
Η γλώσσα αυτή ήρθε στην Ελλάδα κατά την Επανάσταση του 1821, με την φυλή των Μπουρνού η οποία αποτελούσε τμήμα του εκστρατευτικού σώματος του Αιγύπτιου στρατηγού Ιμπραήμ.
Καθώς η αραβική γλώσσα είναι αρκετά δύσκολη και μάλιστα στις διαλέκτους της, σε μας τους Έλληνες, λοιπόν δίκαια, όσα θ’ ακούγαμε από αυτούς, θα φαίνονταν «αλά μπουρνέζικα», δηλαδή ακατανόητα.


Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο
Την λίμνη των Ιωαννίνων ανέκαθεν τη δούλευαν οι ψαράδες της περιοχής για τα νόστιμα ψάρια της (σήμερα τα πιο πολλά χρήματα τούς τα δίνουν οι βάτραχοι της λίμνης, γιατί τους εξάγουν στο εξωτερικό). Στην εποχή, όμως, που κυβερνούσε τα Γιάννενα ο Αλί Πασάς, είχε μπει φόρος ένα γρόσι στην κάθε οκά στα ψάρια και στα χέλια, που θα ψαρευόντουσαν μέσα στη λίμνη. Εκείνος που δε θα πλήρωνε, θα έχανε τα ψάρια του, που του τα έπαιρναν οι φοροεισπράκτορες του Αλί Πασά.
Αλλά φτωχοί καθώς ήταν όλοι τους, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να μην πληρώσουν το φόρο, αλλά οι άνθρωποι του Αλί τους παρακολουθούσαν και τους έπαιρναν ό,τι είχαν όλη τη νύχτα τραβήξει. Ένας γέρο-θυμόσοφος όμως ψαράς, βλέποντας το βίος του να καταστρέφεται και αντικρίζοντας τα ψάρια τους, που τα φόρτωναν οι στρατιώτες του Αλί Πασά, είπε: «Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο», για να μείνει από τότε και να λέγεται σήμερα όταν θέλουμε να καταδείξουμε είτε την ακόρεστη πείνα, είτε τον ανεκπλήρωτο πόθο, το απλησίαστο.


Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει
Ανάμεσα στα παλικάρια του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ξεχώριζε ένας Τριπολιτσιώτης, ο Γιάννης Θυμιούλας, που είχε καταπληκτικές διαστάσεις: Ήταν δυο μέτρα ψηλός, παχύς και πολύ δυνατός
(λέγεται ότι με το ένα του χέρι μπορούσε να σηκώσει και άλογο).
Ο Θυμιούλας έτρωγε στην καθισιά του ολόκληρο αρνί, αλλά και πάλι σηκωνόταν πεινασμένος.
Έπινε όμως και πολύ. Παρόλα αυτά ήταν εξαιρετικά ευκίνητος, δε λογάριαζε τον κίνδυνο κι όταν έβγαινε στο πεδίο της μάχης, ο εχθρός μόνο που τον έβλεπε, τρόμαζε στη θέα του. Πολλοί καπεταναίοι, μάλιστα, όταν ήθελαν να κάνουν καμιά τολμηρή επιχείρηση, ζητούσαν από τον Κολοκοτρώνη να τους τον…δανείσει!
Κάποτε ωστόσο, ο Θυμιούλας, μαζί με άλλους πέντε συντρόφους του, πολιορκήθηκαν στη σπηλιά ενός βουνού. Και η πολιορκία κράτησε κάπου τρεις μέρες. Στο διάστημα αυτό, είχαν τελειώσει τα λιγοστά τρόφιμα που είχαν μαζί τους οι αρματολοί και ο Θυμιούλας άρχισε να υποφέρει αφάνταστα. Στο τέλος, βλέποντας ότι θα πέθαινε από την πείνα, αποφάσισε να κάνει μια ηρωική εξόρμηση, που ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. Άρπαξε το χαντζάρι του, βγήκε από τη σπηλιά και με απίστευτη ταχύτητα, άρχισε να τρέχει ανάμεσα στους πολιορκητές, χτυπώντας δεξιά και αριστερά.
Ο εχθρός σάστισε, προκλήθηκε πανικός και τελικά τρόμαξε και το ‘βαλε στα πόδια. Έτσι, γλίτωσαν όλοι τους.
Ο Θυμιούλας κατέβηκε τότε σ’ ένα ελληνικό χωριό, έσφαξε τρία αρνιά και τα σούβλισε. Ύστερα παράγγειλε και του έφεραν ένα «εικοσάρικο» βαρελάκι κρασί κι έπεσε με τα μούτρα στο φαγοπότι.
Φυσικά, όποιος χριστιανός περνούσε από κει, τον φώναζε, για να τον κεράσει. Πάνω στην ώρα έφτασε και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ρώτησε να μάθει, τι συμβαίνει.
Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει! απάντησε ο προεστός του χωριού. Όπως λένε, αυτή η φράση, αν και παλιότερη, έμεινε από αυτό το περιστατικό. Παραπλήσια είναι και η αρχαιότερη έκφραση: «Αυτός αυτόν αυλεί».

Βγήκε ασπροπρόσωπος
 Ένας Οθωμανός στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας, ήθελε να πάει στη Μέκκα, για να προσκυνήσει. Βρήκε, λοιπόν έναν συγχωριανό του Οθωμανό και του άφησε τα πενήντα του πρόβατα να τα προσέχει μέχρις ότου γυρίσει.
Την άλλη μέρα, όταν είχε κιόλας αναχωρήσει ο φίλος του για το μεγάλο ταξίδι της Μέκκας βρήκε την ευκαιρία και πούλησε τα πρόβατα, που του είχε αφήσει να τα φυλάει. Όταν με τον καιρό επέστρεψε ο γείτονάς του από τη Μέκκα, πήρε μια «τσανάκα» γιαούρτι και το πήγε στο φίλο του, για να τον καλωσορίσει και να του πει πως αυτό το γιαούρτι είναι, ότι έμεινε από τα πενήντα του πρόβατα.
Τούτο δε έγινε, όπως του είπε, γιατί έμαθε από άλλους συνταξιδιώτες του ότι είχε αρρωστήσει από πανώλη και αφού έδωσε τα μισά πρόβατα στους φτωχούς παρακάλεσε τον Αλλάχ να τον κάνει καλά. Τα δε άλλα μισά τα έδωσε προ ημερών στους φτωχούς, γιατί έμαθε ότι ο Αλλάχ τον έκανε καλά και γυρίζει πίσω στην πατρίδα.
Αλλά, όταν τον άκουσε να του λέει τα ψέματα αυτά, τόσο αγανάκτησε, που πήρε την «τσανάκα» με το γιαούρτι και του την πέταξε στα μούτρα, λέγοντάς του να ξεκουμπιστεί από το σπίτι του. Αυτός τότε, έφυγε απαθέστατα.
Όταν κάποιος άλλος συγχωριανός του τον ρώτησε που τον είδε βγαίνοντας από το σπίτι, γιατί είναι έτσι άσπρο το πρόσωπό του απάντησε: «Α, φίλε μου, όποιος δίνει καλό λογαριασμό, βγαίνει ασπροπρόσωπος».
Αυτή είναι μια από τις επικρατέστερες εκδοχές, απ’ την οποία έμεινε η φράση «βγήκε ασπροπρόσωπος», που την λέμε σήμερα, όταν κάποιος βγαίνει αλώβητος από μια δοκιμασία, μια δύσκολη περιπέτεια, ένα μπλέξιμο. Λέμε επίσης και «τον έβγαλε ασπροπρόσωπο», εννοώντας πως κάποιος δικαιώνει κάποιον άλλον που πίστεψε σ’ αυτόν.


Τα μυαλά σου και μια λίρα και του Μπογιατζή ο κόπανος
Την εποχή της Τουρκοκρατίας υπήρχε στην Αθήνα ένας Αλβανός φοροεισπράκτορας, που γύριζε στα διάφορα σπίτια των Χριστιανών και μάζευε τον καθιερωμένο κεφαλικό φόρο. Ονομαζόταν Κιουλάκ Βογιατζή. Ήταν δύο μέτρα περίπου ψηλός και το άγριο πρόσωπο του ήταν κατάμαυρο και βλογιοκομμένο. Οι Έλληνες, μόνο που τον έβλεπαν, τους κοβόταν η ανάσα.
Ο λόρδος Βύρωνας που τον γνώρισε από κοντά, γράφει ότι έμοιαζε σαν δαίμονας, που ξεπήδησε από την κόλαση κι ότι τα παιδιά πάθαιναν ίλιγγο τρόμου, όταν τον αντίκριζαν, ξαφνικά μπροστά τους.
Ο Κιουλάκ Βογιατζή κρατούσε πάντοτε στα χέρια του ένα κοντόχοντρο κόπανο και με αυτόν απειλούσε τους χριστιανούς. Έλεγε, δηλαδή ότι θα τους σπάσει το κεφάλι, αν δεν του έδιναν μια χρυσή λίρα ή δύο φλουριά, όπως απαιτούσε ο κεφαλικός φόρος κάθε έξι μήνες.
Ο Αλβανός, όμως αυτός ήταν τόσο κουτός, ώστε δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τα διάφορα νομίσματα της εποχής εκείνης. Έτσι, πολλοί Έλληνες που δεν είχαν να πληρώσουν, του έδιναν μερικές μπρούτζινες δεκάρες, που τις γυάλιζαν προηγούμενα, για να φαίνονται χρυσές και τον ξαπόστελναν. Από τότε, λοιπόν, έμεινε η φράση «Τα μυαλά σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος», που τη λέμε συνήθως για τους ελαφρόμυαλους. Μπογιατζής δεν ήταν άλλος από τον Κιουλάκ Βογιατζή με τον κόπανό του.
Σιγά τον πολυέλαιο! 
Βρισκόμαστε στα χρόνια του Όθωνα. Ο Βαυαρός βασιλιάς, που ντυνόταν με φουστανέλες και φέσι και στις πιο επίσημες εμφανίσεις του, μαζί με τη βασίλισσα Αμαλία οργάνωναν συχνά γιορτές στ’ Ανάκτορα. Η πιο διαλεχτή κοινωνία εκείνον τον καιρό ήταν, βέβαια, οι επιζώντες και οι απόγονοι των αγωνιστών του ‘21, μαζί με τους ξένους αυλικούς, που ήρθαν στην Ελλάδα, συνοδεύοντας τον Όθωνα. Το ότι στους απλούς αυτούς ανθρώπους ήταν άγνωστη η δυτική εθιμοτυπία, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, δε μείωνε καθόλου τη μεγαλοπρέπεια και την ομορφιά των συγκεντρώσεων ούτε την οικειότητα με τους ξένους αξιωματικούς, που ήταν πάντα θαυμαστές κάθε ελληνικής εκδήλωσης.
Το κέφι, λοιπόν, έφθανε πολύ γρήγορα στο κατακόρυφο με τους ελληνικούς χορούς, που με ζήλο προσπαθούσαν να μάθουν και οι ξένοι. Κι εδώ ακριβώς είναι το σημείο που μας ενδιαφέρει. Οι γερολεβέντες παλιοί πολεμιστές, στον ενθουσιασμό τους, τραβούσαν κι άδειαζαν προς το ταβάνι τα κουμπούρια τους. Κι ακόμα σε καμιά «γυροβολιά», όταν το απαιτούσε η φιγούρα του χορού, έβγαζαν και το τσαρούχι, εκσφενδονίζοντάς το προς τα πάνω.
Αλλά τις αίθουσες των Ανακτόρων τις φώτιζαν κρυστάλλινοι πολυέλαιοι και κηροστάτες. Στο κρίσιμο, λοιπόν, αυτό σημείο, ακουγόταν ψιθυριστά και με τη συνοδεία ενός ευγενικού χαμόγελου, φιλική «παραίνεση» κάποιου γνωστού των Ανακτόρων προς τον ενθουσιώδη χορευτή: «Σιγά τον πολυέλαιον!».
Μια δεύτερη εκδοχή δίνει την εξής προέλευση: Σε πολλά μοναστήρια και εκκλησίες της πατρίδας μας, επικρατεί ακόμα και σήμερα η συνήθεια, στις μεγάλες γιορτές και συγκεκριμένα κατά τη δοξολογία, αφού ανάψει ο καντηλανάφτης τους πολυέλαιους, να τους κινεί, τον ένα από την Ανατολή στη Δύση και τον άλλο από Βορρά προς Νότο, έτσι που να σχηματίζεται το σημείο του Σταυρού. Έτσι παρουσιάζεται με περισσότερη λαμπρότητα ο διάκοσμος της εκκλησίας. Αν, όμως, η κίνηση δεν ήταν ομαλή και κινδύνευαν να σβήσουν τα φώτα, του έλεγαν: «Σιγά τον πολυέλαιο, να μη σβήσουν τα φώτα».
Κατ’ άλλους, η λέξη πολυέλαιος γράφεται με έψιλον και όχι με άλφα γιώτα, γιατί τον πολυέλαιο τον ανάβουν στην εκκλησία, όταν ψάλλετε ο ψαλμός του Δαυίδ, ο γνωστός ως «πολυέλεος», που τα εδάφια του έχουν σαν επωδό το «ότι εις τον αιώνα, το έλεος αυτού».
Η φράση αυτή έμεινε μέχρι σήμερα, με απαξιωτική έννοια όμως. Την λέμε δηλαδή όταν θέλουμε να υποβαθμίσουμε και να απαξιώσουμε κάτι, που δεν θεωρούμε τόσο σημαντικό, όσο παρουσιάζεται.
Τον έπιασαν στα πράσα 
Μόλις η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, κάποιος Θεόδωρος Καρράς έφτιαξε μια συμμορία κακοποιών, που ρήμαζαν τα σπίτια και τα μαγαζιά. Η αστυνομία τούς κυνηγούσε να τους πιάσει, μα ποτέ δεν το κατόρθωνε. Ο Καρράς είχε γίνει αληθινό φόβητρο των κατοίκων. Την εποχή εκείνη στην Κολοκυνθού των Αθηνών κατοικούσε ο παπά-Μελέτης, που έλεγαν ότι είχε φλουριά με το τσουβάλι.
Αν και περασμένης ηλικίας, η καταπληκτική του δύναμη έκανε εντύπωση σε όλους. Το σπιτάκι που έμενε, ήταν τριγυρισμένο με περιβόλι από πράσα. Μια νύχτα ο παπάς πετάχτηκε οπό τον ύπνο του. Του φάνηκε πως είδε στο περιβόλι του κάποια σκιά, που κινούταν ύποπτα μέσο στα πράσα. Άφοβος καθώς ήταν, πήγε προς τα κει και μ’ ένα πήδημα γράπωσε από τον σβέρκο -ποιον άλλον;- τον περίφημο Καρρά, που τον παρέδωσε στην αστυνομία. Ο κακοποιός ομολόγησε γρήγορα τους συνεργάτες του, που πιάστηκαν κι αυτοί.
Απ’ αυτό το γεγονός προέκυψε και η φράση «τον έπιασαν στα πράσα», που σημαίνει επ’ αυτοφώρω σύλληψη.
Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου
Η παροιμιώδης αυτή έκφραση, οφείλεται σε έναν Κρητικό, που ονομάζονταν Παντελής Αστραπογιαννάκης. Όταν οι Ενετοί κυρίευσαν τη Μεγαλόνησο, αυτός πήρε τα βουνά μαζί με μερικούς τολμηρούς συμπατριώτες του. Από εκεί κατέβαιναν τις νύχτες και χτυπούσαν τους κατακτητές μέσα στα κάστρα τους. Για να δίνει, ωστόσο, κουράγιο στους νησιώτες, τους υποσχόταν ότι θα ελευθέρωναν γρήγορα την Κρήτη.
Με το σήμερα, όμως, και με το αύριο, ο καιρός περνούσε και η κατάσταση του νησιού αντί να καλυτερεύει, χειροτέρευε. Οι Κρητικοί άρχισαν ν’ απελπίζονται. Μα ο Αστραπογιαννάκης δεν έχανε το θάρρος του, εξακολουθούσε να τους δίνει ελπίδες για σύντομη απελευθέρωση. Οι συμπατριώτες του, όμως, δεν τα πίστευαν πια. Όταν, λοιπόν, το ασύγκριτο εκείνο παλικάρι πήγαινε να τους μιλήσει, όλοι μαζί του έλεγαν: «Ξέρουμε τι θα πεις. Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μoυ!».
Έτσι προέκυψε και η αντίστοιχη παροιμιώδης φράση, η οποία υποδηλώνει μια κατάσταση, συνήθως ανεπιθύμητη, η οποία παραμένει αμετάβλητη
Απ’ έξω κι ανακατωτά (απ’ την καλή και την ανάποδη) 
Τον Σεπτέμβριο του 1155, σ’ ένα μοναστήρι της Κωνσταντινούπολης συνέβησαν τέτοια έκτροπα, που ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου, Εμμανουήλ Κομνηνός, διέταξε να τιμωρηθούν όλοι με τις πιο βαριές ποινές εκείνης της εποχής. Έτσι, πολλοί τυφλώθηκαν, άλλοι εξορίστηκαν και άλλοι ρίχτηκαν στα φοβερά κελιά των φυλακών του Επταπυργίου. Οι τελευταίοι, πέραν του εγκλεισμού τους στην φυλακή, είχαν υποβληθεί και σε μια επιπλέον πρωτότυπη τιμωρία-μαρτύριο: Κάθε μέρα, ήταν υποχρεωμένοι να προσεύχονται και να ψάλλουν, φωναχτά, είκοσι ώρες το εικοσιτετράωρο!
Οι φύλακες δεν τους άφηναν να πάρουν ανάσα και ουαί κι αλίμονο αν οι τιμωρημένοι σταματούσαν τις προσευχές και τους ψαλμούς, έστω και για ένα λεπτό. Οι προσευχές διαβάζονταν μέσα από μεγάλα και χοντρά εκκλησιαστικά βιβλία. Όταν οι προσευχές τελείωναν, αντί οι φυλακισμένοι να αρχίσουν το βιβλίο από την αρχή, ήταν υποχρεωμένοι να τις διαβάσουν απ’ το τέλος προς την αρχή. Δηλαδή ανάποδα. Απ’ αυτό το περίεργο γεγονός προέκυψαν και οι παροιμιώδεις φράσεις «του τα ‘ψαλα απ’ την καλή και την ανάποδη» και «τα έμαθα απ’ έξω κι ανακατωτά»*, που σημαίνει σήμερα «γνωρίζω κάτι πολύ καλά», γιατί οι τιμωρημένοι έφτασαν στο σημείο από τις πολλές φορές που έλεγαν τις προσευχές, να τις μαθαίνουν από έξω κι ανακατωτά. * Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, η φράση «τα έμαθα απ’ έξω κι ανακατωτά», προέρχεται από την εκπαιδευτική διδασκαλία στα σχολεία του Βυζαντίου: Οι δάσκαλοι για να διαπιστώσουν αν οι μαθητές γνώριζαν καλά το αλφάβητο απ’ έξω και δεν το «παπαγάλιζαν» απλά, τους έδειχναν τα γράμματα ανακατεμένα και τους ζητούσαν να τα πουν.
Tης πουτάνας το κάγκελο
 Με την φράση «της πουτάνας το κάγκελο», εννοούμε έναν μεγάλο συνωστισμό, κοσμοσυρροή, φασαρία και κατά περίπτωση και ταλαιπωρία. Είναι συνώνυμη του «έγινε χαμός».
Η προέλευση της φράσης, ανάγεται στην περίοδο πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ερχόντουσαν αρκετά συχνά, συμμαχικά πολεμικά πλοία και αγκυροβολούσαν ανοιχτά από την παραλία του Νέου Φαλήρου (κάτι που συνέβαινε και μετά τη λήξη του).
Ο ερχομός των στόλων ήταν «δώρο Θεού» για τις «κοινές» γυναίκες, οι οποίες μαθαίνοντας τον ερχομό τους μαζευόντουσαν στην ξύλινη εξέδρα του Φαλήρου, και μάλιστα στα κάγκελα της δεξιάς πλευράς (προς τον εξερχόμενο) που έβλεπαν προς την Ακρόπολη, στα οποία και ανέμεναν τους επίδοξους πελάτες τους (δηλαδή τους ναύτες). Εκεί, η κάθε πόρνη είχε και το δικό της κάγκελο, πάνω στο οποίο ακουμπούσε και έγραφε το όνομά της, έως που να έρθουν οι ναύτες. Οι γονείς που τύχαινε να βρίσκονται εκεί με τα παιδιά τους, απέτρεπαν την οποιαδήποτε παραμονή εκεί χαρακτηρίζοντας το χώρο ως «της πουτάνας το κάγκελο». Από αυτό το γεγονός έμεινε η παροιμιώδης φράση «της πουτάνας το κάγκελο».
Σατιρικά, η φράση αναφέρεται και σε αρχαΐζουσα γλώσσα ως «της επί χρήμασιν εκδιδομένης το σιδηρούν κιγκλίδωμα», ενώ η οικονομική πνοή που έφερναν οι συμμαχικοί στόλοι στην Τρούμπα και στα «μαγαζιά με γυναίκες» του Πειραιά, αποτέλεσε θέμα της γνωστής παλιάς ελληνικής ταινίας «Καλώς ήρθε το δολάριο».
Ας πάει και το παλιάμπελο
 Το 1840, όπως σημειώνουν χρονογράφοι της εποχής, στο θέατρο του Μπούκουρα (στην Αθήνα) έδινε παραστάσεις μια ιταλίδα τραγουδίστρια, η Ρίτα Μπάσο, η οποία σημείωνε μεγάλη επιτυχία. Κάποιο βράδυ, μετά τις ανθοδέσμες και τα χρυσαφικά που πρόσφεραν οι θεατές των πρώτων θέσεων, που ήταν βέβαια οι ευκατάστατοι, ακούσθηκε μια φωνή σχεδόν από τη τελευταία σειρά, ενός μάλλον χωρικού, που μέσα στον ενθουσιασμό του φώναξε: "ας πάει και το παλιάμπελο για χάρη σου", που πιθανώς να αφορούσε κάποιο αμπέλι αμφιβόλου παραγωγής που από την αξία του είχε προσφέρει κάποιο δώρο. Το περιστατικό διαδόθηκε σε όλη την Αθήνα, έτσι ώστε να γίνει παροιμιώδης και να αναφέρεται κάθε φορά σε πολύ προσωπικές αλλά σημαντικές στιγμές του καθενός.
Δεν φτάνει ούτε για ζήτω
 Ελληνική δημώδης έκφραση που λέγεται μέχρι σήμερα για άτομο οκνηρό και γενικά ανεπρόκοπο.
Η ιστορία της έκφρασης αυτής ανάγεται στη εποχή του Όθωνα (Βασιλέα της Ελλάδας) όταν άρχιζε να σπαργανώνεται ο κοινοβουλευτικός βίος στην Ελλάδα. Τότε λοιπόν οι παρατρεχάμενοι των Βουλευτών αναλάμβαναν και την στρατολόγηση οπαδών που θα ζητωκραύγαζαν τους πολιτικούς στις συγκεντρώσεις ή τις κοντινές περιοδείες τους.
Επί τούτου είχε βρεθεί μια αλάνα στη σημερινή πλατεία Ρηγίλλης (Αθήνα) και εκεί έβαζαν τους υποψήφιους να φωνάζουν δυνατά "Ζήτωωω...", "Μπράβοοο..." κλπ. Έτσι όποιος κοβότανε λέγανε "αυτός δεν κάνει για ζήτω"!
Η πρώτη φορά όμως που ακούσθηκε σκωπτικά από επίσημα χείλη η έκφραση "δεν κάνει ούτε για ζήτω" ήταν από την αδελφή του Χαριλάου Τρικούπη χαρακτηρίζοντας έτσι τον πολιτικό αντίπαλο του αδελφού της Θ. Δεληγιάννη.
(Εδώ προφανώς εννοεί ότι το χρήμα δεν φτάνει ούτε για στρατολόγηση οπαδών).

Τον έκανε βούκινο 
 Τη χρησιμοποιούμε τη φράση, όταν «ένα μυστικό» έχει κοινολογηθεί και προέρχεται από το ηχητικό όργανο των αρχ. Ελλήνων «βυκάνην» ή «βούκινον». Οι Βυζαντινοί είχαν κάτι ανάλογο με τη σάλπιγγα (Λατιν. Buccina) που τη χρησιμοποιούσαν, για να μεταδώσουν ειδήσεις ή διαταγές στο ναυτικό και το στρατό. Στην αρχή το κατασκεύαζαν με κογχύλι (ομώνυμο), αργότερα από ξύλο, χαλκό ή κέρατο βοδιού. Πολλοί συσχετίζουν τη λέξη «βούκινο» όχι από το λατιν. buccina αλλά με το βόδι ή γιατί χρησιμοποιούσαν το κέρατο του, για να το κατασκευάσουν ή γιατί ο ήχος του «βούκινου» μοιάζει με το μυκηθμό του βοδιού.
Για ψύλλου πήδημα 
Από τον πρώτο αιώνα η επικοινωνία των Ρωμαίων με τον ασιατικό κόσμο, είχε σαν αποτέλεσμα την εισαγωγή πληθώρας γελοίων και εξευτελιστικών δεισιδαιμονιών, που κατέκλυσαν όλες τις επαρχίες της Ιταλίας. Εκείνοι που φοβόντουσαν το μάτιασμα, κατάφευγαν στις μάγισσες, για να τους ξορκίσουν μ' ένα πολύ περίεργο τρόπο: Οι μάγισσες αυτές είχαν μερικούς γυμνασμένους ψύλλους, που πηδούσαν γύρω από ένα πιάτο με νερό. Αν ο ψύλλος έπεφτε μέσα και πνιγόταν, τότε αυτός που τον μάτιασε ήταν εχθρός. Αν συνέβαινε το αντίθετο -αν δεν πνιγόταν δηλαδή-τότε το μάτιασμα ήταν από φίλο, πράγμα που θα περνούσε γρήγορα. Κάποτε μια μάγισσα υπέδειξε σ' έναν πελάτη της ένα τέτοιο εχθρό με τ' όνομα του. Εκείνος πήγε, τον βρήκε και τον σκότωσε. Έτσι άρχισε μια φοβερή "βεντέτα" ανάμεσα σε δύο οικογένειες, που κράτησε πολλά χρόνια. Ωστόσο, από το δραματικό αυτό επεισόδιο, που το προξένησε μια ανόητη πρόληψη, βγήκε και έμεινε παροιμιακή η φράση: "Για ψύλλου πήδημα".
Τα έβγαλε στη φόρα
 Στη Βυζαντινή εποχή, υπήρχε ένα είδος «κηρύκων», που έκαναν μια πολύ περίεργη δουλειά. Όταν κατηγορούσαν κάποιον για κλοπή, για λεηλασία ή και για φόνο ακόμα -χωρίς, όμως, αυτός που τον κατηγορούσε να έχει χειροπιαστά στοιχεία- ο «κήρυκας» αναλάμβανε να τον κατηγορήσει δημόσια, παίρνοντας πάνω του όλη την ευθύνη. Έβγαινε, λοιπόν, σε μια κεντρική πλατεία, ανέβαινε σ' ένα πεζούλι κι όταν το πλήθος συγκεντρωνόταν, για να τον ακούσει, άρχιζε με δυνατή φωνή το κατηγορητήριο: «Αδελφοί του Χριστού», έλεγε, «ο τάδε έκανε αυτή την κακή πράξη και πρέπει να τιμωρηθεί από το θεό και τους νόμους. Επειδή, όμως, δεν υπάρχουν στοιχεία ικανά εναντίον του, για να τον παραδώσουμε στο δικαστήριο, γι' αυτό, όσοι γνωρίζουν κάτι σχετικό με την υπόθεση, να 'ρθουν να μας το πουν. Αυτοί που δεν τολμούν να παρουσιαστούν μπροστά μας, να τον καταγγείλουν, θα είναι καταραμένοι στη ζωή και στο θάνατο. Το κορμί τους να βγάλει τις πληγές του Φαραώ και τα παιδιά τους, όπως και τα παιδιά των παιδιών τους, θα διψούν και δε θα βρίσκουν νερό κλπ.». Οι «κήρυκες» αυτοί είχαν καταντήσει ο φόβος και ο τρόμος του λαού. Όπως, όμως, ήταν επόμενο, ύστερα από τις φοβερές αυτές κατάρες, εκείνος που ήξερε κάτι για τον ένοχο, έτρεχε να τον καταγγείλει στην αγορά («φόρουμ» στα λατινικά), για να έχει ήσυχη τη συνείδηση του. Δηλαδή, «του τα έβγαλε στο φόρουμ = στη φόρα», όπως κατάντησε να λέγεται τότε. 

Τι καπνό φουμάρει 
Συχνά, για κάποιον που δεν ξέρουμε τι είναι, ρωτούμε συνήθως: «τι καπνό φουμάρει;» Η φράση αυτή δεν προέρχεται, όπως νομίζουν πολλοί, από τη μάρκα των τσιγάρων που καπνίζει, αλλά κρατάει από τα Βυζαντινά ακόμη χρόνια, ίσως και πιο παλιά. Η λέξη «καπνός» έχει εδώ την αρχαία σημασία της εστίας, δηλαδή, του σπιτιού. Ο ιστορικός Π. Καλλιγάς λέει κάπου: «Οι φορατζήδες έμπαιναν εις τάς οικείας των εντοπίων και ερωτούν: τι καπνό φουμάρει εδώ: Κατά την απόκρισιν δε έβανον τον αναλογούντα φόρον». Όταν, λοιπόν, την εποχή εκείνη έλεγαν «καπνό», εννοούσαν σπίτι. 
Τα έκανε γης Μαδιάμ 
 Οι Μαδιανίτες ήταν κάτοικοι της Χώρας Μαδιάμ, εκεί που κατέφυγε ο Μωυσής, μετά το φόνο του Αιγυπτίου και παντρεύτηκε την κόρη του ιερέα Ιοθώρ . Με εντολή του Μωυσή οι Ισραηλίτες κατάστρεψαν τη χώρα: «Καί επολέμησαν εναντίον του Μαδιάμ, καθώς προσέταξεν Κύριος τον Μωυσήν, καί εθανάτωσαν πάν αρσενικόν. Καί εκτός των θανατωθέντων καί τους βασιλείς του Μαδιάμ εθανάτωσαν, τον Ευί καί τον Ρεκέμ καί τον Σούρ καί τον Ούρ καί τον Ρεβά, πέντε βασιλείς του Μαδιάμ. Καί τον Βαλαάμ υιόν του Βεώρ εθανάτωσαν εν μαχαίρα. Καί αιχμαλώτισαν οι υιοί του Ισραήλ τάς γυναίκας του Μαδιάμ καί τα παιδία αυτών και πάντα τα υπάρχοντα αυτών καί πάντας τους πύργους αυτών κατέκαυσον εν πυρί». Επίσης οι Ισραηλίτες νίκησαν τους Μαδιανίτες και καταστρέψατε τη χώρα τους με αρχηγό το Γεδεών. 
Πετάει ο γάιδαρος; Πετάει 
 Είναι ένα παιδικό παιχνίδι. Τα παιδιά κάθονται όλα γύρω - γύρω και ένα από αυτά ρωτάει αν πετάει κάποιο ζώο ή πράγμα. Αν πετάει, τότε σηκώνουν τα χέρια, αν, όμως, δεν πετάει το ζώο ή το πράγμα που θα πει και σηκώσει κανένα από τα παιδιά το χέρι του, τότε χάνει και σκύβει και τρώει μερικές «καρπαζιές». Τώρα αυτός που ρωτάει, για να τους ξεγελάσει, λέει γρήγορα ένα πουλί και μετά αμέσως ένα πράγμα, που να του μοιάζει στην εκφώνηση. Π.χ. Πετάει, πετάει το λελέκι, το λελέκι, το γελέκι. Τότε ξεγελιούνται και σηκώνουν το χέρι τους και χάνουν. Υπάρχει παραπλήσια παροιμία στους αρχαίους «Λύκου πτερά. Τη φράση αυτήν τη μεταχειριζόμαστε, για να πούμε πως κάποιος είναι κουτός, και όταν δηλώνουμε ότι συμφωνούμε σε κάτι εν γνώσει μας λάθος, από υστεροβουλία, βαριεστιμάρα κλπ. 
Τον έσπασα στο ξύλο 
Ακούμε τη φράση «να, έτσι θα σε σχίσω». Η απειλή αυτή βρίσκεται σε χρήση από αρχαιότατα χρόνια και τη μεταχειρίζονταν όχι μόνο οι Έλληνες, αλλά και οι Αιγύπτιοι, οι Φοίνικες κι αργότερα οι Βυζαντινοί και οι Φράγκοι. Οι Βυζαντινοί, ακόμη, όταν μάλωναν μεταξύ τους, για να βρουν το δίκιο τους, κατέφευγαν στα δικαστήρια. Αν το αδίκημα, του ενός ή του άλλου ήταν βαρύ ο δικαστής έβγαζε την απόφαση να τιμωρηθεί αυτός που αδίκησε με την ποινή της μαστίγωσης. Το μαστίγωμα -που γινόταν συνήθως σε δημόσιο χώρο, για να παραδειγματίζεται ο λαός-ήταν φοβερό και το εκτελούσαν ειδικοί «ραβδισταί». Οι ραβδιστές αυτοί έπαιρναν τον κατηγορούμενο και τον έδεναν γυμνό πάνω σε μια σανίδα. Μετά άρχιζαν να τον χτυπούν με τα ραβδιά τους, σπάζοντας του έτσι τα χέρια, κεφάλι, πόδια κλπ Από την απάνθρωπη αυτή τιμωρία έμειναν ως τα χρόνια μας οι φράσεις: «τον έσπασα στο ξύλο» ή «τον τσάκισα στο ξύλο», που τις λένε συνήθως αυτοί που έρχονται στα χέρια με κάποιον εχθρό τους. 
Κατά φωνή κι ο γάιδαρος 
Ένα από τα πιο συμπαθητικά ζώα είναι και ο γάιδαρος. Από αρχαιότατα χρόνια, οι άνθρωποι τον αγαπούσαν, όχι μόνο για την υπομονή, που δείχνει στις πιο βαριές δουλειές, αλλά και για την αντοχή του. Οι Φαραώ του 40ού αιώνα είχαν γαϊδάρους εξημερωμένους, που τους χρησιμοποιούσαν με τον ίδιο τρόπο, που τους χρησιμοποιούμε και εμείς σήμερα. Οι αρχαίοι τους θεωρούσαν σαν σύμβολο πολλών αρετών και σαν ιερά ζώα. Όταν ένας γάιδαρος φώναζε, προτού αρχίσει μια μάχη, νόμιζαν ότι οι θεοί τους προειδοποιούσαν για τη νίκη. Κάποτε ο Φωκίωνας ετοιμαζόταν να επιτεθεί στους Μακεδόνες του Φιλίππου, αλλά δεν ήταν και τόσο βέβαιος για το αποτέλεσμα, επειδή οι στρατιώτες του ήταν λίγοι. Τότε αποφάσισε ν' αναβάλει για μερικές μέρες την επίθεση, ώσπου να του στείλουν τις επικουρίες, που του είχαν υποσχεθεί οι Αθηναίοι. Πάνω, όμως, που ήταν έτοιμος να διατάξει υποχώρηση, άκουσε ξαφνικά τη φωνή ενός γαϊδάρου από το στρατόπεδο του. - Κατά φωνή κι ο γάιδαρος! έκανε ενθουσιασμένος ο Φωκίωνας. Και διέταξε ν' αρχίσει η επίθεση, με την οποία νίκησε τους Μακεδόνες. Από τότε ο λόγος έμεινε, και τον λέμε συχνά, όταν βλέπουμε ξαφνικά κάποιο φίλο μας, που δεν τον περιμέναμε.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.