Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

.... Σήμερα, Κυριακή 22 Δεκεμβρίου, ....

Τρίτη 12 Ιουλίου 2016

ΠΟΛΥΔΡΟΣΟΣ-ΣΟΥΒΑΛΑ ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ. ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ. Η Σουβαλιώτισσα Παναγιού Δ. Παναγιώτου θυμάται και αφηγείται ......."Στα μετόπισθεν"

"Ο Γιάννης  γύρισε , ο Μήτσος  τίποτε.  ύστερα από ένα μήνα περπατώντας από χωριό σε  χωριό, μέσα στα βουνά , έφτασε  κουτσός, γεμάτος  ψείρες, με  γένια, σβάρνα μια παλιομαντύα , ανεγνώργος. Το παιδί δεν τον ζύγωνε. ...Να μην ματαπεράσουμε  τέτοια χρόνια ποτέ." 
Συνεχίζουμε  και  αυτό  το  μήνα την παρουσίαση αφηγήσεων  από  το  βιβλίο της Βασιλικής Χριστοπούλου- Μερτζάνη "Μια  Σουβαλιώτισσα  θυμάται" , αποσπάσματα των οποίων χρησιμοποίησε  ο  Λαογραφικός Σύλλογος  Πολυδρόσου  στο συλλεκτικό ημερολόγιό  του  το  2009. 
Όταν απόκτησα το γιό μου το Χρήστο κηρύχτηκε ...... 

ο πόλεμος και ο Μήτσος έφυγε φαντάρος με το Στάθη Ανάγνο. Ήταν λοχίας , είχε διμοιρία 12 άτομα,  άφησε υποχρεώσεις πίσω, ήταν ο μεγαλύτερος , κορίτσια ανύπαντρα , ο Θόδωρος  μικρός, ο Γιάννης είχε φύγει μπροστότερα για το στρατό.
Μείναμε  πίσω στο σπίτι πέντε γυναίκες, ο Θόδωρος πολύ μικρός και ο γιός μου ενός χρονού.
Ούτε γράμμα λαβαίναμε, ούτε γραφή, κανένα  χαμπέρι. Δουλεύαμε στα χωράφια όλες , μεροκάματο πήγαινα στα  ρύζια, μέσα στο νερό δούλευα.

Πήγαινα ποδαράτο στο Κόμμα , ένα  χωριό κοντά στη Λαμία.

                         Γυναίκα που θερίζει με δρεπάνι. Ορυζώνες Σερρών-Στρυμώνα, 1950 ...

Πεινάγαμε , υποφέραμε  , πίτουρα τρώγαμε , χωρίς άνδρες. Οι γυναίκες τώρα δεν μπορούν να καταλάβουν τι περνάγαμε. Βάσανα και κούραση. Μαζεύαμε λάχανα και  βολβούς, αλάδιαγα τα τρώγαμε. Στα μικρά δίναμε τραχανά  και  μπλουγούρι.
Στο Μεγαλοκύρι  όταν φύγανε οι Εγγλέζοι αφήσανε ρούχα και  τρόφιμα. Τρέξαμε όλοι, πήραμε ότι πρόλαβε ο καθένας. Εγώ φορτώθηκα δύο πετρελαίγια βενζίνη, τα πούλησα και αγόρασα λάδι.
Μιά μέρα μούδωσε ο πατέρας μου λίγο τυρί και ένα καρβέλι ψωμί. Πήγαμε  με το Θόδωρο και τη Γιωργίτσα κατ' στο κάμπο. Όποιος βγάλει είπα τους πλιότερους βολβούς θα φάει το πλιότερο τυρί και ψωμί.
Πλάκωσε ο Θόδωρος και έβγαζε, τα λυπόμουνα κι αυτά , μικρά παιδιά. Πάμε σε μια αγγορτσιά αφ' κατ' και  μοιράσαμε το ψωμοτύρι και φάγαμε.
Φορτωθήκαμε στην πλάτη τα σακιά και  γυρίσαμε.
Την άλλη μέρα  η  πεθερά μου έφκιασε βολβούς με λάχανα στο ταψί , στη γάστρα, μόσχος  ήτανε.
Μιά βολά πήγα στο Δαδί φορτωμένη στην πλάτη ένα  βαρέλι τυρί , τόχα φκιάσει απ' τα προβατάκια που μούχε δώσει προίκα ο πατέρας μου.

 
Φορτωμένη σεργιάναγα στο Δαδί , ότι μου δίνανε το έπαιρνα ,  μια οκά τυρί, μια οκά στάρι ή αραβοσίτι. Δε μούκοβε να χύσω το τυρόγαλο,
έπεφτε απάνω μ' άμα έβγαζα τυρί, γιόμισα μύγες, με φάγανε  όσου να  γυρίσω .
Τότε  που ήτανε  στο χωριό οι Εγγλέζοι, χάλευα  λίγο ζάχαρη και παπούτσια να  ποδέσω  το  Θόδωρο. Μου δώκανε  θυμάμαι ένα  ζευγάρι καφέ πάνινα , ήταν μεγάλα , το ποδαράκι του μικρό, έβαλα  κορδόνια  από εδώ και από εκεί και τάβαλε. Ρώτα  τον αν θυμάται που τον πόδεσε η Παναγιού.

 

Ο Γιάννης  γύρισε , ο Μήτσος  τίποτε. Ύστερα από ένα μήνα περπατώντας από χωριό σε  χωριό, μέσα στα βουνά , έφτασε  κουτσός, γεμάτος  ψείρες, με  γένια, σβάρνα μια παλιομαντύα , ανεγνώργος. Το παιδί δεν τον ζύγωνε. Έκανε  καιρό να περπατήσει. Βάζαμε  αλοιφές στις πατούσες, γεμάτες  πληγές και κάλους  ήτανε.
Να μην ματαπεράσουμε  τέτοια χρόνια ποτέ.

"Γ"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.