Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

.... Σήμερα, Σάββατο 21 Δεκεμβρίου, ....

Τρίτη 29 Μαρτίου 2016

''Γλωσσάρι Ντοπιολαλιάς Σουβάλας Παρνασσού'' - Γιάννης Αθ. Λαγός - ΜΕΡΟΣ 6ον

ΜΕΡΟΣ 6ον  (Ν-Ο)
Όπως αναφέρω και στην Εισαγωγή αυτού του πονήματος, είναι λογικό, το Γλωσσάρι αυτό να έχει ελλείψεις, ακόμα και λάθη. Για την πληρέστερη ενημέρωσή του, είναι δεκτή κάθε παρατήρηση και σχόλιο από τους φίλους συγχωριανούς,
Γιάννης  Αθ. Λαγός
 .....
Ν

ναμ
παρουσία (και ινάμ)  (έκφρ: δεν έδωσε (ι)ναμ(ι) = δεν εμφανίστηκε)
νάμα
 καθαρό αγιασμένο νερό
νεραύλακο
αυλάκι για πότισμα χωραφιού
νεροκράτης
υδρονομέας. Τα παλιά χρόνια κανόνιζε τη σειρά στο πότισμα των χωραφιών και πληρωνόταν από ''ρεφενέ'' των γεωργών
νεροκράτια(τα)
είδος φαγώσιμου χορταρικού
νερομπλέτσι
νερόβραστο, άνοστο(και νερομπλούτσι)
νερομυαλιάζω
χαζεύω, ξεκουτιαίνω
νεροτροβιά
νεροτριβή, μαντάμι
νεροφάγωμα
μέρος σκαμμένο από την ροή νερού
νιά
μία. Νέα
νίλα
καταστροφή, καθολική ήττα
νισάφι
(επιρ) έλεος, αρκετά
νιτερέσο
δοσοληψία, συμφέρον
νογάω
εννοώ, καταλαβαίνω
νοιασμένος
υποψιασμένος
νοματέοι
άτομα, άνθρωποι
νοριά
όρια περιοχής, προσβάσιμο μέρος (έκφρ: εμείς δεν έχουμε νοριά από κεί..) Γ. Αυγέρης
νταβάνι
μεγάλη, ενοχλητική μύγα
νταβαντούρι
φασαρία, φασαριόζικο γλέντι
νταβάς
στενό ταψί με ψηλό γείσο
νταβραντισμένος
δυνατός, βαρβάτος
νταγιαντάω
βοηθάω, βαστάω, περιθάλπω, φροντίζω,υποφέρω (δεν νταγιαντιέται ο καημός)
νταγκλαράς
πανύψηλος (τουρκ daglar =αυτός που είναι σαν τα βουνά)
νταηλίκι
παληκαροσύνη
νταής
παληκαράς αλλά και ψευτοπαληκαράς
ντάκος
υποστήριγμα, μοχλός
ντάλα
(επιρ) ακριβώς
νταλκάς
ερωτικό πάθος
νταμάρι
ορυχείο πέτρας. Δυνατής ράτσας επιβήτορας (έκφρ: αυτό το κριάρι θα το κρατήσω για νταμάρι). Λέγεται και επι ανδρών μάλλον ειρωνικά (χαζοντάμαρο)
νταμάχι
όρεξη για δουλειά
νταμαχιάρης
δουλευταράς, επίμονος στην εργασία του
ντάμια
ίσια, σταθερά (έκφρ: ήρθα στα ντάμια μου)
ντάνα
σωρός από αντικείμενα, δέματα κ.λ.π
νταούλι
τούμπανος. Πρήξιμο σε μέρος του σώματος, οίδημα
νταουλιάζω
πρήζομαι σε μέρος του σώματος (έκφρ: μου πρήστηκε το γόνατο, έγινε νταούλι)
νταουσ(ι)άνια
δαμάσκηνα, μπαρδάκια
νταχταρέλος
γύφτος, αθίγγανος
ντελικάτος
λεπτεπίλεπτος, μυγιάγγιχτος
ντένομαι
ντύνομαι
ντερβέναγας
αρχηγός, άνθρωπος τυραννικός, σατραπίσκος  <τουρκ derven = πέρασμα +αγάς
ντερέκι
ψηλός άνθρωπος
ντεριώμαι
διστάζω, επιφυλάσσομαι, ντρέπομαι
ντερλίκωμα
χόρταση
ντερλικώνω
τρώω υπερβολικά, χορταίνω
ντέρτι
καημός (τουρκ dert = καημός)
ντζανός
αυχένας (και τζανός)
ντιπ
καθόλου, εντελώς
ντορός
(και τορός) ίχνη στο χιόνι, στη λάσπη και συνεπώς μονοπάτι (έκφρ: θα σε βγάλει ο ντορός)
ντουϊάκας
χαζός, ανόητος, απερολόγητος
ντουμάνι
πυκνός καπνός, πολλή σκόνη
ντουμανιάζω
γεμίζω καπνό
ντουνιάς
κόσμος (τουρκ dunya)
ντουντούζα
στέλεχος κρεμμυδιού ώριμου και σποριασμένου στην κορυφή
ντούρος
κραταιός, γερός <ιταλ duro = σκληρός, γερός
ντούσκο
μικρή βελανιδιά, ''δένδρο'' (από το αλβαν dusk)
ντούχνα
πυκνός καπνός με έντονη μυρωδιά
ντουχνιάζω
γεμίζω καπνό
ντράβαλα
φασαρίες, ανακατωσούρες
ντρίλι
φτηνό ύφασμα
ντριστέλα
νεροτριβή (και νεροτροβιά στη Σουβάλα)
νυχτερεύω
ξενυχτάω μαζί με άλλους για δουλειά (άνοιγμα ''καντηλών'' βαμβακιού, ξεφλούδισμα καλαμποκιών κ.λ.π.
νυχτέρι
ξενύχτι για δουλειές (κυρίως δανεικαριές)
νυχτοσκάρι
νυχτερινή βόσκηση κοπαδιών γιδοπροβάτων
νυχτοσκαρίζω
βοσκάω νύχτα το κοπάδι (αυτό γίνεται το καλοκαίρι λόγω ζέστης και ενοχλητικών εντόμων την ημέρα)
Ξ

ξαβόηθο
συνδρομή, βοήθεια, υποστήριξη
ξαγλυστράω
υπεκφεὐγω, γλυστράω
ξαγνανταίνω
ξεπροβάλλω, βγαίνω στο αγνάντιο
ξαίνω
επεξεργάζομαι μαλλιά ζώων, βαμβάκι κ.λ.π. στο λανάρι
ξακρίδια
απομεινάρια από επεξεργασία ξύλου σε πριονοκορδέλα
ξακρίζω
περπατάω στην άκρη. Κόβω τις άκρες από κάτι
ξάκρισμα
τελείωμα, ομαλοποίηση άκρων
ξαλέθω
τελειώνω το άλεσμα
ξαλλάζω
βγάζω τα καλά ρούχα και φοράω πρόχειρα
ξάμωμα
χειροδικία, απειλή για χτύπημα, επίθεση
ξαμώνω
απειλώ με χτύπημα, χειρονομώ, επιτίθεμαι
ξανάβω
νοιώθω έξαψη
ξανακύλημα
υποτροπή δυσάρεστης κατάστασης (π.χ. δεύτερο κρυολόγημα)
ξάναμμα
έξαψη
ξαναμμένος
ο ευρισκόμενος σε έξαψη
ξαναμπέξα(λ)λα
(επιρ) ανάκατα, απρόσεκτα, επιπόλαια (έκφρ: το πήρε ξαναμπέξα(λ)α)
ξανάρτυγος
αυτός που δεν αρτύθηκε. Ξανάρτητος = ανεξάρτητος
ξανασέρνω
γυρίζω τα κεραμίδια, επισκευάζω σκεπή (καλύτερος στη εξειδικευμένη δουλειά αυτή ο μακαρίτης ο μπαρμπα-Γιάννης ο Θάνος (Καράπας))
ξαναστρεμμένος
καλομαθημένος
ξανεμάω
ανεμίζω στουμπισμένα φασόλια στάρι κ.λ.π. προκειμένου να διαχωρίσω τον καρπό από άχυρα, φλούδια κ.λ.π.
ξανέμημα
διαχωρισμός άχυρου από στάρι, φλουδιών από φασόλια κ.λ.π. με τη βοήθεια του αέρα, λίχνισμα
ξανοί
ξανοίγει ο καιρός
ξάνοιμα
ξάνοιγμα του καιρού, βελτίωση καιρικών συνθηκών
ξανόρεχτα
(επιρ) χωρίς όρεξη
ξανοστίζω
χάνω τη νοστιμιά μου. Αφήνω κάτι ανάλατο
ξανοστισμένος
αυτός που έχασε τη νοστιμιά του, άνοστος
ξαπετάω
ανυψώνομαι ψυχικά (έκφρ: αυτός ξαπέταξε απ' τη χαρά του)
ξαποσταίνω
ξεκουράζομαι
ξαποσταμένος
ξεκούραστος (και ξαπόστατος)
ξαργού
(επιρ) επίτηδες
ξάσιμο
επεξεργασία μαλλιού αιγοπροβάτων, βαμβακιού κ.λ.π
ξαστοχάω
ξεχνάω
ξεβγαλτίκια
τελειώματα. Τέλος μιας ενέργειας, προσπάθειας κ.λ.π
ξεγέννημα
τοκετός
ξεγερεύω
αναρρώνω από ασθένεια, τραυματισμό κ.λ.π.
ξεγοφιάζομαι
βγάζω το ισχίο μου, ταλαιπωρώ τους γοφούς από υπερπροσπάθεια
ξεδιαρώνω
ξεκουράζομαι, μου φεύγει ψυχικό βάρος
ξεθαλπώνω
ανοίγω τη θράκα στη φωτιά (στην παραστιά στο φούρνο κ.λ.π.)
ξεθηλύκωμα
ξεκούμπωμα. Βγάλσιμο άρθρωσης
ξεΐγκλωτη
γυναίκα ασύδοτη, αμφιβόλου ηθικής
ξεΐσκιωτος
απροστάτευτος, χωρίς ιδιαίτερο ψυχικό σθένος. Ξεϊσκιώνεται = έχει απώλεια κύρους
ξεκαπίστρωτος
ασύδοτος. Ξεκαπίστρωτη: γυναίκα ελαφρών ηθών
ξεκάπνισμα
καθάρισμα καπνοδόχου (μπουχαρέ)
ξεκοπή
δουλειά με αποκοπή, εργολαβία κι όχι μεροκάματο, μισθωτική συμφωνία
ξεκουτιαίνω
χαζεύω, χάνω τα λογικά μου
ξελακώνω
ανοίγω λάκκο γύρω από φυτό. Ξανοίγω τη θράκα
ξελάστρα
ξελακωμένο, καθαρισμένο μέρος μέσα σε πουρνάρια κ.λ.π. κατάλληλο για σπορά κυρίως δημητριακών (Γ. Αυγέρης)
ξεμοιάζω
χάνω τα μυαλά μου, ξεφεύγω από την κανονική ζωή (μετχ: ξεμοιασμένος)
ξεμονεύω
ξετρυπώνω, βγάζω απ' τη μονιά του ζώο κ.λ.π.
ξεμοστερεύω
ξεψαχνίζω, ξεχωρίζω, βρίσκω, ανακαλύπτω
ξεμπαρδακώνω
διαλύω, καταστρέφω
ξεμπουρδαλιάζομαι
χάνω τα λογικά μου, παρασύρομαι σε κακές ενέργειες
ξεμπουρδαλιασμένος
παρασυρμένος σε ανοησίες
ξενεύω
αποκόπτομαι από κάτι, δεν αισθάνομαι, χάνω σιγά-σιγά την επαφή μου με το περιβάλλον (συνήθως επί ετοιμοθάνατων)
ξενικός
εισαγόμενος
ξενούρα
πλήθος ξένων
ξεπακιάζομαι
μου φεύγουν τα ''πάκια'', συνήθως από βαριά δουλειά
ξεπεθαρεύομαι
παίρνω θάρρος, αποτολμώ σιγά-σιγά
ξεπεταρούδι
μικρό νεογέννητο πουλί, που μόλις βγάζει φτερά
ξεπέχω
υπερέχω, ξεχωρίζω λόγω ύψους, μεγέθους κ.λ.π.
ξεπλένω
του τα παίρνω κάποιου όλα (συνήθως σε χαρτοπαιξία)
ξέπλυμα
χάσιμο των πάντων (κυρίως χρημάτων σε χαρτοπαιξία)
ξεπονάω
λησμονώ φίλους συγγενείς κ.λ.π.
ξεπυριαίνω
κρυώνω κάτι (γάστρα, κατσαρόλα κ.λ.π.)
ξεπυριασμένος
αυτός που έχασε πύρα και κρύωσε
ξεριάς
χείμαρρος χωρίς νερό
ξεροσταλιάζω
κουράζομαι από ορθοστασία και αναμονή
ξεροτσιβούρα
κρύος ξερός καιρός με αέρα
ξεσαρίζω
σκάβω κατηφορικά χώματα
ξεσάρισμα
δημιουργία κατηφοριάς, πολλές φορές και από πλημύρα κ.λ.π
ξεσβελιάζω
διαλύω, καταστρέφω, αποδεκατίζω
ξεσβέλιασμα
καταστροφή, διάλυση
ξεσογιάζω
απομακρύνομαι από τους συγγενείς μου
ξεσπυρίζω
βγάζω σπόρους φασολιού ή καλαμποκιού με τα χέρια
ξεσταχιάζω
αποσυνθέτω, διαλύω
ξεσταχιασμένος
λεηλατημένος, διαλυμένος
ξεστρούπας
ο επιδέξιος να ξετρυπώνει, να αποκαλύπτει
ξεστρουπώνω
ξετρυπώνω
ξεσυνερίζομαι
παραβγαίνω, παρακινούμαι σε άμιλλα, αντιμάχομαι <έρις
ξεσφαϊάζομαι
ξεσβερκιάζομαι (σφαή <σφαγή = λαιμός)
ξετάζω
ανακρίνω, εξετάζω
ξετρυφεριαίνω
μαλακώνω
ξετσαουλιάζω
βγάζω το σαγόνι κάποιου κυρίως με χτύπημα
ξετσερεπιάζω
καθαρίζω μαντρί, στάβλο κλπ από παλιά κοπριά (τσερέπα) (Γ. Αυγέρης)
ξετσιαουλιάζομαι
βγάζω το σαγόνι μου από χτύπημα ή και από χασμουρητό
ξετσιαούλιασμα
χτύπημα στο σαγόνι, χασμουρητό
ξετσιμπλιάζω
κόβω τα κεντροβλάσταρα κλήματος
ξετσολιάζομαι
ξεσκεπάζομαι από σκεπάσματα (κουβέρτες κ.λ.π.)ξετσουμίζω
ξετσουμίζω
ξεβγαίνω δειλά, ξεπετάγομαι
ξεφτέρι
εξαπτέρυγο. Είδος γερακιού
ξεφυλλιάζω
μαρτυράω, μου φεύγουν κουβέντες
ξεφυλλίζω
περιποιούμαι το αμπέλι
ξεφύλλισμα
εργασία στο αμπέλι
ξεχαράζει
αρχίζει να γεννάει αυγά η κότα
ξεχαρβάλωμα
ολοσχερής διάλυση
ξεχαρβαλώνω
χαλάω, διαλύω
ξεχάρτσωμα
ξεχρέωμα (άρση του χαρατσιού)
ξεχάρτσωτος
ξεχρεωμένος, χωρίς υποχρεώσεις (από το ξεχαράτσωτος)
ξεχιαίνω
ξεχνιέμαι
ξέχιονο
μέρος που δεν το πιάνει το χιόνι
ξἀϊ
''δικαίωμα'' που κρατάει ο μυλωνάς, ο λαναράς κ.λ.π. επί του προϊόντος που επεξεργάζεται
ξίκεμα
λιγόστεμα, αφαίρεση πραγμάτων
ξικεύω
λιγοστεύω, ελαφρώνω κάτι αφαιρώντας
ξίκικος
ελλιπής
ξινάρι
τσαπί
ξινήθρα
είδος χορταρικού
ξιφάρι
γερός, καλοθρεμμένος (και επί ανθρώπων και επί ζώων)
ξοδιασμένος
δαπανημένος
ξόμπλι
κεντίδι, στολίδι
ξόμπλι(α)σμα
κέντημα, στόλισμα. Έπαινος (μτφρ και κουτσομπολιό)
ξοπς
(επιρ έκφρ) ξυστά, επιπόλαια (έκφρ: μου έριξε μια μπάτσα αλλά με πήρε ξοπς)
ξούρα
ξύρισμα. Ψέμα
ξτερ
ύστερα
ξτόλαμπρα
Χριστούγεννα και Πάσχα
Ξ’τού
Χριστούγεννα (δηλ του Χριστού)
ξυλάγγουρο
είδος αγγουριού, αντζούδι
ξυλοδεσιά
ξύλο ανάμεσα στις πέτρες του σπιτιού, το οποίο μπαίνει κατά το χτίσιμο
ξυλοφάϊ
εργαλείο μαραγκού, ράσπα
ξυλώνω
παγώνω από το κρύο. Μένω άναυδος
ξύστρα
σιδερένιο εργαλείο για καθάρισμα του εσωτερικού των ξυλοβάρελων. Είδος μεταλλικής βούρτσας για ξύστρισμα ζώων
ξυστρί
μεταλλικό εργαλείο για ξύστρισμα-καθάρισμα αλόγων, μουλαριών κ.λ.π.
ξύψωμα
εργασία χωρίς διατροφή, με το μισθό μόνο
ξοκέλνω
εξοκείλω, παρεκτρέπομαι, ξεφεύγω από την τάξη και την ηθική
Ο

οβριός
εβραίος
ογκώνω
χορταίνω, παραγεμίζω (και ογκώνομαι)
ογρατίζω
κουράζομαι, εξαντλούμαι από επίπονη εργασία
ογράτισμα
κούραση, αποκάμωμα
όδεμ
(επιρ) όταν, τη στιγμή κατά την οποία
οίκιασμα
έκθεση προικώου ρουχισμού την προ του γάμου εβδομάδα
οίκος
στοιβαγμένα με τάξη κλινοσκεπάσματα σε άκρη του δωματιού (και γοίκος και γιούκος)
ολοένα
(επιρ) συνέχεια, πάντοτε
ολοσούπητος
σύσσωμος, ολόκληρος
ολούθε
παντού
όμπιο
πύον
ομπρίζει
βγάζει νερό σε κάποιο μέρος, ελάχιστη ποσότητα και μουσκεύει το γύρω χώμα (απ' το όμβρος =βροχή)
όμπρισμα
ανάβλυση νερού  κυρίως από διαρροή αλλά και νερού από μικρή πηγούλα (πηγές-γουρνούλες τις έλεγε ο μακαρίτης Ι. Αλ. Βαλάσκας)
ομπρός
(επιρ έκφρ) για τα μπρος δηλαδή ζώο επιβήτορας (έκφρ: θα κρατήσω αυτό το κριάρι για τις ομπρός)
όντα
(επιρ έκφρ) ίσα,κυρίως σε ηλικία (έκφρ: μ' αυτόν είμαστε όντα)
όντας
(επιρ) όταν
οργιά
παλιό μέτρο μήκους (δυόμισι πήχεις)
όργος
μεγάλη αυλακιά οργωμένου χωραφιού
ορλό
αυγό μελάτο, έφλο
ορμηνεύω
συμβουλεύω
ορμήνια
συμβουλή
όρνιο
αρπακτικό μεγάλο πουλί που τρώει ψοφίμια. Μετφ άνθρωπος αστοιχείωτος, μονοκόμματος
ούθε
(επιρ) όπου
ουφ
(επιρ έκφρ) σκόρπισμα στον αέρα  (έκφρ: είχε κάτι λεφτά και τα έκανε ουφ)
όφερτα
δικαιώματα (έκφρ: δε δίνω όφερτα = δίνω τόπο στην οργή) (Γ. Αυγέρης)
όχτος
όχθη
οχτριά
έχτρα
οχτρός
εχθρός
οψιάζω
ζαρώνω, ξεραίνομαι, μαραγκιάζω, πολυκαιρίζω (πάντα απαντάται σε τρίτο πρόσωπο)
οψιασμένος
ζαρωμένος, ξεραμένος (συνήθως αναφέρεται για το κομμένο μέρος κρέατος ή ψωμιού)
οψιμίζω
έρχομαι αργά, ωριμάζω αργά
όψιμος
φανερωμένος αργά, σπαρμένος αργά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.