ΜΕΡΟΣ 5ον (Λ-Μ)
Λ
|
|
λαβάτωμα
|
φόβος, λαχτάρα
|
λαβατώνω
|
φοβάμαι, λαχταράω, συγχίζομαι
|
λαγαρά(τα)
|
λαγώνια,
περιοχή των γεννητικών οργάνων
|
λαγαρίζω
|
ξεπλένω, καθαρίζω
|
λαγαρισμένος
|
ξεκαθαρισμένος, φρεσκοπλυμένος
|
λαγαρός
|
καθαρός
|
λαγγάζω
|
λαχταράω,λιγώνομαι από επιθυμία
|
λάγγερο
|
κρασί από νερωμένα τσίπουρα
|
λαγγεύω
|
επιθυμώ πολύ
|
λαγιάζω
|
ελαφροκοιμάμαι,
κρύβομαι όπως ο λαγός (και λαϊάζω)
|
λάγιασμα
|
ελαφροΰπνωμα, κρύψιμο (και λάϊασμα)
|
λαγιασμένος
|
κρυμμένος, ελαφροκοιμισμένος (και λαϊασμένος)
|
λάγιος
|
μαύρος (και
λάϊος) (κυρίως επι ζώων-λάγιο πρόβατο)
|
λαγκιόλια
|
τα κομμάτια
της φουστανέλας. Μετφ τα μυαλά (έκφρ:
αυτουνού του λείπουν λαγκιόλια δηλ. χάνει στο μυαλό)
|
λαδικό
|
ειδικό σκεύος,
συνήθως τσίγκινο, για το λάδιασμα του φαγητού, ροΐ
|
λαζούρι
|
βαμβακερή
γαλάζια κλωστή για τον αργαλειό
|
λαήνι
|
λαγήνι,
μεταλλικό συνήθως σκεύος για υγρά
|
λαθούρι
|
είδος
ψυχανθούς δημητριακού, ποικιλία ρεβυθιού, το φυτό της φάβας <λαθύριον
<λαθυρος
|
λαιμαριά
|
δερμάτινο
λουρί για το λαιμό ζώου, είδος δερμάτινου (γεμιστού) ''μαξιλαριού'' για τον λαιμό των αροτήρων
ζώων
|
λακάω
|
φεύγω γρήγορα
|
λάκισμα
|
διώξιμο, φευγιό (και λάκιμα)
|
λάκκα
|
επίπεδη έκταση
(ξέφωτο) μέσα σε ορεινή δασωμένη περιοχή. Μετφ: έκθεση απορρήτων σε κοινή θέα
(έκφρ: τα έβγαλε όλα στη λάκκα)
|
λάκκος
|
σκαμμένη
ελαφρά ενίοτε ή καθαρισμένη γενικότερα, όπου γίνεται το ομαδικό ψήσιμο των
πασχαλιάτικων αρνιών
|
λακρεντί
|
κουβεντολόϊ,
φλυαρία <τουρκ lakridi =φλυαρία
|
λαμπάδα
|
μετφ:
ευθυτενής άνθρωπος, ίσιο δένδρο
|
λαμπαδιάζω
|
κατακαίω(ομαι)
|
λαμπάδιασμα
|
κάψιμο, μεγάλη φωτιά, πυρκαγιά
|
λαμπόγυαλο
|
(επιρ έκφρ)
κούρεμα με την ψιλή μηχανή (έκφρ: αυτός κουρεύ'κι ντιπ, λαμπόϋαλου)
|
λαμπόγυαλο
|
το γιαλί της
λάμπας του πετρελαίου <λάμπα + γυαλί(<ύαλιν<ύαλος)
|
λαμπρός
|
η φλόγα της
φωτιάς (έκφρ: αυτός το 'ψησε το αρνί πάνω στο λαμπρό)
|
λανάρα
|
ειδικό
εργαλείο για κατεργασία μαλλιού (και λανάρι) (λατιν lanarium βενετσ lanaro)
|
λαναρίζω
|
επεξεργάζομαι μαλλί στη λανάρα
|
λανάρισμα
|
επεξεργασία μαλλιού στη λανάρα
|
λάπαθα(τα)
|
είδος χορταρικού (και λάπατα)
|
λαπάθιασμα
|
βάψιμο νήματος
(γνέματος) μέσα σε βραστό νερό με λάπαθα (παίρνει μπεζ χρώμα)
|
λάσιος
|
δασωμένος, πυκνόμαλλος (επι ζώων)
|
λάστιχο
|
σφεντόνα χωρίς
χαλιά (διχάλα) (έκφρ: αυτοί τα σακατέψανε τα τσιρολίθια (σπουργίτια) με τα
λαστιχάδια)
|
λατζιδιάζω
|
κόβω σε λωρίδες, κατακρεουργώ
|
λατζίδιασμα
|
κόψιμο σε
λωρίδες, σε πολλά κομμάτια
|
λατόπσα
|
ελατόπισσα, ρετσίνι ελάτου
|
λατσούδι
|
κλαδί ελάτου
(από το ελατίδιον)
|
λαυρίζω
|
ζεσταίνομαι υπερβολικά <λαύρα
|
λαχίδι
|
κομμάτι
χωραφιού (από το λαχνός). Λαχάρικος
= ο εκ τύχης εξαρτώμενος
|
λαψάνες
|
είδος χορταρικού, βρούβες
|
λεβέτι
|
μεγάλο καζάνι
|
λεβίθες
|
σκουλήκια των εντέρων
|
λεβουδιές
|
είδος φαγώσιμου χορταρικού
|
λειτρουγιά
|
πρόσφορο,
καρβελάκι που το πηγαίνουν στην εκκλησία να το διαβάσει ο παππάς (και
λειτουργιά < λειτουργεία
|
λειψανάβατο
|
ψωμί χωρίς
προζύμι. Λειψανάβατος μεταφορικά
είναι ο ανεπρόκοπος, αυτός που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη (έκφρ: σα’
λειψανάβατος μ’ φαίνεται ο Κώστας)
|
λειψός
|
κουτός ηλίθιος, ανεπαρκής
|
λειψοφυράω
|
στερούμαι
κάτι, κυρίως φαγώσιμο <φύρα<φυρώ
|
λελέκι
|
πελαργός (από
το τούρκ leylek )
|
λέσι
|
ψοφίμι
|
λεσιά
|
επιβλητική
σωματική δομή (και επί ανθρώπων και επι ζώων)
|
λεφούσι
|
ανθρώπινο πλήθος
|
λεχάρι
|
άνθρωπος σωματώδης, επιβλητικός
|
λέχρα
|
τιποτένιος, αλήτης, απατεώνας
|
λητάρι
|
κομμάτι
χοντρού σκοινιού <βυζαντ ειλητάριον
|
λητάρωμα
|
σφιχτό δέσιμο
|
ληταρώνω
|
δένω κάτι
σφιχτά με λητάρι
|
λιαμέτι
|
υπάρχουσα
κατάσταση, κατεστημένο (έκφρ: αυτά τα λιαμέτια, τελειώσανε τώρα)
|
λιανά
|
κέρματα (και λιανώματα)
|
λιανολίθια
|
μικρά πετραδάκια
|
λιανολούβια
|
φρέσκα
φασόλια, λουβιά (από το λωβοί)
|
λιανός
|
λιγνός αδύνατος
|
λιανοτάρια
|
ψιλά κέρματα, λιανά
|
λιανοφάσουλα
|
ψιλά φασόλια
κυρίως μαύρα (μαυρομάτικα)
|
λιάστρα
|
λιάστρα,
προσήλιο μέρος κατάλληλο για άπλωμα και ξήρανση καπνού
|
λιατσιάζω
|
τεμαχίζω, συνθλίβω
|
λιβάκωμα
|
υπερβολική
ζέστη (από το λίβας)
|
λίβας
|
νοτιοδυτικός
καυτός άνεμος (έρχεται απ' τη Λιβύη, ο αρχ Λιψ-Λιβός)
|
λιγαθνός
|
λεπτός, ξερακιανός
|
λιγδιάρης
|
βρωμερός, λαδωμένος
|
λιγοθυμιά
|
λιποθυμία
|
λιγοψυχιά
|
φόβος, οπισθοχώρηση
|
λιθοπάτι
|
σκληρό εξόγκωμα στην πατούσα
|
λιθοσπηλιά
|
κοίλωμα σε
πέτρα ή βράχο (φυσικό ή και τεχνητό) για κατακράτηση βρόχινου νερού
|
λιμά
|
ψιλά, λιανά
|
λίμα
|
έντονη πείνα
|
λιμάρι
|
6 (έξη) χερόβολα θερισμένου σταριού
|
λιμάω
|
πεινάω πολύ,
επιθυμώ σφοδρά κάτι
|
λιμοσγαρίζω
|
τρέμω από το
κρύο, τρεμοχουχουλιάζω
|
λιμπά
|
όρχεις
|
λίμπα
|
(επιρ έκφρ) καταστροφικά
|
λιμπισιμιός
|
αρεστός, επιθυμητός
|
λίπα(η)
|
χοιρινό ξύγκι
επεξεργασμένο με αλάτι για μαγείρεμα κ.λ.π
|
λισβός
|
ξερακιανός, αδύνατος
|
λισγάρι
|
γεωργικό
εργαλείο. Μετφ επιτήδειος, έξυπνος
|
λιχνίζω
|
διαχωρίζω (με
ξανέμισμα) τον καρπό σταριού κ.λ.π από το άχυρο
|
λίχνισμα
|
διαχωρισμός
του καρπού από το άχυρο ή τα φλέσουρα
|
λίχρα
|
πολυλογία
μέχρι εξάντλησης του άλλου
|
λόγγος
|
πυκνό δάσος,
έντονη βλάστηση (από το σλαβ longu)
|
λόγγωμα
|
πύκνωμα, φούντωμα βλάστησης
|
λογγώνει
|
πυκνώνει,
φουντώνει με φυτά ένα μέρος
|
λογιάζω
|
κακολογώ, υποδαυλίζω. συλλογίζομαι
|
λόγιασμα
|
συκοφαντία, κακολογία
|
λογοδόσιμο
|
υπόσχεση αρραβώνα
|
λογοφέρνω
|
λογομαχώ
|
λοθνάρι
|
οίδημα στο
δέρμα, κυρίως στο εσωτερικό των σκελών (γνωστό και ως καλόγηρος)
|
λοστάρι
|
μικρός λοστός, σιδεροπάλουκο
|
λουβιά
|
τρυφερά φασόλια
|
λουβώνει
|
βγάζει φύτρα,
δένει λουβιά η φασολιά
|
λούγκα
|
εξόγκωμα,
κυρίως ψηλά στο εσωτερικό των μηρών (προέρχεται βασικά από ακινησία, ή
μονόπλευρο βάδισμα))
|
λουϊδί
|
τούφα μαλλιών,
τσουλούφι (έκφρ: θα στα βγάλω τα λουϊδιά σ')
|
λουμάκι
|
αρκετά χοντρό
ξύλο, περίπου σαν στειλιάρι ή και χοντρότερο (ίσως από το αρχ
λείμαξ-λειμάκιον = καινούργιο κλαδί δένδρου)
|
λούμη
|
βαλτόνερα, λασπόνερα, λασπώδη
ιζήματα
|
λούμιασμα
|
βάλτωμα
|
λουμίνι
|
φυτιλάκι για
το άναμμα καντηλιού (από το ποώδες φυτό λούπινο)
|
λούμπα
|
παγίδα
|
λουμώνω
|
κρύβομαι, αποσύρομαι, μαζεύομαι
|
λουρίδα
|
ζώνη, ζωστήρα
|
λούρος
|
ομφάλιος
λώρος. Μακρύ ξύλο για ''τίναγμα'' αμυγδαλιών, καρυδιών κ.λ.π
|
λούτσα
|
(επιρ) γερό
βρέξιμο (έκφρ: μ' έκανες λούτσα) (από το σλάβ luza)
|
λούτσισμα
|
καταβρέξιμο
|
λόχεμα
|
παρενόχληση
|
λοχεύω
|
παρενοχλώ, τσιγκλάω
|
λυκοστράτης
|
άνθρωπος που
ξέρει τα μυστικά του βουνού και περπατάει σωστά στο βουνό (έκφρ: καλός
λυκοστράτης είναι ο Κώστας…)
|
λυσσακά
|
οριακές
ψυχικές δυνάμεις (έκφρ: έφαγα τα λυσσακά μου)
|
λυσσιάρικο
|
λυσσασμένο (κυρίως επί σκυλιών)
|
λύχνος
|
σκεύος που
καίει λάδι και φωτίζει
|
λιωμένος
|
άρρωστος, αδυνατισμένος
|
λιώνω
|
αδυνατίζω
κυρίως από αρρώστια, με τρώει το ''σαράκι''
|
λώβα
|
αρρώστια.
Μετφ: πρόσωπο, κυρίως γυναίκα, κακού
χαρακτήρα
|
λώζα
|
(επιρ)
συμμάζεμα, κάθεται κάποιος ''στ' αυγά του''
|
λωζιάζω
|
συμμαζεύομαι, κρύβομαι, αποσύρομαι
|
Μ
|
|
μαγάρα
|
βρωμιά, ακαθαρσία, λέρα
|
μαγαρίζω
|
βρωμίζω κάτι
|
μάγγανα
|
φασαρίες
|
μαγγάνι
|
εργαλείο της
υφάντρας για τύλιγμα νήματος. Βαρούλκο για ανάσυρση κουβά πηγαδιού. Παγίδα για πιάσιμο πουλιών
|
μαγκλαράς
|
πολύ ψηλός άντρας, κρεμανταλάς
|
μαγκούρα
|
μπαστούνι
|
μαγκούφι
|
έρημο,
ακαλλιέργητο, παρατημένο μέρος (από το
βυζαντ βακούφιον)
|
μαγουλάδες
|
παρωτίτιδα
|
μαερειό
|
ταβερνείο
|
μαζγάλι
|
κρυψώνα,
οχύρωμα, απόμερη θέση για ξεκούραση
|
μαζγαλιάζω
|
κρύβομαι κάπου
απόμερα και ησυχάζω
|
μαζιά
|
πυκνή συστάδα
θάμνων, κυρίως πουρναριών
|
μάζωμα
|
συγκέντρωση.
Φόρα για πραγματοποίηση άλματος. Μετφ: παρακατιανός άνθρωπος
|
μαζώνω
|
μαζεύω, συγκεντρώνω. Συμπτύσσομαι
|
μαθέ(ς)
|
τάχα
|
μάϊδε
|
(επιρ) ούτε, μήτε
|
μαϊμούλι
|
μαϊμού, πίθηκος
|
μακεδονήσι
|
είδος μαϊντανού
|
μάκα
|
βρωμιά
|
μαλάζω
|
πιάνω, εγγίζω, ζυμώνω κάτι
|
μαλαχαβιός
|
καταφερτζής, μαλαγάνας
|
μαλαχάτεμα
|
χάϊδεμα ερωτικό κυρίως, ανακάτεμα
|
μαλαχατεύω
|
χαϊδεύω, ανακατεύω
|
μαλλιαγρίζω
|
πολυχρησιμοποιώ
κάτι σε βαθμό φθοράς του
|
μαλτέζα
|
ράτσα γιδιών
|
μαμαλίγκα
|
κουρκούτι από
καλαμποκάλευρο, λίπος και τσιγαρισμένα κρεμμύδια
|
μάματα
|
λιγοστά
υπόλοιπα φαγητού ή αντικειμένου
|
μαμμούτα
|
φανταστικό ον,
για εκφοβισμό μικρών παιδιών (έκφρ: κάτσε καλά, θα σε φάει η μαμμούτα)
|
μαμούδι
|
σκουληκάκι
οσπρίων. Μετφ: άνθρωπος δραστήριος, έξυπνος
|
μάνα
|
κεντρική
μεγάλη πηγή νερού (νερομάνα). Κομμάτι φουστανέλας
|
μανάλια
|
τα μανουάλια της εκκλησίας
|
μανάρα
|
γίδα ή προβατίνα
που κρατήθηκε για αναπαραγωγή
|
μανάρι
|
εκλεκτό αρνί
(μεσν αμνάριον). Προσφώνηση νεαρού φιλικού προσώπου
|
μαναφλίκια
|
ραδιουργίες,
υποδαυλίσεις (από το τούρκ munafik = διπρόσωπος)
|
μανιώνω
|
θυμώνω, εναντιώνομαι <μένος
|
μανταλίδι
|
συμπαγές
τούβλο χωρίς τρύπες (μπατικό)
|
μάνταλο
|
σύρτης για
ασφάλιση πόρτας, ντουλάπας κ,λ,π
|
μαντάλωμα
|
ασφάλιση
πόρτας με το μάνταλο
|
μαντάμι
|
νεροτριβή,
ντριστέλλα (μέρος όπου πλένονται τα βαριά ρούχα με την ορμή του νερού)
|
μανταμτζής
|
ο εργαζόμενος στο μαντάμι
|
μαντανία
|
μπατανία,
υφαντή κουβέρτα για σκέπασμα ή για στρωσίδι
|
μαντζαφλάρι
|
αντικείμενο, εργαλείο. Μετφ: πέος
|
μαντηλό
|
κεφαλομάντηλο
με κόμπους - κρόσσια, μέρος γυναικείας εθνικής ενδυμασίας
|
μαντρί
|
περιφραγμένο
μέρος και οίκημα για τα γιδοπρόβατα
|
μαντρώνω
|
περιφράζω,
κλείνω στο μαντρί. Περιορίζω κάποιον
|
μάπας
|
βλάκας, ηλίθιος
|
μάρα
|
καημός
|
μαραγκιάζω
|
μαραίνομαι, σουρώνω
|
μαραγκιασμένος
|
μαραμένος
|
μαράζι
|
καημός <τουρκ maraz . Mαραζιάρης μελαγχολικός, σκανιάρης,
πικραμένος
|
μαραφέτι
|
αντικείμενο. Πέος ή αιδοίο
|
μάργωμα
|
κρύωμα
|
μαργωμένος
|
κρυωμένος
|
μαργώνω
|
κρυώνω
|
μαρή
|
(προσφώνηση) καλή μου
|
μαρκαλάω
|
(και
μαρκαλίζω) επιβαίνω, γονιμοποιώ (χρησιμοποιείται πάντα επί ζώων). Προέρχεται από το αλβαν marrkal =
βατεύω
|
μαρκάλισμα
|
γονιμοποίηση ζώων, κυρίως
αιγοπροβάτων
|
μαρκαλισμένος
|
γονιμοποιημένος
|
μαρκαλιστικά
|
αμοιβή κατόχου
επιβήτορος, αφού συντελεστεί επιτυχής επίβαση και εγκυμοσύνη του ζώου
|
μαρκάλος
|
οργασμός ζώου (εποχή οργασμού)
|
μαρμάρα
|
προβατίνα ή
γίδα στείρα (ενίοτε και επί γυναικών)
|
μαρνήθρα
|
άγριο
χορταρικό (χρησιμοποιείται στις πίττες)
|
μάρτης
|
ασπροκόκκινη
κλωστή (τυλίγεται στο δάχτυλο ή τον καρπό προκειμένου να μην κάψει ο
μαρτιάτικος ήλιος αυτόν που το φοράει)
|
μασιά
|
σιδερένιο
εργαλείο για ανακάτεμα της φωτιάς
|
μασούρι
|
τεμάχιο
καλαμιού για τύλιγμα κλωστής
|
μασουριάζω
|
τυλίγω γνέμα
στο μασούρι (μασούριασμα)
|
μαστορικά
|
αμοιβή μαστόρων
|
μαστόρικα
|
συνθηματική γλώσσα χτιστάδων
(κουδαρίτικα)
|
μαστραπάς
|
πήλινο,
γυάλινο ή μεταλλικό δοχείο για νερό ή κρασί
|
μάτα
|
ξανά
(απαντάται ως πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων)
|
μαντζαβέλικο
|
βολικό, πρακτικό, εύκολο
|
ματιάζω
|
βασκάνω
|
μάτιασμα
|
βασκανία, αβάσκαμα
|
ματίζω
|
ενώνω, συμπληρώνω
|
ματρακάς
|
βαρύ σφυρί με
κοντό χερούλι (για χτύπημα σε καλέμι)
|
ματσαλάω
|
μασουλάω
|
ματσάλημα
|
μάσημα
|
ματσαράγκα
|
ξεγέλασμα, απάτη, απατεωνιά
|
ματσούκι
|
ραβδί, κομμάτι
ξύλου. Δάρσιμο (και ματσούκα)
|
μαυλάω
|
γητεύω, εκμαυλίζω, προσελκύω
|
μαυραγάνι
|
είδος σταριού
με μαύρα άγανα
|
μαυρίλα
|
έντονο μαύρο
χρώμα. Πυκνή νέφωση
|
μαυρόεια
|
χωράφια εύφορα
με μαύρα χώματα
|
μαχαίρα
|
μεγάλο μαχαίρι ,μπαλτάς
|
μαχαλάς
|
γειτονιά (τούρκ mahala)
|
μαχιά
|
δοκάρι ξύλινο
που συνδέει τον καβαλάρη με την γωνία της οικοδομής
|
μαχλέπας
|
ανόητος, κρεμανταλάς
|
μεθύστρες
|
οιδήματα
ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών
|
μεϊντάνι
|
πλατεία,
ανοιχτό μέρος. Ανηθικότητα (επί γυναικών, έκφρ: αυτή βγήκε στο μεϊντάνι)
(τούρκ meydan)
|
μελά
|
παράσιτο πάνω
στα έλατα (ιξός) το οποίο τρώγεται ευχάριστα από τα γιδοπρόβατα
|
μελαδερφός
|
(και μηλαδερφός) ετεροθαλής αδελφός
|
μελαδιακός
|
ο κατά
διαστήματα τρελαμένος, απρόβλεπτος
|
μελεός
|
φυτό με ίσια κλαδιά, κατάλληλα για ραβδιά, γκλίτσες
(μέλεγο, η αρχαία μελία ή μέλιγος )
|
μελιγκόνα
|
είδος μεγάλου μυρμηγκιού
|
μελικόκκι
|
καρπός μελικοκκιάς
|
μελικοκκιά
|
μεγάλο δένδρο
με μικρούς μαυροκόκκινους καρπούς, που τρώγονται ώριμοι
|
μελισσοχόρτι
|
χαμηλό φυτό με
έντονο άρωμα. Σε μεγάλο υψόμετρο στον Παρνασσό, υπάρχει το άγριο, με ακόμη
πιο έντονο άρωμα
|
μελοπονάω
|
χτυπιέμαι
έντονα, βροντιέμαι και πονάω υπόκωφα
|
μεντέρι
|
πάγκος,
κρεβάτι (από το τουρ menter)
|
μεράδι
|
μερίδιο
|
μερεμετάω
|
επιδιορθώνω, μαστορεύω
|
μεριά(η)
|
κατεύθυνση
|
μεριά(τα)
|
γοφοί, μπούτια
|
μεριάζω
|
παραμερίζω
(μέριασε βράχε να διαβώ)
|
μερομήνια
|
δώδεκα πρώτες
μέρες του Αυγούστου(οι αρχαίες ετήσιες). Αποτελούν βάση για ετήσια πρόβλεψη
καιρού
|
μέσα(τα)
|
εντόσθια ζώου
|
μεσακάρης
|
ενοικιαστής
που καλλιεργεί χωράφι, αποδίδοντας τα μισά έσοδα στον ιδιοκτήτη
|
μεσακάρικα
|
τα χωράφια που
καλλιεργούνται μεσακά (και μεσιακάρικα). Και μεσιακά
|
μέση
|
κέντρο πίττας, ψίχα ψωμιού
|
μεσημέρης
|
αργός, αυτός
που χαζολογάει άσκοπα
|
μεσιάζω
|
φτάνω κάτι στη μέση
|
μεσοβέζικος
|
όχι ξεκαθαρισμένος, διφορούμενος,
διττός
|
μεσόκοπος
|
μεσήλικας
|
μεσόραχο
|
το πέρασμα από
τη μια ράχη στην άλλη (γνωστή η τοποθεσία μεσόραχο στα ισιώματα)
|
μηλιόρι
|
κατσίκι πάνω
από ενός έτους, που γεννάει για πρώτη φορά (βλάχικη λέξη)
|
μιρελός
|
κουτός, αλλοπαρμένος,
αλαφροΐσκιωτος (και μερελός – ίσως από το μουρλός)
|
μισιακός
|
μεσιακός, ο
καλλιεργούμενος αγρός από ενοικιαστή
|
μισοντραλισμένος
|
μισοζαλισμένος
|
μισός
|
ανάπηρος, ελαφρόμυαλος (και
μισερός)
|
μισότριβη
|
γυναίκα στη μέση ηλικία
|
μιτάρι
|
χοντρή κλωστή
για το στημόνι
|
μιτάρωμα
|
πέρασμα κλωστής στα μιτάρια
|
μ'κιά
|
μπουκιά
|
μόησα
|
κακιά και ύπουλη γυναίκα
|
μοίρα
|
ποσοστό σε
είδος έναντι αμοιβής για αγροτική εργασία (π.χ. στη συλλέκτρια βαμβακιού
έδιναν 5% ή 7% )
|
μολάγα
|
πρόχειρη φωλιά
αγριογούρουνου ή άλλου άγριου ζώου σε λόχμη, μονιά (Γ. Αυγέρης)
|
μολασίβικος
|
ήρεμος,
καλόψυχος, συγκαταβατικός, καλοπροαίρετος, βολικός (και μουλασίβικος -ίσως
από το τούρκ mulayim=καλόβολος)
|
μόλεμα
|
μολυσμένο. Επί ανθρώπων,
παλιοτόμαρο
|
μολεύω
|
μολύνω, φαρμακώνω
|
μολογάω
|
μιλάω, αφηγούμαι
|
μολόγημα
|
αφήγηση, ομολογία
|
μονάντερος
|
άνθρωπος
αδύνατος αλλά και στριφνός
|
μοναχοτριβιάρης
|
αυτός που ζει
μόνος του, απόμακρος
|
μονιά
|
φωλιά άγριου
ζώου, λύκου κ.λ.π
|
μόνιασμα
|
συμφιλίωση, ομόνοια
|
μονόβολο
|
φυσίγγι με ένα
μόνο σκάγι
|
μονοκορδωσιά
|
(επιρ έκφρ)
δύο συνεχόμενες εκσπερματίσεις με μία στύση
|
μονοκούκι
|
(επιρ) μονοκοπανιά, όλα μαζί
|
μονόπατα
|
(επιρ) προς τη
μια πλευρά
|
μονόπλατο
|
χαμηλό οίκημα
με μονόρριχτη σκεπή, άχτιστο συνήθως από τη μια πλευρά
|
μονόϋνο
|
αλέτρι με ένα υνί
|
μόρα
|
βάρος στο
στήθος (πάτημα) κατά τη διάρκεια του ύπνου
|
μούηδε
|
μήτε, ούτε
|
μουθουνιάζω
|
κρυολογάω και
κλείνει η μύτη μου
|
μουθούνιασμα
|
φράξιμο μύτης
από κρύωμα (και μουθούνα)
|
μουλί
|
στομάχι
γιδοπροβάτων (μέρος του στομαχιού)
|
μουλώνω
|
μένω αδρανής, συμμαζεμένος,
ακινητοποιημένος
|
μουνουχάω
|
ευνουχίζω (και μουνουχίζω)
|
μουνουχημένος
|
ευνουχισμένος
|
μουνούχι
|
ζώο
ευνουχισμένο (ως σφάγιο δεν μυρίζει)
|
μουντάρω
|
επιτίθεμαι ξαφνικά
|
μουργέλα
|
βαρεμάρα, τεμπελιά
|
μούρκα
|
κατακάθι,
βρωμιά. Συνηθισμένο όνομα σε μουλάρια της ''Ούντρας'' παλιότερα
|
μούρσια
|
βρωμιά,
λέρωμα. Στην Ήπειρο το ρήμα μουρσιώνω, σημαίνει συνουσιάζομαι
|
μόϋσα
|
παμπόνηρη γυναίκα
|
μούσγα
|
(επιρ)
βρεγμένα πατόκορφα, καταβρεγμένα (από το σλάβ muzga)
|
μουσίτσα
|
μικρό μυγάκι
(ίσως σλαβική λέξη)
|
μουσκίδι
|
(επιρ)
καταβρεγμένα, (έκφρ : έγινα μουσκίδι απ' τη βροχή)
|
μουσκίδι(το)
|
μοσχαράκι
|
μουσκιό
|
μέρος υγρό,
σκοτεινό, βρεγμένο (ιταλ myscus = βαλτότοπος)
|
μούσκλια
|
λειχήνες σε
κορμούς δένδρων, βράχων κ.λ.π
|
μουσκφός
|
υποχθόνιος, πονηρούλης
|
μουσμούλι
|
άνθρωπος εργατικός, επιδέξιος
|
μουστιά
|
φρέσκος μούστος, αγίνωτο κρασί
|
μουστόπιττα
|
μουσταλευριά
|
μουστρούφλω
|
παμπόνηρη γριά (έκφρ: είναι μια μουστρούφλω αυτή….)
|
μουστώνω
|
αποχαυνώνομαι
(από ζέστη, πολύ ύπνο, πολύ φαγητό κ.λ.π)
|
μούτα
|
βουβή, άσχημη
έκφραση προσώπου (έκφρ: πήρε μια μούτα αυτή….)
|
μουτζούρα
|
μαυρίλα, γάνα
|
μουτζούρης
|
μαυρισμένος,
λερωμένος με γάνα. Παιγνίδι με την τράπουλα
|
μουτλάκ
|
(επιρ)
αποτελεσματικός με τον τρόπο του
|
μούτος
|
βουβός,
απρόσιτος, ενδοστρεφής <λατιν mutus
|
μουτσάνα
|
ψέμα
|
μουτσιάρα
|
μέρος που
κρατάει νερό (συνήθως στο βουνό) (από το σλάβικο mocar)
|
μουτσούνα(η)
|
πρόσωπο (και μουτσούνια(τα))
|
μουτσουνιάζω
|
παίρνω άσχημη
έκφραση στο πρόσωπο
|
μουχλαντάρα
|
βροχερή καταχνιά (και μουχλάντερο)
|
μουχός
|
(και μπουχός)
σκόνη από τα άχυρα του αλωνίσματος. Μεταφορικά όταν κάποιος φεύγει γρήγορα
και εξαφανίζεται (έγινε μ(π)ουχός)
|
μουχρίτσα
|
ζιζάνιο
σιτηρών και σπαρτών γενικότερα
|
μπα(ν)τανία
|
υφαντή κουβέρτα
|
μπαϊλντίζω
|
φτάνω στα άκρα, αποκάνω
|
μπαϊράκι
|
σημαία,
λάβαρο. Μετφ ξεσηκωμός (από το τούρκ bayrak = σημαία)
|
μπαΐρι
|
χέρσο λιβάδι
(από το τουρκ bayir)
|
μπάκα
|
κοιλιά (από το
λατιν baca = μικρός
καρπός)
|
μπάκαι
|
μήπως
|
μπάκακας
|
βάτραχος (και μπακακάκι)
|
μπακαλέος
|
μπακαλιάρος
(ευρέως διαδεδομένο παλιότερα το φαγητό, μπακαλέος με μακαρούνια)
|
μπακανιάρης
|
αρρωστιάρης συνήθως από ελονοσία
|
μπακιρένιος
|
ορειχάλκινος
|
μπακίρια
|
ορειχάλκινα μαγειρικά (κυρίως)
σκεύη
|
μπακράτσι
|
χάλκινο σκεύος
για υγρά (από το αλβαν bragac-i ή το
τούρκ bakrac)
|
μπάλα
|
τόπι. Τοίχος
οικοδομής. Συσκευασμένη και δεματοποιημένη ποσότητα τριφυλλιού, άχυρου σανού κ.λ.π
|
μπαλαούρο
|
κρατητήριο, φυλακή
|
μπαλόσυρμα
|
σύρμα για
δέσιμο τριφυλλιού, άχυρου, σανού κ.λ.π
|
μπαλούρδος
|
γερός,
ατρόμητος, αδίστακτος (η κατάληξη -ος χρησιμοποιείται και επι γυναικών: αυτή
είναι μπαλούρδος)….. Πιθανόν να προέρχεται από τον διαβόητο λήσταρχο της
Αράχωβας, Μπαλούρδο.
|
μπαλτίμι
|
δερμάτινο
λουρί που κρατάει το σαμάρι και περνάει στα καπούλια κάτω από την ουρά του
ζώου (από το σλαβ baldim)
|
μπάμζα
|
μπάμια (ο
καρπός του φυτού μπάμια)
|
μπαμπαλίζω
|
φλυαρώ άσκοπα (ηχοποίητη λέξη)
|
μπαμπανέτσα
|
πίττα με καλαμποκάλευρο (κουρκουτό)
|
μπαμπατσιούλι
|
έντομο,
σκαθάρι. Μεταφορικά άνθρωπος ασήμαντος
|
μπαμπέσης
|
δόλιος, ύπουλος
|
μπαμπεσιά
|
δολιότητα, ύπουλη ενέργεια
|
μπάνικος
|
όμορφος, ωραίος
|
μπάντα
|
υφαντό ή κεντητό
ύφασμα για τον τοίχο
|
μπαντζανάκια
|
αυτοί που
έχουν παντρευτεί αδέρφια
|
μπαρδάκια
|
δαμάσκηνα
|
μπαρουκιάζω
|
πίνω πολύ νερό
και πρήζομαι
|
μπαρούτι
|
(ως επιφώνημα)
στάχτη και μπούρμπερη!!!!!!
|
μπασιά
|
είσοδος, πέρασμα
|
μπατάλικος
|
βαρύς,
δυσκίνητος (από το τούρκ battal)
|
μπαταριά
|
ομοβροντία
|
μπάτσα
|
χαστούκι,
ράπισμα. Μεγάλο κλαδί ελάτου
|
μπάφα
|
άστοχη
ενέργεια, ανοησία, κάτι υποδεέστερο του αναμενομένου
|
μπεζαχτάς
|
ταμείο, κεμέρι
|
μπεζερίζω
|
κουράζομαι περιπλανώμενος ή
αναμένοντας
|
μπεκιάρης
|
εργένης (από
το τούρκικο bekar = ανύπαντρος
|
μπελόχι
|
μεγάλο ποντίκι, αρουραίος
|
μπελτές
|
τοματοπολτός
|
μπερ(ε)κέτι
|
καλό εισόδημα,
προκοπή, καλή σοδειά (έκφρ: καλά
μπερεκέτια)
|
μπέσα
|
τήρηση
υπόσχεσης, εντιμότητα (αλβανική λέξη)
|
μπετχαβά
|
(επιρ) φτηνά,
τζάμπα (τουρκ bedava = τζάμπα )
|
μπεχλιβάνης
|
διασκεδαστικός, περιπαιχτικός.
Λαϊκός παλαιστής
|
μπήχνομαι
|
κάθομαι και
τρώω πολύ και βιαστικά
|
μπήχνω
|
χτυπάω, παλουκώνω.
|
μπιάρι
|
εργαλείο
ξυλογλυπτικής για κατασκευή γκλιτσών
|
μπιβάδα
|
ψωμί βρεγμένο
στο κρασί (από το ιταλικό bevanda)
|
μπικιόνι
|
μεγἀλο τσίγκινο δοχείο
|
μπικούνι
|
ειδικό σφυρί
με δύο μύτες για πέτρα
|
μπιμπίκι
|
σπυρί κυρίως
στο πρόσωπο. Μεγάλο σφηκοειδές έντομο
|
μπιμπιλωτό
|
κεντημένο
γύρω-γύρω μαντήλι, ξομπλιαστό
|
μπινιάρια
|
δίδυμα
|
μπιοφύτης
|
πυώδες έκζεμα
στη ρίζα του αυτιού (από το πυοφύτης)
|
μπιρ παρά
|
(επιρ) φτηνἀ,
τζάμπα (τουρκ λέξεις = για έναν παρά)
|
μπιρλατίζω
|
πέρδομαι
|
μπιρμπιλόνι
|
ωραιοστολισμένο
|
μπιρμπίλω
|
στολισμένη ωραία γυναίκα
|
μπιρμπίνι
|
μυρμήγκι
|
μπιρσίμι
|
(ή μπρισίμι)μεταξωτή κλωστή
|
μπιστάω
|
πηδάω, υπερβαίνω
|
μπλάνα
|
χοντρό κομμάτι
χώματος στο όργωμα. Χοντροκομμένη γυναίκα, απίστομη
|
μπλατσανάω
|
πλατσουρίζω
|
μπλατσάνισμα
|
πλατσούρισμα
|
μπλατσιάζομαι
|
συναντώμαι πρόσωπο με πρόσωπο
|
μπλάτσιασμα
|
συνάντηση. Αποπληξία
|
μπλόκι
|
μεγάλο κομμάτι
φαγητού, ψωμιού κ.λ.π
|
μπόλι
|
εμβολιασμός
φυτού (κέντρωμα). Ανανέωση, αντικατάσταση σε κομμάτι σπαρμένου ή φυτεμένου
που δεν φύτρωσε καλά
|
μπόλια
|
κεφαλομάντηλο. Ξυγκιά (πουκάμισο)
σφαχτού
|
μπολιάζω
|
κεντρώνω φυτό,
συμπληρώνω κομμάτι σπαρτού
|
μπολκάκι
|
γυναικεία ζακέτα παλαιοτέρων
εποχών
|
μπομπλάτο
|
ξομπλιαστό.
Επί μωρών τρυφερό, όμορφο
|
μπομπότα
|
ψωμί από καλαμπόκι
|
μπομπότσι
|
άνθρωπος κλειστός, άβγαλτος,
ακοινώνητος
|
μπόσικος
|
ετοιμόρροπος, ανέτοιμος,
λασκαρισμένος
|
μποσινάκης
|
καλικάτζαρος.
Μικροκαμωμένος και παμπόνηρος άνθρωπος
|
μποσινόβρακο
|
μακρύ ανδρικό εσώρουχο
|
μποτσινάρι
|
ποτιστήρι με στενό στόμιο
|
μπουγάτσα
|
άζυμη κουλούρα
|
μπουγιουρντί
|
εντολή, διαταγή
|
μπούζας
|
θυμωμένος, μουτρωμένος
|
μπούζι
|
(επιρ) πολύ
κρύο (συνήθως αναφέρεται στο νερό (από το τουρκ bouz = πάγος)
|
μπούλες
|
μασκαρεμένες
γυναίκες (τις Απόκριες και του Λαζάρου)
|
μπουλουγούρι
|
πλιγούρι,
φαγητό από κομμένο στάρι
|
μπούμζα
|
σκυθρωπή και αμίλητη γυναίκα
|
μπουμπούνα
|
δυνατή φωτιά
με μεγάλο λαμπρό
|
μπουμπουνιασμένος
|
συμμαζεμένος,
κρυωμένος, ενώ μπουμπούνας είναι ο
αγράμματος ο αμαθής
|
μπούνια
|
ανώτατο όριο
καραβιού, γοφοί (έκφρ: αυτός μπήκε μέχρι τα μπούνια στο νερό)
|
μπουρμπούτσαλα
|
οι μικροί
στρογγυλοί καρποί της μπουρμπουτσιλιάς. Μετφ: λόγια ανούσια
|
μπουρμπουτσιλιά
|
θάμνος με
αγκαθωτά κλαδιά και βέργες κατάλληλες για γκλιτσάρια (ο αρχ κράταιγος)
|
μπουρντάφ
|
(επιρ έκφρ) γρήγορη φυγή
|
μπούφλα
|
χτύπημα στο
πρόσωπο με την ανάστροφη της παλάμης συνήθως
|
μπουχαρές
|
καπνοδόχος
(από το τούρκ buhar = καπνός)
|
μπουχός
|
τρέξιμο, φευγιό, σκόνη, αντάρα
|
μπράσκα
|
μεγάλος βάτραχος
(κυκλοφορεί κυρίως τη νύχτα). Μεταφορικά κακιά γυναίκα (βλαχ brasca = βάτραχος)
|
μπράτιμος
|
κουμπάρος,
φίλος του γαμπρού (σέρβ bratim = πολύ καλός φίλος ή τούρκ bratimma = αδερφός)
|
μπριάμι
|
φαγητό με
πατάτες, κολοκυθάκια, μελιτζάνες κ.λ.π
<τουρκ briam
|
μπρισίμι
|
μεταξωτό σκοινί
|
μπροστέλα
|
γυναικεία
ποδιά που προφυλάσσει τα φορέματα από το λέρωμα
|
μπροστογιομή
|
παλιός τύπος εμπροστογεμούς
τουφεκιού
|
μπροστοκέρα
|
γίδα με τα
κέρατα γυρισμένα μπροστά
|
μπροστοκρίαρο
|
κριάρι αρχηγός
κοπαδιού (και μπροσταρόκριος)
|
μπροστολάτης
|
ο επικεφαλής
ομάδας, κοπαδιού <εμπρός+ελαύνω
|
μπροστότραγος
|
τράγος, αρχηγός κοπαδιού
|
μπροστούρα
|
προτεταμένη κοιλιά, στομάχι μεγάλο
|
μπροστύτερα
|
(επιρ) πρωτύτερα
|
μπροχαλίζω
|
περιβρέχω κάτι
ψιχαλίζοντάς το (π.χ. μπροχαλίζω τη ζάχαρη σε ένα γλυκό κ.λ.π.)
|
μπροχάλισμα
|
ελαφρύ κατάβρεγμα
|
μυρελός
|
χαζός,
ελαφρύς, αλαφροΐσκιωτος (και μερελός – ίσως από το μουρλός). Μυρελιάζω = χαζευω άσκοπα (και
χαζομυρελιάζω)
|
μυριστικά
|
δυόσμος,
μαϊντανός, άνηθος, μάραθος κ.λ.π
|
μυτάρι
|
δερμάτινη
λωρίδα που μπαίνει πάνω από τη μύτη των γιδοπροβάτων και συγκρατεί το λουρί
του κουδουνιού
|
μύτικας
|
κορυφή λόφου
|
μώκο
|
(επιρ έκφρ)
σώπαινε, βγάλε το σκασμό
|
μωράβραστο
|
μισοβρασμένο
κρέας (έκφρ: καλό κείνο το ζυγούρ' αλλά το φάγαμε ντιπ μωράβραστο)
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.