Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

.... Σήμερα, Κυριακή 22 Δεκεμβρίου, ....

Σάββατο 26 Μαρτίου 2016

''Γλωσσάρι Ντοπιολαλιάς Σουβάλας Παρνασσού'' - Γιάννης Αθ. Λαγός - ΜΕΡΟΣ 3ον


ΜΕΡΟΣ 3ον (Ζ-Ι)
Όπως αναφέρω και στην Εισαγωγή αυτού του πονήματος, είναι λογικό, το Γλωσσάρι αυτό να έχει ελλείψεις, ακόμα και λάθη. Για την πληρέστερη ενημέρωσή του, είναι δεκτή κάθε παρατήρηση και σχόλιο από τους φίλους συγχωριανούς,
Γιάννης  Αθ. Λαγός
 ....
Ζ

ζα
ζωντανά, άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια
ζαβεύω
γίνομαι ιδιότροπος
ζαβλάκωμα
αποχαύνωση
ζαβό
ανάποδο, ιδιότροπο
ζαβοπατάω
κουτσαίνω, στραβοπατάω. Μετφ παίρνω τον κακό δρόμο
ζαβός
κουτσός ( μετφ; Ιδιότροπος)
ζαγάρι
κυνηγόσκυλο ( μετφ πονηρός άνθρωπος )
ζαερές
ζωοτροφές ( απ' το τουρκικό zehire : σιτάρι )
ζαλίμι
ζωηρό παιδί ( ίσως από το τουρκικό zalim σκληρό, άδικο )
ζαμάνι
καιρός ( από το τούρκικο zaman που σημαίνει χρόνος )
ζάντζα
Ιδιοτροπία, εκνευρισμός. Σήκωμα μαλλιών πάνω απ' το μέτωπο ( λέγεται και ……βοϊδογλυψιά ). Ζαντζεύω = εκνευρίζομαι, γίνομαι εριστικός
ζαπατάρης
κουτσός, ανάπηρος. (παροιμία: ο κουτσός ο λύκος κι η ζαπατάρα η γίδα κάποτε θα συναντηθούνε )
ζάπι
(επιρ) κατανίκηση ( τουρκ  λέξη ) ( έκφρ: αυτός δε γίνεται ζάπι )
ζάπωμα
σύλληψη  (στα τουρκ ζαπίτης : χωροφύλακας )
ζαραγκλανίζω
περιφέρομαι άσκοπα
ζαρίφικος
αχαμνός ( έκφρ: αυτό το κοτόπ'λο ήτανε  ντιπ  ζαρίφ'κο)
ζαροκάτσικο
ασθενικό κατσίκι ( και ζαρόγιδα )
ζαρπί
ζόρι, σθένος ( έκφρ : τα κατάφερα με το ζαρπί μου )
ζαστάνωμα
παγίδευση, γερό σφιχτό δέσιμο
ζαστανώνομαι
δένομαι σφιχτά, παγιδεύομαι
ζαφταράς
αυτός που πίνει πολύ
ζάφτι
 υποταγή, ήττα ( έκφρ: αυτόν δε μπορείς να τον κάνεις ζάφτι )
ζάφτω
χτυπάω. Πίνω κρασί, ούζο κ.λ.π
ζάψιμο
χτύπημα γερό. Οινοποσία
ζγαρλάω
ανακατεύω, γαργαλάω
ζγαρλεύω
υποδαυλίζω, ανακατεύω
ζγράπα
τρύπα, σχισμή (ίσως από το σλαβ grob, σε άλλα μέρη ζκγρόπα )
ζέβγλα
μέρος του ζυγού αροτριαίων ζώων
ζεβζέκης
κακότροπος, ιδιότροπος ( από το τουρκ zevzeg )
ζέγκλας
αριστερόχειρας
ζεγκλό
αριστερό ( κυρίως επι άκρων )
ζέξιμο
βρώμα, αποφορά
ζερβό
αριστερό
ζερβοκουτάλας
αριστερόχειρας
ζευγάρι
δίδυμο ιπποειδών ή βοδιών για όργωμα (έκφρ: ο Θανάσης κάνει ζευγάρι)
ζέχνω
βρωμοκοπάω, βγάζω αποφορά
ζημίωμα
ζημιά σε χωράφια ή ζωντανά
ζητάει
οργασμός ζώου ( έκφρ: αυτή η γίδα ζητάει )
ζιαφέτι
γλεντοκόπι, (έκφρ: κάναμε ένα ζιαφέτι απόψε……..) ( απ΄ το τουρκ ziyafet που σημαίνει γλεντοκόπι)
ζιλές
αμάνικο πουλόβερ <γαλ gilet
ζιμπερέκι
κατασκευή που ανοίγει την πόρτα
ζιπούνι
παιδικό ρούχο
ζόγκια
άγριο χορταρικό, ζωχοί
ζουλάπι
 μικρό άγριο ζώο ( μετφ άβγαλτος και ακοινώνητος άνθρωπος )
ζουμπάω
πιέζω και χτυπάω δυνατά
ζούμπερο
ζωΰφιο
ζουμωμένος
ζουμερός, ώριμος
ζούρα
κατακάθι υγρών
ζουρλαμάρα
απερισκεψία, τρέλα
ζούρλια
τρέλα
ζυγιά
δυάδα μουσικών οργάνων γενικά (έκφρ: και δυο ζυγιές κλαρίνα)
ζυγός
 ξύλινη ή σιδερένια κατασκευή για το ζέψιμο αλόγων η βοδιών στο όργωμα
ζυγός
ξύλινο περιλαίμιο απ' όπου κρεμάνε τα μεγάλα κουδούνια στα γιδοπρόβατα ( λέγεται και κουλούρα )
ζυγούρι
αρνί περίπου δυο χρονών ( βυζαντ ζυγούριον )
ζύγωμα
πλησίασμα
ζωντόβολο
ζωντανό (και ως ύβρις: παλιοζωντὀβολο=κουτός άνθρωπος)
ζωχαδιασμένος
θυμωμένος, ευερέθιστος  <ζωχάδες = αιμορροϊδες <εσωχάδες
ζωχιός
ζωχός, ζόγκι
Η

ήρα
ζιζάνιο των σιτηρών
ήτεμα
λύσιμο μαγιών
ητεύω
λύνω μάγια, γητεύω
Θ

θα λα
θε να, θα ήθελα  ( έκφρ: θα λα τον κοπάναγα αλλά δεν πρόλαβα )
θαλάπωμα
καίριο χτύπημα, καθήλωμα
θαλαπώνω
χτυπάω καίρια, ταράζω, κατανικώ ( ίσως από το θαλαμώνω : ενταφιάζω, θάβω )
θάμασμα
θαυμασμός, εκστασιασμός
θαμπά
 (επιρ) μισοσκότεινα, ( ξημέρωμα ή βράδιασμα )
θάμπωμα
βράδιασμα
θειαφοπάνι
σακούλι με θειάφι για το ψέκασμα (επίπαση) των αμπελιών
θελός
θολός
θεραπαή
θεραπεία
θεραπεύει (με)
έχω ήσυχη τη συνείδησή μου
θερμαίνομαι
ριγώ, πυρέσσω
θερμασιά
ανησυχία. Πυρετός ελονοσίας
θηλύκι
υποδοχή για πιάσιμο κουμπιού ή κόπιτσας
θηλύκωμα
κούμπωμα
θηλυκώνω
κουμπώνω, εφαρμόζω
θημωνιά
σωρός τακτοποιημένων δεματιών σιτηρών
θημώνιασμα
συσσώρευση δεματιών σιτηρών
θηρίος
δυνατός, μεγάλος
θολόσταχτη
είδος αλυσίβας
θολούρα
συννεφιά, ζάλη, σκοτοδίνη
θούρα
διάκενο σε κάτι που έπρεπε να είναι εφαρμοστό  (δόντια, δόγες  βαρελιού, στη σταφυλόκαδη κ.λ.π )
θράκα
αναμμένα κάρβουνα
θράσεμα
γιγάντωση, ανάπτυξη, μεγάλωμα
θράσιος
αδικοχαμένος, αυτός που ''πήγε'' τζάμπα
θράψη
επιτυχία
θρεψίνη
συμπυκνωμένος πολτός από σταφύλια για επάλειψη στο ψωμί κυρίως ( προσέφερε ενέργεια στα παιδιά τις παλιότερες προ ….μερέντας εποχές )
θύμωμα
ερεθισμός πληγής, σπυριού κ.λ.π
θύμωσε
πρήστηκε, ερεθίστηκε
Ι

ίγκλα
δερμάτινη ζώνη που κρατάει το σαμάρι στη ράχη του ζώου
ιδιάζω
περνάω νήματα στον αργαλειό ( στο αντί )
ιδιάστρα
ειδική κατασκευή για ίδιασμα
ισιώματα
επίπεδο μέρος στο βουνό
ίσκα
μύκητας σε δένδρο ο οποίος χρησιμεύει για το άναμμα τσακμακιού ( ίσως από το λατν esca που σημαίνει μύκητας )
ισκιάδα
σκιερό μέρος
ίτσια
μενεξέδες, ία


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.