Συνεχίζουμε την παρουσίαση του Ημερολογίου 2009 του Λαογραφικού Συλλόγου Πολυδρόσου. Το απόσπασμα που μπήκε στο φύλλο του Νοεμβρίου επιλέχτηκε από το αφήγημα "Δύσκολα χρόνια", που σας το παρουσιάζουμε ολόκληρο παρακάτω , από το βιβλίο της Βασιλικής Χριστοπούλου - Μερτζάνη "Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται".
Αφηγείται η Αγγέλω Φ. Σταματίου
πέθαινε κανένας με στέλνανε εμένα που ήμανε μικρότερη στο νεκροταφείο να πάρω κανένα ψυχούδι και στάρι να φάμε. Οί άλλες ντρεπόντανε, ήφερνα 5-6 ψυχούδια, ήφερνα στάρι.
Έκανα μοναχημ' χωράφι με τα ζα. Νύχτα ποτίζαμε , νύχτα ξεκινάγαμε στα πράματα, ολούθε ήμασταν μπροστά οι γυναίκες.Δεν είχαμε στασιό.Οι άντρες τις είχανε τις γυναίκες , με συγχωράς για την κουβέντα , ως είδος γμάρες.
Καβαλίκευαν οι περισσότεροι άντρες το μουλάρι και πααίνανε μπροστά καβάλα, η γυναίκα από κοντά με τα ποδάρια και φορτωμένη το παιδί. Δεν τις υπολογίζανε τις γυναίκες.
Γεννάγανε και πααίνανε στο χωράφι. Η αδερφή μου γέννησε την Παγωνίτσα την Τετάρτη και το Σάββατο σκάλιζε βαμπάκι στη "Σπηλιά". Μ' έστειλε η μάναμ' να της πάω ψωμοτύρι. Σεργιάνισα στον 'Καψορώνη" , στο " Κούτσουρο" όσο να τη βρώ.Η συχωρεμένη κάθησε καταγής κι το παάινε κάτ' αματσάλιστο , τριών μερών λεχώνα.
Η Φσυκομαρίγια γέννησε στις Ασβεσταριές, πριν από τα Γουναρέικα, η Ασήμω του Γιαννη τ' Αντώνη στου Μουτσάρα . Πόσες λεχώνες πεθάνανε....
Κάνανε παιδιά και δε λέγανε πώς θα μεγαλώσουνε νηστικά και ξυπόλυτα.
Τον καιρό που έγινε το κατάστημα ήμασταν στο Καρκαβέλι, είχαμε στρούγκες, όλα τα Αναγνόπουλα του Χρήστου Ανάγνου και του Βέλλιου τα παιδιά.
ΣΟΥΒΑΛΙΩΤΙΚΗ ΣΤΡΟΥΓΚΑ ΣΤΟΝ ΠΑΡΝΑΣΣΟ
Κονάκι στο Βρωμοπήγαδο σε ώρα μεσημεριανού φαγητού.
Διακρίνονται από αριστερά: Θανάσης Μουτσιανάς (Μπιζούλας),Τάσος Ανάγνος, Λουκάς Κατσαρός, Γιάννης Θάνος (Στάμπας) και Στέφανος Ανάγνος
ΦΩΤΟ-ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΣ
Είχαμε μια τραμπάλα μέσα στη λάκκα ,τόσα τα γμαράγκαθα κι εμείς τραμπαλιζόμαστε ξυπόλητα. Λέει ο Νικολάκης ο Ανάγνος , ωραίο το "" καταστημα " , βαλανε φώτα ,μαζώχτηκε ούλη η γούρνα. Εμείς τα παιδιά ξεσκώθκαμε ."'Να πάμε κι εμείς?"
"Αι σύρτε και ταχιά ναρθείτε πίσω". Ξυπόλητα , άπλυτα , κανιά δεκαπενταριά παιδιά φύβγαμε πδώντας σα ζαρκάδια και κατευθείαν στο "κατάστημα". Πώς πήγαμε?
Κάθομαι κάμποσες βολές και σκέφτομαι , τόσο δα να είχα απ' αυτά πόχω τώρα!
Τα χωράφια πάνω στο βουνό δεν ήταν μονοκόματα να μπεί το ζευγάρι μέσα, ήταν βραιούλες -βραιούλες και κάναμε δανεικαριά, σήμερα στο δικομ', αύριο στο δικόσ' και σκαλίζαμε με τα κασμάδια, να βάλουμε φασούλια , πατάτες . αραβοσίτι.
Δεκαετία του ΄50. Σουβαλιώτισσες στον κάμπο του Ορχομενού.
Κάτω αριστερά: Η οικοδέσποινα, Γεωργία Τοπάλη, Ευσταθία Παπαθανασίου
Πάνω αριστερά: Γεωργίτσα Χρηστίδη, Κατερίνη Τσαρμακλή, Γιαννίτσα Ανδρέου, Σταμουλία Σταματίου
ΦΩΤΟ-ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΣ
Περπατώντας πααίναμε στον Ορχομενό, φορτωμένες καρβέλια με μπομπότα , το ψωμί το τρέμαμε τότε. Μιά βολά ο Λιάς ο Κοπανάκης ήρθε με τα ποδάρια απ' το Μώλο φορτωμένος 50 οκάδες στάρι.
Ο Σταύρος ο Κυρίτσης είχε ένα παλιοαυτοκίνητο και μπαίναμε μέσα κανιά εικοσαριά άτομα να πάμε να μαζέψουμε βαμπάκι στον Ορχομενό και στη Μάνεση. Κάθε λίγο σταμάταγε και κατεβαίναμε και σκουντάγαμε.
Φτώχεια μεγάλη.Ήμανε 32 χρονών όταν έχασα τον άντρα μου , δώδεκα χρόνια παντρεμένοι και έμεινα με δυό μικρα παιδιά 11 και 8 χρονών. Τα κλάματα πόκανα εκεί που σεργιάναγα να δουλέψω !Δεν είχε 20 μέρες ο Φώτης και πάαινα στο Κεφαλόβρυσο φορτωμένη τον κασμά κι ένα κομμάτι ψωμί. Άνοιγα γούρνες κι έβαζα κλαριά. Τί γούρνες ν' ανοίξω ... , τις γιόμοζα δάκρυα.
Δούλευα όλη τη μέρα. Σηκωνόμουνα νύχτα να πάω στο Κεφαλόβρυσο να φορτώσω ξύλα κι ερχόμανε κι ο ήλιος δεν είχε βαρέσει ακόμα στην Αγόριανη. Δεν είχα τι να βάλω στο στόμα μου για να ματαξεκινήσω.Τη νύχτα λίγος ύπνος. Κούραση και τι να φάμε ? Αλογάριαζα. Πέρασα πολλά κι εγώ κι ο άλλος κόσμος. Ζωή ήταν αυτή? Πές μου στο θεό σου . Ζωή δεν ήτανε ,αλλά και τι να κάμουμε. Είχαμε παρέα με τη Θυμιά τ' Κασσαβέτη και την Ασήμω τ' Βέλλιου. Δεν ξεχωρίζαμε. Κόβαμε με τη κόφτρα και τη βαριά ξύλα και τα φέρναμε στη πλάτη μέχρι τα ζα.
Τρέμανε τα ποδάρια μας δω-κει μεσ' τα βράχια.Κουβαλάγαμε άμμο απ' τη φροξλιά με χιόνι και βροχή για τα τσιμενταύλακα. Στασιό δεν είχα. Ένα φουστάνι ερχότανε γυροβολιά, έπεφτε. Το κορίτσι μου τόπαιρνα μαζί από 11 χρονών, πλάτη με πλάτη στη δουλειά, θερίζαμε στους Δαδιώτες απ' το πρωί ως το βράδυ. Τη νύχτα με τη λάμπα το κορίτσι κένταγε κι εγώ έπλεκα μιτάρια. 'Αλλο φως δεν φαινότανε στο χωριό. Χαιβάνι ο Θανάσης δούλευε στο δρόμο για την πάνω Σουβάλα. Τιμωρία.
Τα παιδιά τα παάινα στου Δραγάν' για παραθέρ'. Θέριζα μια βολά στου Δραγάν' με το φεγγάρι.Δεν σκιαζόμαστε.
ΦΩΤΟ -ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΣ
Την άλλη μέρα το πρωί έφκιασα δώδεκα δεμάτια , τα πάταγα στο γόνατο και τά 'δενα. Φόρτωνα δυό ζα και το παιδί τα πάαινε στ' αλώνι του γέρο- Μέλτου.
Εκεί αλωνίζαμε τα πανωχωρίσια. Άμα πέσνε , τόλεγα , να μην κλαίς , άστα. Μικρό παιδί ,τι να σου κάνει. Μόλις γύριζε ξαναφόρτωνα, πίσω κάτω να ξεφορτώσει.
Μια βολά είχα ξερά κουκιά .Τάβαλα να φουσκώσνε να τα βράσω.Το κορίτσι πείναγε κι άρχισε να τρώει , τόπιασε η κοιλιά του.Τι τάθελες μάνα τα κουκιά, φώναζε ο Θανάσης. Έκανε μετό , την τσόλιασα , τη φόρτωσα στα καπούλια και κατ' στο χωριό.
Ζωή χαριτωμένη.Τα σκέφτομαι άμα ξυπνάω τη νύχτα αυτά και άλλα πολλά .....Πως βγήκαμε πέρα?
Ήμουνα νιός και φόραγα σκλαρίκια
κι αν πέσανε τα σκλαρίκια
οι τρούπες μείνανε.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ.
"Γ"
Η παρούσα ανάρτηση καταδεικνύει τη δύναμη αλλά και τη χρησιμότητα της σύγχρονης τεχνολογίας όταν αυτή χρησιμοποιείται με την καλή της πλευρά και συνδυάζεται με το μεράκι για δημιουργία και στην προκειμένη περίπτωση , αυτής εδώ της ανάρτησης , με την αγάπη για την παράδοση του τόπου μας και την ανάδειξη της .
ΑπάντησηΔιαγραφήΑναμφισβήτητα τόσο το Βιβλίο με τίτλο " Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται " εκδ. 2002 που επιμελήθηκε η εξαίρετη συμπατριώτισσα μας κ. Βασιλική Χριστοπούλου και περιλαμβάνει αφηγηματικές καταγραφές για τη ζωή των γυναικών της Σουβάλας μιας άλλης εποχής όσο και το Ημερολόγιο του 2009 του Λαογραφικού - Ιστορικού Συλλόγου Πολυδρόσου που ήταν αφιερωμένο σ' αυτές τις γυναίκες , αποτελούν από μόνα τους , ως λαογραφικά πονήματα, αξιόλογες πηγές γνώσης της παράδοσης και της ζωής των ανθρώπων του χωριού μας του προηγούμενου αιώνα και κυρίως για τα πέτρινα και δύσκολα χρόνια των πολέμων και της δυστυχίας . Ως συγγραφικά πονήματα όμως, όπως και όλα του είδους τους , σίγουρα και για πολλούς λόγους ( περιορισμένος αριθμός αντιτύπων , αδυναμία πώλησης και διάθεσής των , αδιαφορία συγχωριανών μας να τα προμηθευθούν ) δεν έγιναν ευρύτερα γνωστά και ολίγοι έως ελάχιστοι πιστεύω ότι είναι οι συγχωριανοί και συμπατριώτες μας που τα πήραν στα χέρια τους και τα έχουν διαβάσει. Πολύ δε περισσότερο άγνωστα πιστεύω ότι θα είναι στα νέα παιδιά του τόπου μας .
Έτσι , η μεταφορά σε ηλεκτρονική μορφή αυτών των κειμένων – αφηγημάτων και ο εμπλουτισμός τους με ανάλογες και περισσότερες εικόνες , ενίοτε δε και με video , πέραν του ότι αναδεικνύει έτι περισσότερο αυτή καθεαυτή την αξία των συγκεκριμένων πονημάτων συμβάλει όμως και ουσιαστικά , αν μη τι άλλο , στο να γίνουν ευρύτερα γνωστά , να διαβασθούν από περισσότερους συγχωριανούς μας , συμπατριώτες μας και όχι μόνο αλλά και το κυριότερο να δώσουν την ευκαιρία σε όσους αγαπούν και ενδιαφέρονται για την παράδοση του τόπου μας να γίνουν μύστες μιας πτυχής της .
Υπ’ αυτή την έννοια λοιπόν θεωρώ επαινετή την προσπάθεια του δημιουργού της αξιόλογης αυτής ανάρτησης και του εύχομαι καλή συνέχεια στα μηνιαία του αυτά αφιερώματα .