ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΣΤΟ ΜΟΔΙ – ΤΡΙΗΜΕΡΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ 5/6/7 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
To πρωί λειτουργούσε στην Αγία Σωτήρα. Φεύγανε οι παρέες ανατολικά, και ήταν όλοι λαμπροφορεμένοι. Φαινόντουσαν στο Γκαλντερίμι τα πολύχρωμα φουστάνια. Ηταν Iτότε ένα ύφασμα το σαντούκ. Είχε μπούκλες στο υφάδι κι ύστερα βγήκε ο ταφτάς.
Αυτό ήταν λουλουδάτο με φόντο σε διάφορα χρώματριλουσάτο και το χαράκτηρισκό του ήταν ότι έπεφτε πολύ. Ράβανε τα φουστάνια οι κοπέλες στις μοδίστρες, τα κάνανε πάνω εφαρμοστά και κάτω πλούσια ανοικτά με πολλά λούκια. Κι όπως έπεφτε πολύ το ύφασμα, στόλιζε το γυναικείο κορμί. Φτάνανε στη βρύση της Μπαλατσιώτης, κι από εκεί ανεβαίνανε τον ανηφορικό δρομάκο, ένας ένας μέχρι την βρυσούλα της Αγίας Σωτήρας και λίγο ακόμα στην εκκλησία.Ένα πανηγύρι γνήσιο, και απλό, όπως το έκαναν τόσες και τόσες γενιές. Μια μεγάλη γιορτή της καρδιάς. Η ετοιμασία άρχιζε πριν μέρες, υι νοικοκυρές καθάριζαν κι ασβέστωναν τα πεζούλια, τους τοίχους, τους δρόμους κι έκαναν τα απαραίτητα ψώνια. Την παραμονή οι καφετζήδες φέρνανε από τα γύρω χωριά με τα ζώα καρέκλες και τραπέζια και παραλάμβαναν τις παραγγελίες τους. Το βραδάκι στο ηλιοβασίλεμμα, το χωριό είχε γεμίσει μουσαφιρέους και τριγύρω του, φίσκα από ζώα ξένης προέλευσης, δεμένα στις καλαμιές. Μεγάλο πρόβλημα η ταχτοποίηση των ζωντανών. Το χωριό έλαμπε ολόκληρο κι όλα τα σπίτια του πανέτοιμα για το μεγάλο πανηγύρι. Οι δρόμοι όλοι καθαρισμένοι και μύριζε παντού ασβέστης, οι αυλές των σπιτιών σκουπισμένες, οι βρύσες του χωριού γεμάτες, να προλάβουν όλοι να γεμίσουν. Στην κεντρική βρύση, που ήταν ιιεγάλη, γινόταν ένας χαμός. Όλοι οι δρόμοι γύρω της γεμάτοι * πραματευτάδες με απλωμένη την πραμάτεια τους κι αμέτρητοι ξένοι, να πηγαινοέρχονται και να δροσίζονται στα νερά της τα μουρμούρικα. Οι δεξαμενές της, ήταν γεμάτες λεμονάδες να κρυώνουν. Οι δρόμοι μπροστά στα καφενεία βρεγμένοι να κάτσει η σκόνη και οι σκιερές μουριές τους δεμένες όλες με καλώδια, που κατέληγαν στα μεγάφωνα. Στην άκρη ο πάγκος της ορχήστρας.
Έπαιζαν τα όργανα, δύο μέρες και τρεις βραδιές. Κόσμος πάρα πολύς, που γέμιζε το κέντρο του χωριού. Φασαρία από τα όργανα, που παράβγαιναν, πια ορχήστρα θα παίξει πιο καλά, να προσελκύσει τον κόσμο και δυνάμωνε τα μεγάφωνα, σερβιτόροι
ιδρωμένοι να κουβαλάνε τις πλούσιες παραγγελίες τα τραπέζια και τα καθίσματα ασφυκτικά γεμάτα:
Και τατρία καφενεία έφερναν όργανα, με καλούς οργανοπαίχτες και τραγουδιστές. Κάθε χρόνο, ερχόταν στου Γκαβέλη μια τραγουδίστρια η Γεωργία. Ήταν βλάχα στην καταγωγή της κι είχε ένα φοβερό ταλέντο στα επιτραπέζια τραγούδια. Με είχε καταγοητευσει.
(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΑΘ.ΘΕΟΧΑΡΟΠΟΥΛΟΥ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ)
ΠΗΓΗ: http://e-tithorea.gr
To πρωί λειτουργούσε στην Αγία Σωτήρα. Φεύγανε οι παρέες ανατολικά, και ήταν όλοι λαμπροφορεμένοι. Φαινόντουσαν στο Γκαλντερίμι τα πολύχρωμα φουστάνια. Ηταν Iτότε ένα ύφασμα το σαντούκ. Είχε μπούκλες στο υφάδι κι ύστερα βγήκε ο ταφτάς.
Αυτό ήταν λουλουδάτο με φόντο σε διάφορα χρώματριλουσάτο και το χαράκτηρισκό του ήταν ότι έπεφτε πολύ. Ράβανε τα φουστάνια οι κοπέλες στις μοδίστρες, τα κάνανε πάνω εφαρμοστά και κάτω πλούσια ανοικτά με πολλά λούκια. Κι όπως έπεφτε πολύ το ύφασμα, στόλιζε το γυναικείο κορμί. Φτάνανε στη βρύση της Μπαλατσιώτης, κι από εκεί ανεβαίνανε τον ανηφορικό δρομάκο, ένας ένας μέχρι την βρυσούλα της Αγίας Σωτήρας και λίγο ακόμα στην εκκλησία.Ένα πανηγύρι γνήσιο, και απλό, όπως το έκαναν τόσες και τόσες γενιές. Μια μεγάλη γιορτή της καρδιάς. Η ετοιμασία άρχιζε πριν μέρες, υι νοικοκυρές καθάριζαν κι ασβέστωναν τα πεζούλια, τους τοίχους, τους δρόμους κι έκαναν τα απαραίτητα ψώνια. Την παραμονή οι καφετζήδες φέρνανε από τα γύρω χωριά με τα ζώα καρέκλες και τραπέζια και παραλάμβαναν τις παραγγελίες τους. Το βραδάκι στο ηλιοβασίλεμμα, το χωριό είχε γεμίσει μουσαφιρέους και τριγύρω του, φίσκα από ζώα ξένης προέλευσης, δεμένα στις καλαμιές. Μεγάλο πρόβλημα η ταχτοποίηση των ζωντανών. Το χωριό έλαμπε ολόκληρο κι όλα τα σπίτια του πανέτοιμα για το μεγάλο πανηγύρι. Οι δρόμοι όλοι καθαρισμένοι και μύριζε παντού ασβέστης, οι αυλές των σπιτιών σκουπισμένες, οι βρύσες του χωριού γεμάτες, να προλάβουν όλοι να γεμίσουν. Στην κεντρική βρύση, που ήταν ιιεγάλη, γινόταν ένας χαμός. Όλοι οι δρόμοι γύρω της γεμάτοι * πραματευτάδες με απλωμένη την πραμάτεια τους κι αμέτρητοι ξένοι, να πηγαινοέρχονται και να δροσίζονται στα νερά της τα μουρμούρικα. Οι δεξαμενές της, ήταν γεμάτες λεμονάδες να κρυώνουν. Οι δρόμοι μπροστά στα καφενεία βρεγμένοι να κάτσει η σκόνη και οι σκιερές μουριές τους δεμένες όλες με καλώδια, που κατέληγαν στα μεγάφωνα. Στην άκρη ο πάγκος της ορχήστρας.
Έπαιζαν τα όργανα, δύο μέρες και τρεις βραδιές. Κόσμος πάρα πολύς, που γέμιζε το κέντρο του χωριού. Φασαρία από τα όργανα, που παράβγαιναν, πια ορχήστρα θα παίξει πιο καλά, να προσελκύσει τον κόσμο και δυνάμωνε τα μεγάφωνα, σερβιτόροι
ιδρωμένοι να κουβαλάνε τις πλούσιες παραγγελίες τα τραπέζια και τα καθίσματα ασφυκτικά γεμάτα:
Και τατρία καφενεία έφερναν όργανα, με καλούς οργανοπαίχτες και τραγουδιστές. Κάθε χρόνο, ερχόταν στου Γκαβέλη μια τραγουδίστρια η Γεωργία. Ήταν βλάχα στην καταγωγή της κι είχε ένα φοβερό ταλέντο στα επιτραπέζια τραγούδια. Με είχε καταγοητευσει.
(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΑΘ.ΘΕΟΧΑΡΟΠΟΥΛΟΥ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ)
ΠΗΓΗ: http://e-tithorea.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.