Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

.... Σήμερα Πέμπτη 31 Οκτωβρίου, ...

Παρασκευή 7 Αυγούστου 2020

Η ΒΓΕΝΙΑ - Γράφει ο Μήτσος Αδρύμης


Ύστερα από τόσα χρόνια, ψάχνοντας τώρα να θυμηθώ την απαρχή της Ιστορίας μέσα στα περασμένα, αχνά - αχνά θυμάμαι πώς τέλειωνα το Δημοτικό Σχολειό.
Δεκαετία τού ‘ 60.....
¨Ημουνα δεν ήμουνα 12 χρονών. Αμούστακο παιδαρέλι πού σέ λίγο θα γιόμιζαν τα μαγουλά μου χνούδι, γεμάτος ζωή και ξενοιασιά, η χαρά μου ήταν απερίγραπτη πού τέλειωνα το μικρό Σχολειό και θα πήγαινα στο Γυμνάσιο τού Δαδιού. Γινόμουνα άντρας ποιά. Έκλεινε το Σχολειό, πετάγαμε τίς τσάντες πού ήταν γεμάτες Αόριστους, μετοχές και Απαρέμφατα και απολαμβάναμε απόλυτη ξενοιασιά. Ντάλα καταμεσήμερο, όταν έσκαγαν τα τζιτζίκια από τη ζέστη, αφήναμε τα λάστιχα και το τρεχαλητό στις συκιές για ζούκια και αετομάχια και’ι καταιδρωμένοι σμίγαμε στο ξωκλήσι στον Αϊ Κωσταντίνο να κάνουμε απολογισμό τού κυνηγιού. Ήταν η μοναδική διασκέδαση τούς μήνες τού καλοκαιριού. Το κυνήγι με τα λάστιχα και το μπάνιο στο ποτάμι. Η παρέα μετά τον απολογισμό και αφού ξεδιψάγαμε εκεί στη βρύση τού Δρίβα πέρναμε το δρόμο για το ποτάμι……..μιας και η θάλασσα έπεφτε λίγο μακρυά. Σμίγαμε συνήθως και με άλλες παρέες στη ``Δέση`` στον ΄΄Πλατανάκι`` και εκεί παραβγαίναμε στο κολύμπι και στις βουτιές. Το ποτάμι ήταν τότε πεντακάθαρο, είχε αρκετό νερό και ο κόσμος έπινε από αυτό. Δεν είχε μολυνθεί ακόμα από τα RAUNDAP και τα Λιπάσματα. Εκεί σε ένα κλωθογύρισμα, πού το νερό ήταν αρκετά βαθύ, για μάς ήταν παράδεισος.
Κάτω απ’ τα αιωνόβια πλατάνια ανάμεσα στις ιτιές, τίς τσουκνίδες και τα φροξυλάνθια μάθαμε το πρώτο μας μπάνιο.

Χτυπούσαμε δυνατά τα πόδια μας προσπαθώντας να σταθούμε στην επιφάνεια τού νερού και ύστερα όλοι μαζί πηδούσαμε από τον όχτο ξεβράκωτοι χωρίς να νοιαστούμε τίποτα. Ανεβαίναμε στα χοντρά κλωνάρια τού πλατανιού πού ήταν πλάϊ στο ποτάμι και πηδούσαμε από αρκετό ύψος στο βούθουλα, σκάζοντας στο νερό με δύναμη. Είχαμε κριτές τούς μεγαλύτερους πού μάς βαθμολογούσαν και μάς διάταζαν.
Θυμάμαι μια μέρα το βραβείο πήρε ο Καραχαλόγιαννος γιατί έκανε κεφαλάτη βουτιά, όταν όμως βγήκε στην επιφάνεια τού νερού ανάμεσα στα σκέλια του ήταν μια νεροφίδα και έβαλε τίς σκούζες. Ορέ ξάδερφε και ‘γώ νόμ’σα οτ’ ήταν η μαλαπέρδασ’ φώναξε ο κογιόνος ο Ντρίβας.
 Σιγά - σιγά τ’απόσκια έπεφταν και μείς ξεθεωμένοι και θεονήστικοι παίρναμε το δρόμο για το χωριό. Οι γονείς μας έλειπαν και αυτοί από το σπίτι γιατί σκάλιζαν βαμπάκια, η θέριζαν, η θα λιοράβδιζαν τη φακή και τα ρεβύθια. Πού να νοιαστούν οι κακόμοιροι για μάς. Και να καμιά φορά μας ζόριζαν να πάμε να τούς βοηθήσουμε, εμείς βρίσκαμε πρόφαση το διάβασμα και ξεφεύγαμε. Βαρειά η καλογερική.
Προσπαθούσαμε να πηγαίνουμε πάντα νωρίτερα από αυτούς στο σπίτι το απόγιομα και έτσι ήταν όλα καλά καμωμένα. Στο δρόμο τής επιστροφής δεξιά και αριστερά οι Σουβαλιώτες είχανε σπείρει βαμπάκιτα στολισμένα με ντάλιες και μαντζουράνες πού σε έπερνε η χαρά.
 Στη `` Λιαγκορίτσα `` σε ένα τέτοιο βαμπάκι σκάλιζε η Βγενιά και δίπλα στο δρόμο ήταν σταματημένο ένα αυτοκίνητο με δύο νεαρούς και μια κοπέλα πού κρατούσε μικρόφωνο στο χέρι και τη ρώταγε.
(ήταν η εποχή πού έκαναν ανασκαφές στο χωριό, είχε βρεθεί αρχαίος ναός τού Έρωχου, και είχαν έρθει δημοσιογράφοι στο χωριό.) Η Βγενιά ακουμπισμένη στο τσαπί πού σκάλιζε, με ανασκουμπωνένη τη βαμπακέλα, πλήμπα στον ιδρώτα, απαντούσε στην αρχή διστακτικά αλλά σε λίγο πήρε κεφάλι.
Μαρή τι να σ’πω ? Τι να κ’βεντιάσουμι? Τώρα μας θ’μυθήκατε?
Αει παιδάκι μ’ άσεμε στ’ σκασίλα μ’..
Και τα έλεγε έτσι με στόμφο, νευριασμένα, και καθώς ήταν ιδρωμένη είχε μια καλοπροαίρετη δόση ειρωνείας πού σε αφόπλιζε.
Σταματήσαμε και μείς τα παιδαρέλια, ``Ζαροβέτ’λα`` κατά τη Βγενιά θαυμάζοντας το ντεκολτέ της κοπελιάς πού μοσκοβόλαγε άρωμα. 
Και η Βγενιά χείμαρρος. 
Τι με ρωτάς μαθές πώς πάει η σοδειά? Δε βλέπ’ς το βαμπάκι πού είναι μ ‘σόξερο? Δε γιατρεύεται με τίποτα, κάτ’ αρρώστια το βοσκάει. 
Πάει χαθήκαμε. Άσε πού ‘τοιμάζω και το γάμο τ’ς κόρης μ’ . Έξοδα, δραμούλες, κούραση. Δ’λειά είναι αυτή? Δε λέω, όλες οι δ’λειές είναι δύσκολες αλλά αυτή η γεωργότεχνη η ρημάδα σε θέλει όλη μέρα μέσα στον ήλιο και στο κρύο. Φ’σάει, βρέχ’ δεν υποφέρεται γυρίζουμε σπίτ’ λυώμα.
Πολλά βράδυα πέφτω να ξαποστάσω και με πονάνε τα κόκκαλα μ’. Άμα δε βοηθήσ’ τον άντρα σ’ δε βγαίνεις πέρα. Κάμποσες φορές δεν έχω όρεξη για τίποτα, άντε να πλύνεις τα σκουτιά από τις λάσπες, κι αυτή η κοκκινόγια δε βγαίνει με τίποτα. ΄ Έχω και το μαγείρεμα βλέπ’ς. Δε λέω υπάρχ’νε μέρες πού λιγόστευ’ η δ’λειά και ξεκουράζομαι. Άμα πάει καλά η σοδειά στο βαμπάκι ‘φχαριστιέμαι δε ξέρ ‘ς πόσο! Αλλά εμείς βλέπ’ ς δεν έχουμε μοναχά τον καιρό πού μας τα χαλάει. Έχουμε και τούς εμπόρους πού συνογιόνται και κατεβάζ’νε την τιμή και μάς τα παίρν’νε τζάμπα. Εγώ όμως τ’ αγόρασα ακριβά τα σεντόνια τής κόρης μ’ για το γάμο. ΄Ας τα παιδάκι μ’ μη ρωτάς, είναι δύσκολα. ΄Ετσι καμπόσες φορές μού ‘ρχεται μια πιγκωμάρα. Βλέπεις τι ώρα είναι και είμαι ακόμα στο χωράφ’ έχω απ’ το άγριο ξημέρωμα να σκαλίζω βλήτα και πικραλίδες και κοντευ’ να νυχτώσ’. Πότε θα ξαποστάσω? Τα χαράματα πρέπει να ξεκινήσω θέρο. Έχω δανεικαριά. 
Εκεί να σ’έχω να δεις πόσα απίδια πιάν’ ο σάκος. Ντάλλα καταμεσήμερο να φοράς μαλλιν’ σαρκοφάνελλα να ιδρώνεις και να ξειδρώνεις. 
Τα μανίκια μέχρι κατ’ στα δάχτ’λα τ’ χεριού και για γάντια τσουράπια να μη σε τρυπάνε τα τριβόλια και η μουχρίτσα. Να ανάβ’ το κεφάλι σ’ με τ’ βαμπακέλα και να μη μπορεί το κεφάλι σ’ να πάρ ‘ αέρα, γιατί θα σε καντ’λιάσ’ ο ήλιος. Να σ’έχω από μια μεριά να γευτείς το βούξ’μο απ’ τα δρεπάνια, τα χερόβολα, τα λιμάρια, και οι άντρες να δένε τα δεμάτια με σίκαλη και βούρλα. Πόλεμος σ’λέω. Κι από φαΐ, άστα.Ελιές, κρεμμύδ’ κανένα καστραβέτσ’ και το ξεροκόματο να το καταβρέχουμε στ’αυλάκι. ¨Υστερα τα δεμάτια πρέπ’ να τα κ’βαλήσουμε στ’αλώνι και να περιμένουμε πότε θα ευκαιρέσ’ ο βαλμάς να ‘ρθει για αλώνισμα. Αμ’ και αυτός ο μχός και τ’ αγάνι? μια βδομάδα στο κορμί μ’ να γίνεται ένα με τον ιδρώτα και να παλαβών’ς απ’ τ’ φαγούρα. Και πότε θα φ’σήξ’, να λυχνίσουμε. Να πετάνε οι άντρες με τα β’ κούλια το γιόμορο στον αέρα να πάρ’ ο αέρας το μχό για να μείνει στ’αλώνι το λιώμα. ΄Υστερα να το μαζώξω με το σάρωμα και με τ’ ς γκαζοντενεκέδες να το κ’βαλήσω στο κατώι. Ξέρετε ……την διέκοψε διστακτικά η Δημοσιογράφος. Αλλά η Βγενιά χείμαρρος την πρόλαβε. Ρωτάς ….αν ξέρω? Μ’φαίνεται πώς με ζ’λέυς για το μαύρισμα πού ‘χω κάνει. Και τώρα π’λές θα πάω σπίτ’ , άμα έχει φκιάσει η πεθεράμ’ φαΐ θα φάμε, αλλιώς θα φάμε μερεμέτια. Βλεπ’ς κι αυτή η φουκαριάρα όλη μέρα με τα μανάρια. 
Να πήξει μετά το γιαούρτι, να σαρώσει, εψές την πόναγε και αυτή η μέση τ’ ς. 
Ύστερα άμα μού μένει και καμιά μέρα να ξαποστάσω, πρέπει να κόψω το μούστο, να φκιάσω σαπούνι, μυζήθρες, τυρί, να πλύνω και να διατάξω τα παιδιά. ΄Ότι κάνει μια γυναίκα δηλαδή. Αλλά αυτά τα ζαλίμια δεν ακούνε. Δε μπορώ να τούς δώσω αυτά πού πήρα, δεν καταλάβαινε φαίνεται.
Εγώ παιδάκι μ’ είμαι καταδικασμέν’ το πρωί να είμαι άντρας, το μεσημέρι νοικοκυρά, το απόγευμα μάννα, και το βράδυ γυναίκα. Για μένα αλλάζ’ νε οι ρόλοι πολύ γρήγορα. Εγώ δε μπορώ να πάω στο χωράφ’ αλλαμένη. θέλω και γ σαν άνθρωπος να έχω ένα καλό ρούχο, γιατί πρέπ’ να πάω και γω την Κυριακή στην εκκλησιά. Έχω και το γιό μ’ πάει σχολειό και είναι καλός μαθητής, μ’ παρήγγειλε ο Δάσκαλος ότι πρέπ’ να σπουδάσ, ξέρω και γώ η καψερή τι να κάμω? Καλά είναι? Είμαι όμως υποχρεωμένη να τον σπουδάσω, μπας και αυτός ξεφύγ’ απ’ τ’ν αυλακιά. Έχω και δυο κορίτσια. Αυτά θέλ’νε να φύγ’νε απ’ το χωριό. 
Βλέπ’νε εμένα και τ’ς καλωσύνες μ’ κι παραδειγματίζουντε. 
Θα μού πεις εσύ μετάνοιωσες πού έμεινες στο χωριό?
Δεν ξέρω τι να σ’πω γιατί δεν ξέρω πού θα ‘ημ’να. Μπορεί καλύτερα, μπορεί χειρότερα. Αλλά έχω ένα παράπονο. Εμείς δεν θα ξαποστάσουμε ποτέ? 
Για μάς μαρή δεν περισεύει κανένα βραβείο Αυτήνη η Ακαδημία π’λένε όλα τα βραβεία τα δίν’ στην Ακρόπολ’…και σε μάς τίποτα? ιατί μαθές δε δίνει και ένα βραβείο και σε μάς πού βγάζουμε το λάδι, το καλαμπόκι, το στάρι, το τυρί, τα μήλα, τα κεράσια, τις πατάτες και τούς ταϊζουμε? ΄Άμα σταματήσουμε εμείς να δω μαρή τι θα φάνε? τ’ν Ακρόπολη?  
Ξέρεις ότι υπάρχουνε κορίτσια εδώ στο χωριό σα ν τα κρύα νερά, πού αναγκάζονται να πάνε να μαζεύ’νε βαμπάκια στα καμποχώρια, από νύχτα σε νύχτα? 
Πολλές απ’ αυτές παντρευτήκανε για να χορτάσ’νε ψωμί κάτ’ χλεμπονιάρ’δες κι υποφέρν’νε ? χορτάσανε δ’λειά. Άργασε το τομάρι τ’ς. Γιαυτό σ’λέω και γώ δε ξέρω πού θα ήμουνα. Να μ’έβλεπες εμένα στα νειάτα μ’ ήμ’να γραμμένη μη κοιτάς τώρα πώς κατάντ’σα.
Όμως είμαι αυτή πού είμαι, και δε χρειάζομαι κανέναν να γράψ ‘ για τη ζωή μ’ ούτε να με γυρίσ’νε ταινία σαν τ’ ν Βουγιουκλάκη Εγώ τα μπούτια μ’ έξω δεν τα βγάζω. Είμαι αγρότ’σα με Α κεφαλαίο. Γεννήθ’κα, μεγάλωσα, παντρεύτ’κα στο χωριό και στο χωριό θα πεθάνω. ΄Έχω τρία παιδιά, δεν έμαθα γράμματα, μόνο λίγες τάξεις στο Δημοτικό πήγα. 
Τι να τα ‘κανα τα γράμματα? 
Τα χωράφια θέλ’νε γράμματα?
Το σκαλ΄στήρ’, ο κασμάς και το χαράκι?
Εσύ ξέρ’ς τι είναι το χαράκι?
Εσύ όμως ξέρ’ς τι είναι διακοπές.
Εγώ δεν έχω πάει ποτέ.
΄Ακ’σα ότι υπάρχ’νε κάτ’ ξέρες μέσ’ στ’ θάλασσα π’ τα λένε νησιά και δεν έχ’νε ούτε ένα κλαράκι να ισκιώσ’ το κεφάλι σ’, άνυδρα κι μαζεύουντε κόσμος, γυναίκες και άντρες μαζί και κάνε μπάνιο ξεβράκωτ’. Γιαυτό θα μάς χάσ’ ο θεός. Εσύ βλέπω φοράς καλό μπλουζάκ’, θα είναι και ακριβό εμένα με ερωτάς άμα μπορώ να τ’αγοράσω? Εγώ ξέρω να ζυμώνω, να φτιάχνω πίτες, να φουρνίζω, να μπαλώνω τα σκουτιά μας, να φ’τεύω ντομάτες, πιπέρια, κολοκ’θιές και να φτιάχνω πελτέ. Εσύ όμως τα βρίσκεις έτοιμα, και ξέρς τ’ς ηθοποιούς και τ’ς καλλιτέχνες. Αμ’ εγώ παιδάκι μ’ δεν είμαι καλλιτέχ’νς.
Άμα ‘ρθείς στο σπίτι μ’ και δεις τ’ς ορτανσίες, τ’ς ντάλιες, τ’ς γαρουφαλιές, τ’ς ματσουράνες και τα μανουσάκια πού ‘χω, άμα φουρνίσω βιταλιά θα μοσκομυρίσ’ ούλη η γειτονιά, κι σ’φκιάσω με τα χεράκια μ’ ντοματοσαλάτα με ρίγανη απ’ τον αποδαύλακο, να σ’φκιάσω ζαπλαρίκο στο νταβά, τότε θα δεις ποιος είναι καλλιτέχν’ς.
Ακούς να σ’πώ τι έπαθα. Προψές ήρθε η Ανθή τ’ Πευκοκλωναρ’ πού είχε πάει να δει το κορίτσι τ’ς και κάθ’σε εκεί δέκα μέρες να τ’ βοηθήσ’μέχρι να γεννήσ’. Έρχεται π’λές και τι μ’λέει?
Μαρή Βγενιά εμείς ζούμε σαν τα ζά, πίσω απ’ το κόσμο. Μαρή οι γ’ναίκες στην Αθήνα φοράνε μάσκες το βράδ’ πού κ’μούνται για ν’άχνε καλή ‘πιδερμιδα. Με διάταξε π’λές η Ανθή και κόβω και γώ ένα ξ’ λάγγουρο σε ροδέλες και απάν ‘ πού έπεσα για ύπνο έβαλα τ’ς φέτες στα μάγ’λαμ’ και στα μάτια μ’ και κάθ ‘σα ακούνητ’. Έλα όμως πού ημ’να αποσταμέν’ και αποκ’μήθκα. Το πρωί π’ξύπνησα ηύρα τ’ς ροδέλες στο μαξιλάρι μ’. Μαρή τι έπαθα!!  πάει η μάσκα. Τ’ς μάζωξα και τ’ς πήγα στ’ς κότες.
Σήμερα μάζωξα εφτά αυγά, το βράδ’ θα φτιάξω στραπατσάδα, έχω και βιταλιά να γλύφ’ς τa δάχτ’λας. Ταχιά θα φτιάξω πουρδιάρες γιαχνιστές μι καούρκο πιπέρ. ΄΄Να τρώει η μάννα κι τ’ παιδιού να μη δίν΄΄.
Θα πάρω και δυο ψαράκια απ’ το Μαντά για να πιώ δυο βολές κρασί να ξαποστάσ’ το κόκκαλο μ’. Μαρή εμείς πολλά γεννήματα μπορεί να μη βάζουμε στ’ αμπάρ’ αλλά κρασί θα βάλουμε μπόλ’κο. Αυτό μας ξαποσταίν’ το βλοημένο.
Αλλά μήπως κι αυτό δεν έχ’ τ’ν παιδεψίλα τ’ ?
Τον άλλο μήνα τον τρυγητή πρέπ’ να βγάλουμε τα βαένια στ’ς βρύσες τ’ς γειτονιάς, να τα γεμίσουμε νερό να ρουπώσ’νε, να τα τρίψουμε με θ’μάρ’ και ακατάσβεγο ασβέστ’, να τα καπνίσουμε με λ’βάν’. 
Να ζεματίσουμε τ’ν τραπεζονιά και τη σταφλόκαδ’.
Να πάμε στ’αμπέλ’ να τρυγήσουμε με τα χεροκόφ’να και ύστερα τ’αδιάζουμε στ’ βελέντζα, από κει με γαλίκια τα φορτώνομαι στα ζά και τα πααίνουμε σπίτ’.
Και όλες αυτές οι δ’λειές δανεικαριά. Εκεί να τα πατήσουμε στα πατ’τήρια να πέσ’ ο μούστος στ’ σταφλόκαδ’ και από κει με τ’ς κ’βάδες να τον ρίξουμε στ’ τραπεζονιά. Εκεί πρέπ’ να μείν’ τρείς μέρες. 
Ύστερα θ’αρμέξουμε το μούστο απ’ τ’ν καρνέλα και θα γεμίσουμε τα βαένια. Αυτή τ’ν δ’λεια τ’ν κάνε οι άντρες , εμείς οι γ’ναiκες θα κόψουμε το μούστο με θολόσταχτ’, θα φτιάξουμε μουστόπ’τα και πετιμέζ’. Ύστερα θέλ’ σαράντα μέρες ξεσκέπαστα τα βαένια να βράσ’ ο μούστος και να τα κλείσουμε με λυωμένο ρετσίν’. Τα τσίπουρα από τ’ν τραπεζονιά θα τα στίψουμε και θα γεμίσουμε το στιψιάτ’κο βαένι. Αυτό θα το πιούμε πρώτο γιατί δεν έχ’ βαθμούς. Αυτά και άλλα έλεγε η Βγενιά, και μείς ακούγαμε και δεν χορταίναμε.
Από τότε πέρασαν τόσα και άλλα τόσα χρόνια.
Τα χωραφάκια με τα βαμπάκια και τίς ντάλιες, τα κριθάρια και τα στάρια πού τα θερίζαμε με το δρεπάνι, έμειναν χέρσα. Τα αμπέλια ξεριζώθηκαν και πουλήθηκαν για να γίνουν βίλες και σουίτες πεντάστερες. Έτσι έγινε και χρειάστηκε να σπουδάσει το παιδί της Βγενιάς για να γίνει ……΄ανεργος. Πήρε όμως προαγωγή σε λουστρινάτο γκαρσόνι πολυτελείας.΄Έτσι έγινε….. και οι χορευταριές άδειασαν και τα κλαρίνα σώπασαν. Ρήμαξαν όλα! Πού ‘σε Βγενιά να δεις πού όλοι δεν ξέρουν τι κάνουν αλλά έχουν άποψη. Οι πιο πολλοί τσακίζονται να μη χάσουν τη χουρέμ, την ελίφ, τίς μέλισσες, τα γυμνά, τις αθηροστομίες και τις παλαβομάρες.
Το βασιλιά πού πέθανε, τον ασπρόμαυρο, πού της μαγείρεψε μια φορά μακαρόνια με κιμά και μάς το λέει μια ζωή. Τώρα πού οι γυναίκες κουράζονται γιατί βάζουν δυο πλυντήρια την ημέρα, και παραγγέλνουν ντελίβερυ καφέ.
Τώρα πού ο άλλος την παρακάλαγε να μείνει ……έγκυος γιατί ήταν …φερέγγυος.
Όλα  ΙΣΟΜΑ .
Βρέ τον Τσαούση πού τραγούδαγε την Ιτιά στο πανηγύρι της Παναγίας  και αντικούφαγαν τα φαράγγια και οι ρεματιές στον Παρνασσό τον ξέρετε ?
Βρέ τον Θανασάρα πού τραγούδαγε τ’ Αηλιός, το Σελήμπεη και αναστέναζε το Μελιόρεμμα τον ξέρετε? Βρέ το `` Τζιβαρομήτσο `` πού έπαιζε στο κλαρίνο με περίσσια χάρη το`` Λιβανατέϊκο `` και το `` κοφτό στα τρία `` τον ξέρετε?
Τίς Ελληνίδες μαννάδες - αγρότισσες πού ξεροστάλιαζαν απ’ το πρωί ως το βράδυ στην αυλακιά και στον όργο τίς ξέρετε?
Αυτές τις βασανισμένες γυναίκες πού έζησαν στη μιζέρια, πού βλαστήμησαν για την τύχη και τα βαμβάκια τους. Αυτές πού τραγούδησαν τη μαύρη φτώχεια, την ορφάνεια και το μισεμό τίς ξέρετε?
 Αν δεν τίς ξέρετε Φίλοι μου πρέπει να τις μάθετε !!!!!
 Για να ξέρουμε πού πάμε !!
Και να ζητήσουμε όλοι μας ένα μεγάλο ………
ΣΥΓΝΩΜΗ…….. πού δεν προλάβαμε να τις ΞΕΚΟΥΡΑΣΟΥΜΕ………. 
Τυραγνισμένες, αγαπημένες ψυχούλες μου !!!!!!

Μήτσος Αδρύμης

1 σχόλιο:

  1. Μήτσιο καταπληκτικό αφήγημα,μια μεστή περίληψη της ζωής του βίου και της πολιτείας του αγροτικού κόσμου.Πλήρης κάλυψη όσων συμβαίνουν,στην "μαχόμενη" αγροτιά.{Μάλλον θα έλεγα συνέβαιναν,γιατί τώρα ισχύει το "έρμα μαντριά γιομάτα λύκους"}.-

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Τα σχόλια θα πρέπει να είναι επώνυμα