Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

.... Σήμερα, Κυριακή 22 Δεκεμβρίου, ....

Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2024

Ο Χαμός των Τριάντα Τριών Παλικαριών στην Αγία Τριάδα τον Γενάρη του 1944.

(του Δημήτρη Μπούρκα από το περιοδικό Εθνική Αντίσταση- ΕΑ 8 (1965)
Ήταν αρχές του Γενάρη 1944 και βρισκόμασταν στο Λιδωρίκι όταν ο λόχος μας (1ος Λόχος του Ανεξάρτητου Τάγματος Παρνασσίδας) .....πήρε διαταγή από το τάγμα μας να σπεύσει σε ενίσχυση του ΙΙ/36 Τάγματος που κατείχε μ’ έναν λόχο του τον τομέα Δύο Βουνά - Καλοσκοπή (Κουκουβίστα) – 51 χιλιόμετρο. Είχαμε μείνει μόνο 40 περίπου άνδρες, γιατί ο διοικητής του τάγματος Νικηφόρος – Μ. Δημητρίου είχε πάρει τη μεγαλύτερη δύναμη του λόχου μας και είχε κατευθυνθεί προς τον κάμπο του Δαδιού για κάποια επιχείρηση που σχεδίαζε. Οι Γερμανοφασίστες είχαν συγκεντρώσει ισχυρές δυνάμεις στα χωριά Καστέλια, Γραβιά, Αποστολιά και Σκλήθρο και απ’ εκεί εξόρμησαν προς τα πάνω. Ο λόχος του ΙΙ/36 Τάγματος ήταν απολύτως αδύνατο να κρατήσει την επίθεση τόσου όγκου εχθρικών δυνάμεων με τις λιγοστές δυνάμεις του και γι’ αυτό είχε ζητήσει βοήθεια απ’ το δικό μας τάγμα.
Όταν το τμήμα μας, από 40 άνδρες μ’ επικεφαλής τη διοίκηση του λόχου μας: στρατιωτικό το Χαράλαμπο Μώκο – Καλλία, πολιτικό το Γιάννη Μαλούχο – Δήμο και καπετάνιο τον Παναγιώτη Τζιβάρα –, έπειτα από μία συντομότατη πορεία μες στα χιόνια, έφτασε στην περιοχή που κατείχε ο λόχος του ΙΙ/36, οι Γερμανοί είχαν αρχίσει από πολλή ώρα την επίθεσή τους και οι προφυλακές των ανταρτών, έπειτα από σύντομες συγκρούσεις, είχαν συμπτυχθεί σε νέες θέσεις, προς τα ανατολικά υψώματα και αντερείσματα του Μαυρολιθαρίου. Οι Γερμανοί είχαν μπει στο χωριό Καλοσκοπή (Κουκουβίστα). Συναντήσαμε τη διοίκηση του ΙΙ/36 τάγματος και το τμήμα μας τέθηκε στη διάθεσή της και πήρε διαταγές. Περάσαμε τη νύχτα μας στο χωριό Πυρά (Γκούρα). Θα κατευθυνόμασταν το πρωί στην τοποθεσία «Βρίζες» για να συναντηθούμε με τη διοίκηση του ΙΙ/36 Τάγματος και να ενεργήσουμε σύμφωνα με τις διαταγές της.

Πραγματικά, το πρωί πήγαμε στις «Βρίζες» και περιμέναμε. Από το ΙΙ/36 Τάγμα δεν ήταν εκεί κανείς. Σε λίγο ήρθαν κάτι πολίτες και μας δώσαν την πληροφορία πώς οι Γερμανοί είναι έτοιμοι να φύγουν από την Καλοσκοπή. Είδαμε και μεις οι ίδιοι κινήσεις που έδειχναν ότι οι χιτλερικοί ετοιμάζονταν και άρχισαν ήδη να φεύγουν με τα μεταγωγικά τους έξω από το χωριό. Στο μεταξύ χιόνιζε συνέχεια. Ο λοχαγός μας Καλλίας, χωρίς να περιμένει τη διοίκηση του ΙΙ/36, διέταξε τότε να κινηθούμε αμέσως τρέχοντας να πιάσουμε την θέση «Αγία Τριάδα», ένα ανοιχτό μέρος με μικρούς λοφίσκους, κατάλληλο για ενέδρα, και να χτυπήσουμε τους Γερμανούς. Ξεκινήσαμε τροχάδην.
Μπροστά, σε αρκετή απόσταση, βάδιζαν οι τρεις ανιχνευτές που είχε βγάλει ο διοικητής. Αυτοί μόλις έφτασαν κοντά στην «Αγία Τριάδα» φώναξαν στον λοχαγό ότι υπάρχουν εκεί πατησιές. Ο Καλλίας ρώτησε αν είναι φρέσκιες. Εκείνοι, χωρίς να πάρουν υπ’ όψιν τους ότι χιόνιζε συνέχεια και το χιόνι σκέπαζε τα πατήματα, απάντησαν όχι, ενώ οι πατημασιές ήταν φρέσκιες. Κι ο Καλλίας, αλλά κι όλοι εμείς οι άλλοι, δεν το σκεφτήκαμε. Μόλις τον διαβεβαίωσαν πως οι πατησιές δεν ήταν φρέσκιες, ο Καλλίας διέταξε να προχωρήσουμε γρήγορα. Οι ανιχνευτές πέρασαν και προχώρησαν πέρα από το ξωκλήσι. Εμείς, που ακολουθούσαμε γρήγορα, θα είχαμε φτάσει στα 10 – 15 μέτρα, όταν από τα ανατολικά μας δεχτήκαμε καταιγιστικά πυρά. Είχαμε πέσει σε ενέδρα των Γερμανοφασιστών, που, ενεργώντας σωστά, άφησαν τους ανιχνευτές και πέρασαν για να μας ξεγελάσουν. Με τις πρώτες παρατεταμένες ριπές των Γερμανών οι περισσότεροι από το τμήμα μας έπεσαν νεκροί και τραυματισμένοι. Όσοι μείναμε άθικτοι από τα πυρά πηδήσαμε σε ένα νεροφάγωμα κι αρχίσαμε να βάζουμε κι εμείς. Δεν προλάβαμε καλά-καλά να ρίξουμε τους πρώτους πυροβολισμούς και δεχτήκαμε και από τα νώτα πυρά. Μας είχαν βάλει στη μέση. Μέσα στην κοσμοχαλασιά, άκουσα τη φωνή του πολιτικού μας, του Δήμου, που ήταν ξαπλωμένος δίπλα μου μαζί με τον Γκούρα.

– Όποιος μπορέσει μ’ οποιοδήποτε τρόπο ας φύγει. Φύγε, μου λέει, εσύ, και μεις οι δυο θα σε καλύψουμε με τα πυρά μας. Ο Γκούρας, όμως, δεν συμφωνεί.

– Εσύ, Δήμο, να βγεις από τον κλοιό και θα σε καλύψουμε μεις. Δεν πρόλαβε ο Δήμος να κάνει το δεύτερο άλμα και έπεφτε χτυπημένος στο χιόνι. Ο Γκούρας έβαλε με το στεν του μια-δυο ριπές και ορμήσαμε και οι δυο μας τροχάδην να ξεφύγουμε από τον θανατερό κλοιό. Όπως έτρεχα, μια σφαίρα τσάκισε το κοντάκι του όπλου μου. Ο Γκούρας ήρθε σχεδόν στα χέρια με τους Γερμανούς. Σκοτώνει έναν απ’ αυτούς και το σκάζει. Με το κουτσουρεμένο όπλο μου χτυπώ και τον υποστηρίζω, ώσπου χάθηκε στο δάσος προς τα δυτικά. Εγώ τράβηξα προς την αντίθετη εντελώς κατεύθυνση. Ξαφνικά βλέπω τη νοσοκόμα τη Γεωργία να κουβαλά έναν τραυματία στην πλάτη. Οι Γερμανοί την κυνηγούσαν και της έβαζαν ακατάπαυστα με ριπές με τ’ αυτόματά τους. Φαίνεται πως μερικές σφαίρες πήραν τον τραυματία και τον αποτελείωσαν, γιατί η Γεωργία τον άφησε και τράβηξε τον κατήφορο.

Τρέχοντας προς τα κάτω, έπεσα πάνω σε μεταγωγικά του εχθρού. Μας χώριζε μια απόσταση 15-20 μέτρα. Από μακριά ακούγονταν πού και πού καμιά πιστολιά. Η χαριστική βολή, σκέφτηκα. Ένα σφίξιμο στην καρδιά, μια ζάλη με κατέλαβε και ένιωσα να μου φεύγει η ζωή. Αντίο αδέρφια, που μαζί ζήσαμε τόσες δύσκολες στιγμές και περάσαμε τόσα βάσανα.

Συνήλθα, φαίνεται, γρήγορα πολύ, γιατί τίποτα δεν είχε αλλάξει λίγα μέτρα μπροστά μου. Τα δόντια μου χτυπούσαν ακατάπαυστα. Δύο χιτλεροφασίστες που στέκονταν μακρύτερα ακίνητοι και μου ’φραζαν το δρόμο ήταν αδύνατο να μου σταματήσουν την απόφαση να ζήσω. Σκόπευσα καλά και πυροβόλησα τον πρώτο. Σωριάστηκε σαν άδειο σακί χωρίς μιλιά στο χιόνι. Πριν καλά-καλά συνέλθει ο δεύτερος απ’ τ’ αναπάντεχο, είχα ρίξει βιαστικά τη δεύτερη σφαίρα. Τραυματίστηκε, γιατί άρχισε να βγάζει κάτι τρομερές φωνές πόνου και να κυλιέται στη γη. Δρασκέλησα σαν αστραπή τα μέτρα που με χώριζαν απ’ αυτούς, άρπαξα γρήγορα τη χλαίνη του πρώτου και έτρεξα προς το δάσος μ’ όλη μου τη δύναμη. Δεν θυμάμαι ακριβώς το μέρος όπου έκατσα με κομμένη την ανάσα και ξέσπασα σε κλάματα. Ούτε και σήμερα δε μπορώ να εξηγήσω γιατί. Θέτε γιατί ήμουν πολύ νέος ακόμη, θέτε γιατί βρισκόμουν κατάμονος στο στόμα του λύκου, θέτε γιατί έχανα για πάντα τους συντρόφους που μαζί τους πέρασα τόσα βάσανα και πίκρες για τη λευτεριά της πατρίδας! Σκεφθείτε ό,τι θέτε· εγώ πάντως είχα ξεσπάσει σε κλάματα.

Το μυαλό μου δεν έφευγε απ’ τους συντρόφους μου. Ένα σωρό ερωτήματα με πνίγανε. Γλύτωσε άραγε κανένας άλλος, εκτός από τον Γκούρα και τη Γεωργία; Και μόνος πού να πάω; Τι να κάνω; Και το κρύο μου τρυπούσε τα κόκαλα, καθώς το χιόνι έπεφτε συνέχεια.

Δεν ακούγονταν πλέον πυροβολισμοί. Ξεκίνησα να γυρίσω πάλι προς την «Αγία Τριάδα». Από ένα υψωματάκι είδα τους Γερμανούς να φεύγουν. Άραγε φύγαν όλοι ή μήπως…, όπως προηγούμενα;

Ξαφνικά άκουσα κάποιον να φωνάζει ελληνικά. Δίσταζα στην αρχή ν’ απαντήσω, έπειτα πήρα την απόφαση και απάντησα. Έγινε αναγνώριση. Ήταν ένας από τους ανιχνευτές. Έτσι σιγά-σιγά μαζευτήκαμε εφτά από το τμήμα: οι τρεις ανιχνευτές, η Γεωργία, ο Γκούρας, ένας ακόμη κι εγώ. Φτιάξαμε μια ομάδα και, με προφυλακτικά μέτρα, τραβήξαμε προς το σημείο της ενέδρας.
Αντικρίσαμε ένα τρομερό θέαμα. Τα παλικάρια μας βρίσκονταν ξαπλωμένα στο χιόνι, νεκρά, σε παράξενες στάσεις, όπως τους βρήκε ο θάνατος απότομα, κι είχαν παγώσει απ’ το δυνατό κρύο, με συσπασμένα τα μέλη του σώματός τους. Βρήκαμε το πτώμα του λοχαγού μας του Καλλία. Οι χιτλερικοί του είχαν αφαιρέσει τα γαλόνια, την τσάντα και τη φωτογραφική μηχανή. Σ’ όλους είχαν δώσει τη χαριστική βολή. Δεν κατορθώσαμε, παρόλο που ψάξαμε πολύ, να βρούμε τον καπετάνιο του λόχου. Βγάλαμε όλοι το συμπέρασμα ότι τον είχαν πιάσει αιχμάλωτο. Καμιά όμως από τις οργανώσεις των χωριών απ’ τα οποία πέρασα τα τμήματα των χιτλεροφασιστών δεν μας πληροφόρησαν πως σέρναν μαζί τους έστω κι έναν αιχμάλωτο. Την άνοιξη που λειώσαν τα χιόνια τον βρήκαμε και τον θάψαμε δίπλα στον ομαδικό τάφο των άλλων παλικαριών που θάψαμε εκεί, όταν, μία μέρα μετά τον χαμό τους, έφθασε ο πολιτικός του ανεξάρτητου τάγματός μας, ο αξέχαστος Διαμαντής. Ας κοιμούνται ήσυχα, γιατί εκτέλεσαν με τιμή το χρέος τους στο λαό και την πατρίδα. Η μνήμη τους θα μείνει αιώνια.
Η θλιβερή είδηση μαθεύτηκε αστραπιαία σ’ όλα τα τμήματά μας σ’ όλα τα χωριά, ακόμα και στις πολιτείες. Οι χιτλερικοί έσπευσαν να πανηγυρίσουν το γεγονός με έκτακτη ανακοίνωσή τους, που, όπως μάθαμε, μεταδόθηκε απ’ τα μεγάφωνα στη Λαμία. Ανάφεραν και τον επικεφαλής του τμήματος, τον Καλλία. Σε μένα έπεσε το καθήκον να φέρω τη θλιβερή είδηση του χαμού του πολιτικού μας Δήμου στην αρραβωνιαστικιά του, δασκάλα του χωριού Κίρρα, και στις αδελφές του Νίκου Παπανικολάου στην Ιτέα.
Ο άδικος χαμός τόσων παλικαριών δυνάμωσε το μίσος των ανταρτών και του λαού κατά των καταχτητών. Η μανία που κατείχε όλους τους αντάρτες δεν περιγράφεται, και στις μάχες που ακολούθησαν, την ίδια μέρα και την άλλη, τα τμήματά μας με πρωτοφανή ορμή τσάκισαν και κυνήγησαν ως τα Καστέλλια και τη Γραβιά τους χιτλερικούς. Πολλοί απ’ αυτούς έμειναν για πάντα μες στις ρεματιές χωρίς τάφους και λουλούδια. Η λαϊκή μούσα έπλεξε το παρακάτω τραγούδι για το χαμό των 33 παλικαριών μας στην Αγία Τριάδα στις 3 Γενάρη 1944:

Στην Κουκουβίστα βρε παιδιά επήγανε μια νύχτα,
Αχ μανούλα μας γλυκιά,
Και πέσανε στους Γερμανούς απάνω τους με λύσσα,
Άι πατρίδα μας γλυκιά.
Με δυό ριπές σκοτώθηκαν τριάντα παλληκάρια,
Αχ μανούλα μας γλυκιά,
Καλλίας ήταν λοχαγός και καπετάν Τζιβάρας,
Άι πατρίδα μας γλυκιά,
Ο Δήμος ο πολιτικός, όλοι τους ένας κι ένας,
Αχ μανούλα μας γλυκιά.
Ήταν στη μάχη γίγαντες, παιδιά αντρειωμένα,
Άι πατρίδα μας γλυκιά.
Έπεσαν για τη λευτεριά, για τη γλυκιά πατρίδα,
Άι πατρίδα μας γλυκιά.
Τους κλαίνε όλα τα χωριά,
Αχ μανούλα μας γλυκιά,
και η γλυκιά πατρίδα,
Άι πατρίδα μας γλυκιά.


Στις 5 Ιανουαρίου 1944 στην Αγία Τριάδα Καλοσκοπής, αντάρτες του Τάγματος Παρνασσίδας του ΕΛΑΣ έπεσαν σε φονική ενέδρα των Γερμανών ναζί μέσα στο χιόνι. Μαζί τους, ο ήρωας Καλλίας, κατά κόσμον Χαράλαμπος Μώκος. 

 «Φίλοι Μουσείου Εθνικής Αντίστασης και Σύγχρονης Ιστορίας Ρούμελης» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.