Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

.... Σήμερα, Κυριακή 22 Δεκεμβρίου, ....

Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2019

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΑΡΑΧΩΒΑΣ - 10/11 Σεπτεμβρίου 1943

ΔΗΜ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ - ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ «ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ»
Επεισόδιο 6ο
[Η μάχη της Αράχωβας σε 10 επεισόδια]
Αρχές Σεπτεμβρίου 1943 η Ιταλία παραδίδεται στους Συμμάχους. Το 1/36 Τάγμα Παρνασσίδας σπεύδει από την Αγόριανη στην Αράχωβα ....

για να διαπραγματευτεί τον αφοπλισμό των Ιταλών και συγχρόνως να εμποδίσει τις γερμανικές δυνάμεις από Άμφισσα και Λειβαδιά να προσεγγίσουν το ιταλικό τάγμα (δύναμη 700 άνδρες) και να πάρουν τα όπλα του.

Επεισόδιο 6ο
[Η μάχη της Αράχωβας σε 10 επεισόδια]
Αρχές Σεπτεμβρίου 1943 η Ιταλία παραδίδεται στους Συμμάχους. Το 1/36 Τάγμα Παρνασσίδας σπεύδει από την Αγόριανη στην Αράχωβα για να διαπραγματευτεί τον αφοπλισμό των Ιταλών και συγχρόνως να εμποδίσει τις γερμανικές δυνάμεις από Άμφισσα και Λειβαδιά να προσεγγίσουν το ιταλικό τάγμα (δύναμη 700 άνδρες) και να πάρουν τα όπλα του.
Μάχη Αράχωβας 10 & 11 - 9 - 43.
Επεισόδιο 6ο
Ο 2ος λόχος αργούσε κι εκνευρίστηκα. Επί τέλους φάνηκε από αριστερά, ξελάκκωνε κάτω στ’ αμπέλια ακροβολισμένος κι αντάμωσε με καινούριους που φτάνανε από Αράχωβα. Αργοπορούσε όμως. Άνοιγε τον ακροβολισμό του όλο και δεξιώτερα πλαγιά-πλαγιά, φτάνανε οι άντρες του κάτω από μας (κατ’ αποκάτω).
― Πιο γρήγοραα! Πιο γρήγοραα! – τους φώναξα, χωνί τα χέρια μου στο στόμα.
Όλη την ώρα, έτσι φώναζα κι άρχισαν να μυρμηγκίζουν τα χείλια μου και τα μηνίγγια μου από τη δύναμη που έβαζα συνέχεια, βούιζε το κεφάλι μου. Μας πήραν είδηση απ’ αρχή οι γερμανοί, γύρισαν ένα μυδράλιο απάνω και σε μας, μας ξάφνιαζαν κάθε τόσο και συμμαζευόμασταν για λίγο.
Είχαμε αρχίσει να διψάμε. Ο Θεός τις έστειλε κι έφτασαν εκείνη τη στιγμή αναψοκοκκινισμένες μια παρέα κοπέλλες απ’ την Αράχωβα, φέρνανε νερό κι άλλα φιλέματα.
― Στα παιδιά, κάτω, να τα πηγαίνατε! – τους φωνάξαμε.
― Πήγαν άλλες εκεί! – αποκριθήκανε αυτές χαρούμενες.
Σε λίγο να κι απ’ την Αγόριανη, άντρες και γυναίκες έρχονταν να δουν τη μάχη. Ήταν κι η πιο μεγάλη από τις αδερφές μου.
― Πού πάτε, μωρέ! – τους βάλαμε φωνές. Γελούσαν. «Ήρθαμε να δούμε κι εμείς!» μας είπαν.
― Όχι συγκέντρωση εδώ τώρα – τους κακιωθήκαμε.
― Να δούμε λίγο και φεύγουμε – μας παρακαλούσαν.
Τότε έφτασαν το δρόμο-δρόμο αντάρτες. Έρχονταν απ’ τη μάχη και κουβαλούσαν ένα φορείο. Φύτρωσαν ξαφνικά δίπλα μας και τους είδαμε ταραγμένοι.
― Τι συμβαίνει; – αναπήδησα.
― Καπετάνιε! – έκαμε κουρασμένα ο τραυματίας, το κεφάλι του ανασηκωτό.
― Βρε Καραϊσκάκη! του λέω. ― Χτυπήθηκες, μωρέ!
― Μου τη δώσανε! – είπε και χαμογελούσε.
Πήγα κοντά του και τον φίλησα.
― Κατά συμπάθεια με το όνομα που διάλεξες για ψευδώνυμο... – του λέω. ― Ο Καραϊσκάκης είχε διαπρέψει εδώ το 21.
Γελούσε κουρασμένα.
Ήταν ο Κώστας Αποστολόπουλος, από το Σκαμνό, αυτός από τα τρία αδέρφια που χίμηξε πρώτος στους ιταλούς στο παληό επεισόδιο. Δε φαινόταν σοβαρό το τραύμα του. Ήταν χτυπημένος στη λεκάνη. Κι όμως από κείνο-δα το τραύμα πάει το σεμνό το παλληκάρι. Του έμεινε συρίγγιο και στο διωγμό έμεινε έτσι, πάει πέθανε το 46-47 στην Αθήνα.
Κάτω η μάχη συνεχιζόταν. Ο Τηλέμαχος είχε καθηλωθεί, αλλά καθήλωσε και τους γερμανούς, τράβηξε απάνω του την προσοχή τους. Ο 2ος λόχος όλο κατέβαινε, αργούσε όμως πάντα. Τους έβαλα τις φωνές να βιαστούν. Ξέκοψε μια ομάδα τους και κατέβαιναν γρήγορα μπροστά. Φτάσανε εκεί που ήταν κι ο πατέρας. Ξεχώριζε σημαδιακός ο γέρος, τον είδαμε που προχωρούσε σκυφτός δίπλα-δίπλα την πλαγιά να πλευροκοπήσει τους γερμανούς από τη μεριά του Νικηταρά. Ξάφνου κάτι σα να είδε, κωλοκάθησε απότομα μέσα στα κλήματα, έπιασε κολλητά ένα λιθάρι και τον βλέπουμε σήκωνε αργά τεντωμένο απάνω το κεφάλι του, κάτι ήθελε να δει. Ύστερα, τον είδαμε σημάδεψε και «μπαμ!» την κάπνισε μια. Ξαναγέμισε αμέσως, ανασηκώθηκε πάλι να ξαναρρίξει. Ξάφνου όμως ζάρωσε πίσω απότομα και κάπνισε το δικό του λιθάρι πλέον. Τον χτυπούσαν. Ξανασηκώθηκε κι έρριξε άλλη μια. Μπήκαμε σε μια αγωνία. Έκαναν και χάζι οι αντάρτες. Είδαμε κι ένα δεύτερο συναγωνιστή, πήγε δίπλα στον πατέρα και κάτι τούδειχνε ο πατέρας. Ανασηκώνονταν προφυλακτικά μαζί. Τότε φέρανε κι οι δυο γρήγορα τα όπλα τους για βολή, ντουφέκισαν κι αναπήδησαν αμέσως μ’ έναν ενθουσιασμό, ότι, χα!, τον πέτυχαν το στόχο τους. Και προχώρησαν. Εμείς γελούσαμε.
Τώρα κατέβαινε γερά κι ο 2ος λόχος. Ένας λεβέντης όμως, που φορούσε σκούρα φόρμα και δεν τον γνωρίζαμε ποιος είναι, σα να κουράστηκε ο άνθρωπος ακόμα δεν άρχισε, τον βλέπουμε, κατέβηκε στη δημοσιά – ήταν ένα μικρό γεφύρι εκεί – πήγε στο στηθαίο του γεφυριού, ακούμπησε τις πλάτες του στον τοίχο, τέντωσε ραχάτικα τις αρίδες του στην άσφαλτο, έβαλε δίπλα το ντουφέκι του κι έβγαλε τσιγάρο, τ’ άναψε και κάπνιζε του καλού καιρού.
― Ε, τον κερατά! – αγανακτήσαμε μαζί του.
Και τούβαλα τις φωνές:
― Εσύ μωρέ! Με τη μπλε τη φόρμα! Σήκω, μωρέ, αμέσως και προχώρει κάτω!
Τίποτα αυτός. Δε μπορούσαμε να καταλάβουμε ποιος είναι.
Ξαναφώναξα. Και πάλι τίποτα. Τον προσπερνούσαν οι άλλοι και προχωρούσαν κι εμείς δαιμονιζόμασταν που δε βρισκόταν ένας να τον κατσαδιάσει και να τον συμμορφώσει. Βράχνιασα φωνάζοντας. Γύρεψα τότε ένα όπλο.
― Όχι, όχι αυτό – είπα – αραβίδα ελληνική έχει κανείς;
Ήθελα να σημαδέψω σίγουρα. Είχε ένας αραβίδα και μου την έδωσε. Σημάδεψα προσεχτικά ένα μέτρο δίπλα στον καθισμένον και τούρριξα. Κάπνισε ακριβώς η σφαίρα. Σα να τον ζεμάτισε τότε θερμός έκαμε. Πετάχτηκε ολόστεγνος απάνω, φώναζε σε μας και χειρονομούσε έντρομος:
― Έ-εεε! Είμαι δικός μας! Δικός μας!
Γύρισαν και κύτταζαν απάνω κι άλλοι αντάρτες γύρω του.
― Κερατά! – του φωνάζω. ― Πέτα αμέσως το τσιγάρο και προχώρα στη δουλειά σου! Εσείς οι άλλοι, τι τον καμαρώνετε εκεί, μωρέ!
Τον είδαμε, πέταξε ντροπιασμένος το τσιγάρο του, πήρε γρήγορα-γρήγορα το ντουφέκι του. Δυο-τρεις άλλοι αντάρτες που κατέβαιναν στάθηκαν και κάτι τούλεγαν – ύστερα όλοι μαζί κατέβηκαν κάτω από τη δημοσιά και προχώρησαν κανονικά.
― Κυττάτε απέναντι! – βάζει τότε μια απότομη φωνή ένας δίπλα μου.
Γυρίσαμε να δούμε τι θέλει να πει. Έδειχνε απέναντι στο δεσφινιώτικο, λάμποντας ολόκληρος. Είδαμε κι εμείς. Φτάναν κόσμος από τη Δεσφίνα. Μπροστά, μια γραμμή δρομαίοι, πιο αλαφροί κι οπλισμένοι, καμμιά 60ριά νοματέοι και πιο πίσω άλλος κόσμος τρέχοντας, ήταν και γυναίκες, ένας-δυο παπάδες και παιδιά. Έφερα τα κυάλια μου στα μάτια και τους έβλεπα.
Σώσανε το δεσφινιώτικο οροπέδιο. Οι οπλισμένοι δε σταμάτησαν καθόλου, κάμανε ίσια τον κατήφορο, με τα χέρια ανοιχτά, σαν πετώντας από λιθάρι σε λιθάρι, και τα όπλα τους χουφτωμένα στο ένα χέρι. Θάβγαιναν χαμηλά στον ελαιώνα κι ύστερα ανεβαίνοντας θα βρίσκονταν στα νώτα των γερμανών που θα τους κυκλώναμε έτσι τελείως. Οι άλλοι, παραπίσω, φτάνανε στην άκρη στη χαράδρα και εκεί σταματούσαν, αραδιάζονταν απάνω σε ψηλά λιθάρια και μέναν ν’ αγναντεύουν προς το μέρος μας – όλο κάτι λέγανε μεταξύ τους και χειρονομούσαν ασύχαστοι.
Δίπλα μου οι αντάρτες, κατασυγκινημένοι.
― Γεια σου, αθάνατη Δεσφίνα! – φώναζαν. ― Γεια σας, γερόντοι!
Όμως ο Νικηταράς αδρανούσε τελείως. Δε μπορούσαμε να καταλάβουμε τι τρέχει. Τους βλέπαμε κάτω απ’ τις πουρνάρες στο εκκλησάκι αινιγματικούς κι ακίνητους. Μόνο τεντώνονταν ψηλά κάτι κυττάζοντας και τα όπλα τους στα χέρια έτοιμα. Φώναξα και σ’ αυτούς, ξαναφώναξα να προχωρήσουν – δεν έβγαινε τίποτα.
Δίπλα μου ήταν ο Ατρόμητος (Ζάχος Δράμπαλης από τη Λιλαία).
Όνομα και πράγμα Ατρόμητος. Έβγαλα μολύβι και χαρτί:
― Έλα εδώ! – του λέω. ― Θα πάρεις αυτό το σημείωμα και θα κατεβείς στο Νικηταρά!
Και στεκόταν περιμένοντας.
Έγραψα:
«ΕΛΑΣ 10.9.43, ώρα τάδε
Ι/36 Τάγμα
Προς την τάδε διμοιρία.
Με τη διαταγή αυτή καθαιρείται η διοίκηση της διμοιρίας και
αναλαμβάνει τη διοίκησή της ο συναγωνιστής Ατρόμητος. Στις
διαταγές του να πειθαρχήσετε αμέσως!
Για το Τάγμα
Νικηφόρος».
― Άκουσε τι γράφω – λέω στον Ατρόμητο. Και του διάβασα τη διαταγή.
Αυτός κοκκίνισε σαν κορίτσι και χαμογελούσε.
― Γελάς! – του κακιώθηκα – παίζουμε νομίζεις; Είσαι από τη στιγμή αυτή διοικητής της διμοιρίας. Θα την πάρεις από τις πουρνάρες και θα προχωρήσετε ίσια στη στροφή. Γρήγορα και σταθερά. Βλέπεις πως διαμορφώθηκε η μάχη. Εσύ, μ’ αυτή τη διμοιρία δίνετε τέλος σε δέκα λεπτά!
Άκουγε δίχως να γελάει πλέον.
― Φεύγα! – τούπα. ― Αέρας θα την κατεβείς την πλαγιά!
Πήρε δρόμο το παλληκάρι. Έκαμε καμπόσα μέτρα παραπέρα, το δρόμο-δρόμο, ήρθε στην πιο κατάλληλη θέση, και ρίχτηκε στον κατήφορο. Μείναμε μ’ ανοιχτό το στόμα! Τον ξέραμε, ήταν ο πιο σβέλτος από όλους μας, ακούραστος. Ώρες ολόκληρες μπορούσε να περπατάει κι έλεγες τώρα μόλις ξεκίνησε. Βάδιζε πατώντας ελαφρά και θαρρούσες είχαν ελατήρια οι πατούσες του. Και τότε ακόμα που δεν περπάταγε, ήσυχος σε μια μεριά δε στεκόταν. Τώρα λοιπόν απολύθηκε στην απόκρημνη πλαγιά, σαν αετός! Λεπτός, ψηλός-ψηλός, όλο νεύρο και δύναμη το καλλίγραμμο κορμί του, άλλαζε τις δρασκελιές του στον αέρα και τα σάλτα του – δέκα μέτρα απ’ τη μια πατημασιά του στην άλλη. Στον αέρα, το κορμί του, ένα αριστούργημα αέρινη σβελτάδα κι αυτοκυριαρχία. Παλαβώσανε οι γερμανοί απάνω του. Αυτός, ώσπου να τον καλοειδούνε, είχε φτάσει κάτω και τον έχασαν.
Δυο λεπτά ακόμα κι όλη η διμοιρία βγήκε από τις πουρνάρες. Δυνατή, ακροβολισμένη ωραία, έσκιζε τ’ αμπέλια και προχωρούσε. Μας ενθουσιάσανε και τους το φωνάξαμε.
― Μπράβοο! Μπράβοο! Πάτε μια χαρά... Γρήγορα!
― Τώρα τελειώνουμε! – λέγαν οι αντάρτες γύρω μου ανυπόμονοι.
Πράγματι, έσφιγγε πλέον για καλά η λαβή στους γερμανούς. Μόνο τον κατήφορο, προς τον ελαιώνα είχαν μέρος ανοιχτό. Κι από κει όμως όπου νάταν θάβγαιναν αράθυμοι απάνω οι δεσφινιώτες.
Τότε βλέπουμε ξάφνου, γύριζε από πέρα ο λόχος, πούχαμε στείλει με το Στρογγυλάκο στην Κασταλία. Έμεινα κόκκαλο ότι πάνω στο έτοιμο θα γινόταν καταστροφή. Χύθηκα έξαλλος κοντά τους.
― Τι τρέχει! Πού πάτε; – ρίχτηκα του Στρογγυλάκου (ερχόταν πρώτος μπροστά).
Έμεινε στον τόπο σαστισμένος.
― Τελειώσαμε... εν τάξει – δοκίμασε να πει. ― Έμεινε η μαχητική των Δελφών στο βράχο...
― Τι λέτε, μωρέ! Τι μαχητική Δελφών μου λες! Ποιος σας είπε να φύγετε από τις θέσεις σας; – Είχα γίνει εκτός εαυτού. Είχαν σταματήσει όλοι και με κύτταζαν απορημένοι.
― Δεν κατάλαβα καλά τότε – είπε ο Στρογγυλάκος – νόμισα, τελειώνοντας να γυρίσουμε και για δω! Για σταμάτα, καπετάνιε...
― Γρήγορα – του λέω – γρήγορα πάλι στις θέσεις σας!
― Πάμε! Πάμε! – φώναζε ο Στρογγυλάκος.
Πεταχτήκανε αγόγγυστα τα παλληκάρια, νηστικά και διψασμένα κι έτρεχαν πάλι πίσω τη ράχη-ράχη. Ο Μήτσος Καρατζάς σφιγγόταν κούτσα-κούτσα, βοήθαγε και με τη γκλίτσα του να μην καθυστερεί.
Γύρισα κι εγώ στη θέση μου. Τώρα όλη η αγωνία μου προς τους Δελφούς. Όρισα έναν-δυο επίτηδες, να παρατηρούν εκείνη την κατεύθυνση. Όλο και πετιόμουν ότι κάτι θα μας τύχει από κει και θα πήγαιναν τα πάντα μάταια.
(σελ. 477-481, Τόμος Β΄)
ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ «ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ» - ΤΟΜΟΣ Β΄
* επιτρέπεται η αναδημοσίευση των κειμένων και των συνοδευτικών στοιχείων σε sites - blogs, με ενεργό link που παραπέμπει στην παρούσα ιστοσελίδα.
* Στις φωτογραφίες:
1. Ο Ατρόμητος, Ζάχος Δράμπαλης από την Λιλαία.
2. Σταυρός-Τριμιντέλια... Από αυτήν την πλαγιά-μαχαίρι έκανε ίσια κάτω ο Ατρόμητος: «...απολύθηκε στην απόκρημνη πλαγιά, σαν αετός!... Στον αέρα, το κορμί του, ένα αριστούργημα αέρινη σβελτάδα κι αυτοκυριαρχία. Παλαβώσανε οι γερμανοί απάνω του...».
Δημήτρης Ν. Δημητρίου - Νικηφόρος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.