Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

.... Σήμερα, Κυριακή 22 Δεκεμβρίου, ....

Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 2017

Πίσω στα παλιά ....Η ΠΑΛΙΑ ΑΘΗΝΑ

Παρουσιάζει: ο Βίκτωρ Σαμπώ

 

(σ.σ. Βρισκόμαστε στο 1937. Προκαλεί ίσως μειδίαμα στον σημερινό αναγνώστη, το να διαβάζει προτάσεις όπως: "Αν παρήλθον  οι χρόνοι εκείνοι". Καλά να το λέμε εμείς, αλλά να το λέγανε και τότε;.....

Κι όμως, ο λαμπρός δημοσιογράφος Δ. Ευαγγελίδης έχει δίκιο. Κάτι είχε αλλάξει και τότε. Σίγουρα τα πράγματα δεν ήταν πια όπως παλιότερα. 
Οι περισσότερες ταβέρνες είχαν μεταλλαχτεί σε κοσμικές ταβέρνες. Το μενού είχε αλλάξει, "πλουτισμένο" με φαγητά και ποικιλίες γαλλικής επιρροής ή ακριβέστερα, γαλλικής επιγραφής. Έτσι, το ψητό Κρήτης είχε γίνει "ανιώ α λα παλληκάρ". Η μουσική δεν ήταν πια η ίδια. Η βιομηχανία δίσκων είχε φροντίσει για την πλήρη τυποποίησή της. Πού είχαν πάει οι κανταδόροι και οι αυθόρμητες παρέες; Αυτές είχαν γίνει πλέον "ατραξιόν". Μια φορά το χρόνο, στις Αποκριές, μπορούσες σίγουρα να βιώσεις τα παλιά χρόνια. 

Το χρήμα έρεε άφθονο. Οι ταβερνιάρηδες είχαν γίνει πλέον επιχειρηματίες. Αλλά η πραγματική, αυθεντική ατμόσφαιρα είχε πετάξει οριστικά... "Καλύτερα να μη τα θυμάσαι, παρά να κάνεις παρωδίες"... τραγουδούσαν οι πραγματικοί, παλιοί Αθηναίοι, οι λεγόμενοι γκάγκαροι, παραπονεμένα...)
"Η πλακιώτικη ιστορική ταβέρνα εμφανίζεται "μεταμφιεσμένη". Ετούτες τις μέρες ξαναφορεί το παλιό κουστούμι της και προσπαθεί να δειχθή πάλι "σαν τότε". Απλή, πρωτόγονη, απέριττη, σμυρτοστόλιστη και σκινομυρωμένη, με τους ανορθόγραφους στίχους χαραγμένους απ' το τεμπεσίρι στα βαρέλια (σ.σ. κιμωλία με την οποία οι ταβερνιάρηδες έγραφαν τα βερεσέδια) και τις κιτρινισμένες λιθογραφίες του Νταβέλη και της Γενοβέφας, καρφωμένες στο μαυροκαπνισμένο τοίχο. Φιλοδοξεί να θυμίσει το νοσταλγημένο, παλιό εαυτό της, να ξαναγίνει σοβαρός παράγων της τραγουδισμένης αθηναϊκής γωνιάς, να ξαναπάρει τη θέση της "στης Πλάκας τις ανηφοριές" και να ξαναμυρίσει τη στυφή μυρωδιά του ρετσινιού. 
Αγωνίζεται να γίνει πάλι "Καπηλειό", "Κρασοπουλειό". Γι' αυτό η πλακιώτικη ιστορική ταβέρνα παρουσιάζεται "μεταμφιεσμένη" και παρατάει αυτές τις μέρες τη συγχρονισμένη της εμφάνιση για να ξαναφορέσει το παλιό της κουστούμι, σα ντόμινο πια.
Δέστε την απόψε. Ζήστε την οργανωμένη, την επιμελημένη της γραφικότητα. Είναι γεμάτη. Πνίγεται. Στον αέρα της κυκλοφορούν οι καπνοί των τσιγάρων που ανακατεύονται με την κνίσα της ψημένης μπεκάτσας και με το ντόπιο άρωμα της σύγχρονης ταβερνοπούλας, που θυμίζει γκαρσόνα μαρσεγιέζικου μπαρ. 

Η πελατεία μπορεί να κατηγορηθεί για κέφι "εκ προμελέτης", κοσμικότης άψογη, ανακατεμένη με λαϊκό σικισμό. "Πτι γκρι" και φουστανάκια. Γνήσια μπριγιάν. Σνομπαρία. Σε μια γωνία κάποια γκαγκαραίικη παρέα. Οι μισοί έχουν πια ισόβιο χειμώνα στα μαλλιά. Οι άλλοι ζούνε την πρώτη άνοιξη της ζωής. Μια κιθαρούλα στα γόνατα ενός ακομπανιάρει διακριτικά:


"Αν παρήλθον οι χρόνοι εκείνοι
των ερώτων φαιδρά εποχή..."
Καντάδα με σουρντίνα. Μια ατίθαση κορώνα ξεπετιέται άξαφνα ορμητική και απειθάρχητη στον αέρα. Και το γκαρσόνι τρέχει με νεύρα προϊσταμένης αρχής:

-Μα δεν είπαμε σιγά;
Την ίδια στιγμή, ο ντιζέρ αναλαμβάνει να διακόψη το "μνημόσυνο".

"Σκότωσέ με
στη ζωή χωρίς εσένα τι να κάνω
σκότωσέ με
προτιμότερο για μένα να πεθάνω"


-Ώπλες! Ώπλες! Ενθουσιάζεται περιέργως με τον απειλούμενο φόνο ένα νεαρό δεσποινίδιον που καπνίζει πεπειραμένον.

Ώπλες! Ώπλες! επαναλαμβάνει το κόρο της παρέας.

-"Με κατέστρεψες" παραπονείται τώρα μελωδικώς ο ντιζέρ.

-Μούφαγες τα λεφτά μου! συνεχίζει ένας απ' την παρέα της νεολαίας και βουτάει το μαχαίρι απ' την πιατέλα με τ' αρνάκι για να χορέψει ζεϊμπέκικο. Η ορχήστρα χαβάγια, σαντούρι και ακορντεόν, παλιά και νέα χρόνια ανακατωμένα, μαζί Ευρώπη και Μεταξουργείο, τον συνοδεύει πρόθυμα.

-Πολύ εντερεσσάν στη μπαναλιτέ του! κριτικάρει ένα "πτι-γκρι".

Επί τέλους παύει ο ντιζέρ και η γκαγκαραίικη παρέα αποτολμά νέο ψιθύρισμα καντάδας:

"Στον τόπο που σε πρωτοείδα
θε να φυτέψω μουσμουλιά..
."

-Μνήσθητί  μου Κύριε... Που πάνε και τα βρίσκουνε, αγανακτεί ο δανδίσκος.

Μ' όλο του το δίκιο ο Χριστιανός. Δεν του λέει τίποτε το τραγούδι. Που να τη φυτέψει τη μουσμουλιά; Στο χοροδιδασκαλείο;

Η παρέα αντιλαμβάνεται τη δυσφορία και αλλάζει από λεπτότητα το τραγούδι:

"Ξύπνα, ξύπνα, διότι χαράζει, 
δεν ακούς τα πουλάκια που λαλούνε..."

-Πίσω μου σ' έχω Σατανά,
 μασάει μέσ' στα δόντια του ο νεαρός.

Κι 'έχει και πάλι δίκιο. Όταν χαράζει, η "Εκείνη" του γυρίζει στο σπίτι σκνίπα στο μεθύσι και "δεν ακούει τα πουλάκια που λαλούνε". Πως να τ' ακούσει; Στ' αυτιά της έχει τυμπανοκρουσίες απ' το ουίσκι. Ευτυχώς η επέμβασης του "ντιζέρ" γίνεται έγκαιρος:

"Συγγνώμη σου ζητώ, συγχώρεσέ  με
κι'αν έφτιαξα εγώ
τ' ομολογώ
μην κλαις αναίτια
ήταν μια τρέλα μου
μια περιπέτεια
συγγνώμη σου ζητώ..."

Και έρχεται η σειρά του γερογκάγκαρη ν' αγανακτήσει:

-Τι λέει; ρωτάει.

-Συγγνώμη σου ζητώ, συγχώρησέ με...

-Μέγας είσαι, Κύριε.

-Γιατί;

-Αυτά δεν είν'
 αντρίκια πράγματα παιδί μου!


***

Σιγά-σιγά αδειάζουν τα τραπέζια. Ο "ντιζέρ" χασμουριέται άκεφος και φοράει το παλτό του. Και μένει τελευταία η γκαγκαραίικη παρέα ν' αυτοσχεδιάζει:
"Φτωχά σοκάκια γραφικά
λουλουδιασμένα
είσαστε μελαγχολικά
λες και θυμόσαστε γλυκά
τα περασμένα

Μένει για σας ο ουρανός
νύχτα και μέρα σκοτεινός
μα κι' όταν ψιχαλίζει
κι' είναι θλιμμένος και βαρύς
θαρρείς
πως ο Θεός δακρύζει.

Καινούρια Αθήνα μου φτωχή
εσύ ποτέ δεν τάδες
γλέντια που κάναν ν' αντηχει
όλ' η παλιά μας η εποχή
από καντάδες.

Καινούρια Πλάκα μου πεζή,
με το μοντέρνο μαγαζί
και με τις χορωδίες
μην τα θυμάσαι τα παλιά
σταλιά
και κάνεις παρωδίες.

Κάτω στης Πλάκας τα στενά
τα σκοτεινά
στη γλάστρα γέρνει το γεράνι μαραμένο
κι' οι λεύκες ψιθυρίζουν σιγανά στα δειλινά
κάποιο παλιό τραγούδι ξεχασμένο"

-Βίβα παιδιά!

-Στην υγειά μας!..."

(Δ.Κ.Ευαγγελίδης, Μάρτιος 1937, "Έθνος")

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.