Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

.... Σήμερα, Κυριακή 22 Δεκεμβρίου, ....

Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου 2017

Η έφοδος των ανταρτών του ΕΛΑΣ στις φυλακές Λειβαδιάς και η απελευθέρωση 80 πατριωτών. Ο αντάρτης που απελευθέρωσε τον πατέρα και τον αδελφό του από τα κελιά των κατακτητών

Απόσπασμα από το βιβλίο του Δημήτρη Δημητρίου που έδρασε με το όνομα Νικηφόρος, 
«ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ» 

Η διήγηση του Νικηφόρου αφορά στην επιχείρηση της αντάρτικης ομάδας του που ανήκε στον ΕΛΑΣ Παρνασσίδας, για την απελευθέρωση των κρατουμένων στις Φυλακές Λειβαδιάς, την νύχτα 5 προς 6 Μαρτίου 1943. ....

Στη φωτογραφία διακρίνονται οι 25 αντάρτες που πήραν μέρος στην επιχείρηση. Η φωτογραφία βγήκε στη Δαύλεια, αμέσως μετά την επιτυχή έκβαση της,   κατόπιν επιμονής του δάσκαλου γερο-Νίκου Δημητρίου, πατέρα του Νικηφόρου. 
Στέκεται στο μέσον, ανάμεσα στους γιους του Νικηφόρο και Σόλωνα που απελευθερώθηκε μαζί με άλλους 80 κρατούμενους.... 



Η διήγηση του Νικηφόρου -που πρωταγωνίστηκε στο σαμποτάζ στη γέφυρα του Γοργοπόταμου– για το πώς στήθηκε η πρωτοφανής επιχείρηση στη Λειβαδιά, αποτελεί μοναδικό ντοκουμέντο: 
… Είχα αυτές τις μέρες πάρει και την τελική απόφαση. Είχε έρθει τώρα η ώρα. Πήγα λοιπόν στον Άρη και του είπα: 
― Καπετάνιε! Λογαριάζω, κατεβαίνοντας, να δοκιμάσω ν’ ανοίξω τις φυλακές στη Λειβαδιά, να λευτερώσω τον πατέρα μου. 
Ξαφνιάστηκε – το ήξερε για τον πατέρα – συγκεντρώθηκε λιγάκι δυνατά κι ύστερα μου λέει ζωηρά: ― Να πας!
 Ξαπέταξα. 
― Μόνο να προσέξεις! – ξαναείπε. 
Ούτε λόγος ότι θα πρόσεχα. Τούτη η ζωηρή του έγκριση μούχε δώσει ξαφνικά μια καινούρια, απροσδόκητη δύναμη. Δεν ήταν πλέον μια τρελή δική μου ελπίδα η απόφαση, είχα πάρει τώρα και την πιο έγκυρη έγκριση! Αισθανόμουν ξαφνικά σάμπως όλα να ‘χαν γίνει πιο κατορθωτά και ευκολότερα. 
― Πες το και στο Διαμαντή και τον Πελοπίδα να μη μου φέρουν αντίρρηση – ξαναπαρακάλεσα τον καπετάνιο. 
Τους φώναξε αμέσως, που ξεκινούσαν και τους τόπε. Είπανε «καλά» κι οι δυο και κινήσαμε κι οι τρεις να φτάσουμε το τμήμα που έφευγε, στην άκρη στο χωριό, τραγουδώντας… … 
Περάσαμε ένα βράδυ στην Κολοκυθιά και το άλλο μεσημέρι φτάσαμε στο Μαυρολιθάρι. Σ’ όλο το δρόμο, το μυαλό μου δούλευε. 
«Και τώρα μοναχοί μας! – έλεγα.
 Πώς θα τα καταφέρουμε;». 
Προσπαθούσα να φανταστώ πώς ήταν καλύτερα να κινηθούμε, να ξεσηκωθεί το γρηγορότερο η περιοχή. Πού μπορούμε να χτυπήσουμε. Ποιους να στείλουμε στη Δωρίδα, ποιους στη Λοκρίδα. Στα χωριά του Μαυρολιθαριού, να μη χασομερούσαμε πολύ… …
Εγώ, μεγάλωνε η έξαψή μου. Πίσω από την αντικρυνή ράχη της Κολοβάτας είναι το χωριό μου. Ήταν σαν να ‘μουνα κιόλας εκεί. Μου φαινόταν σαν ψέμα. Ζήτησα ένα σύνδεσμο. 
― Θα πας στην Αγόριανη, του είπα. Τώρα, αμέσως!
 Στάθηκε αλέστα το παληκάρι.
Έφκιασα και τούδωσα ένα σημείωμα για τον αδερφό μου. Εκείνη τη χρονιά είχε τελειώσει το γυμνάσιο. 
Τώρα πούχα τόσον καιρό να τον δω κι ήξερα τι τράβηξαν όσο έλειπα εγώ, που ‘χε μείνει και προστάτης στην οικογένεια, του ‘γραφα το σημείωμα και με πλημμύριζε αγάπη και τρυφερότητα. Του έγραφα να φύγει αμέσως η Μάνα μας για τη Λειβαδιά, να πει στον Πατέρα τα νέα μας, ότι μπήκαμε πλέον στην περιοχή μας και να ‘χει το νου του – αυτές τις μέρες θα δοκιμάζαμε να τον ελευθερώσουμε κι αυτόν και τους άλλους κρατουμένους. 
«Για το Θεό, Γιάννη! – έγραφα – να μην ξέρει κανένας άλλος τίποτα». 
Και να πάρει τον πρώτο ξάδερφό μας τον Παναγιώτη, να πάρουν και τα όπλα τους, και να ‘ρθουν εξάπαντος την άλλη μέρα ν’ ανταμώσουμε στον Προφήτη Ηλία (του Χρισσού). 
Περίεργο! Ένα απλό αδύναμο σημείωμα έγραψα, κι ωστόσο στη στιγμή απλώθηκε πάλι μέσα μου μια εξαίσια βεβαιότητα ότι η υπόθεση είχε κιόλας αρχίσει να περπατάει. Ότι θα τα καταφέρναμε!
 Ήσαν όλα αόριστα ακόμα, καθαρό σχέδιο δεν είχα κανένα. Κι εν τούτοις. ήμουν βέβαιος ότι θα τα καταφέρναμε. 
Πήρε το σημείωμα ο σύνδεσμος κι έφυγε αμέσως…... 


…Αναζήτησα τον Διαμαντή. 
― Διαμαντή, του είπα,  εγώ πρέπει να φεύγω! Θα πάρω 25 άντρες και θα προχωρήσω. 
― Καλά, είπε. Γεια σου και καλή επιτυχία. 
Σφίξαμε γερά τα χέρια, αδερφικά. Πήρα κατόπιν γρήγορα τη φάλαγγα με τη σειρά, από το τέλος ως την αρχή. Όποιον διάλεγα, «κοντά!» τούλεγα και πετιόνταν έξω απ’ τη γραμμή τους σβέλτα καταπρόθυμοι οι λεβέντες. Όταν βγήκαμε μπροστά, είμασταν 25 και φεύγαμε αέρας μέσα στο σκοτάδι. Μαζί κι ο αδερφός μου κι ο ξάδερφος. 
― Όσο μπορείτε γρήγορα! τους είπα. 
Δεν άκουγες σε λίγο, παρά μόνο τις λαχανιασμένες ανάσες μας και τ’ άρβυλά μας που γλιστρούσαν, κάθε τόσο, ξαφνικά στα λιθάρια του μονοπατιού. Αναρωτήθηκα αν είναι αλήθεια ότι ξεκινήσαμε. Ξεχείλιζε σ’ όλο το κορμί μου μια μεγάλη χαρά. 
Πήγε το μυαλό μου ίσια στη Λειβαδιά, να φανταστώ τη φυλακή, τις λεπτομέρειες πώς θα ενεργήσουμε… 
Τίποτα θετικό δεν ήξερα ακόμα και τ’ άφηνα όλα για κατόπιν. Κι έμενα για την ώρα μόνο σ’ αυτό, την αγαλλίαση ότι ξεκινήσαμε… 

ΣΑ ΣΕ ΟΝΕΙΡΟ 
Λίγο παραπέρα πεταχτήκαμε σε ξάγναντο κι είχαμε όλη την πολιτεία δεξιά μας, σαν νεκρός, πανάρχαιος ερειπιώνας φάνταζε στο σκοτάδι. Απλωνόταν μακάρια ησυχία. Μόνο ένα παχύ ελαφρό φού-ου-ου χυνόταν από τα νερά, ίσια που να κάνει τον αέρα πιο πυκνόν. 
Μπήκαμε ανάμεσα σε αραιές ελιές. Ύστερα πέσαμε πάλι σε τσοπάνικα καλύβια, χύθηκαν κι εδώ από παντού μαντρόσκυλα κι αγρίεψε ξανά η νύχτα. Ταραχτήκαμε ότι θα μας καταλάβαινε η πόλη. 
Περάσαμε όμως κι ένα-ένα τα σκυλιά έπαυαν. Ώσπου να πάψουν όμως τούτα, άλλα κονάκια μπροστά μας, άλλο κακό ξανά.... 



― Ε, είπα τότε, μόνο κουτοί δεν θα καταλάβουν αντίκρυ ότι κάτι συμβαίνει εδώ. 

Περπατήσαμε κάμποσο σε πυκνές ελιές και δε βλέπαμε τίποτα. Ξάφνου, βγήκαμε πάλι σε ξέφωτο και στάθηκαν απότομα οι οδηγοί μπροστά μου. Και ο Γιώργος Καραχάλιος μαζί. Γύρισαν σε μένα, βλέποντας την πόλη. 
― Να! είπανε κι οι τρεις, εκεί που είναι αυτά τα φώτα, αυτού είναι η φυλακή! 
― Το δυνατό φως, λέει ο Καραχάλιος. Είναι η είσοδος της φυλακής.
 Φέγγιζε ασπρουλό το ασβεστωμένο τετράγωνο γύρω στο δυνατό γλόμπο. 
Στεκόμασταν ακίνητοι, κατασυγκινημένοι. Λοιπόν; Επί το έργον! Ένα πράγμα εξαίσιο – αισθανόμουν άνετα. Ότι είχε ανοίξει ο δρόμος εμπρός μας! 
Πιο πάνω λίγο από τη φυλακή φέγγιζε κι ένα παράθυρο. 
― Τι είναι αυτό το παράθυρο; ρώτησα. 
― Είναι το Γυμνάσιο αυτού, μου είπαν,  έχει Ιταλούς. Ήταν πολύ κοντά. Εξακολουθούσα να ρωτώ αχνά. 
― Το ποταμάκι πώς θα το περάσουμε; 
― Έχει εδώ μπροστά μας ένα γεφυράκι. 
― Είναι βαθύ; 
― Έχει νεροφαγώματα που είναι βαθειά. 
― Η φρουρά της φυλακής, πού μένει; Μου δείξανε ένα μικρό οίκημα κοντά στη δώθε δεξιά γωνιά, στο συγκρότημα της φυλακής.
 ― Λοιπόν! Εμπρός! είπα τότε. 
Χώρισα τη δύναμη σε τέσσερις ομάδες και εξήγησα το σχέδιο: 
Η πεντάδα του Κατσώνη να πιάσει το γεφυράκι, θα το κρατήσει με κάθε τρόπο μέχρι να τραβηχτούμε κι ο τελευταίος από τη φυλακή. 
Η πεντάδα του Νικηταρά, να έμπαινε στο σπιτάκι που κοιμούνται οι χωροφύλακες να τους αφοπλίσει. 
Η πεντάδα του Σόλωνα και Καλύβα, να προχωρήσουν πέρα από τη φυλακή, ανοιγμένοι ημικύκλιο, να μας καλύπτουν από την πόλη, να μην έρθει καμιά περίπολος. 
Η άλλη πεντάδα με τον Γιώργο Καραχάλιο (κι ένας εγώ έξη), να ανοίξουμε τη φυλακή. Οι δυο συναγωνιστές που περίσσευαν, θα μένανε με τους συνδέσμους και τους αγωγιάτες. Πριν απ’ όλα, όμως, το μεγάλο πρόβλημα ήταν, πώς ν’ αφοπλίσουμε τους σκοπούς.... 

― Αυτό θα το κανονίσουμε επί τόπου, είπα, θα ιδούμε και θ’ αποφασίσουμε. Ρώτησα αν υπάρχει απορία σε κανέναν. 

― Όχι! Όχι! – είπαν όλοι αχνά. Και κατηφορίσαμε. 
― Εδώ θα μείνουν οι σύνδεσμοι με τα μεταγωγικά! είπα σιγά και δε σταθήκαμε καθόλου οι άλλοι. 
Παρακάτω, μου φάνηκε ότι έπρεπε να πάρουμε μέτρα να μην παραπλανηθούμε στο γυρισμό. Φώναξα λοιπόν, έναν από την πεντάδα του Κατσώνη, να μείνει κάπου εκεί και πιο κάτω, άλλον έναν να στοιχίζουν το δρομολόγιο, ανάμεσα στα μεταγωγικά και στο γεφυράκι.
 Είπα και στους δυο να ‘χουν άγρυπνα το νου τους προπαντός αριστερά, ήταν πόστο-μπλόκο από κει. Στο δεύτερον είπα να ‘ρθει ως το γεφύρι, να το δει πού είναι και να γύριζε να συναντήσει τον πρώτο σύντροφό του και κατόπιν να κινείται ανάμεσα στις δυο θέσεις. 
Δίχως φασαρία όμως! 
Φτάσαμε στο γεφυράκι, ένα μικρό τοξωτό πέρασμα, πνιγμένο στα χόρτα. Και το ποταμάκι από κάτω, πνιγμένο κι αυτό στα χόρτα, φλοίσβιζε ήσυχο. Αυτή η ύπουλη ησυχία του, το κάνει επικίνδυνο – είπα – δεν πρέπει να μπλέξουμε μαζί του. 
Έμεινε ο Κατσώνης μ’ άλλους δυο στο γεφύρι και οι υπόλοιποι περάσαμε. 
Ένοιωσα τον εαυτό μου να τεντώνεται ολόκληρος. «Ώρα μας καλή!» ψιθύρισα μοναχός μου. Κατάλαβα αμέσως το δρόμο πετρωτόν κάτω απ’ τα πόδια μας. 
Γύρισα και σταμάτησα τη μικρούλα φάλαγγα. Έβαλα πρώτον τον Καραχάλιο. 
― Θα βαδίζεις δίπλα μου, του είπα. Δεύτερον έβαλα το Βαρδουσάκο, τον ήθελα βοηθό μου. Από κοντά οι άλλοι. 
Πέρασα δίπλα σε όλους και τους ψιθύρισα στ’ αυτί: 
― Θα κρατάει ο ένας τον άλλον από τη χλαίνη. Και, κυττάξτε! Έτσι θα περπατάμε, θα σηκώνουμε στο κάθε βήμα ψηλά το πόδι, σα να πατάμε σταφύλια. Έχει πολλά λιθάρια ο δρόμος, ούτε ένα δεν πρέπει να κλωτσήσουμε! 
Έσκυβαν κοντά μου μέσα στο σκοτάδι οι λεβέντες, ν’ ακούσουν τι τους έλεγα, να δούνε και πώς ήθελα να περπατάμε. Ξαναγύρισα μπροστά. 
― Έτοιμοι συναγωνιστές,  φώναξα πνιχτά. 
Πιαστείτε και ξεκινάμε! 
Ένοιωσα πίσω μου το χέρι του Βαρδουσάκου. Και ξεκινήσαμε. Μια αστεία σαρανταποδαρούσα, γίναμε, που περπάταγε αργά κι αδέξια. Ανασαίναμε αχνά, για ν’ ακούμε γύρω μας, τι γίνεται. Και περάσαμε έτσι, πρώτα πενήντα, ύστερα εκατό, περάσαμε διακόσια μέτρα. 
Μέναν τα λιγότερα πλέον. 
Όλη αυτήν την ώρα, βλέπαμε τη μισόφωτη μάντρα της φυλακής, πάνω από τις σκοτεινές φράχτες. Όλα άκρα ησυχία για την ώρα. 
Δίπλα μας μονάχα, έφτανε από την πόλη, πρόσχαρο κι ανέμελο, το ποτιστικό αυλάκι με μπόλικο νερό γκλου-γκλου-γκλου. 
Ξάφνου, είδαμε ένα ζωηρό, περίεργο αντιφέγγισμα πίσω από τις φράχτες, έγλειψε τους δώθε τοίχους της φυλακής. 
Σα να άναψαν κάποια φωτιά και να έπεφτε γρήγορα ο λαμπρός της. Κι αμέσως πάλι κατόπιν το ίδιο. Παραξενευτήκαμε, αλλά δε σταθήκαμε. Τεντωνόμαστε ψηλά να δούμε. Σώναμε το φράχτη δεξιά μας. Και μόλις ξεμυτίσαμε τα είδαμε όλα. Τρεις χωροφύλακες κάθονταν σε καρέκλες, γύρω σε μια φωτιά. 
Ρίχνανε κάθε τόσο προσανάμματα και η φωτιά έδινε απότομα λαμπρό κι έπεφτε ξανά. Αυτό ήταν λοιπόν! Φαίνονταν καθαρά τα καθισμένα σώματά τους, φωτισμένοι από μπρος, σαν ζωγραφιστοί και τα όπλα τους όρθια μπροστά τους, βγαίναν οι κάννες τον ανήφορο στους ώμους τους, δίπλα στα μάγουλά τους. 
Είχαμε σταθεί στον τόπο. Χόρευε η καρδιά μου από ενθουσιασμό. Γύρισα και πέρασα τη μικρή μας φάλαγγα. 
― Σπουδαία! έλεγα ψιθυριστά. Τους βρίσκουμε μαζεμένους και γύρω στη φωτιά! Δε βλέπουν πίσω τους ούτε τη μύτη τους. Το νου σας μόνο στα λιθάρια! Τα πόδια μας ψηλά. Κέφωσαν όλοι. Ξαναπήγα μπροστά κι έδωσα το όπλο μου στο Βαρδουσάκο. 
Θα μου χρειάζονταν ελεύθερα και τα δυο μου χέρια. Και ξεκινήσαμε πάλι. Θυμήθηκα τότε το περίστροφό μου, το ελάττωμα της θήκης μου. 
Ήταν μαλακή. Και το περίστροφο, ένα μακρύκαννο Σμιθ-Ουέσσον (από την πρώτη-πρώτη ρίψη της Γκιώνας ακόμα). 
Πιανόταν λοιπόν η ακή του στόχαστρου στο δέρμαν όταν τραβούσα να το βγάλω, μπερδευόταν και δεν έβγαινε. Όσο πιο πολύ βιαζόμουν τόσο πιο πολύ αυτό έμπλεκε. 
Κι όλο έλεγα την κάθε φορά ν’ αλλάξω τη θήκη κι όλο την άφηνα. Άπλωσα λοιπόν, την ξεκούμπωσα κι έβγαλα το περίστροφο απάνω-απάνω, το μισό να ΄ναι κιόλας έξω. Οι σκοποί ρίχνανε συνέχεια προσανάμματα στη φωτιά τους.
 ― Ρίξτε! Ρίξτε! αγαλλιούσα από μέσα μου. Κάτι έλεγαν μεταξύ τους, ευχάριστα γιατί γελούσαν. Και ζυγώναμε, αργά, δίχως άχνα, έτοιμη για όλα η σαρανταποδαρούσα! 
Στα τριάντα, στα είκοσι, στα δέκα μέτρα. Ανασήκωσα αργά τα χέρια μου να τραβηχτούνε τα μανίκια απάνω να ‘χω πιο πολύ αέρα κι άπλωνα να αρπάξω τα δυο όπλα, τουτουνών εδώ που ήσαν οι πιο πρόχειροι… 
Δίπλα μου ο Καραχάλιος ετοιμάστηκε κι αυτός για τον τρίτον. Δυο μέτρα ακόμα και θα ‘μασταν απάνω τους. Τότε ξάφνου, ξέχασα ο ίδιος να σηκώσω τόνα πόδι μου ψηλά, πήρα σβάρνα ένα λιθάρι.... 




Πετάχτηκαν αλλόφρονες οι χωροφύλακες. 

― Στα όπλααα! μπήξανε ένα έντρομο ρεκαλητό. 
― Σκασμός! χιμήξαμε εμείς άγριοι απάνω τους. 
― Ήσυχα! Ήσυχα, παιδιά! τους συμβούλεψε έντονα ο Καραχάλιος. Εγώ ο Καραχάλιος είμαι. Ήρθανε τα κατσαντώνια! (Έτσι μας λέγανε μεταξύ τους οι χωροφύλακες). Και τους είχαμε αρπάξει. Τους κύκλωσε όλη η δύναμή μας ορμητικά. Αυτοί τινάζονταν αλαλιασμένοι. Παραδόθηκαν. Τους πήραμε τα όπλα, όλα, δίχως άλλο τίποτα. Τέντωνα όλος αγωνία το αυτί μου – «ν’ ακούστηκε η φωνή τους;». Το αυλάκι δίπλα έτρεχε γκλουγκλουκίζοντας χαρούμενο. Λιγάκι ενοχλητικό. Ήταν όμως ησυχία. 
― Υπάρχει άλλος σκοπός; ρώτησα τους σκοπούς. 
― Χα! Είναι ο τάδε! γύρισαν απότομα αυτοί στον Καραχάλιο. Ρώτησε ο Καραχάλιος το σύνθημα και το παρασύνθημα, πήρε έναν αντάρτη ακόμα κι έφυγαν. 
― Προσοχή, Γιώργο! του φώναξα. Είχαν να περάσουν μπροστά στον οικίσκο της φρουράς και να βγουν το πίσω μέρος της φυλακής, φάτσα στο Γυμνάσιο. Περιμέναμε καρδιοχτυπώντας. Τώρα ήταν πάλι ο κίνδυνος!
 « ― Στρίψαμε στη γωνία, θυμάται ο Καραχάλιος, και τότε έσκουξε ο σκοπός «Αλτ!». 
― Εγώ ο Καραχάλιος είμαι, ρε τάδε! τούπα. 
― Δεν ξέρω κανέναν Καραχάλιο εγώ,  είπε απότομα αυτός. Προχώρα στο παρασύνθημα! » 
Του το είπα και προχωρούσαμε, έτοιμα τα όπλα μας. Εκείνος στην αρχή ξένοιασε ύστερα κάτι σα να υποψιάστηκε. Έκαμε να τιναχτεί. Είχαμε ζυγώσει όμως – τον αρπάξαμε.
 ― Ήσυχα, του είπα κι αυτουνού, είναι τα κατσαντώνια!». 
Νάτοι, φάνηκαν σε λίγο! Μας τον φέρανε κι έχασκε άναυδος ο άνθρωπος. 
― Από δω τώρα!… από κει! άρχισαν τότε να λένε και οι τέσσερις μαζί οι αιχμάλωτοι. 
― Ήταν η δουλειά να τα κάμετε μοναχοί σας αυτά! τους είπα. Τώρα τι τα θέλουμε… 
Έπρεπε να φεύγει, κάθε μια πεντάδα στην αποστολή της. Όμως κοντοστάθηκα. Με πείραζε στην είσοδο της φυλακής αυτός ο δυνατός γλόμπος, όλο αναίδεια. Σκέφτηκα να πάρω ένα όπλο και να του δώσω μια με το κοντάκι. Ύστερα όμως είπα όχι. 
― Να υπάρχει φως στη φυλακή είναι κανονικό, σκέφτηκα. Ύποπτο είναι να μην υπάρχει. Κι οπλισμένοι άνθρωποι γύρω στη φυλακή, πάλι κανονικό είναι. Είπα μόνο στους αντάρτες, ότι να περνάνε με αέρα στο φωτισμένο μέρος, όχι πολλοί μαζί όμως. 
― Τώρα κάθε πεντάδα στη θέση της! Και σκορπίσαμε. Άφησα τρεις από τη δική μου την πεντάδα να φυλάνε τους σκοπούς, παράμερα, στο μισοσκόταδο. Με τον Καραχάλιο και το Βαρδουσάκο μπήκαμε στην είσοδο της φυλακής. Ήταν μια θολωτή στοά έξη-εφτά μέτρα μάκρος, δυο-δυόμισι πλάτος. 
Στην είσοδο της στοάς, ελεύθερα, δεν υπήρχε εμπόδιο, δεν είχε πόρτα. Στην άλλη άκρη της, μια πύλη όλο σιδεριές. Άρχιζε αυτού το προαύλιο της φυλακής. Αριστερά και δεξιά στους τοίχους της στοάς, από μια πόρτα. Αριστερά το γραφείο. 
Δεξιά, δεν ξέρω, το επισκεπτήριο ή αποθήκη, μου φαίνεται. 
― Εδώ μέσα μένει τη νύχτα ο φύλακας! είπε ο Καραχάλιος για την πόρτα αριστερά. Τη δοκίμασα με την πλάτη, βολική μου φάνηκε. Τότε όμως θυμήθηκα:
 ― Τηλέφωνα αυτόματα έχει η Λειβαδιά; 
― Έχει! τα θυμήθηκε κι ο Γιώργος ζωηρά. 
― Η φυλακή έχει; 
― Έχει! Έχει!
 ― Ξέρεις από πού βγαίνει; 
― Ξέρω! 
― Έβγα κόψ’ το. Βγήκε γρήγορα ο Καραχάλιος. Ο Βαρδουσάκος φύλαγε στη στοά. Πήρα τότε φόρα κι έπεσα ορμητικά με τον ώμο μου απάνω στην πόρτα του γραφείου. Πήγαμε κι εγώ κι η πόρτα μέσα. Με το πρώτο… 
Βρέθηκα σ’ ένα μικρό ευχάριστο, ευχάριστο δωμάτιο. Αριστερά, στη γωνιά στο βάθος ένα τραπέζι με χαρτιά και μολύβια, μελανοδοχεία, χάρακες. Μπροστά μου κολλητά στο δεξιό τοίχο ένα κρεβάτι. Ένας άνθρωπος κοιμόταν στο κρεβάτι. Ήταν κουκουλωμένος ολόκληρος μ’ ένα λερό γκρίζο πάπλωμα, φτηνό. Κοιμόταν του καλού καιρού. 
«Άειντε, άειντεεε!» έκαμα με κέφι! 
Κι έπιασα το πάπλωμα με τόνα μου χέρι και το ταρακούνησα. Τινάχτηκε τότε το κοιμισμένο κορμί, ένα υποψιασμένο τίναγμα. Έμεινε ξανά λιγάκι ακίνητο. Ύστερα είδα κάτι δάχτυλα χεριών ισχνά, που ξεφύτρωσαν κι ανασήκωσαν φιλύποπτα το πάπλωμα. Ανάμεσα στα δυο χέρια ξεφύτρωνε αργά κι ένα κεφάλι, ανασηκωτό σα νεροφίδα, φάνηκε ένα μούτρο, ήτανε λιπόσαρκο, κι εξαίσια αστείο. Κοκκάλωσε μόλις με είδε, γκούρλωσε τα τσιμπλιασμένα μάτια του. 
― Σήκω απάνω! του ‘βαλα μια φωνή. Γρήγορα! Γρήγορα! Αυτός έδωσε ένα τίναγμα ξανά, δεν ξεκόλλαγε από πάνω μου τα μάτια του, έφερε τα χέρια πίσω να βοηθήσει το κορμί του να σηκωθεί. Έπεσε το πάπλωμα απ’ το στήθος του, είδα ξαφνικά και φορούσε γκριζοπράσινο ιταλικό πουκάμισο. 
― Ιταλός, ο διάολος! έκαμα εξαγριωμένος. Και η κίνησή του πίσω, σα να ψαχούλευε να τραβήξει πιστόλι. Τράβηξα εγώ αστραπή το δικό μου. 
― Ψηλά τα χέρια! – του ρίχτηκα. Και τεντώθηκα απάνω του, πάνω από το κρεβάτι του, κόλλησα την κάννη μου στην κοιλιά του. Του κόπηκε η ανάσα, ο φουκαράς. Τίναξε σπασμωδικά τα χέρια του κατατεντωμένα απάνω, έτρεμε και το κορμί του άβολα μισοσηκωτό, άνοιξε το στόμα του να χάσκει και τα μάτια του πελώρια σαν ζητώντας έλεος. 
Τραβήχτηκα ξανά ορθός. Το πιστόλι μου τον σημάδευε συνέχεια. 
― Σήκω απάνω! του ξανάπα. Τα κλειδιά! Πού είναι τα κλειδιά; Τότε αυτός έκαμε ένα αστείο νέο τίναγμα, έφερε απότομα το αυτί του προς εμένα και χωνί το χέρι του, δηλαδή «Τι, τι είπα!» να το εκτελέσει αμέσως. 
― Βρε! Κουφός είναι! έμεινα σύξυλος εγώ. Εκείνη τη στιγμή έφτανε απόξω κι ο Καραχάλιος. 
― Μωρέ είναι ο Μίμης ο κουφός! έκαμε πίσω μου. 
Κύττα, να μην το σκεφτώ!…... 


Κι εγώ στριφογύριζα το χέρι μου στο φύλακα, να του δώσω να καταλάβει. 
― Τα κλειδιά! Τα κλειδιά! 
― Άαα, τα κλειδιά! – έλαμψε τότε με μιας το πρόσωπό του κι αυτουνού και πετάχτηκε ορθός, κρατούσε μπροστά και το μακρύ σώβρακό του να μην του πέσει.
Μια χουφτούλα άνθρωπος κι έτρεμε απ’ τη βιασύνη του, ολοπρόθυμος. Έψαχνε λαχανιασμένος στο τραπέζι, αναποδογύρισε βιβλία, σφραγίδες, χαρτιά. Δεν τα βρήκε αυτού. Άνοιξε ένα συρτάρι. Ύστερα δεύτερο. Επί τέλους νάτα! Τ’ άρπαξε και μου τάδωσε, άστραφταν τα μούτρα του.
― Ο Δάσκαλος,  του λέω τότε (έτσι τον έλεγαν τον πατέρα στη φυλακή). 
Πού είναι ο Δάσκαλος; 
― Άαα, ο Δάσκαλος, έκαμε έκθαμβος ξανά! Απάνω! Απάνω! Στο Δέλτα! Πήρα τα κλειδιά και βγήκα τρέχοντας από το γραφείο. Στάθηκα μπροστά στη σιδεριά, δοκίμασα και βρήκα το κλειδί της κλειδαριάς, την άνοιξα, έπεσε στα χέρια μου το σώμα της, βαρύ και στρογγυλό, σα χειροβομβίδα. 
Τόβαλα στην τσέπη μου. 
― Να το κρατήσω για ενθύμιο, σκεφτόμουν.
 Έπιασα να βγάλω και το άλλο μισό, το ζυγό. Αυτό θέλει την τέχνη του για να βγαίνει, το ‘μαθα αργότερα στις φυλακές που μας κλείσανε και μας σκότωναν! Από κολλητό στην πόρτα που είναι, πρέπει να το φέρνεις κάθετο. 
Εγώ, δεν τόφερα κι αυτό, αντί να βγει, έσφιξε. Όσο το πίεζα απάνω, τόσο εκείνο έσφιγγε. 
Με πιάσαν τα δαιμόνια. Ανανοήθηκα, για μια στιγμή, τον κίνδυνο που μας απειλούσε. Άρπαξα το όπλο μου από το Βαρδουσάκο, το γύρισα ανάποδα κι έδωσα μια με το πέδιλο του κοντακιού στο σφηνωμένο σιδεράκι. Τότε αυτό, τινάχτηκε ψηλά κι έκαμε ένα ντίννν στον αέρα, τόσο χαρωπούτσικο κι ενθαρρυντικό… 
Το ‘πιασα εύθυμα κι εγώ, όπως έπεφτε και το ‘βαλα κι αυτό στην τσέπη μου. Έσπρωξα τη σιδεριά, ένα της κομμάτι ήτανε και πόρτα, και πλέον δρασκελούσα στο προαύλιο. Ξάφνου, όμως, θυμήθηκα – η παραγγελία του πατέρα λέω!: «Αν πάλι το αποφασίσεις, ο Θεός να σας βοηθήσει. Κι έχε το νου σου στο καμπανάκι!». 
― Το καμπανάκι, πού είναι; – γύρισα στον Καραχάλιο. ― Νάτο! – μου κάνει αυτός, και γελούσε. Ακουμπούσε η άκρη το γλωσσίδι του στο δίκωχό μου.
 Το είδα, δίστασα μια στιγμή – «άσ’ το!» είπα κατόπιν κι ορμήσαμε στο προαύλιο. Κοντά μου ο Βαρδουσάκος. Ο Καραχάλιος έμεινε να επιβλέπει κάτω. Τέσσερα-τέσσερα πηδώντας τα σκαλιά. Είχε ένα μπαλκόνι τσιμεντένιο απάνω, δίχως κάγκελα. Δεν ήξερα ποιος είναι ο δέλτα θάλαμος. Άνοιξα την πρώτη πόρτα αριστερά μου.
 Ξεκλείδωσα, την έσπρωξα αργά, και στάθηκα ορθός στο άνοιγμα. Με χτύπησε ένας πηχτός βρώμικος αέρας, σαν ξυνισμένος και μούρθε αναγούλα. Ένα μπλε λαμπιόνι φώταε αμυδρά κρεμασμένο απ’ το νταβάνι. Στρώμα κάτω, όλο το πάτωμα ανθρώπινα κορμιά, το ένα κολλητά με τ’ άλλο, ίσαμε σαράντα άτομα. Άκουγες ροχαλητά.
 ― Ο Δάσκαλος, παιδιά! – είπα σιγανά – εδώ είναι ο Δάσκαλος; 
Αναδεύτηκαν μερικά κορμιά, ανασηκώθηκαν πέντε-έξη κεφάλια. 
― Όχι! Όχι! Στο άλλο! – μου αποκρίθηκαν. Τίποτ’ άλλο… 
Έγειρα αργά ξανά αυτή την πόρτα, πέρασα την κλειδαριά στις παρδαβέλλες, δίχως να ξανακλειδώσω όμως, πήγα γρήγορα κι ανάλαφρα στην άλλη. Κάνανε ένα γάμα κεφαλαίο οι δυο θάλαμοι. Άνοιξα κι εδώ, τ’ αυτί μου τσιτωμένο έξω. Ησυχία πάντα! 
― Σπουδαία! Σπουδαία ως την ώρα! – χόρευε μέσα μου η αγαλλίαση.... 




Άνοιξα και μπήκα γρήγορα. Για καλό και για κακό, έβγαλα και το περίστροφο στο χέρι. Μ’ έπνιξε κι εδώ η μπόχα. Εντελώς μπροστά μου ήταν η βούτα, ο βρωμοντενεκές, που κάνουν οι κρατούμενοι τη νύχτα την ανάγκη τους. Έχοντας εγώ, αχόρταγος το νου μου στο θάλαμο, σκόνταψα δυνατά, με τη μύτη της αρβύλας μου, έδωσα μια στο ντενεκέ, έγινε ένα μπαμ, πετάχτηκα εγώ, πετάχτηκαν και οι κρατούμενοι, πετάχτηκαν ψηλά και τα ζουμιά του ντενεκέ, φτάσαν ως τα μούτρα μου. Αηδίασα φριχτά. Το δικό μου το πνευμόνι, κάντιο Παρνασσός, έλατο και κέδρο. 
Προχώρησα. Ο θάλαμος ήταν όλος αριστερά. Μπροστά μου, πέντε-έξη κρατούμενοι κοιμούνταν κατάχαμα στο πάτωμα, οι άλλοι όλοι σε ξύλινα κρεβάτια. Φως εδώ, περισσότερο από τον άλλο θάλαμο. Έστριψα αριστερά, στο διάδρομο ανάμεσα στις δυο σειρές τα κρεβάτια, το περίστροφο στο χέρι. Περπατούσα δυνατά, έτρωγα τα κρεβάτια με τα μάτια. Οι κρατούμενοι, όσοι είχαν πεταχτεί, μείνανε κοκκαλωμένοι. 
― Ο Δάσκαλος; Πού είναι ο Δά…. – ρωτούσα αχνά εγώ. Αλλά, νάτος! Τον είδα και μόνος μου. Κλώτσησε η καρδιά μου δυνατά. Χύθηκα κοντά του. Κοιμόταν στη γωνιά του, στο βάθος δεξιά, γυρισμένο το πρόσωπό του προς τον τοίχο. Φαινόταν μόνο το κεφάλι του. (Πώς πόνεσε η καρδιά μου…). 
Κουρεμένο. Κι ασπρισμένο. Πόσο ασπρισμένο!… 
― Έε! – έκαμα θλιμμένος – γέρασε ο πατέρας!… Βάδιζα αλέστα, ίσια στο κρεβάτι του. Τότε, κάτι σα να κατάλαβε κι εκείνος. 
Τον είδα, τίναξε μ’ ένα άγριο λαχτάρισμα το κεφάλι του, γύρισε με γουρλωμένα μάτια, με είδε που έφτανα απάνω του και βρέθηκε ολόστεγνα ορθός. Όρμησε ν’ αγκαλιαστούμε… 

― Παιδί μου! – έκαμε και πνίγηκε στο στήθος μου, έβαλε τα κλάματα. 
Κι εγώ,
 «Πατέρα!» είπα και πνιγόμουν.  
Αγκαλιαστήκαμε σφιχτά-σφιχτά. 

― Γρήγορα, Πατέρα! – τούπα κατόπιν. 
― Ντύσου! Σφούγγισε σπασμωδικά τα μάτια του. Άρπαξε το παντελόνι του, άρχισε να το φοράει. Οι άλλοι κρατούμενοι, ανακαθιστοί στα ρούχα τους, έμεναν χάσκοντας. 
― Ο γιος σας είναι, κύριε Δημητρίου; – έκαμε ένας στον Πατέρα. Τεντώθηκε ο Πατέρας: 
― Ναι! ο γιος μου! – είπε. 
Του δίναν συγχαρητήρια. Βάλανε τα κλάματα κι αυτοί. 
Τους χαιρέτησα κι εγώ και τους ευχαρίστησα.... 


Ο πατέρας, όμως, αργούσε. Άρπαξα τα παπούτσια του: 
― Γρήγορα, Πατέρα! – του ξανάπα. Έφτασε κι ο Βαρδουσάκος: 
― Γεια σου μπαρμπα-Νίκο! – είπε όλο καμάρι το αθάνατο παιδί. Γύρισε ο Πατέρας, έμεινε εμβρόντητος. 
― Κομνά! Κι εσύ, παιδί μου! – έβαλε μια φωνή και τον φίλησε το χτεσινό του μαθητή. 
Έκλαιγε συνέχεια. 
Τότε-δα, μας ήρθε μια γερή λαχτάρα. Σηκώθηκε σ’ όλη τη φυλακή, ένας τρανταμός υπόκωφος. Μου κόπηκε το αίμα. Όρμησα και βγήκα στο μπαλκόνι. Στην πόρτα στον άλλο θάλαμο!
 ― Τι συμβαίνει! Τι συμβαίνει! Τι να συνέβαινε… 
Είχε ανεβεί ο Γιώργος ο Πολύχρονος, είδε ανοιχτή την κλειδαριά, την έβγαλε, πάτησε στην πόρτα μια κλωτσιά κι έβαλε μια φωνή: 
― Έ-εεε! Κοιμόσαστε, μωρέ, ακόμα εσείς!
 Σηκωθείτε! 
Είναι ανοιχτή η φυλακή! 
Είσαστε ελεύθεροι!
 Και είχαν πεταχτεί ορθοί οι σαράντα του θαλάμου αυτού, και τους βρήκα – μάζευαν έξαλλοι τα πράγματά τους, φέρνανε σα βουρλισμένοι γύρω, και γινόταν πανδαιμόνιο. Κι ο Πολύχρονος, καμάρωνε – την χαιρόταν την κατάσταση, του καλού καιρού… 
Τον άρπαξα, τον τραβάω όξω με μανία, πετάχτηκα στις μύτες των ποδιών μου. 
― Σ-ςςς! Σ-ςςς! – έκαμα σε όλους. Καταλάγιασε με μιας ο τρανταμός. Σηκωθήκαν όλοι οι κρατούμενοι ορθοί.
 ― Τρελαθήκατε! – τους φώναξα και πνιγόμουν. 
― Θέλετε να καούμε όλοι εδώ μέσα; Δεν έλεγε κανένας τίποτα. 
― Σας δίνω το λόγο μου, – εξακολούθησα – θα φύγω τελευταίος από όλους σας. Θα κάμετε, όμως, ακριβώς, ό,τι σας πω. Αλλοιώς, τώρα κιόλας κλειδώνω πάλι την πόρτα. 
Σύμφωνοι; 
― Σύμφωνοι! Σύμφωνοι! – είπανε όλοι εύθυμα. 
― Λοιπόν, ετοιμαστείτε! Με απόλυτη ησυχία! Και θάρθω ο ίδιος να σας ανοίξω. Τότε είπε ένας:
 ― Ο γιος του Δάσκαλου είσαι, καπετάνιε; Χαμογέλασα. 
― Να ζήσεις, ορέ παλληκάρι! – έκαμε ωραίος. Συγκινήθηκα. 
― Όχι μόνο εγώ! Δεν είμαι μοναχός μου! – τούπα. 
― Όλοι σας! Και τ’ άλλα παλληκάρια! Να ζήσ’τε! Να ζήσ’τε! – έλεγαν όλοι μαζί. 
― Εύγε σας! Τους είπα ευχαριστώ, σύστησα ξανά ησυχία και βγήκα γρήγορα γέρνοντας την πόρτα. 
― Τι ήταν αυτό πούκαμες, τώρα; – είπα θυμωμένος στον Πολύχρονο. 
― Έλα μαζί μου! Κι έτρεξα ξανά στο Δέλτα θάλαμο. Ο πατέρας όμως, ακόμα νάναι έτοιμος. 
― Πατέρα! Ακόμα! – τούπα. Είχε ανεβεί στο κρεβάτι του ορθός, ντυμένος πια, αλλά κύτταζε να κατεβάσει όλα του τα μικροπράγματα από το ράφι του και είχε την αγκαλιά του γεμάτη άδειες κούτες τσιγάρα, τις είχε γεμάτες διάφορα είδη του. 
― Τι κάνεις εκεί! – Τούμπηξα τις φωνές. 
― Θα μας πιάσουνε στα χέρια! Κάτι έλεγε πως ήθελε να μην τα παρατήσει. Κατέβηκε. Έσκυψε και κάτω από το κρεβάτι. Τραβούσε κι απ’ αυτού ένα-δυο μικρά μπουκάλια. Αγανάκτησα. 
― Πατέρα – τούπα κι έβαλα το πόδι μου να τον εμποδίσω, σκύβοντας κι εγώ. Έπεσε το μπουκάλι κι έσπασε. 
― Πάει το λάδι! – έκαμε. 
― Λάδι θα κυττάξουμε τώρα, Πατέρα! – φώναξα.
 ― Να το δίναμε στους ανθρώπους – είπε για μερικούς άλλους κρατουμένους του θαλάμου. Αλήθεια! τότε πρόσεξα κι εγώ. Πέντε-έξη από τους φυλακισμένους μένανε ανακαθιστοί στα ρούχα τους. Αποσβολωμένοι. Φαίνονταν μεσόκοποι καλλιεργημένοι άνθρωποι. Οι άλλοι, ντύνονταν σπασμωδικά, ετοιμαζόντουσαν. 
― Εσείς τι κάθεστε! – είπα έκπληκτος στους καθιστούς. Σα να ξύπνησαν από όνειρο τινάχτηκαν. ― Εμείς, κύριε Δημητρίου, βγαίνουμε κανονικά αύριο-μεθαύριο – αποκρίθηκαν. 
― Μακάρι νάναι έτσι! – είπα.
 ― Μήπως όμως μετανοιώσουν οι Ιταλοί; Λέω να βγείτε τώρα πούναι σίγουρο! Γέλασαν αυτοί. 
― Λοιπόν! Έτοιμοι! – είπε επί τέλους ο Πατέρας και το μάτι του στα ρούχα του ύπνου. 
― Άσ’ τα! Άσ’ τα τώρα τα ρούχα – του λέω ανυπόμονος. 
― Τα ρούχα ν’ αφήσουμε; – έκαμε. 
― Τι λες; Και με τι θα σκεπαζόμαστε, μας τάχουν όλα καμένα στο χωριό! Τ’ άρπαξα όπως ήταν στην αγκαλιά μου.
 ― Πάρ’ τα, Γιώργο – είπα στον Πολύχρονο. 
― Πάρε και τον Πατέρα, μοιράστε τα στο δρόμο και φευγάτε για το γεφύρι. Πριν να φύγουν, φώναξε ο Πατέρας έναν άλλον κρατούμενο. 
― Ο κύριος Νικολάου Αντώνιος – μου τον σύστησε – δάσκαλος, από τη Θράκη, υπηρετούσε στη Δωρίδα. Διατρέχει κι αυτός μεγάλον κίνδυνο από τους Ιταλούς. Ήταν ένας νέος άνθρωπος, ψηλός. Είχε έτοιμη τη βαλίτσα του και περίμενε. Σφίξαμε τα χέρια. 
― Φευγάτε κι εσείς μαζί! – του είπα. Ύστερα γύρισα και στους άλλους.
 ― Ξεκινάτε κι εσείς σιγά-σιγά. Όλοι από το γεφυράκι θα φύγουμε! Και παρακαλώ πάρα πολύ, όσο μπορείτε πιο ήσυχα. Είναι ανάγκη να φτάσουμε αθόρυβα στο γεφύρι. Πετάχτηκα κατόπιν έξω. Στον άλλο θάλαμο περίμεναν αδημονώντας, όρθιοι, τους άκουσα κολλητούς πίσω απ’ την πόρτα.
 ― Ν’ ανοίξω μια στιγμή και στις γυναίκες – τους είπα – και γυρίζω αμέσως! 
Οι γυναίκες όμως, το δικό τους κρατητήριο ήταν στο πίσω μέρος της φυλακής, ισόγειο, φάτσα στο γυμνάσιο με τους Ιταλούς. Έπρεπε να κατεβώ τις σκάλες, να βγω τελείως έξω και να φέρω βόλτα το μισό τετράγωνο. Πώς αλλοιώς όμως να γίνει; Κατέβηκα τρέχοντας τα σκαλιά. Τρέχοντας και στη στοά. Στο απόξω μέρος όμως, πούταν και το φως, προσποιήθηκα τον αδιάφορο. 
Ύστερα σφίχτηκα πάλι. Περνώντας δίπλα στο οίκημα της φρουράς πήρε το αυτί μου θόρυβο ότι τελειώνανε κι εκεί. Είχε άλλα γούστα αυτού η δουλειά! Βρήκα κι εγώ την πόρτα στο θάλαμο των γυναικών. 
Δεν είχε όμως φως (και καλλίτερα). Μισογονάτισα λαχανιασμένος, «έλα τελειώνουμε!» έλεγα χαρούμενος. 
Πού να τελειώσω όμως! 
Παιδεύτηκα, νευρίασα, τρόμαξα να βρω ψαχουλευτά να βάλω το κλειδί στην κλειδαριά. 
Τέλος άνοιξα. Ήταν θεοσκόταδο. 
― Έι – είπα – μιλήστε μου. Πού είσαστε εσείς εδώ; Άκουσα που ανασηκώνονταν και προσανατολίστηκα. 
― Ποιος είναι; Τι θέλετε; – έκαμε μουδιασμένα μια φωνή και φοβήθηκε καταλαβαίνοντας τα χέρια μου να ψάχνουν. 
― Σήκω – λέω – θεια! 
Φεύγουμε!...



Άκουσα και μια άλλη γυναίκα, πετάχτηκε ορθή αυτή κι ετοίμαζε το ταγάρι της, μέσα και η καραβάνα, το κουτάλι, τ’ άλλα της πράγματα. Η καραβάνα με το κουτάλι βρόντηξαν. 

― Σιγά! – της φώναξα ανήσυχος.
 Έδωσε και η θεια Σοφούλα να πεταχτεί κι αυτή απάνω αλλά ξάφνου την κατάλαβα μαζεύτηκε. 
― Μπα, παιδάκι μου! – είπε – καλά είμαι εδώ εγώ. Δεν έχω να πάω πουθενά. 
― Μη φοβάσαι, θεια – της λέω κι εγώ γελώντας – είμαι ο τάδε. 
Έλα! Μην αργείς! 
Σου φέρνω χαιρετίσματα και από το Δήμο. 
― Μπα! – μπα! παιδάκι μου – έκανε η γερόντισσα. Τα χρειάστηκα.
 ― Εδώ – της ξαναλέω – μωρέ θεια! Δο μου τα χέρια σου. 
Να, σφαίρες, φυσεκλίκια, γένια, είμαστε αντάρτες! 
Σήκω!
 Έλεγε το στόμα της «μπα! – μπα!» αλλά τα χέρια της ψάχνανε λαχταρισμένα να βεβαιωθεί. Δεν το αποφάσιζε ωστόσο. Απελπίστηκα.
 ― Θα μας πιάσουν, μωρέ θεια – της κάνω. 
― Μπρος! Απάνω! 
Και την άρπαξα μαζί με τα σκεπάσματά της. 
Τι αλαφρούτσικη που ήταν! Κρίμα τόση δύναμη που έβαλα!
 Την έβγαλα έξω και τη στέριωσα στα πόδια της. ― Γρήγορα – τους λέω με την άλλη 
― Κοντά μου. Μπροστά εγώ, τα σκεπάσματα στον ώμο, κι από πίσω αυτές! Είχαν τελειώσει και με τη φρουρά. Όλο κέφι οι δικοί μας. Παραζαλισμένοι οι χωροφύλακες. 
― Πάρτε και τις γυναίκες – λέω στο Νικηταρά – και δρόμο! Έφυγαν κι αυτοί. Άφησα το Βαρδουσάκο και τον Καραχάλιο κάτω στην είσοδο και ανέβηκα ξανά στις σκάλες για το Γάμα θάλαμο. Έγινε αδημονία κι αναταραχή μόλις άνοιγα την πόρτα. 
― Λοιπόν – τους είπα πάλι – θα κατεβείτε στις μύτες των ποδιών σας. Ως το γεφυράκι, το ξέρετε όλοι το γεφυράκι; (ναι! – ναι! το ξέρουμε – είπαν πολλοί), πάλι στις μύτες των ποδιών κι ίσαμ’ εκεί.
 Πρέπει να κερδίσουμε όσο πιο πολύ δρόμο μπορούμε πριν μας πάρουν είδηση.
 Έχω το λόγο σας; 
― Τον έχεις! 
Τον έχεις, καπετάνιε! – αποκρίθηκαν με μιας όλοι αντάμα και πού να τους κρατήσεις πλέον… 
― Ώρα σας καλή λοιπόν και καλήν αντάμωση στον αγώνα! – τους φώναξα σιγανά.
 ― Ευχαριστούμε! Σας ευχαριστούμε λεβέντες! Να μας ζήσ’τε! 
Παραμέρησα και βγαίναν.
 Στριμωχτά και να μην κρατιώνται… 
Κατεβαίνανε τις σκάλες και οι ανάσες τους κομμένες. 
― Ψυχραιμία! – τους σύσταινα – ψυχραιμία! Βγήκαν κι από τη φυλακή ήσυχα.
Κατέβηκα κι εγώ. 
Είχαμε τελειώσει. Μούρθε τότε ξαφνικά σα νάταν όνειρο. Με πλημμύρισε μια αλλόκοτη αγαλλίαση. Μούρθε και να σουλατσάρω. Πήγα στο γραφείο του Διευθυντή. Ήταν πάντα ο φύλακας εκεί. Στεκόταν αμήχανος και μου χαμογέλασε δειλιασμένος. 
Έρριξα μια ματιά απάνω στο τραπέζι. Ζήλεψα μερικά μολύβια. Τα πήρα και τάβαλα στο χαρτοφύλακά μου. Εκείνη τη στιγμή ήρθε πάλι και δυνάμωνε νέος τρανταμός από μακρυά.
 Έτρεξα αλαφιασμένος έξω
. ― Το βάλανε στα πόδια οι διαόλοι! – είπανε ο Καραχάλιος κι ο Βαρδουσάκος. Και γελούσαν. 
Στάθηκα κι εγώ για μια στιγμή ακούοντας προς το γεφυράκι το φευγιό των κρατουμένων. Γέμισε όλη η νύχτα ποδοβολητό. Βροντούσαν και τα συμπράγκαλα μέσα στα σακούλια, πιάτα, καραβάνες και κουτάλια.
 Χαμογέλασα κι εγώ. Τότε όμως πίσω από τους κήπους, προς το πόστο-μπλόκο της Λαμίας, έσκισαν τη νύχτα άγριες ιταλικές κραυγές: 
― Άααλτ! Άααλτ! 
Κι βα λα!
 Άρχισαν αμέσως να φωνάζουν κι από το άλλο πόστο-μπλόκο, της Αράχωβας: «άααλτ! 
Κι βα λα!». 
― Μας πήραν είδηση! – είπα. 
― Καλυφθείτε μια στιγμή στους κορμούς! (είχε μερικές εληές στην άκρη στο αυλάκι).
 Έτρεξα πάλι μέσα στο γραφείο. Τράβηξα κι έκοψα τρία-τέσσερα φύλλα άγραφο χαρτί από το βιβλίο της υπηρεσίας. Πήρα ένα κόκκινο και μπλε μολύβι κι έγραψα γρήγορα: 
«Προς τις ιταλικές δυνάμεις Λειβαδιάς. 
Ευχαριστούμε που δε μας ενοχλήσατε απόψε στη δουλειά μας. 
Σας περιμένουμε και στα βουνά μας! 
Θάνατος στο Φασισμό! 
Ζήτω η Ελευθερία!
 Ζήτω η Ελλάδα! 6 – 3 – 43
 Για το Αρχηγείο Ανταρτών του ΕΛΑΣ Παρνασσίδας-Λοκρίδας-Δωρίδας και υπόγραψα... 


Πηγή: ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ, «ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ», Τόμος Β΄... 
mixanitouxronou.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.