Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

.... Σήμερα, Κυριακή 22 Δεκεμβρίου, ....

Δευτέρα 1 Αυγούστου 2016

ΟΙ ΔΩΡΙΕΙΣ και η πολις αυτων ΚΥΤΙΝΙΟΝ ΕΚ ΛΙΘΩΝ ΦΘΕΓΓΟΜΕΝΟ - ΒΙΚΤΩΡ ΣΑΜΠΩ - ΜΕΡΟΣ 5ον


Ενδιαφέρον παρουσιάζει για τον καθένα από εμάς, η επιμέρους ιστορία του τόπου που γεννήθηκε, γιατί όποιος την ιστορία του τόπου του δεν γνωρίζει, το πώς και το γιατί από την πανάρχαια εποχή, στις αμάθειας το σκοτάδι μένει, και ζει μονάχα το πέρασμα του από τη μια μέρα στην άλλη της ζωής του.
Βίκτωρ Παν Σαμπώ......
Με συνεχόμενες δημοσιεύσεις κάθε Δευτέρα, θα σας παρουσιάσουμε το πόνημα του Βίκτωρα Π. Σαμπώ από το Παλαιοχώρι ΄΄ ΟΙ  ΔΩΡΙΕΙΣ και η πολις αυτων ΚΥΤΙΝΙΟΝ ΕΚ  ΛΙΘΩΝ ΦΘΕΓΓΟΜΕΝΟ΄΄.
Μετά την τελευταία δημοσίευση στην δεξιά στήλη θα μπορείτε να βρείτε ολόκληρο το πόνημα.
5ο μέρος:....
  • ΑΡΧΑΙΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ (Στην ευρύτερη αρχαιολογική περιοχή και η τύχη αυτών)
  • ΑΛΛΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΕΚΤΟΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ.....
    ΑΡΧΑΙΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ
ΣΤΗΝ ΕΥΡΥΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΕΡΙΟΧΗ
ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΤΙΝΙΟΥ ΚΑΙ Η ΤΥΧΗ ΑΥΤΩΝ

  Παλαιολιθική ( 30000 π. Χ. έως 10000 π. Χ.) και Μεσολιθική εποχή (10000 π. Χ έως 6500 π. Χ.): Από την εποχή αυτή έχουν βρεθεί, σε περιοχή του Αποστολιά, και έχουν παραδοθεί (από τον συγχωριανό μας κ. Νίκο Γάσπαρη) στη ΙΔ’ Εφορεία Αρχαιοτήτων Λαμίας, 204 τεμάχια από ξέστρα, λεπίδες, πυρήνες πυριτόλιθου και χαλαζία, 3 φολίδες και λίστρο από πυριτόλιθο, μία αιχμή βέλους επίσης από πυριτόλιθο και ένας ακέραιος λίθινος πέλεκυς. Άρα μπορούμε να υποθέσουμε ότι την εποχή αυτή, στην ευρύτερη περιοχή του Παλαιοχωρίου - περιοχή ποταμιάς - υπήρχαν μόνιμοι οικισμοί κυνηγών τροφοσυλλεκτών.

   Νεολιθική εποχή: Η ύπαρξη άφθονων σπασμένων πήλινων αγγείων (όστρακα ονομάζονται από έναν αρχαιοελληνικό όρο) και άλλων πήλινων αντικειμένων στην περιοχή του Παλαιοχωρίου Δωριέων είναι άθικτα λείψανα, που μαρτυρούν κάτι πολυσήμαντο, δηλαδή μόνιμη και σταθεροποιημένη οίκηση από το 6000 π. Χ. και πέρα, σε όλη την Αρχαιότητα. Τα στοιχεία που βγαίνουν από τη μόνιμη αυτή εγκατάσταση δε μοιάζουν καθόλου  με τον νομαδικό ή τον ημινομαδικό τρόπο ζωής. Ένα άλλο στοιχείο, που επιβεβαιώνει την εκδοχή αυτή, δηλαδή τη μόνιμη και σταθεροποιημένη οίκηση, είναι ότι η τοπογραφική θέση του Παλαιοχωρίου προσφέρει ήλιο και αέρα για το στέγνωμα του πηλού προτού αυτός ψηθεί. Ακόμη διαθέτει εύφορη και καλλιεργήσιμη πεδιάδα. Για την εποχή αυτή δεν έχουμε ενδείξεις αν υπήρχαν μέταλλα στη περιοχή (είναι σπάνιο φαινόμενο, γιατί οπωσδήποτε έχει επέλθει διάβρωση ).

   Εποχή της Χαλκοκρατίας: Από την εποχή αυτή (το τέλος της ήταν ο 12ος αιώνας π. Χ.), δεν έχει βρεθεί κανένα στοιχείο στην ευρύτερη περιοχή του Παλαιοχωρίου, παρ’ ότι ο τόπος κατοικείτο.

   Όπως είναι γνωστό έχουν βρεθεί και συνεχώς έρχονται στην επιφάνεια, στον Άγιο Γεώργιο, στο λόφο του Προφήτη Ηλία, στα Μάρμαρα, στα Μαρμαράκια και σε άλλες περιοχές νομίσματα, αγαλματίδια, επιγραφές, αιχμές βελών, κτερίσματα, διάφορα κεραμικά, αναθηματικές στήλες, κατεργασμένες πέτρες κ.ά. Εκτός όμως από τα ευρεθέντα και παραδοθέντα στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, υπάρχουν και πολλά άλλα, που έφεραν στο φως λαθραίες και βεβιασμένες νυχτερινές ανασκαφές μιαρών ανθελλήνων αρχαιοκαπήλων, στα χρόνια κυρίως της γερμανικής κατοχής, μεταγενέστερα και ΔΥΣΤΥΧΩΣ, ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ.
Ακόμη έχουν βρεθεί  επιγραφές ή αναθηματικές στήλες όπως:
·         Στην 1η Αρχαιολογική περιοχή (Μάρμαρα) έχει βρεθεί πλάκα 0,80Χ0,50Χ0,10 με χαραγμένο το όνομα ΞΕΝΙΤΑΣ. Ίσως είναι το όνομα του Δωριάρχη ΞΕΝΙΤΑ.. (Άγνωστο που βρίσκεται σήμερα).



·         Στην ίδια περιοχή, το έτος 1988, έχει βρεθεί αναθηματική στήλη 0,97χ0,47χ0,23 με χαραγμένο το όνομα ΑΓΕΔΑΜΟΣ ΦΗΓΕΥΣ και πάνω απ’ αυτό το όνομα ΔΑΜΟΦΑΝΗΣ.  Η στήλη αυτή βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Λαμίας.



Η αναθηματική στήλη με χαραγμένο το όνομα ΑΓΕΔΑΜΟΣ ΦΗΓΕΥΣ και από πάνω του το όνομα ΔΑΜΟΦΑΝΗΣ

·         Στην αυτή περιοχή έχει βρεθεί αναθηματική στήλη με χαραγμένο το όνομα ΛΕΩΝ  ΚΛΕΑΓΟΡΑ. Η αναθηματική αυτή στήλη βρίσκεται στο χωριό, στο σπίτι του Ι. Α. Κανηρά.



·         Στην 2η Αρχαιολογική ζώνη ( Προφήτης Ηλίας - Αγία Αικατερίνη – Μαρμαράκια) βρέθηκε πέτρα 0,66Χ0,50Χ0,30 με χαραγμένο το όνομα ΩΚΥΤΟΣ   


·         Επίσης σε χωράφι του Αθανασίου Σουφλή είχαν βρεθεί θρυμματισμένες πέτρινες κολώνες με αυλακώσεις και ένα πέτρινο κυανόκρανο.
·         Στο ίδιο χωράφι βρέθηκε πήλινη κορνίζα διακοσμημένη με μαίανδρο και πολλοί τεμαχισμένοι αμφορείς.
·         Στη θέση «Κόκκαλη» βρέθηκε αναθηματική πλάκα με την επιγραφή ΚΛΕΩΝ. Όλα αυτά, που βρέθηκαν στο χωράφι του Αθανασίου Σουφλή και στη τοποθεσία «Κόκκαλη»  βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θηβών.
·         Όταν ανοίχτηκαν τα θεμέλια της βιβλιοθήκης του χωριού βρέθηκε αρχαίο κράνος – άγνωστης εποχής – και παραδόθηκε στο Μουσείο της Χαιρώνειας.
·         Στη θέση Παλαλού, ανακαλύφτηκαν κατά το όργωμα χωραφιών,   πριν από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αρχαία κτίσματα. Μέσα στα κτίσματα αυτά βρέθηκαν και φυγαδεύτηκαν προς άγνωστη κατεύθυνση μαρμάρινα και χάλκινα αντικείμενα καθώς και νομίσματα, που επάνω τους απεικονίζονται οι μορφές του Φιλίππου και του Μ. Αλεξάνδρου.
·         Το 1988 έλαβε γνώση η ΙΔ’ Αρχαιολογική Υπηρεσία Λαμίας για την εύρεση των τριών διοικητικών – νομοθετικών πράξεων των αρχόντων του Δωρικού Κυτινίου, χαραγμένων πάνω σε πέτρες που βρίσκονται στο Παλαιοχώρι. Σήμερα βρίσκονται στο Αρχ. Μουσείο της Άνω Τιθορέας.
·         Κατά τη διάνοιξη του δρόμου προς Προφήτη Ηλία βρέθηκαν (από τον κ. Νίκο Γάσπαρη) (α) τεμάχιο κεράμου Λακωνικού Τύπου με εμπίεστη σφραγίδα, (β) αγαλματίδιο καθιστής γυναίκας με τα πόδια λυγισμένα προς τα γόνατα και ανοιχτά. Τα ευρήματα αυτά παρεδόθησαν στο Υπουργείο Πολιτισμού.
·         Στα λίγα ευρήματα που έχουν βρεθεί, μέχρι σήμερα,  στο Κυτίνιο, κατατάσσουμε και δύο ενεπίγραφες πλάκες (1 και 2) που φανερώθηκαν κατά την κατεδάφιση του παλαιού ιερού Ναού του Αγίου Γεωργίου.
   Οι πλάκες, που και οι δύο είναι γραμμένες κατά την εποχή της ρωμαιοκρατίας στην Ελλάδα φανερώνουν:
   Η μία, ότι είναι μέρος στήλης μνήμης, όπως ευκρινώς φαίνεται σ’ αυτή,  που έστησε κάποιος.
   Το ότι είναι γραμμένη επί ρωμαιοκρατίας μας το επιβεβαιώνει η χρήση του γράμματος (C) σίγμα, που είναι ρωμαϊκό, αντί του ελληνικού (Σ).
   Στη πλάκα (1) είναι γραμμένα τα εξής.


  
   Η άλλη πλάκα (2) έχει απόσπασμα από τιμές και κολακείες προς τους Ρωμαίους*, που δεν ήταν καθόλου σπάνιες από τους Έλληνες εκείνης της εποχής, σε μια προσπάθεια να διασφαλίσουν πιο ευνοϊκή μεταχείριση. Είναι πολύ πιθανό πως η επιγραφή εμπίπτει σε αυτή  την παράδοση.

   Και στη πλάκα (2) διαβάζουμε.


……………………………………………………………………….
   Το παραπλεύρως κακέκτυπο εγχάρακτο ομοίωμα ανθρώπου, βρισκόταν στο προαύλιο χώρο του παλαιού ναού  του Αγίου Γεωργίου στο Κοιμητήριο. Σήμερα έχει ακολουθήσει και αυτό τη τύχη των άλλων ευρημάτων, που βρίσκονται στα Μουσεία Λαμίας, Αταλάντης, Ελάτειας, Χαιρώνειας και Τιθορέας.

  • Αγγειοπλαστική

   Στο Κυτίνιο – στις περιοχές του γηλόφου του Σταυρού, του Αγίου Γεωργίου, στα Μάρμαρα κ. α. -  εκτός από τα πιο πάνω ευρήματα βγαίνουν στην επιφάνεια, κατά την άροση των κτημάτων, πλήθος κομματιών - όστρακα τα λένε στην αρχαιολογία -  από θρυμματισμένα πήλινα σκεύη οικιακής και υφαντικής χρήσης όπως από: Πηνία, Αγνύθες ή λαιαί ή λεαί, Σφονδύλια,  Πίθους, Πελίκες, Στάμνους, Αμφορείς, Κρατήρες, Λέβητες ή δίνους, Ψυκτήρες, Κύαθους, Οινοχόες, Υδρίες, Κύλικες, Σκύφους, Λεκανίδες, Πινάκια, Κάνθαρους, Κοτύλες, Επίνητρα,  κ. ά.

   Το πλήθος αυτών των θρυμματισμένων σκευών, μας μαρτυρεί ότι στην περιοχή υπήρχαν εργαστήρια αγγειοπλαστικής από τους προϊστορικούς χρόνους.
   Ένεκα της εξαιρετικής σπουδαιότητος την οποίαν είχε για τη ζωή του παλαιότερου ανθρώπου το πήλινο αγγείο,   θα ήταν σκόπιμο για πληροφοριακούς και μόνο λόγους να αναφερθούμε στη σημασία του αγγείου στην ιστορία του πολιτισμού.
   Το ευτελές τούτο για τον σημερινό άνθρωπο σκεύος είχε σημαντική θέση στο βίο και την ιστορία της ανθρωπότητος.
   Στους παλαιότερους χρόνους, εφόσον το μέταλλο ήταν άγνωστο ή σπάνιο, το πήλινο αγγείο ήταν το κυριότερο οικιακό σκεύος, της περιουσίας και του πλούτου του.
   Για τούτο η αγγειοπλαστική καλλιεργήθηκε επιμελέστατα κατά τους αρχαίους χρόνους.
   Το αγγείο ακολούθησε την ανάπτυξη του ανθρώπου σε όλες τις φάσεις της και είναι τρόπον τινά ζώσα ιστορία της. Ιδίως για τους προϊστορικούς χρόνους, οπότε δεν υπήρχε γραφή και ιστοριογραφία, το αγγείο είναι το κυριότερο ιστορικό μνημείο, το οποίο μας επιτρέπει να εισδύσουμε στο βίο, τα τεχνικά μέσα και γενικώς στη διανοητική ανάπτυξη του ανθρώπου κατά τους σκοτεινούς εκείνους χρόνους.
   Επειδή δε η εξέλιξη της αγγειοπλαστικής, το σχήμα, και η διακόσμηση υπόκεινται σε σταθερούς κανόνες, το αγγείο είναι πολύτιμο βοήθημα να προσδιορίσουμε πολλάκις μετά καταπληκτικής ακρίβειας τις χρονικές περιόδους της ανθρώπινης ανάπτυξης.
   Την ανάπτυξη της αγγειοπλαστικής δυνάμεθα να μελετήσουμε στα άπειρα λείψανα των αγγείων, τα οποία σώθηκαν μέχρι σήμερα.
   Το ψημένο χώμα, η οπτή γη, όπως λένε, έχει μεγίστη αντοχή στην υγρασία και στις άλλες φθαρτικές επιδράσεις.
   Για τούτο διατηρήθηκαν αναρίθμητα αγγεία κάθε προέλευσης και εποχής, πολλές φορές θαμμένα μέσα στη γη σε μεγάλο βάθος μαζί με άλλα λείψανα, τα οποία άφησαν οι αρχαίοι άνθρωποι.
   Η τέχνη της κατασκευής πήλινων αγγείων ακολουθεί τη φυσική, δυνάμεθα να πούμε, σειρά.
   Κατ’ αρχάς κατασκευάζουν αγγεία όλως διόλου ατελή. Ο πηλός είναι αναμεμιγμένος με άμμο ή χώμα, η διαμόρφωση γίνεται με το χέρι, καθόσον είναι άγνωστος ο τροχός, η όπτηση γίνεται σε ανοικτή εστία, γιατί δεν είναι γνωστός ο κλίβανος.







  Η πρόοδος εξελίχθη ως εξής: Ο πηλός με τον χρόνο γίνεται λεπτότερος. Επίσης χρωματίζεται είτε αλείφεται η επιφάνειά του, είτε αναμιγνύεται η άργιλος με ασβόλη (καπνιά). Η διαμόρφωση γίνεται επί μακρόν με το χέρι. Αλλά πολύ πριν ευρεθεί ο τροχός επιτυγχάνεται η στίλβωση της επιφάνειας.
 
Αριστερά: Αρχαίος κεραμικός τροχός

 Το πότε ευρέθη ο κεραμικός τροχός δεν μπορούμε να το προσδιορίσουμε. Οι αρχαιολόγοι κάνουν λόγο για την εύρεση του τροχού στην αρχή της Γ’ π. Χ. χιλιετίας (περί το 2800 π. Χ.).
   Ο Όμηρος μιλάει περί αυτού σαν πολύ γνωστό πράγμα «…ως ότε τις τροχόν άρμενον εν παλάμησιν εζόμενος κεραμεύς πειρήσεται, αι κε θέησιν.» Μετ. όπως ακριβώς συμβαίνει, όταν κάποιος κεραμέας, αφού καθίσει δοκιμάσει έναν τροχό που προσαρμοσμένος στις παλάμες, αν τρέχει. (Ιλ. Σ. 600).
   Το αυτό πρέπει να πούμε και για τον κεραμικό κλίβανο.
   Σε μεγάλο χρονικό διάστημα η όπτηση γινόταν σε ανοικτή εστία. Επομένως ήταν ατελής. Τα αγγεία μένουν φαιά [σταχτής, σκούρος, μουντός, γκρίζος (Πλάτ. Τίμ. 68 C)] ή μελανίζοντα ανάλογα με το βαθμό της όπτησης – θραύσματα τέτοιων αγγείων βρίσκουμε στις αναφερθείσες περιοχές του Κυτινίου -.
   Πολύ αργότερα ανακαλύφθηκε ο κλίβανος ο οποίος επιτρέπει την ανάπτυξη πολύ μεγαλύτερης θερμότητας.


  
    Πρέπει όμως να τονισθεί ότι η κεραμική σημειώνει σημαντική πρόοδο κατά τους προϊστορικούς χρόνους πριν ακόμη βρεθούν τα δύο αυτά μέσα.
   Επιβάλλεται προφανώς να δεχθούμε ότι προηγήθηκε περίοδος κατά την οποία το αγγείο ήταν πρωτόγονο, με χονδροειδή ζύμη, ατελή όπτηση και τελείως απλό και χωρίς κοσμήματα – και απ’ αυτά βρίσκουμε στην περιοχή του Κυτινίου -.
   Αλλά η περίοδος αυτή δεν είναι πολύ μακριά, γιατί ο άνθρωπος πολύ νωρίς επιχείρησε να διακοσμήσει τα σκεύη του, όσου ταπεινού προορισμού και αν ήταν, ακολουθόντας εσωτερική κλίση. Έτσι ανεπτύχθη σημαντικότατη τέχνη, η διακοσμητική των αγγείων, που δεν είναι αναγκαίο να αναφερθούμε στο παρόν πόνημα.
   Μένει τέλος το σχήμα. Το σχήμα του αγγείου καθορίζεται από τη χρήση για την οποία προορίζεται, για τον λόγο αυτός δημιουργήθηκαν απειράριθμοι τύποι, αγγεία μικροσκοπικά όπως οι μυροδόχοι λήκυθοι και αγγεία παμμέγιστα προορισμένα για τη φύλαξη του οίνου ή των σιτηρών, αγγεία στενά και ψηλά και άλλα πλατύτατα και μετρίου αναστήματος. Πιο κάτω θα μας δοθεί η ευκαιρία να θαυμάσουμε την ποικιλία των τύπων και τη κομψότητα των αγγείων, που βάναυσα καταστρέφουν τα υνιά των ελκυστήρων.
   Τελειώνοντας την αναφορά μας στη σημασία του αγγείου στην ιστορία του πολιτισμού, ερχόμαστε να μάθουμε και τη χρήση του, που αποτελεί ασφαλή μαρτυρία για την ενασχόληση μερίδος των κατοίκων του Κυτινίου με τη τέχνη της αγγειοπλαστικής.
   Οι αγγειοπλάστες κατασκεύαζαν όλα εκείνα τα πήλινα χρηστικά αντικείμενα, που ήταν απαραίτητα  για την κάλυψη των αναγκών των κατοίκων της υπαίθρου αλλά και των πόλεων, όπου απαιτούσε η οικιακή χρήση.
Από τα πήλινα χρηστικά αντικείμενα ήταν και της υφαντουργίας οι αγνύθες, τα σφονδύλια, τα πηνία κ. ο. κ., που είναι συνήθως εξαρτήματα των εργαλείων γνεσίματος και ύφανσης.


    

·         Πηνία: Ήταν πήλινα κυλινδρικά αντικείμενα, ελαφρά στενότερα στο μέσο, γύρω από το οποίο θα δένονταν τα στημόνια.

  • Σφονδύλι < μεσαιωνική ελληνική σφοντύλιν < ελληνιστική κοινή σφονδύλιον < υποκοριστικό του (αρχαία ελληνική ) σφόνδυλος.

   Τα σφονδύλια αποτελούν ένα συχνό εύρημα των ανασκαφικών ερευνών, καθώς ήταν κατασκευασμένα από πηλό, πέτρα ή κόκαλο και μερικές φορές από στεατίτη. Κύριος σκοπός τους ήταν η ενίσχυση της περιστροφής του αδραχτιού και για το λόγο αυτό καθοριστικό ρόλο έπαιζαν η διάμετρος και το βάρος τους. Όσο μακρύτερες οι ίνες, τόσο βαρύτερο έπρεπε να είναι το σφονδύλι, ενώ όσο η διάμετρος ήταν μεγαλύτερη τόσο η περιστροφή γινόταν πιο αργά και η κλωστή ήταν πιο αραιά στριμμένη. Συχνά για ακινητοποίηση του σφονδυλιού στο αδράχτι, τοποθετούνταν λίγες ίνες ή λίγο κερί ανάμεσα στο σφονδύλι και το αδράχτι.

·         Αγνύθες ή λαιαί. «Λίθοι εξηρτημένοι εκ των στημόνων κατά την αρχαίαν υφαντικήν» (Πολυδεύκης VII, 36).

   Οι αρχαίες αγνύθες ήταν στην αρχαιότητα λίθινες, πράγμα που μαρτυρείται από το όνομά τους λαιαί / λεαί. Στην κλασική εποχή (500 π. Χ. – 323 π. Χ.) υπήρχαν επίσης πολλές μολύβδινες, αλλά αυτές που γνωρίζουμε καλύτερα από τις ανασκαφές είναι οι πήλινες. Το σχήμα τους είναι πυραμίδας ή κώνου και σπανιότερα δίσκου. Ορισμένες πάλι έχουν και εμπίαιστα σφραγίσματα.



  
   Το βάρος του κυμαίνεται από 25 έως 400 γραμμάρια, με το κύριο μέρος από 150 έως 170 γραμμάρια. Ένα σημαντικό στοιχείο της κλασικής εποχής έχει να κάνει με το γεγονός ότι από την οπή της αγνύθας δεν περνούσαν κατευθείαν οι κλωστές, αλλά ένας μεταλλικός κρίκος από όπου δένονταν οι κλωστές, με στόχο να δένονται πιο πολλές μαζί, αλλά και να μπορεί η τάση να κατανέμεται ομοιόμορφα.
   Το πόσες αγνύθες χρησιμοποιούσαν για κάθε αργαλειό είναι συνάρτηση του πλάτους του αργαλειού, της ποιότητας και του πάχους της κλωστής, καθώς και του είδους του υφάσματος που υφαίνονταν. Επιπλέον όσο πιο βαριές ήταν οι αγνύθες, τόσο πιο ισχυρή ήταν και η τάση, η οποία επηρέαζε άμεσα την ομοιόμορφη όψη της ύφανσης. Εάν οι κλωστές πάλι ήταν χοντρές η τάση έπρεπε να είναι ισχυρότερη απ' ότι για τις λεπτότερες κλωστές.
Αφού κάνουμε αναφορά για τις αγνύθες καλό είναι να πούμε και δυό λόγια για το εργαλείο που χρησιμοποιούνται ως εξαρτήματά του. Δηλαδή για τον αρχαίο αργαλειό.

   Ο αρχαίος αργαλειός (κάθετος αργαλειός με βάρη). Ο «ιστός» των αρχαίων Ελλήνων (Όμ. Ζ, 491).

   Ως αργαλειός νοείται οποιαδήποτε μέθοδος ή μηχανισμός που χρησίμευε για το τέντωμα των στημονιών ώστε να περνούν ανάμεσά τους τα υφάδια.


 

   Η τέχνη της υφαντικής ήταν γνωστή από τη νεολιθική εποχή, όπως μαρτυρούν ευρήματα της εποχής εκείνης: Αγνύθες, σφοντύλια κ.α. Αλλά και οι ηρωίδες των Ομηρικών επών είχαν κύρια ενασχόληση τους την υφαντική. Αυτό φαίνεται από τη συχνή αναφορά του Ομήρου σε εργαλεία υφαντικής. Όπως στη Οδύσσεια (Ραψ. α, στ. 356) όπου ο Τηλέμαχος λέει στη μητέρα του:

« ... Αλλ' εις οίκον ιούσα τα σ' αυτής έργα κόμιζε, ιστόν τ' ηλακάτη τε.. = Γύρνα στο σπίτι σου και κοίταξε τις δικές σου δουλειές, τον αργαλειό και τη ρόκα σου ... ».

   Από τις διάφορες λεπτομέρειες, σχετικά με τη κατασκευή, τη διάταξη των στημόνων και των αγνύθων, που έχουμε αποκομίσει από διάφορα αγγεία. Έχουμε πάρει μια ιδέα για τη λειτουργικότητα του κατακόρυφου αρχαίου αργαλειού.

   Αποτελείται από τους 4 «ιστόποδες» ή «κελέοντες», επάνω στους οποίους είναι στερεωμένο το «αντίο» (το πάνω οριζόντιο κυλινδρικό ξύλο), απ’ όπου κρέµεται ο «στήµων» (τα νήµατα) και ο «καίρος» (το κάτω οριζόντιο κυλινδρικό ξύλο). Για το τέντωµα του στηµονιού δένονταν στο κάτω μέρος του οι «αγνύθες» ή «λεές» (πήλινα, λίθινα, ή μολύβδινα υφαντικά βάρη μορφής κυρίως πυραµίδας).

   Η εναλλαγή των στηµόνων γινόταν µε τη βοήθεια του «μίτου», δηλαδή των θηλιών που έφερε ο «κανών», το μικρό οριζόντιο κυλινδρικό ξύλο που τραβούσε πίσω – μπροστά εναλλάξ, ώστε να περνά το «πηνίον» µε την «πήνη» ή «κρόκη» (το κουβάρι µε το νήµα) ανάµεσα στους στήµονες. Η ύφανση γινόταν από κάτω προς τα πάνω και το υφασμένο πανί τυλιγόταν στο «αντίον».

   Ο αργαλειός κατασκευάσθηκε προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στην «αναβίωση των Ηραίων» για την ύφανση του πέπλου της Ήρας γι’ αυτό και φέρει σε Γραµµική Β την επιγραφή «στην πότνια*** Ήρα».

  

Κατάλογος των αγγείων 

 

Ύστερα από την αναφορά μας για τον τρόπο κατασκευής των αγγείων στην αρχαία εποχή και τη διείσδυση του πηλού στην υφαντική τέχνη, ερχόμαστε να σας παρουσιάζουμε έναν σχηματικό κατάλογο, των αγγείων που χρησιμοποιούσαν στην αρχαία Ελλάδα, για να γνωρίσετε καλύτερα τις ονομασίες και τον τρόπο χρήσης τους σε κάθε σπίτι και σε κάθε έργο τέχνης της αρχαίας Ελληνικής κοινωνίας. Ο κατάλογος είναι σε αλφαβητική σειρά για ευκολότερη κατανόηση αλλά και μελλοντική εύρεση.


Αλάβαστρο (αγγείο): Αλάβαστρον στην τέχνη και την αρχαιολογία εννοείται αγγείο με ψηλό σώμα και μικρό στόμιο. Το αλάβαστρον χρησιμοποιείτο από γυναίκες, κυρίως για την αποθήκευση αρωματικών ελαίων, όπως τουλάχιστον μαρτυρείται στις αγγειογραφικές σκηνές. Εισήχθη κατά τα τέλη του 6ου π. Χ. αιώνα και εξαφανίστηκε από το προσκήνιο κατά τα τέλη του 5ου π. Χ. αι. Η σκηνή που διακοσμεί το αγγείο καλύπτει περιμετρικά το σώμα, ενώ μερικές φορές είναι κοσμημένο μόνο με ανθέμιο [«ανθέμιον εστιγμένος» με σχήματα λουλουδιών στιγματισμένος (Ξεν. Αν. 5. 4. 32)]. Το ύψος του ποικίλλει από 15-20 εκ.





Αμφορέας ή αμφιφορεύς: Η ονομασία του αγγείου προέρχεται από τις λέξεις αμφί + φέρω. Πρόκειται για ένα μεγάλο αγγείο με δύο κατακόρυφες λαβές που ξεκινούν από το χείλος και καταλήγουν στο σώμα του (Όμ. Ψ, 92). Χρησίμευαν για την αποθήκευση λαδιού, οίνου, μικρών καρπών αλλά και για τη μεταφορά νερού. Διακρίνουμε δύο βασικούς τύπους αμφορέων:
α) Οι ενιαίοι αμφορείς με λαιμό και σώμα που σχηματίζουν ενιαία καμπύλη
β) Οι αμφορείς με λαιμό. Στον τύπο αυτό ο λαιμός ξεχωρίζει από το σώμα. Ο αμφορέας ήταν και μέτρο για τα υγρά,
(Ηρόδ. 1. 51).


Αρύβαλλος: Ήταν ένα  μικρό, σφαιρικό και στενόστομο αγγείο με ύψος μέχρι 10 εκατοστά με φαρδύ κυκλικό σώμα και στενό άνοιγμα, και το χρησιμοποιούσαν για το λάδι που οι αθλητές άλειφαν τα σώματά τους.






Επίνητρο: Το επίνητρο (αλλιώς όνος) ήταν ιδιότυπο τροχήλατο σκεύος, που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες για το ξάσιμο του μαλλιού, τοποθετώντας το επάνω στο γόνατό τους. Είναι πήλινα, πιθανολογείται όμως ότι αυτά δεν είχαν πρακτική χρήση αλλά τα πρόσφεραν ως γαμήλια δώρα στη νύφη ή αποτελούσαν κτερίσματα σε νεκρές γυναίκες ενώ αυτά που χρησιμοποιούνταν κατασκευαζόταν κυρίως από ξύλο, μέταλλο ή κάποια άλλη σκληρότερη ύλη.



Κάνθαρος: Είναι είδος αρχαίου ελληνικού αγγείου με σώμα σχήματος ποτηριού με κάθετη λαβή αμφίπλευρα, συνδεδεμένη με το χείλος του αγγείου και με υψηλή καμπυλωμένη λαβή στο επάνω μέρος. Ως σκεύος είναι συνδεδεμένο με την λατρεία του θεού Διονύσου, και αποτελεί σύμβολό του. χρησιμοποιείτο ως ανάθημα, και θρησκευτικό σκεύος στην καθημερινή εξάσκηση της λατρείας στους ιδιωτικούς χώρους. Στην γεωμετρική εποχή συναντάμε κανθάρους στην Βοιωτία και Αττική ως ταφικά αναθήματα, συνήθως σε τάφους ανδρών που συχνά συνοδεύονται με ανάγλυφες παραστάσεις πολεμικού ή αθλητικού θέματος.


Κοτύλη: Ήταν για τους αρχαίους είδος αγγείου, με το οποίο έπιναν οίνο.
   Αναφέρεται και από τον Όμηρο ως συνηθισμένο ποτήρι, ομοίως και από τους μετέπειτα αρχαίους συγγραφείς ως πολύχρηστο, καθώς δείχνει και η παροιμία «πολλά μεταξύ πέλει κοτύλης και χειλέος άκρου» δηλαδή πολλά μπορεί να συμβούν μεταξύ της υψώσεως του ποτηριού μέχρι να έλθει στην άκρη των χειλιών.
   Επίσης χρησίμευε για την άντληση οίνου από τον κρατήρα. Στο σχήμα έμοιαζε στην κύλικα, ήταν όμως «ψηλό – έγκοιλο – λεπτό», είχε συνήθως μία λαβή. Σε ανασκαφές βρέθηκαν και με επιγραφές.
   Κοτύλη και κότυλος ονομαζόταν από τους αρχαίους και κάποιο μέτρο χωρητικότητας για τα ξηρά και τα υγρά, όπως αποδεικνύεται από τον Θουκυδίδη, όταν έλεγε ότι οι Συρακούσιοι στους εργαζομένους στα λατομεία αιχμαλώτους Αθηναίους έδιναν κάθε ημέρα «κοτύλην ύδατος (δηλ. 200 περίπου γραμμάρια) και δύο κοτύλας σίτου».
   Η κοτύλη εθεωρείτο το καλύτερο ποτήρι και το χρησιμοποιούσαν στα συμπόσια για το κρασί και στις θυσίες για να βάζουν μέσα ιερή προσφορά και μέλι.

Κρατήρας: Οι αρχαίοι έπιναν το κρασί τους αναμεμιγμένο με νερό, οίνο κεκραμμένο δηλαδή. Όσοι έπιναν τον οίνο άκρατο, σκέτο, ονομάζονταν ακρατοπότες, κάτι ανάλογο με το σημερινό μέθυσος. Ο κρατήρας ήταν το αγγείο, στο οποίο αναμιγνυόταν το νερό και το κρασί και η λέξη προέρχεται από το κεράννυμι, που σημαίνει αναμιγνύω. Ο κρατήρας ήταν το αγγείο μέσα στο οποίο ανακάτευαν το νερό με το κρασί «οίνον δ’ εκ κρητήρος αφυσσόμενοι δεπάεσσιν έκχεον, ήδ’ εύχοντο θεοίς αιειγενέτησιν» Μετ. τότε γέμιζε ο καθένας το ποτήρι του απ’ το κανάτι και, αφού έχυνε λίγο στο έδαφος, προσευχήθηκαν στους αιώνιους θεούς (Όμ. Γ, 295).
   Με το πέρασμα των χρόνων υπήρχαν πολλές παραλλαγές του αγγείου όμως τα κύρια χαρακτηριστικά του ήταν η στενή βάση το φαρδύ σώμα και τα δυο χερούλια.

Κύαθος (ή αρύταινα ή αντλητήριον): Ήταν μια κουτάλα στο σχήμα κυπέλλου με πόδι και ψηλή προς τα πάνω καμπύλη λαβή. Το μέσο μήκος του ήταν περίπου 13 εκ. Χρησίμευε ως σκεύος για την άντληση του οίνου από τον κρατήρα (Ανακρ. 62), ως αττικό μέτρο για την ανάμειξη του οίνου με το νερό ή ως αγγείο πόσης, χωρίς την ψηλή λαβή.
Ο κύαθος αποτελούσε τη βάση για τη μέτρηση των στερεών (6 κύαθοι ισοδυναμούν με μια κοτύλη) και των υγρών (1 ½ κύαθοι = 1 οξύβαφον).


 Κύλιξ: Ένα από τα πιο δημοφιλή ποτήρια ήταν και η κύλιξ. Χρησιμοποιόταν κυρίως στα συμπόσια και πολλές φορές οι οικοδεσπότες τα παράγγελναν από τους κεραμείς και τους αγγειογράφους με συγκεκριμένες παραστάσεις. Η διάδοσή της ξεπέρασε τα ελληνικά σύνορα κι ήταν ένα από τα προϊόντα που εξάγονταν και σ' άλλα μέρει «κυλίκων τέρψις» (Σοφ. Αίας 492).

Λέβης ή δίνος: Ο λέβης ήταν ένα βαθύ και ανοιχτό αγγείο, συνήθως χωρίς λαβές, με μεγάλη καμπύλη στους ώμους που στένευε στο λαιμό, ο οποίος ήταν χαμηλός και είχε χείλη που προεξείχαν. Χρησίμευε για την ανάμειξη του κρασιού (όπως και ο κρατήρας) ή στο μαγείρεμα, ιδίως οι χάλκινοι. Στηριζόταν σε μια ανεξάρτητη βάση ή σε τρίποδα. Από τις απεικονίσεις σε αγγεία προκύπτει ότι δίνονταν ως βραβεία σε αγωνίσματα ή ότι χρησιμοποιούνταν ως αγγεία σερβιρίσματος στα συμπόσια, «υπέρ αργυρέοιο λέβητος» Όμ. Α, 137.
   Η ονομασία δίνος αποδόθηκε λανθασμένα στο αγγείο από τους διάφορους μελετητές. Ο δίνος ήταν μεγάλο στρογγυλό δοχείο πόσης (Αριστοφ. Σφ. 618).
*Το 196 π. Χ., στον Ισθμό της Κορίνθου, ο Τίτος Κοΐντιος Φλαμινίνος διακήρυξε την ελευθερία των Ελλήνων, όχι από φιλελληνικά αισθήματα αλλά από πολιτικούς υπολογισμούς, και αυτό σήμανε και την απαρχή της ρωμαϊκής κυριαρχίας στην Ελλάδα.
Αριστερά: Νόμισμα Τίτου Φλαμίνινου

   Έτσι οι Ρωμαίοι εφαρμόζουν ένα μέτρο αρεστό στους Έλληνες, ενώ συγχρόνως τους ελέγχουν χωρίς να τους προσαρτήσουν. Οι Έλληνες θεώρησαν το Φλαμινίνο “ευεργέτη” τους και τον τίμησαν με λατρευτικές εκδηλώσεις. Οι διοικητές των επαρχιών τιμήθηκαν πλουσιοπάροχα ως νέοι ευεργέτες, πολλές φορές μάλιστα με προσωπική λατρεία, ενώ η Ρώμη εξασφάλισε την υποταγή των ελληνικών πόλεων καλλιεργώντας και αμείβοντας συστηματικά τους επιφανέστερους πολίτες τους.
   Το 147 π. X., οι στρατιωτικές δυνάμεις της Αχαϊκής Συμπολιτείας συντρίφθηκαν από τις ρωμαϊκές λεγεώνες, στη μάχη της Σκάρφειας της Λοκρίδας.
   Την επόμενη χρονιά ολόκληρη η Ελλάδα τέθηκε κάτω από τη δικαιοδοσία του Ρωμαίου στρατηγού της Μακεδονίας και μετονομάστηκε σε Αχαΐα, γιατί, σύμφωνα με τον Παυσανία, οι Ρωμαίοι «... υποτάξανε τους Έλληνες διά μέσου των Αχαιών, που ήσαν τότε οι αρχηγοί της Ελλάδος ...».
   Στις αρχές του 2ου αι. π. Χ., μετά τη συμμαχία των Ρωμαίων με την Αιτωλική Συμπολιτεία, αρχίζει η ουσιαστική επέμβαση των Ρωμαίων στα ελληνικά πράγματα. Οι Έλληνες χρειάζονται τη βοήθεια των Ρωμαίων στους αγώνες τους κατά των Ελληνιστικών βασιλέων και οι Ρωμαίοι συνειδητοποιούν ότι η αποδυνάμωση των Ελληνιστικών βασιλέων διευκολύνει τη δική τους εξάπλωση.
   Οι Ρωμαίοι εκμεταλλευόμενοι την έννοια της ελευθερίας εμφανίζονταν ως εγγυητές της για τις ελληνικές πόλεις. Η πρώτη πρόταση των Ρωμαίων το 197 π. Χ. να εγκαταστήσουν φρουρές στην Ελλάδα για την προστασία των Ελλήνων απορρίφθηκε από την αντίδραση των Ελλήνων.
   Για τους Ρωμαίους οι περισσότεροι Έλληνες της εποχής τους ήταν “μικροί απόγονοι μεγάλων προγόνων”. Τη συνήθεια των ελληνικών πόλεων να αποδίδουν υπερβολικές (π.χ. θεϊκές) τιμές σε επιφανείς Ρωμαίους [...] πρόβαλλαν οι Ρωμαίοι ως εθνικό χαρακτηριστικό των Ελλήνων, όπως φαίνεται από τον όρο “ελληνική κολακεία” (graeca adulatio) που χρησιμοποιεί ο ιστορικός Τάκιτος.
   Είναι γνωστό ότι μετά την κατάκτησή τους, οι Έλληνες είχαν πολλές φορές επιδείξει υποτακτικότητα Ρωμαίους αφέντες τους, σε σημείο που οι τελευταίοι να αναφέρουν πως οι άλλοτε περήφανοι Έλληνες είχαν μετατραπεί σε δουλοπρεπείς ‘γραικύλους’.
   Ο ελληνικός θεσμός της “ευεργεσίας” στην Ελλάδα, παρόμοιος με το θεσμό των “πατρώνων” της Ρώμης, χρησιμοποιήθηκε από τους Ρωμαίους για να εξασφαλίσουν την υποταγή των Ελλήνων, με την έννοια της χάρης προς τους ευεργέτες τους.
    **Σύμμευση = συμφωνία.
   ***Πότνια = τιμητική προσφώνηση σε θεές ή γυναίκες, δέσποινα, κυρία, βασίλισσα, σεβάσμια, «πότνια θηρών» Όμ. Φ, 470.


ΑΛΛΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΕΚΤΟΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΚΥΤΙΝΙΟ

   Στον αρχαιολογικό χώρο των Δελφών, κατά τις ανασκαφές, έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα αρκετές χιλιάδες επιγραφές που χρονολογούνται από τους αρχαϊκούς μέχρι τους πρώιμους χριστιανικούς χρόνους. Μέσα σ’ αυτές βρέθηκαν και κάποιες που σχετίζονται με ονόματα και λειτουργήματα επιφανών ανδρών του Κυτινίου αλλά και των άλλων δωρικών πόλεων.

   Αναφορά σ’ αυτές τις επιγραφές, με σχετικό κατάλογο, κάνει ο Γάλλος καθηγητής της αρχαιολογίας Denis Rousset στο δελτίο της ελληνικής ανταπόκρισης BULLETIN  DE  CORRESPONDENCE HELLENIGUE  CXIV – 1990 I ETUDES της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών, σελίδες 466 - 472 .
   Οι επιγραφές βρίσκονται στον πολυγωνικό τοίχο, στο μεγάλο ανάλημμα που εδράστηκε ο ναός του Απόλλωνα, στον αναλημματικό τοίχο στους πρόποδες του θεάτρου, σε αποθήκες καθώς και σε συγκεκριμένα σημεία του αρχαιολογικού χώρου των Δελφών.
     Οι επιγραφές αυτές δεν είναι μόνο επίσημα ψηφίσματα ή φροντισμένα και τυπικά κείμενα προσφορών, αλλά και τεκμήρια, όπου σ’ αυτές ρίχνεται φως σε αποσπασματικές αλλά σημαντικές πτυχές της ιστορίας των ελληνικών πόλεων και ηγεμονιών κατά τους κλασικούς* και τους ελληνιστικούς χρόνους.
   Σταδιακά, ήδη από τον 5ο αι. π. Χ. και συχνότερα κατά τους επόμενους αιώνες, αναθέτες δεν ήταν μόνο πόλεις ή ηγεμόνες αλλά και ιδιώτες.
   Μια ενδιαφέρουσα ομάδα επιγραφών είναι οι απελευθερωτικές πράξεις, αυτές δηλαδή που αναφέρονται στην απελευθέρωση των δούλων από την ιδιωτική ή την κρατική κυριαρχία.
     Οι επιγραφικς μαρτυρίες για απελευθερώσεις δούλων εντοπίζονται στην ελληνιστική** και αυτοκρατορική εποχή***, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι πράξεις απελευθέρωσης δεν γίνονταν και πριν από αυτήν την περίοδο. Αναγεγραμμένες σε πέτρα απαντούν κατά κύριο λόγο οι ιερές απελευθερώσεις, δηλαδή εκείνες στις οποίες κάποιος θεός μέσω του ιερατείου του εμπλέκεται ως αποδέκτης ανάθεσης δούλου ως αγοραστής δούλου.  Επισημαίνεται ότι και στις δύο περιπτώσεις η πράξη, ανάθεση πώληση αντίστοιχα, έχει εικονικό χαρακτήρα και τελικός στόχος της είναι η απελευθέρωση του δούλου.
   Μέσα σ’ αυτές τις επιγραφικές μαρτυρίες βρέθηκε και κάποια που χρονολογείται περίπου μεταξ 20 και 75  μ . X. Και έχει σχέση με το Κυτίνιο ως προς τον πωλητή, της δούλης Ζωπυρίς και τον ιερέα Δάμωνα Πολεμάρχου γόνο επιφανούς οικογενείας του.
   Η επιγραφή αναφέρει ότι ο Νικόμαχος και η Νεικώ πουλούν εικονικά τη δούλη τους Ζωπύρα και τα τέκνα της Παρμονο, Κλωνα και Ζπυρο στο δελφικό Απόλλωνα, ώστε ο θεός να τους απελευθερώσει (δηλαδή να εγγυηθεί την ελευθερία τους). Μάρτυρες οι ιερείς του Απόλλωνο[ς] Διονύσιος Αστοξνου.  Δμων Πολεμάρχου.


* Κλασικούς χρόνους λέμε από το 500 π. Χ. έως το 323 π. Χ.
* Ελληνιστική εποχή: η περίοδος μετά από το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου το 323 π. Χ. έως τη ναυμαχία του Ακτίου το 31 π. Χ.
** Αυτοκρατορική ή Ρωμαϊκή εποχή (imperium Romanum) από το 27 π. Χ. μέχρι τη κατάλυση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας το 476 μ. Χ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.