Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

....Σήμερα Παρασκευή, 19 Απριλίου, η Εκκλησία γιορτάζει τον Ακάθιστο ύμνο......

Πέμπτη 2 Μαρτίου 2017

ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΙΣ… ΣΑΡΑΝΤΑΡΕΣ!

Παρουσιάζει ο Βίκτωρ Σαμπώ
Ένα για γέλια και για κλάματα σκαμπρόζικο διηγηματάκι του Πάνου Παπαδούκα. Ό,τι πρέπει για τις αποκριές… 
«Το γεγονός ότι του άρεσαν πάντα η μεγάλες στην ηλικία γυναίκες δεν τον εμπόδισε να παντρευτώ μια μικρούλα δέκα οκτώ μόλις ετών......


Είχε ερωτευτεί το ένα εκατομμύριο που της έδιναν προίκα. Κι’ επειδή δεν μπορούσε να πάρει το εκατομμύριο χωρίς τη Λόλα –έτσι έλεγαν τη γυναίκα του- έκανε τη θυσία να την πάρει κι’ αυτή. Έτσι παρέβη τας αρχάς του, μα όταν λάβουμε υπόψη μας τη σημερινή οικονομική κρίση, πρέπει να τον δικαιολογήσουμε γι’ αυτό.
Η αδυναμία του λοιπόν ήταν η γυναίκα που είχε περάσει τα τριάντα πέντε. Τις πιο νέες ούτε γύριζε να τις κοιτάξει
-Αυτά είναι νιάνιαρα, έλεγε. Η γριά κότα έχει το ζουμί. Μια γυναίκα σαραντάρα αξίζει για δύο εικοσάρες.
Και έπινε τέτοιο ζουμί, όσο πιο πολύ μπορούσε. Αλλά ίσως ρωτήσετε: Πως εύρισκε τριανταπεντάρες και σαραντάρες αφού καμιά γυναίκα δεν ομολογεί ποτέ την άφιξή της στον ανεπιθύμητον αυτόν σταθμόν της ηλικίας; Δεν ήταν και τόσο δύσκολο.
Μόλις μια γυναίκα θα τούλεγε πως πλησίασε τα είκοσι πέντε, ήξερε πως είχε περάσει τα τριάντα πέντε. Κι’ όταν τούλεγε πως μόλις έκλεισε τα είκοσι έξη ήταν απόδειξη ότι τριγύριζε το νούμερο σαράντα. Κι’ έτσι ποτέ του δεν έπεφτε έξω.

Η γυναίκα του δεν έτυχε ποτέ να πληροφορηθεί την προτίμηση αυτή του συζύγου της. Είχε μεσάνυχτα. Και τούτο γιατί ο Μιχαλάκης ήταν περιποιητικός στη Λόλα και δεν την άφηνε να παραπονεθεί για τίποτα, όσον αφορά της διασκεδάσεις του έγγαμου βίου. Πολλές φορές σκεπτόταν:
-Όταν η γυναίκα μου θα κλείσει τα τριάντα τέσσερα θα είναι μεγαλείο! Τότε ασφαλώς θα την ερωτευθώ.
Και με την υστεροβουλία της μελλοντικής αυτής απολαύσεως πολλαπλασίαζε της τρυφερότητές του.
Το πιο ευχάριστο στην υπόθεση του γάμου του όμως ήταν το ότι δεν είχε γνωρίσει ακόμα την πεθερά του. Εκείνη έμενε κοντά στον γιό της που ήταν αποκατεστημένος στη Θεσσαλονίκη, κι’ έτσι τον ουρανό της συζυγικής του ευτυχίας δεν είχε ταράξει κανένα μαύρο πεθερικό νέφος.
Πόσοι άνθρωποι τάχα νάχουν αυτή την θεία τύχη;
Εκείνο το απόγευμα στην πλατεία της Ομονοίας είδε καθώς περνούσε μια αρκετά όμορφη και αρκετά μεγάλη γυναίκα. Ήταν χονδρή και στρουμπουλή. Το πρόσωπό της μόλις έδειχνε 38-40 χρόνια –ούτε περισσότερο.
-Θαύμα γυναίκα, ψιθύρισε.
Και μια που δεν είχε δουλειά την επήρε από πίσω. Σ’ ένα στενό επλησίασε και της μίλησε.
-Αφήστε με ήσυχη σας παρακαλώ, του απήντησε εκείνη.
-Μα…

Και επέμεινε. Μπρός αυτή πίσω εκείνος, έφτασαν τέλος στο σημείο να σηκώσει εκείνη την ομπρέλα της και να του κατεβάσει δυό-τρείς ομπρελιές στο κεφάλι. Καθώς μάλιστα έκανε εκείνος να προφυλαχτεί φάνηκε η βέρα του και η νόστιμη σαραντάρα του φώναξε:
-Να χαθείς παλιάνθρωπε! Και είσαι και παντρεμένος! Δεν ντρέπεσαι!
Της έφαγε κι’ έφυγε.
-Ας γράψουμε αυτή την περίπτωση στο παθητικό μας, είπε σκουπίζοντας το πρόσωπό του από μερικές λάσπες. Αυτή φαίνεται πως είναι επαρχιώτισσα.
***
Το βράδυ που γύρισε σπίτι του τον περίμενε μια έκπληξη.
-Μιχαλάκη του είπε η γυναίκα του, σου επιφυλάσσω μια σουρπρίζ.
-;…
-Θα γνωρίσεις τη μαμά.
-Τη μαμά;
-Ναι. ήρθε κατά της τρείς το απόγευμα. Τώρα θα την φωνάξω: Μαμά!...
-Αυτό μας έλειπε τώρα! ψιθύρισε ο Μιχαλάκης. Να μας έλθουν κι’ οι
παλιόγριες! Ας είναι…
Όσο να σκεφτεί αυτά όμως η πόρτα άνοιξε και… ο Μιχαλάκης έπεσε σε μια πολυθρόνα που βρέθηκε κοντά του. Η μαμά ήταν ακριβώς η νόστιμη σαραντάρα που είχε γνωρίσει λίγες ώρες πρωτύτερα κατά τρόπο κάπως άγριο. Αλλά κι’ αυτή τον γνώρισε. Ευτυχώς δεν είπε τίποτα. Προσποιήθηκαν κι’ οι δυό τον αδιάφορο γι’ αυτή την υπόθεση.
-Χαίρω πολύ μαμά…
Και –αδιόρθωτος πάντοτε- έκανε να την φιλήσει. Μα εκείνη του πρότεινε το χέρι…

-Στη μαμά φιλάνε πάντα το χέρι…
-Φαντάσου, είπε η Λόλα, ότι η μαμά, ακόμα δεν πάτησε το πόδι της στην Αθήνα και είχε μια περιπέτεια. Κάποιος παλιάνθρωπος την πήρε από πίσω και την πείραζε. Και η μαμά αναγκάστηκε να μεταχειριστεί την ομπρέλα της…
Ασυναίσθητα ο Μιχαλάκης έφερε το χέρι του στο πρόσωπό του.
-Και φαντάσου –εξακολούθησε η Λόλα- ότι ο παλιάνθρωπος αυτός ήταν και παντρεμένος… φορούσε βέρα!
-Τι λες Λόλα μου! Υπάρχουν λοιπόν και τέτοιοι παλιάνθρωποι στον κόσμο! είπε με προσποιητή έκπληξη ο Μιχαλάκης.
-Ναι, απάντησε η μαμά. Ευτυχώς όμως υπάρχουν και ομπρέλες…
***
-Έχε χάρη καημένε, του έλεγε κατόπιν ιδιαιτέρως η μαμά, που αγαπάω την κόρη μου και δεν θέλω να της καταστρέψω την ευτυχία της. Αλλιώς εγώ ξέρω τι θα σου έκανα…
-Παρντόν μαμά! Έγινε λάθος απήντησεν ο Μιχαλάκης. Άλλη φορά θα προσέχω!Και σκέφτηκε ο ίδιος αργότερα:
-Η πεθερά μου έκανε χρήση των δικαιωμάτων πριν με γνωρίσει ακόμη. Φαντάσου τι έχει να γίνει τώρα που με γνώρισε.»
Θάρρος, 1934, Παν. Παπαδούκας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου