Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

....Κυριακή 20 Απρλίου σήμερα.....

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2017

ΜΙΑ ΒΟΛΤΙΤΣΑ ΣΤΑ ΠΑΛΙΑΤΖΙΔΙΚΑ ΤΗΣ ΠΑΛΙΑΣ ΑΘΗΝΑΣ

Παρουσιάζει ο Βίκτωρ Σαμπώ
Ελάτε να ερευνήσουμε τα παλιατζίδικα της Βαρβακείου και της Αβησσυνίας και να ζήσουμε την ατμόσφαιρα της παράξενης και ιδιόρρυθμης αυτής αγοράς. Βρισκόμαστε στο έτος 1933…

"Μια βολτίτσα στα παλιατζίδικα, μου φαίνεται πως αξίζει τον κόπο.
Είναι ένα απ’ τα πλέον ενδιαφέροντα μέρη της Αθήνας. Απορώ, μάλιστα, πως ως τώρα δεν τα εκμεταλλεύτηκε… ο τουρισμός.
Οι ξένοι περιηγηταί θα έμεναν, ασφαλώς, κατενθουσιασμένοι από μια επίσκεψή τους και δεν είναι απίθανον, οι περίεργες συλλογές των αμερικανών, να πλουτίζονταν με παλιά σακάκια… ενδόξων λογοτεχνών ή με τρύπια πανταλόνια αφανών ηρώων της πείνας και του χρωστήρος ων… πάσα γη τάφος!
Τα παλιατζίδικα βρίσκονται γύρω απ’ το Βαρβάκειο και στη πλατεία Αβησσυνίας. Είναι η σύγχρονη Βαβυλωνία: Αρμένιδες, Πλακιώτες, Πόντιοι, Εβραίοι, Βλάχοι κλπ.
Εργάζονται με σύστημα και αλληλεγγύη –σε κάθε παλιατζίδικο δουλεύουν δύο, τουλάχιστον, υπάλληλοι. Ο αφεντικός κάθεται πάντοτε στο μαγαζί. Ο ένας απ’ τους υπαλλήλους παίρνει βόλτα τις γειτονιές –διαλαλώντας ότι αγοράζει όλα τα παλιά ρούχα, παπούτσια, μπουκάλια- και ο άλλος στήνει καραούλι στη οδό Σωκράτους, που είναι το πέρασμα των πελατών για να τους "ψήσει" προτού προλάβουν άλλοι.
Καλά, θα μου πείτε, και πώς καταλαβαίνουν ότι ο "τάδε" ή ο "δείνα" περαστικός, είναι πελάτης;
Σας απαντώ αμέσως:
Απλούστατα: από το τυλιγμένο, με εφημερίδες, δέμα που θα κρατάει.
Καλά, θα με ξαναρωτήσετε, τόσοι και τόσοι περνούν με δέματα, που κάθε άλλο παρά "προς πώληση" πράγματα περιέχουν. Σας απαντώ και πάλι:
Δεν έχει σημασία. Αυτοί, μια φορά, ρίχνονται κι’ αν "πιάσουν" έπιασαν, αν δεν "πιάσουν", πάλι, δεν χάλασε ο κόσμος.

Τώρα, αν δεν με πιστεύετε –πράγμα που δεν το πιστεύω-, δεν έχετε παρά να πάρετε ένα τέτοιο δέμα ανά χείρας και να περάσετε από την οδόν Σωκράτους και μάλιστα εις απόσταση εκατό μέτρων απ’ το "Βαρβάκειο". Ξέρετε τι θα συμβεί; Θα σας περικυκλώσουν οι παλιατζήδες ζητώντας, ο καθ’ ένας για τον εαυτό του, την αγοράν του δέματος.

-Άμα τζάνουμ, θ’αρχίσει ο Αγκόπ, σε μένα μπρε ντοσμένο ντέμα να κάνης, ιστέ πληρωμένο καλά να γένεται.

-Ρε φίλε, εδώ επεμβαίνει ο Κώτσος ο Γοργόνας, με το μπαρντός δηλαδής, μπορώ να ίδω και ‘γω το δέμα; Για να ξέρης, δηλαδής, είμαι άνθρωπος, για να ξέρης δηλαδής που ζω για μια τιμή και μίαν υπόληψης, το οποίον θα σου πληρώσω με την πραγματικήν και τρέχουσαν τιμήν το πράμα, τσιφ Περαία δηλαδής.
-Ε, να το δίνης, σε μένα να το δίνης, πληρωμένο όσο όσο, θα παρακαλέσει ο Εβραίος.
Είναι η στιγμή που ξαναμιλεί ο Αρμένης φουρκισμένος από τα λόγια του Εβραίου.
-Εσύ μπρε Ισαάκ σκασμένο να γένεσαι. Άμα άνθρωπος Τζάνουμ σε μένα τέλει να κάνη πουλημένο.
-Ε, τι βαράς, τι βαράς;… θ’ αρχίσει να κλαίγεται ο Ισαάκ.
-Ποιος σε βάρεσε μπουνταλά εφέντη;
Επακολουθεί σοβαρότατον διπλωματικόν επεισόδιον, μεταξύ Αρμενίας και Ιουδαίας, του οποίου επωφελείται ο Κώστας ο Γοργόνας. Τώρα με σας που θα κρατάτε το δέμα για δοκιμή, θα πάει χαμένος ο κόπος του. Αν όμως στη θέση σας είναι κανένας σεσημασμένος… ποιητής, τα πράγματα αλλάζουν.
-Με το μπαρντός, δηλαδής. Ελάτε εδώ στο κατάστημα, να κοιτάξουμε το πράμμα.
Ο ποιητής ακολουθεί…
Στο μαγαζί το δέμα ανοίγεται και βγαίνουν δειλά-δειλά, ένα ποιητικό πανταλόνι και ένα ποιητικό παλτό. Ο Κώτσος παίρνει το πανταλόνι και το κοιτά επισταμένως, το αφήνει χάμω με ένα μορφασμό απογοητεύσεως. Στερεότυπο κόλπο αυτό.
-Το οποίον ρε φίλε, δεν κάνει για μας. Είναι φαγωμένο στα οπίσθια, με το συμπάθιο και εξ άλλου είναι και παλιωμένης μοδός!
Αν τολμήσει ο ποιητής κ. Ηλιοβασίλης Μενεξεδένιος π.χ., να επέμβει:
-Η δυναμικότης, κομψότης και στερεότης τούτου του πανταλονιού είναι αφάνταστη και άλλωστε είναι και της τελευταίας μόδας…
Ο Κώτσος ο Γοργόνας θα τον αποστομώσει:
-Το οποίον δεν πρόκειται περί δια την μόδα, αλλά και να προκειτό τανε, πάλι δεν θα μούκανε, διότι αφ’ ενός μεν απ’ το μαγαζί ψουνίζουν άνθρωποι φουκαράδες, αφέ δύο δε, δεν τους διαφέρει η μος. Το οποίον εν πάσει περίφτωση, ας δούμε και το παλτό.
Το παίρνει, το κοιτάζει και το τυλίγει μαζί με το πανταλόνι στο δέμα.
-Τι ζητάς για όλα ομού;
-Τρία κατοστάρικα.
-Δε μου κάνουν, τ’ αφήνεις έξη τάλαρα;
Ο ποιητής έξαλλος, τα μαζεύει και πάει σ’ άλλο μαγαζί. Εν τω μεταξύ, όμως, ο Κώτσος ειδοποίησε όλους στην πιάτσα για την τιμή που έδωσε κι’ όλοι –υπάρχει αυτή η αλληλεγγύη- του δίνουν ένα τάλιρο λιγότερο. Ο Ηλιοβασίλης Μενεξεδένιος τα έχει χάσει…
-Μα δεν σας αρέσει αυτό το παλτό; κοιτάχτε ύφασμα, ράψιμο, κόψιμο.
-Τι λες ρε φίλε…
Επίλογος: ο ποιητής αναγκάζεται να δώσει στον Κώτσο το πανταλόνι μετά του παλτού, αντί πινακίου φακής."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου