Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

....Πέμπτη 28 Μαρτίου σήμερα.....

Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2016

ΛΙΓΟ ΑΠΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ Παρουσιάζει: ο Βίκτωρ Σαμπώ

 Παρουσιάζει: ο Βίκτωρ Σαμπώ
Ο Μιχάλης Γενίτσαρης θυμάται το ξεκίνημα της «χρυσής εποχής» του ρεμπέτικου τραγουδιού.
Μιχάλης Γενίτσαρης
Τον Μάρκο Βαμβακάρη τον γνώρισα το 1931 με 32 στου Μπάτη το μαγαζί. Το είχε κάποτε εκεί χοροδιδασκαλείο και καφενείο. Εκεί ερχότανε τότες ο Μάρκος από τα σφαγεία......
 Ήτανε σφάχτης. Ήτανε ένα παλικάρι λιανό, ψηλό, με μουστάκι πάντα αλά Χίτλερ. Και ερχόταν εκεί πέρα και μόλις έβλεπε τον Μπάτη, βγάζαν τα μπουζούκια, ο Μπάτης μαζί με τον Μάρκο, με τον Ανέστη τον Δελιά, με τον Ηλία τον Καμπανάο, με τον Σκλίβανο τον Νίκο και με πολλούς άλλους. Επαίζανε εκεί πέρα και αυτοσχεδιάζανε. Τότες ο Μάρκος δεν είχε βγάλει ούτε πλάκες σε γραμμόφωνο ούτε τίποτα και ούτε είχε αρχίσει να πηγαίνει σε πάλκα και τέτοια. Παίζανε για τον εαυτό τους. Πίνανε τον καφέ και παίζανε μπουζούκι.
Θυμάμαι μια περίπτωση, που ήρθε η Ασφάλεια. Και μπαίνοντας μέσα βλέπουνε τα μπουζούκια και τους μπαγλαμάδες του μπαρμπα-Γιώργου του Μπάτη, γιατί ο Μπάτης τότες ήταν 40 χρονών.
Μάρκος Βαμβακάρης
Και τον εβάλανε τον γερο-Μπάτη με μια χειράμαξα και κατέβασε όλα τα μπουζούκια και τους μπαγλαμάδες από πάνω και τα έβαλαν στη χειράμαξα και βάλαν τον Μπάτη από μπροστά και τον Μάρκο από πίσω και σπρώχνανε και τα πήγανε στην ΑσφάλειαΚαι τους τα δώκανε μετά από 10-15 μέρες… του γερο-Μπάτη… Γιατί ήταν απαγορευμένα.
Μ. Βαμβακάρης: Νόστιμο τρελό μικρό μου (1938)
Κάνω τη τσάρκα μου, περνώ, για σε μικρό μελαχρινό
από τη γειτονιά σου
για τα γλυκά τα μάτια σου
και για την εμορφιά σου
Νόστιμο μικρό τρελό μου, μάγκικο μελαχρινό μου
Γιατί δε βγαίνεις να σε δω, που ξέρεις πόσο σ’ αγαπώ
κρυφά από τη μαμά σου
μελαχρινό με τρέλανες
με τη γλυκιά ματιά σου
με τρέλανες μελαχρινό
με τη γλυκιά ματιά σου
Μάγκικο τρελό μικρό μου, κορμί μελαχρινό μου
Ένα γλυκό φιλάκι σου βγάλε απ’ το στοματάκι σου
μη θες να με παιδεύεις
Εσύ για μένα είσαι γιατρός
Εσύ θα με γιατρέψεις
Νόστιμο μικρό τρελό μου, μάγκικο μελαχρινό μου
Κάποιος φίλος, Παναγιώτης, ήταν στου Σαραντόπουλου, γκαρσόνι. Και έρχεται μια μέρα στου γερο-Μπάτη το μαγαζί, ήθελε τον Μάρκο, λέει τι να τον κάνεις τον Μάρκο, λέει να κάνουμε ένα πάλκο στου Σαραντόπουλου. Λέει μες στην Κρεμμυδαρού θα βάλουμε μπουζούκια; Ναι, θα βάλουμε μπουζούκια κι ό,τι γίνει. Και παίρνουνε τον Μπάτη, τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Ανέστη Δελιά και πάνε στου Σαραντόπουλου και βάζουν ένα πάλκο… και μαζεύτηκε όλος ο Περαίας εκεί. Πολλή δουλειά. Γιόμιζε κάθε βράδυ το μαγαζί από κόσμο… Το αγάπαγε τόσο πολύ ο κόσμος το μπουζούκι.
Ανέστης Δελιάς
Μετά πέσανε κάτι καταστηματάρχηδες πιο νταήδες και μάλωσε ο Κερετζάκης με τον Σαραντόπουλο και του παίρνει τον Μάρκο και τον πάει στην Ανάσταση, που ‘χε ο Κερατζάκης ένα μαγαζί. Και βάζουν εκεί μπουζούκια. Εκεί έγινε πανζουρλισμός. Πολύς κόσμος. Κάθε βράδυ. Ο Μάρκος ήτανε νούμερο ένα στο ρεμπέτικο με το μπουζούκι. Δεν υπάρχει άλλος.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΕΝΙΤΣΑΡΗΣ
Μικρούλα Πειραιώτισσα (1938)
Σύνθεση: Μ. Γενίτσαρης
Στίχοι: Δ. Σέμσης
Τραγούδι: Στράτος Παγιουμτζής, Στελλάκης Περπινιάδης
Στον Πειραιά που κατοικώ
από μικρό παιδάκι
μια κούκλα με σγουρά μαλλιά
με πότισε φαρμάκι.
Κάθε βραδάκι διάβαινα
από τη γειτονιά της
και μ’ έκανε να τρελαθώ
με τα καμώματά της.
Ξανθιά μου Πειραιώτισσα
μάζεψε τα μυαλά σου
γιατί θα γίνει φονικό
και θα ‘βρεις το μπελά σου
Το πρώτο επικριτικό άρθρο εναντίον των ρεμπέτικων γράφτηκε τον Οκτώβριο του 1931 στο περιοδικό Μουσική Ζωή από την μουσικοκριτικό Σοφία Σπανούδη, η οποία διατύπωσε την άποψη ότι τα τραγούδια αυτά διαφθείρουν τα μουσικά ήθη του ελληνικού λαού.
Ένα χρόνο αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1932, ο Κώστας Αθάνατος, καταγγέλλει όχι μόνο την ελεύθερη κυκλοφορία του χασίς αλλά και τη «μεγαλόφωνη εξύμνησή του» μέσω των χασικλίδικων τραγουδιών.
Τον Ιούλιο του 1933 δημοσιεύεται στην εφημερίδα ΕΘΝΟΣ πρωτοσέλιδο επικριτικό άρθρο κατά του αμανέ ο οποίος «μεταβάλλει την ταβέρνα εις προθάλαμον φυλακής».
Μετά την απαγόρευση των αμανέδων στην Τουρκία από τον Κεμάλ η εφημερίδα ΘΑΡΡΟΣ, τον Νοέμβριο του 1934, γράφει ειρωνικά ότι τώρα πια αμανέδες «θα ακούουν μόνο οι Έλληνες εις τους προσφυγικούς συνοικισμούς».
Τον Ιανουάριο του 1935 στην ίδια εφημερίδα καταγγέλλεται η πληθωρική παρουσία δίσκων με «αποτρόπαια ανατολίτικα τραγούδια» σε σχέση με την ανυπαρξία δίσκων ελληνικών δημοτικών τραγουδιών.
Πιο μετριοπαθής η εφημερίδα ΝΕΟΙ ΚΑΙΡΟΙ κάνει, τον Φεβρουάριο του 1935, διαχωρισμό μεταξύ χασικλίδικων τραγουδιών (αναφέρονται ως τραγούδια που προκαλούν αηδία) και «σερέτικων», προς τα οποία η εφημερίδα διάκειται ευμενώς. Ως παράδειγμα καλού τραγουδιού αναφέρονται οι Λαχανάδες του Παπάζογλου.
Τον Μάιο του 1935, στην εφημερίδα ΒΡΑΔΥΝΗ, ο Σωτήρης Σκίπης εκφράζει την πικρία του για το γεγονός πως η συντριπτική πλειοψηφία του λαού αρέσκεται «στον αμανέ ή σε κανένα ντερμπεντέρικο τραγούδι της φυλακής».
Υπήρξαν όμως και ενστάσεις σε όλο αυτό το καταγγελτικό ύφος.
Τον Νοέμβριο του 1934 ο Μανώλης Καλομοίρης, συμμετέχοντας στον διάλογο που είχε ανοίξει στα Αθηναϊκά Νέαο Παύλος Παλαιολόγος, δηλώνει ότι δεν κινδυνεύει η Ελλάδα από την ανατολίτικη μουσική, η οποία ενδέχεται να κατάγεται από την αρχαία και βυζαντινή μουσική, ενώ θεωρεί πως είναι προτιμότερος ο αμανές από το ταγκό και τα φοξ τροτ.
Στον ίδιο διάλογο ο μουσικολόγος Κωνσταντίνος Ψάχος γράφει πως ο αμανές έχει αρχαιοελληνική καταγωγή.
Τέλος ο Δημήτρης Μητρόπουλος, αν και δηλώνει πως αντιπαθεί τον αμανέ δεν τον βρίσκει επικίνδυνο για τη μουσική μας, όχι πάντως περισσότερο επικίνδυνο από την τζαζ.



ΛΑΧΑΝΑΔΕΣ (ΚΑΤΩ ΣΤΑ ΛΕΜΟΝΑΔΙΚΑ)
Περίφημο τραγούδι του Βαγγέλη Παπάζογλου.
Η πρώτη ηχογράφηση έγινε με την Κατίνα Χωματιανού. Στη συνέχεια το ηχογράφησαν και άλλοι καλλιτέχνες. Η συγκεκριμένη ηχογράφηση έγινε το 1935 στη Νέα Υόρκη από την ορχήστρα ΤΑ ΠΟΛΙΤΑΚΙΑ. Τραγουδάει ο Σπύρος Περιστέρης.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ - Ο ασυμβίβαστος καλλιτέχνης.
Λαχανάδες ήταν οι πορτοφολάδες. Λάχανα δεν είναι τα πορτοφόλια (αυτά τα έλεγαν παντόφλες), αλλά τα προπολεμικά χαρτονομίσματα που είχαν το χρώμα της λαχανίδας.
Κάτω στα λε , βρε κάτω στα λε , κάτω στα λεμονάδικα
κάτω στα λεμονάδικα γίνηκε φασαρία
δυο λαχανάδες πιάσανε
και κάναν την κυρία
Τα σίδερα, βρε τα σίδερα, τα σίδερα τους φόρεσαν
τα σίδερα τους φόρεσαν και στη στενή τους πάνε
κι αν δε βρεθούν τα λάχανα
το ξύλο που θα φάνε
Κυρ αστυνό , βρε κυρ αστυνό , κυρ αστυνόμε μη βαράς
κυρ αστυνόμε μη βαράς, γιατί κι εσύ το ξέρεις
πως η δουλειά μας είναι αυτή
και ρέφα μη γυρεύεις
Εμείς τρώμε, βρε εμείς τρώμε, εμείς τρώμε τα λάχανα
εμείς τρώμε τα λάχανα, τσιμπούμε τις παντόφλες
Δε μας φοβί βρε δε μας φοβί , δε μας φοβίζει ο θάνατος
δε μας φοβίζει ο θάνατος, δε μας τρομάζει η πείνα
γι’ αυτό τσιμπούμε λάχανο
και την περνούμε φίνα

ΜΠΑΓΛΑΜΑΔΕΣ (ΣΤΟΥΣ ΑΠΑΝΩ ΜΑΧΑΛΑΔΕΣ)
(αν σας θυμίζει κάποιο τραγούδι είναι το «Παίζουν τα μπαγλαμαδάκια» του
Χρηστάκη).
Τραγούδι από την περίοδο των ανώνυμων δημιουργών.
Η συγκεκριμένη ηχογράφηση έγινε το 1928 στις ΗΠΑ
Τραγουδάει η Μαρία Παπαγκίκα.
Στους απάνω μαχαλάδες στους απάνω μαχαλάδες
στους απάνω μαχαλάδες διώξανε δυο ντερβισάδες
είχανε ναργιλεδάκι και φουμάρανε μαυράκι
παίζαν το μπαγλαμαδάκι για να σπάσουνε μεράκι
γύρω-γύρω μπαγλαμάδες γύρω-γύρω μπαγλαμάδες
γύρω-γύρω μπαγλαμάδες και στη μέση οι ντερβισάδες
και φουμάρουν χασισάκι για να σπάσουνε μεράκι
παίζουν τα μπαγλαμαδάκια και χορεύουν ντερβισάκια
ο λουλάς και το καλάμι ο λουλάς και το καλάμι
ο λουλάς και το καλάμι μ’ έφεραν σ’ αυτό το χάλι
ο λουλάς και το νεφέσι μ’ έφεραν σ’ αυτή τη θέση
ο λουλάς και το χασίσι μ’ έφεραν σ’ αυτή την κρίση
Μετά την επιβολή της λογοκρισίας από τον Μεταξά, ο Βαγγέλης Παπάζογλου προτίμησε να απέχει από τη δισκογραφία έχοντας προλάβει να ηχογραφήσει 24 τραγούδια.
Η ρήξη του με το καθεστώς προήλθε με αφορμή το τραγούδι του «Μπατίρης» όταν οι λογοκριτές του ζήτησαν στον στίχο «αν έχω το δικαίωμα ελεύθερος να ζήσω» να αλλάξει το «ελεύθερος» με το «χαρούμενος». Ο Παπάζογλου τους απάντησε ότι χαρούμενος είναι μόνο ο ελεύθερος.
Μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα σταμάτησε και τις εμφανίσεις του στο πάλκο μη θέλοντας να παίζει μπροστά σε «φχαριστημένους και μαυραγορίτες». «Τα πουλιά δεν κελαηδούν άμα νυχτώσει» έλεγε. Μάλιστα άλλαξε επάγγελμα, έγινε παλιατζής, χαρίζοντας ανέκδοτα τραγούδια του σε φίλους και συναδέλφους μουσικούς.
Η σύζυγος του, η Αγγέλα Παπάζογλου, έλεγε πως αρκετοί μουσικοί έβγαλαν χρήματα αργότερα ηχογραφώντας τραγούδια του άντρα της.

ΚΑΛΟΓΡΙΑ (1937)
Σύνθεση, στίχοι: Βαγγέλης Παπάζογλου
Τραγούδι: Ρίτα Αμπατζή
Τι μελωδία, τι λόγια, τι ερμηνεία!
Βαρέθηκα τον κόσμο πια καλογριά θα γίνω 
και απάνω σε ψηλό βουνό μονάχη μου θα μείνω
και απάνω σε ψηλό βουνό μανούλα μου μονάχη μου θα μείνω
Στα μαύρα το κορμάκι για πάντα θα το ντύσω
τη φλόγα π’ έχω στην καρδιά ψεύτη ντουνιά ίσως και την εσβήσω 
τη φλόγα π’ έχω στην καρδιά ε ρε ντουνιά ίσως και την εσβήσω 
Καλογριά θε να γινώ να μπω σε μοναστήρι 
και θα αρνηθώ για πάντα πια ψεύτη ντουνιά πόρτα και παραθύρι
και θα αρνηθώ για πάντα πια αχ βρε ντουνιά πόρτα και παραθύρι
Θα πα να βρω ηγούμενη να μοιάζει σαν και μένα 
να κλαίγω εγώ για κείνηνε και εκείνη για τα μένα 
Ο Βαγγέλης Παπάζογλου στάθηκε αντίθετος και σε μια ακόμη «συνήθεια» των συνθετών της εποχής: Όταν ένα τραγούδι γνώριζε μεγάλη επιτυχία, πολύ γρήγορα κυκλοφορούσε και ένα δεύτερο της ίδιας θεματολογίας και με παρόμοιο τίτλο, π. χ «Χήρα» – «Νέα χήρα».
Είναι χαρακτηριστική η στιχομυθία ανάμεσα στο Βαγγέλη Παπάζογλου και τον Κώστα Σκαρβέλη που μεταφέρει η Αγγέλα Παπάζογλου:
-Βαγγελάκη, βλέπεις ότι ο Λαθρέμπορας πορπατάει, γράψε άλλον ένα…
-Εγώ το ξέρεις δε γίνομαι ρεζίλης να ξαναγράψω για το ίδιο πράμα. Να γράψω κι ένα και δυο να σας τα δώσω, αλλά ποτέ στο όνομά μου
 Ο Βαγγέλης Παπάζογλου πέθανε το 1943 από πείνα και φυματίωση.
Βαγγέλης Παπάζογλου: Η φωνή του ναργιλέ (1935) (Πέντε χρόνια δικασμένος μέσα στο Γεντί Κουλέ)
Τραγουδάει ο Στελλάκης Περπινιάδης
Παίζει ορχήστρα με κιθάρα, βιολί, κανονάκι. Ο Παπάζογλου λόγω της Σμυρνέικης καταγωγής του δε χρησιμοποιούσε ποτέ στις ηχογραφήσεις του μπουζούκι.
Στην αρχή του τραγουδιού ακούγεται ένας διάλογος μεταξύ Παπάζογλου και Περπινιάδη. Πρόκειται για τον μοναδικόαυθεντικό διάλογο μεταξύ μαγκών που έχει διασωθεί καθώς όλοι οι υπόλοιποι διάλογοι που γνωρίζουμε είναι μιμήσεις ηθοποιών.
Το τραγούδι «Η φωνή του αργιλέ» του Παπάζογλου
 Πέντε χρόνια δικασμένος μέσα στο Γεντί Κουλέ
από το πολύ σεκλέτι το `ριξα στον αργιλέ
Φύσα, ρούφα, τράβα τονε, πάτα τονε κι άναφτονε
Φύλα τσίλιες για τους βλάχους, κείνους τους δεσμοφυλάκους
Κι άλλα πέντε ξεχασμένος από σένανε καλέ
για παρηγοριά οι μάγκες μου πατούσαν αργιλέ
Φύσα, ρούφα, τράβα τονε, πάτα τονε κι άναφτονε
Φύλα τσίλιες για τους βλάχους, κείνους τους δεσμοφυλάκους
Τώρα που `χω ξεμπουκάρει μέσα απ’ το Γεντί κουλέ
γέμωσε τον αργιλέ μας να φουμάρουμε καλέ
Φύσα, ρούφα, τράβα τονε, πάτα τονε κι άναφτονε
Φύλα τσίλιες για τ’ αλάνι κι έρχονται δυο πολιτσμάνοι
Οι πληροφορίες για τη σημερινή ανάρτηση έχουν αντληθεί από το εξαιρετικό βιβλίο του Κώστα Βλησίδη «Όψεις του ρεμπέτικου».***http://www.enet.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου