Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

....Πέμπτη 28 Μαρτίου σήμερα.....

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2016

ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΑΣ ΛΑΥΡΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ (14 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1943)

Παρουσιάζει: ο Βίκτωρ Σαμπώ
Συγκλονιστικές μαρτυρίες αυτόπτη μάρτυρα - από τις αναμνήσεις του επιζήσαντος  από την καταστροφής της Μονής της Αγίας Λαύρας, γέροντος Ευσεβίου Γιαννακάκη.....

Φύλαξη των κειμηλίων- πώς διασώθηκε το Λάβαρο της Επαναστάσεως του 1821

Οι Γερμανοί στη Λαύρα

Δεκέμβριος του 1943. Ή Μονή της Αγίας Λαύρας υφίστα­ται βαρύ πλήγμα από τους Γερμανούς κατακτητές. Ό π. Ευσέβιος έζησε από πολύ κοντά την ωμότητα της πυρπολήσεως του Μοναστηριού και της εκτελέσεως των πατέρων. Γεγονότα δραματικά, πού αποτέλεσαν σταθμό όχι μόνο στην Ιστο­ρία της Μονής άλλα και στην προσωπική του πορεία’ σκηνές φρι­κτές, στιγμές βαθιάς οδύνης, πού χαράχθηκαν ανεξίτηλα στην καρδιά του και στη μνήμη του.

Κάθε χρόνο, στη θλιβερή αυτή επέτειο, χρέος ιερό τον έφερνε στη Μονή της Μετανοίας του, για να λάβει μέρος στη Θεία Λειτουργία και στο Μνημόσυνο των εκτελεσθέντων. Τέτοια μέρα ξαναζούσε τα γεγονότα εκείνα και με κατα­φανή συγκίνηση μιλούσε γι’ αυτά.
Την Κυριακή 12 Δεκεμβρίου, ανέβηκαν οι Γερμανοί στην Αγία Λαύρα. Επισκέπτονταν συχνά το Μοναστήρι, περιεργά­ζονταν τα κειμήλια, έπαιρναν το κέρασμα των μοναχών και έφευ­γαν.
Αυτή τη φορά όμως ή συμπεριφορά τους ήταν διαφορετική.
Ό αρχηγός τους και το επιτελείο του ανέβηκαν στο ηγουμενείο και ζήτησαν να δουν το μοναχολόγιο. Οι στρατιώτες δεν πήγαν όπως άλλες φορές να δουν το Μοναστήρι, άλλα έμειναν με τους μοναχούς κάτω στο προαύλιο.
Όπως φάνηκε εκ των υστέρων, πε­ρίμεναν εντολή να τους εκτελέσουν, και δεν θα γλύτωνε κανείς. Ύστερα από αρκετή ώρα ό αρχηγός τους, κάποιος Τζένερ, κα­τέβηκε. Κάθισε λίγο πιο πέρα από τον πλάτανο μόνος του επί δε­καπέντε περίπου λεπτά, με σκυμμένο το κεφάλι.
Προφανώς θα σκεπτόταν: «’Άν σκοτώσω πρώτα αυτούς αιδώ πού έχω στα χέρια μου, θα το μάθουν οι Καλαβρυτινοί και θα φύγουν». Σφύριξε λοι­πόν και έφυγαν εις φάλαγγα κατά δυάδες. Είχε ήδη καταστρώσει το εγκληματικό του σχέδιο” θα άρχιζαν από τα Καλάβρυτα.
Εκείνο το πρωί ό π. Ευσέβιος δεν ένιωσε κανένα φόβο, παρ’ ότι οι Γερμανοί δεν απομακρύνθηκαν στιγμή από κοντά τους. Μάλι­στα, φιλόξενος όπως ήταν, κρατούσε ένα μεγάλο δίσκο και τους προσέφερε ψωμί και τυρί, κι εκείνοι, πού γνώριζαν τί θα ακολου­θούσε, τον κοίταζαν περίεργα.
Από τη στιγμή όμως πού έφυγαν οι Γερμανοί, ένας αδιόρατος φόβος κυριάρχησε στην ψυχή του.
.Φύλαξη των κειμηλίων
Τις τελευταίες ήμερες οι κατακτητές είχαν σκορπίσει τον όλεθρο στα γύρω χωριά. Οι πατέρες, για κάθε ενδεχόμενο, είχαν ήδη αρχίσει να ασφαλίζουν ό,τι πολύτιμο διέθετε ή Μονή.
Ό π. Ευσέβιος, δραστήριος και επινοητικός, ήταν ένας από εκείνους πού πρωτοστάτησαν στην προσπάθεια αυτή. Είχε τότε και το διακόνημα τού «εκκλησιαστικού». Συγκέντρωσε τα καλύ­τερα ιερά σκεύη και πολλά από τα κειμήλια, τα όποια τοποθέτησε σε μια κρύπτη του ισογείου, πού στη συνέχεια την έκτισε από μπροστά, όπως αναφέρει και ό π. Δωρόθεος Θεοφάνης στη μαρτυρία του.
Επίσης, μαζί με τον π. Νεόφυτο έβαλαν τα καλύτερα ιερατικά άμφια, ράσα, κοντόρασα και άλλα ρούχα σε κασέλες, τις όποιες έκρυψαν σ’ ένα λάκκο πού άνοιξαν στο περιβόλι. Τον πολυτιμότερο θησαυρό της Μονής, τη αιματόβρεκτη Κάρα του Αγίου Αλεξίου -σύμφωνα και με τη μαρτυρία του π. Δωροθέου ό π. Ευσέβιος και ό π. Άνθιμος την ανέβασαν επάνω στο τέμπλο, το όποιο ήταν αρκετά φαρδύ και μπορούσε
να χρησιμοποιηθεί ως κρύπτη. Το Λάβαρο της Επαναστάσεως, αφού το προστάτευσαν ανάμεσα σε λαμαρίνες, το έκρυψαν στη σκεπή του Ναού·,
Με πρόταση του Πνευματικού της Μονής π. Βασιλείου, οι πατέρες άνοιξαν μια μεγάλη γούβα στο υπόγειο κάτω από την αίθουσα των κειμηλίων. Την έκτισαν εσωτερικά γύρω γύρω και έκρυψαν εκεί τα υπόλοιπα κειμήλια. Επίσης, φύλαξαν μέσα σε μπαούλα πολύτιμα χειρόγραφα και όσα βιβλία μπόρεσαν.
.Ο κίνδυνος πλησιάζει
Την επομένη, Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου, είχε πέσει μια παρά ξένη καταχνιά προς τα Καλάβρυτα. Ό π. Ευσέβιος ήταν πολύ ανήσυχος. Χωρίς να του έχει πει κανείς τίποτε, ένας δυνατός φόβος είχε καταλάβει τη σκέψη και την καρδιά του.
Πήγε να πα­ρακολουθήσει τα ζώα, που έβοσκαν σε μια πλαγιά. Ό νους του όμως ήταν κάτω στην πόλη. «Τί να γίνεται άραγε στα Καλά­βρυτα;» συλλογιζόταν με αγωνία.
Θα ήταν δώδεκα και μισή το μεσημέρι, όταν ξαφνικά, στην ησυχία της υπαίθρου, ακούει τα μυδραλιοβόλα να δουλεύουν επί πέντε ως δέκα περίπου λεπτά.
Ή καρδιά του σφίχτηκε περισ­σότερο. «Μεγάλο κακό γίνεται στα Καλάβρυτα» σκέφθηκε.

Εν τω μεταξύ πήγαν εκεί και άλλοι πατέρες. Ατένιζαν προς την πόλη με ανησυχία. Ό ορίζοντας στο βάθος ήταν κόκκινος. Σε λίγο άκουσαν μεμονωμένους πυροβολισμούς.
 «Θα είναι χαρι­στικές βολές» είπε ό π. Ευσέβιος, πού ήξερε από τον πόλεμο της Αλβανίας. Δύο αρχιμανδρίτες της Λαύρας, ό π. Παρθένιος και ό π. Δωρόθεος, καθηγητές θεολόγοι στο Γυμνάσιο των Καλαβρύ­των, είχαν καταφύγει στην πόλη από το βράδυ.
Μαζί τους ήταν και ό δόκιμος Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος, φοιτητής θεολο­γίας. Ή ώρα όμως περνούσε και κανένας δεν είχε επιστρέψει.

Οι Γερμανοί είχαν απαγορεύσει αυστηρά την είσοδο και την έξοδο από τα Καλάβρυτα, και έτσι οι πατέρες δεν μπόρεσαν να μάθουν τι ακριβώς έγινε εκεί.

Στο Μοναστήρι επικρατούσε φαινομενικά ησυχία, όμως όλοι είχαν το φόβο ότι θα έρχονταν ξανά οι Γερμανοί, με κακό σκοπό. Πολλοί σκέπτονταν να φύγουν. Μάλιστα, ό π. Αγαθάγγελος είχε ετοιμάσει ένα μίγμα από καρύδια και σταφίδες και μοίραζε σε όσους ήθελαν, για να το πάρουν μαζί τους.
.Σωτήρια πρωτοβουλία
Το βράδυ αποφασίσθηκε να εξομολογηθούν όλοι οι πατέρες και την επομένη να γίνει θεία Λειτουργία, για να κοινωνήσουν. Ό ηγούμενος και αρκετοί μοναχοί διανυκτέρευσαν στο βουνό, και το πρωί επέστρεψαν στο Μοναστήρι για τη Θεία Λειτουργία.
Ξημέρωνε ή 14η Δεκεμβρίου, ήμερα Τρίτη, ιστορική για την Ιερά Μονή της Άγιας Λαύρας. Ό π. Ευσέβιος έπρεπε κανονικά να σημάνει για την Ακολουθία στις τεσσερισήμισι. Είχε όμως μια πολύ κακή προαίσθηση.

«Έβλεπα μπροστά μου τους Γερμανούς να δρουν» έλεγε ό Ίδιος αργότερα. Με δική του, λοιπόν, πρωτοβουλία σήμανε στις τρεις και τέταρτο. Εντούτοις, ούτε ό ηγούμενος ούτε κανείς άλ­λος του έκανε παρατήρηση. Αν ό π. Ευσέβιος δεν κτυπούσε μία ώρα και πλέον ενωρίτερα, οι Γερμανοί θα τους έπιαναν όλους μέσα στο Ναό και ή Άγια Λαύρα θα αφανιζόταν.
Άλλα «όλα τα κατευθύνει ή αγάπη του Θεού», όπως έλεγε ό ταπεινός Γέρον­τας, αναφερόμενος σ’ εκείνο το γεγονός.

Είναι δύσκολο να διανοηθεί κανείς με τι συναισθήματα παρακολούθησαν οι πατέρες εκείνη τη Λειτουργία, πού για μερικούς επρόκειτο να είναι και ή τελευταία. Είχε ήδη αρχίσει να φωτίζει – ήταν περίπου επτά ή ώρα- όταν τελείωσαν και βγήκαν στο προαύλιο. Ό π. Ευσέβιος έβαλε βιαστικά σ’ ένα κοφίνι τα καλύτερα καλύμματα της άγιας Τραπέζης κι έτρεξε να τα κρύψει και αυτά στο περιβόλι.
Αμέσως ό ηγούμενος κάλεσε την Αδελφότητα σε σύναξη, για ν’ αποφασίσουν τελικά τι έπρεπε να κάνουν, σε περίπτωση πού οι Γερμανοί θα εμφανίζονταν ξανά’ να μείνουν στο Μοναστήρι ή να φύγουν;
Οι Γέροντες συζητούσαν, χωρίς να καταλήγουν κάπου. Το λόγο τότε πήρε ό π. Αγαθάγγελος, ό γραμματέας της Μονής και υπεύθυνος των συνάξεων: «Έχω διαβάσει ότι οι Ταβεννησιώτις πατέρες σε περίπτωση βαρβαρικής επιδρομής έφευγαν προσωρινά από τα Μοναστήρια τους, έως ότου περάσει ό κίνδυνος». Αυτή ή άποψη φάνηκε καλή σε όλους. Ή συζήτηση όμως παρα­τεινόταν.
Την ώρα πού ό ιεροδιάκονος π. Τιμόθεος πήγαινε προς το κελί του να πάρει λίγη τροφή και ένα κοντόρασο για να φύγει, φάνηκαν οι Γερμανοί απέναντι στα κυπαρίσσια. «Πραγαλά - πραγαλά, ένας-ένας, σαν κυνηγοί έρχονταν στη Μονή’ αθόρυβα. Είχε και ομίχλη. Τρέχει ό π. Τιμόθεος και φωνάζει: “Μάς πιάσανε οι Γερμανοί!”. Το τι ακολούθησε δεν περιγράφεται» διηγείτο ό Γέροντας.

Οι Μοναχοί έτρεχαν τρομαγμένοι, άλλοι από δω και άλλοι από κει. Μόλις πού πρόλαβαν να φύγουν, όχι όμως όλοι. ‘Ο ηγούμενος τράβηξε προς τον Προφήτη Ηλία μαζί με άλλους, πατέρες. Τον π. Χαρίτωνα τον έβλεπαν πού έφευγε, αλλά δεν τον πυροβόλησαν. Ό π. Ευσέβιος με τον π. Πολύκαρπο, τον υποτακτικό του Γέροντα Αγαθάγγελου, έτρεξαν προς το περιβόλι. Τους ακολούθησε και ό δόκιμος Φίλιππος.
Καθώς ροβολούσαν στο μονοπάτι, ό π. Πολύκαρπος είπε: “Πάτερ  Ευσέβιε, οι Γερμανοί κει πάνω!».Έπεσαν κάτω και μπουσουλώντας κρύφθηκαν κάτω από ένα πουρνάρι.
Οι Γερμανοί έφθασαν στο προαύλιο και φώναζαν: «Να μη φύγει κανείς! Δεν θα σας κάνουμε τίποτα. Μόνο το Μοναστήρι θα κάψουμε».
-Φωνάξτε και τους άλλους να γυρίσουν πίσω, είπαν στους πατέρες πού βρήκαν εκεί.
Ο Γ. Νεόφυτος προχώρησε προς το Παλιομονάστηρο για το σκοπό αυτό και μπορούσε να τους είχε ξεφύγει, όμως γύρισε πίσω.
Πυρπόληση της Μονής και εκτέλεση των πατέρων
Ο  π. Ευσέβιος, πενήντα μόλις μέτρα πιο κάτω, άκουγε τις φωνές τους. «Φασαρία, μεγάλο κακό γινόταν επάνω. Σε λίγο άρχισαν τα φλογοβόλα. Ξύλινο το Μοναστήρι, πήρε φωτιά και άρχιζε να τριζοβολάει. Χάλαγε ό κόσμος από τις οκτώ ως τις έντεκα…» διηγείτο με πόνο ψυχής.
Οι ώρες εκείνες ήταν δραματικές. Το αγαπημένο του Μοναστήρι καιγόταν και -το πιο λυπηρό- κάποιοι πατέρες είχαν μεί­νει πίσω, Αλλά και ό ίδιος διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο. Λίγα βήματα αν κατηφόριζαν οι Γερμανοί, θα τον έβρισκαν. Ακίνητος κάτω από τη πουρνάρι προσευχόταν θερμά και ακατάπαυστα.
Κάποτε τελείωσαν’ το έκαψαν το Μοναστήρι. Και ξαφνικά ακούσθηκαν δεκατρείς πυροβολισμοί. «Πάτερ Πολύκαρπε, ψιθύρισε με αγωνία “φοβάμαι για τους πατέρες». Μετά από λίγο άκουσαν τους Γερμανούς να φεύγουν «χασκαρίζοντας», όπως έλεγε ο Γέροντας.

Άφησαν να περάσει κάμποση ώρα. Βγήκαν από το πουρνάρι και προχώρησαν προς το Μοναστήρι. Ήταν οι πρώτοι πού επέ­στρεφαν. Ό π. Ευσέβιος προπορευόταν.

“Όταν έφθασε στο προ­αύλιο και κοίταξε προς τον πλάτανο, τί να δει! «Παναγία μου φώναξε. Τέσσερις πατέρες σκοτωμένοι κάτω από τον πλάτανο” πεσμένοι ό ένας κοντά στον άλλον. Ό φύλακας της Μονής, ό Πα­ναγιώτης Μπράτσικας, ήταν καθιστός στο πεζούλι και έμοιαζε σαν ζωντανός από μακριά. Ήταν όλοι νεκροί” «ιέρεια έμψυχα, ολοκαυτώματα λογικά», πού πότισαν με το μαρτυρικό αίμα τους τα αγιασμένα χώματα της Λαύρας.

Φρίκη και σπαραγμός! Ό π. Ευσέβιος ξέσπασε σε βουβό, ασταμάτητο κλάμα. Ήταν ό άγιος Πνευματικός του π. Βασίλειος, ό π. Αγαθάγγελος, τον όποιο τόσο θαύμαζε και σεβόταν, ό συνυποτακτικός του π. Νεόφυτος και ό π. Ευθύμιος ό παράλυτος. Όλοι εκλεκτοί και αγαπημένοι συμμοναστές του. Γονάτισε, έκανε το σταυρό του και ασπάσθηκε στο μέτωπο τους μάρτυρες. Το Ίδιο έκαναν και οι άλλοι δύο.
Το Μοναστήρι δίπλα τους καιγόταν. Φλόγες και καπνοί παν­τού. Ή ιστορική και όμορφη Αγία Λαύρα ήταν τώρα ένας σωρός από ερείπια. Εικόνα θλιβερή, πού πρόσθετε πόνο επάνω στον πόνο τους. 

Παρ’ όλο πού υπήρχε κίνδυνος να ξαναγύριζαν από στιγμή σε στιγμή οι Γερμανοί, εκείνοι έμειναν να εκτελέσουν το χρέος τους.

Ό π. Ευσέβιος μαζί με τον π. Πολύκαρπο μετέφεραν με την κουβέρτα ένα-ένα τα ιερά λείψανα των πατέρων στο Ναό του κοιμητηρίου. Στην τσέπη του Πνευματικού βρήκε το άγιο Αρτο­φόριο με τον Αμνό της Μεγάλης Πέμπτης.
Το ασπάσθηκε με ευλάβεια και το μετέφερε στην εκκλησία, ή οποία δεν είχε καεί.

Την ίδια ημέρα μόνο εκείνοι γύρισαν στο Μοναστήρι, γιατί είχαν κρυφθεί πολύ κοντά. Την επομένη, κατά το μεσημέρι, λίγοι-λίγοι επέστρεφαν και οι άλλοι μοναχοί. «Το τι έγινε δεν περι­γράφεται» διηγείτο ό Γέροντας. «Ιδίως ό ηγούμενος θρηνούσε απαρηγόρητα, πού βρήκε πέντε δικούς του ανθρώπους σκοτω­μένους». 

Διάβασαν τη νεκρώσιμη ακολουθία, ενώ δύο μοναχοί φύλαγαν έξω για το φόβο των Γερμανών. Με βαθύ πόνο εντα­φίασαν τους πατέρες στον κοινό τάφο πού άνοιξαν.

«Πονέσαμε για το βίαιο και μαρτυρικό τέλος τους, άλλα και τους μακαρίσαμε, έλεγε αργότερα –εξασφάλισαν την αιω­νιότητα. Τι ωραίος θάνατος μετά τη Θεία Λειτουργία και τη Θεία Κοινωνία! Μακάρι να ήμουν κι εγώ ένας άπ’ αυτούς… Με άφησε για τις αμαρτίες μου ό Θεός…»
.
Στην Αθήνα άλλα και στο Γεωργίτσι είχε διαδοθεί ότι μεταξύ των εκτελεσθέντων ήταν κι εκείνος. Ό Θεός όμως, «κρείττον τι προβλεπόμενος» (Έβρ. ια’, 40), είχε οικονομήσει τα πράγματα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να επιζήσει.
Μόλις δύο μήνες πριν, στις 11 Οκτωβρίου, είχε κοιμηθεί ό Γέροντας του, ό π. Σεραφείμ. Από το σημείο αυτό ξεκινάει το θαύμα της διασώσεως του π. Ευσεβίου.
«Ήταν φύσει αδύνατο, αν ζούσε ό Γέροντας μου, να έφευγα. Αδύνατο των αδυνάτων! Θα έμενα κοντά του να τον φυλάω και θα το θεωρούσα καύχημα. Αποκλείεται να τον άφηνα. Θα προτιμούσα να πεθάνω μαζί του. Θα πίστευα, μάλιστα, ότι, αν ό Γέροντας ήταν κοντά μας, δεν θα μας έκαναν κακό οι Γερμα­νοί… Αφού όμως σκότωσαν τον παράλυτο στο στρώμα, θ’ άφη­ναν εμάς;»

Το δράμα των Καλαβρύτων
Άλλα και λίγο πιο κάτω αν προχωρούσαν οι κατακτητές, θα τον ανακάλυπταν, διότι δεν ήταν καλά κρυμμένος. Στο σχέδιο του Θεού λοιπόν ήταν ή διάσωση του π. Ευσεβίου, ό όποιος επρόκειτο να δοξάσει το υπερύμνητο όνομά Του και να οδηγήσει αμέτρητες ψυχές στη σωτηρία
Εν τω μεταξύ έμαθαν τί είχε συμβεί στα Καλάβρυτα στις 13 Δεκεμβρίου, μια ήμερα δηλαδή πριν από την πυρπόληση της Αγίας Λαύρας, οι Γερμανοί είχαν σκορπίσει εκεί τον όλεθρο.
Εγκλώβισαν τα γυναικόπαιδα στο σχολείο και οι δόλο τους άνδρες, από δεκατεσσάρων ετών και άνω, στον τόπο του μαρτυρίου. Πρώτα παρέδωσαν την πόλη στις φλόγες μπροστά  στα μάτια τους και ύστερα τους εκτέλεσαν όλους. Τέλος έβαλαν φωτιά στο σχολείο. Τα γυναικόπαιδα σώθηκαν την  τελευταία στιγμή σαν από θαύμα.
Αναλογίζεται κανείς τί ακολούθησε, όταν βρήκαν άνδρες σκοτωμένους. Ήταν χίλιοι τριακόσιοι Καλαβρυτινοί.  Ανάμεσα τους ό π. Παναγιώτης Δημόπουλος, ό παππα- Καλός” όπως τον αποκαλούσαν όλοι, ό όποιος θυσιάσθηκε μαζί με το ποίμνιο του, και οι ιερομόναχοι της Λαύρας π. Παρθένιος και π. Δωρόθεος με το δόκιμο Κωνσταντίνο.
Τα θύματα πού θρήνησε ή Αγία Λαύρα ήταν συνολικά εννέα.  Τέσσερις μοναχοί και ό φύλακας εκτελέσθηκαν στο Μοναστήρι,  τρεις στα Καλάβρυτα και ό π. Αμβρόσιος στο μετόχι του Αγίου  Αθανασίου.
Από το βιβλίο: “Ιερομόναχος Ευσέβιος Γιαννακάκης”, Ιερά Μονή αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, Βερίνο , Αίγιο **Φωτο. από:  tvxs.gr www.enet.gr ** Αντιγραφή κειμένου- επιμέλεια ανάρτησης:  https://antexoume.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου