Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

....Τρίτη 16 Απριλίου 2024 σήμερα...Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 92 ετών η Αικατερίνη Νικ. Φούρλα, εχθές το βράδυ......

Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2016

ΧΟΥΡΓΙΑΤ’ΚΙΣ ΠΑΡΑΜΙΙΣ

Παρουσιάζει: ο Βίκτωρ Σαμπώ
Πρέπ’ να ξάν’ς μαλλί να φας ψουμί (Δηλώνει πως πρέπει κάποιος να συμμετέχει στο έργο για να απολαύσει την αμοιβή)......

Φορτών΄ου Γκόγκους αλλά που ξ’φουρτών’; (Φορτώνει ο Γκόγκος αλλά που ξεφορτώνει) (Όταν χωρίς περίσκεψη έπαιρνε κάποιος μια απόφαση)
Ήθιλι πριμ Βλάμ’  μ' τ' άλουγου! ((Όταν κάποιος δεν προνοεί)
Να δου τ'ν νύφη μ' χήρα κι ας πιθάνε΄ κι του πιδί μ' (Να δω τη νύφη μου χήρα και ας πεθάνει και το παιδί μου...). (Όταν η κακία τυφλώνει τους ανθρώπους και θέλουν με κάθε θυσία το κακό του άλλου...).
Πουλλά νικρά που κάθουντι στ' αρρώστ΄ του κιφάλ΄. (Που θέλει να πει πως πολλοί από αυτούς που επισκέπτονται έναν άρρωστο για να του συμπαρασταθούν, μπορεί να χάσουν τη ζωή τους νωρίτερα από τον ίδιο). 
Κάτι σαν το: "Μηδένα προ του τέλους μακάριζε...".
Τ΄ λείπ΄ η σιέλα απ' του βρακί, κι τα δγυό τα μπουτζ’νάργια" Αυτή την παροιμία την έλεγαν σε πολλές περιστάσεις.
-Όταν π.χ. άκουγαν κάποιον να λέει κάτι που δεν είχε καμία βάση.
- Όταν έβλεπαν κάτι που δεν ήταν ολοκληρωμένο και του έλειπαν αρκετά πράγματα ακόμη.
(Όπως λέμε,"μου λείπουν 99 από το κατοστάρικο")
Τ' φακί φαϊ ( 'Οποιος λέει τη φακί φαϊ, το γυναικοσόϊ σόϊ και τον τσιομπάνο άνθρωπο, είναι για τα βρόνταλα...).
Κ'δούν' ξιγλώσσιαστου. (Έλεγαν οι Σαρακατσιάνοι τους ανθρώπους με εντυπωσιακή εμφάνιση, αλλά χωρίς σωστή σκέψη και άποψη). Όπως ένα κουδούνι, όσο εντυπωσιακό και μεγάλο να είναι, αν δεν διαθέτει τη γλώσσα (το μικρό μέταλο στο εσωτερικό του, το οποίο χτυπάει στα τειχώματα και ακούγεται το κουδούνι) είνια τελείως άχρηστο, έτσι και ένας άνθρωπος χωρίς το μυαλό του.
 Ήθιλι να ‘ταν… κράτους
Τα παιδιά τ’ μπάρμπα Χρήστου τράνεψαν ανύπαντρα. Ο Γιώργος, ο μεγαλύτερος από τους τρείς, κόντευε τα πενήντα. Γι αυτό ο συγγενής, που τους επισκέφτηκε στα βουνά, έπιασε κουβέντα μαζί του για την ανάγκη να βρει μια γυναίκα και να… νοικοκυρευτεί.
Να πάει κατά διόλ’ να πάει, μουναχίσκαμαν μαναχάμας» δήλωσε ο Γιώργος συμφωνώντας μαζί του ότι πρέπει να αλλάξει η κατάσταση. Ο μπάρμπα-Χρήστος, που άκουγε μέχρι εκείνη τη στιγμή σιωπηλός, μπήκε στην κουβέντα λέγοντας με καημό:
’Ιπριπι να ‘μαν κράτους, να σ’ που ιγώ…»
Και τι θα νάκανες μπαρμπα-Χρήστο άμα ήσαν κράτος;» ρώτησε με ενδιαφέρον ο συγγενής.
Να τα φουρουλουγήσου ούλα τα ανύπαντρα κι θα νάβλιπεις πως θα νάταν παντριμένα ούλα» απάντησε με πολύ νόημα κα με τον καημό ο πατέρας.
Χρειάστηκε να πάνε σε δημόσια υπηρεσία και έπρεπε να δώσουν τα στοιχεία τους. 
Ρώτησε ο υπάλληλος πρώτα τον άντρα.
 Το όνομά σας;», 
Μήτρους» απάντησε αυτός.
 
Δηλαδή, Δημήτριος» διόρθωσε ο υπάλληλος. 
Το δικό σας όνομα» ρώτησε απευθυνόμενος στη σύζυγο του Μήτρου.
Μήτρινα» πρόλαβε αυτός.
Το όνομά της ρώτησα» διορθώνει ο υπάλληλος. 
Μήτρινα τ’ λέν’» επανέλαβε ο Μήτρος. 
Πανάϊου μι λέν’» είπε διστακτικά η γυναίκα. 
Ούϊ Πανάϊού! Σαν τ’ς μάνα μ’ τ’ όνουμα έ’ις’!», απόρησε ο Μήτρος.
Τότε άκουσε για πρώτη φορά το όνομά της
Ο γέροντας επέστρεψε από τα... ειδήσια. Είχε πάει να δει ένα κορίτσι που προξένεψαν στο γιό τους. Η γυναίκα του', τον κατάλαβε τα μακριά ότι δεν του άρεσε το κορίτσι και ρώτησε να μάθει.
Διεν σ’ άρισι του κουρίτσ’ γέρουντα;
- Ήταν αφύσ'κου’ γριά, διεν ωδείζ’ με το θ'κό μας του πιδί.
- Κατί που ωδείζ'; Σαν τ’ν Μήτρινα;
- Ωρέ, τ’ μουρφουμήτρινα βάν’ς ισύ!
- Σαν ποια άλλ’; Σαν τ’ν Γιάννινα;
- Ωρέ τ’ μουρφου-Γιάννινα! Απαντάει πάλι ο γέροντας.
- Ιέμ τότι  σαν ποια είνι; σαν τουν κώλου μ;
- Ωρέ του μουρφουκώλους βάν'ς!
Η Γερογιάννενα επισκέφτηκε τα παιδιά της στη Θεσσαλονίκη, να δει το καινούριο διαμέρισμα απ’ αγόρασαν. Την πήγε ο γιός της μέχρι την πόρτα της πολυκατοικίας και χτύπησε το κουδούνι να κατέβουν να την παραλάβουν. Κατέβηκε η νυφαδιά της και την έπιασε από το μπράτσο να την βοηθήσει να μπεί στο… ασανσέρ.
 Αφού μπήκαν και ξεκίνησε αυτό να ανεβάνει, λέει με απορία η γιαγιά:
- Α Μαρία.      Ιμείς φεύγουμι ή τα τ’χια;

Στη στράτα για τα χειμαδιά, πέρασαν από το παζάρι των Τρικάλων να ψωνίσουν και τα… πέρα-δώθε για της ανάγκες του βιού και της οικογένειας. Η Γερογιάννενα πλησίασε έναν έμπορο που πουλούσε κοπάνες και τον ρώτησε για την τιμή τους.

- Εικοσιπέντε δραχμές, την ενημέρωσε ο πωλητής.
Επειδή ήθελε να παζαρέψει, όπως συνηθίζονταν εκείνα τα χρόνια, «έκανε σαν παρέκει» και ματαγύρισε κατά τον έμπορα.
- Θα μ’ τ’ δώκ’ς μι τριάντα να τ’ν πάρου; …αντιπρότεινε στον πωλητή.
- Άντε πάρ’ την και με τριάντα, είπε, κρύβοντας τη χαρά του ο έμπορος.
Όταν η Γερογιάννενα επέστρεψε στο μπουλούκ’ι, μολόγησε το… κατόρθωμά της στους άλλους.
- Ωρέ τι λιές! Την κορόιδεψαν οι άλλοι

- Ισύ τουν γέλασις τουν έμπουρα!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου