Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

....Πέμπτη 28 Μαρτίου σήμερα.....

Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2016

ΣΤΟΝ ΑΡΓΑΛΕΙΟ



-Κράκα!... κράκ!... τα χτένια τ’ αργαλειού, κράκα!... κράκ!... κράκα!... κρίκ!... κ’ η καρελλόψυχες, κράκ!... κρίκ!...

Και τα ποδαρικά το ίδιο. Και πετάει η σαΐτα. Και σειέτ’ ο αργαλειός. Και γιομίζει τ’ αντί. Και διπλιάζει το πανί. Και χαίρετ’ η κόρη. Η Ανθούλα, η ξακουσμένη Ανθούλα, η προκομμένη Ανθούλα, η Ανθούλα η ζηλευτή, η πιο προκομμένη ανυφάντρα του χωριού.

Και τι δεν υφαίνει; Και τι;

Κι αλαντζωτά. Και δίμιτα. Και ρασοπάτια. Για μαξιλάρια. Για σακκιά. Για στρώματα. Τα προικιά της έτοιμα. Υφαμένα με τα χεράκια της. Με τα χεράκια της όλα, με τα χεράκια της τα κοντυλένια, τα ζωγραφιστά.

Για τούτο είναι το καμάρι του χωριού. Όλες την ζηλοφθονάνε, όλες. Όλες οι κοπέλες του χωριού. Και είναι να μην ζηλοφθονάνε; Όλα τα παλληκάρια του χωριού για την Ανθούλα. Όλα έχουν την κουβέντα της. Όλα γι’ αυτή λένε, σ’ αυτή προσέχουνε. Και οι γέροι ακόμα. Την Ανθούλα στο στόμα τους. Όποιος την πάρει, σου λένε οι γέροι, θ’ ανοίξει το σπίτι του. Θα μεγαλώσει. Θα πλουτίσει.



Και τα ξέρει η Ανθούλα. Και χαμογελάει. Και χαίρεται. Και πιο πολύ δουλεύει. Και διάζει. Και μασουρίζει. Και τυλίγει. Και υφαίνει. Και ξυφαίνει. Και στοιβάζει προικιά. Απάνου-καταπάνου. Σωρούς. Ως τη σκεπή, ως τις καλαμωτές. Και γυρίζει η ανέμη, και πηδάει η σαΐτα, και τρέμει ο αργαλειός. Χορεύει κάτω απ’ τα χέρια της Ανθούλας. Και τα πόδια της. Χορεύει κ’ αυτός. Χαίρεται. Χαίρεται ο αργαλειός Χαίρεται ο καλύτερος της Ανθούλας σύντροφος. Ο μπιστευμένος της φίλος. Χαίρεται ο παιδικός της αδεργός.

Είναι μονάκριβη η Ανθούλα. Μοναχοκόρη. Μοναχοκληρονόμισσα. Πάντα στο σπίτι από μικρή. Μόλις ένοιωσε τον κόσμο αγκάλιασε τον αργαλειό. Παιδάκι ακόμα ύφαινε η Ανθούλα. Δέκα χρονών ακόμα πρωτομπήκε στον αργαλειό. Στον αργαλειό της. Τον γέρο-αργαλειό της όπως τον έλεγε. Προικιό της μάνας της. Έξι χρονών ημέρες τώρα, από τότε. Έξι σωστά χρόνια από τότε που πρωτοϋφαν’η Ανθούλα. Έξι σωστά.

Και δεν θυμήθ’ η μάννα της ημέρα που να πέρασε δίχως να υφάνει η Ανθούλα της. Ούτε μια μέρα. Μόνο τις Κυριακάδες. Και τις άλλαι γιορτές. Τις βαριές. Καλά λένε οι γέροι. Όποιος την πάρει θ’ ανοίξει το σπίτι του. Θα μεγαλώσει. Θα πλουτίσει. Ευτυχία ζωντανή η Ανθούλα. Ολοζώντανη. Χειροπιαστή. Μα είναι να μην τρελαίνονται τα παλληκάρια;… Είναι να μη ζηλοφθονούν οι κοπέλλες;… Τι προκοπ’ ήταν τούτη; Τι σβερτοσύνη, γυιέ μου;…

Κράκα!... κράκ!... ο αργαλειός. Κράκα!... κράκ!... Ο καλός σύντροφος της Ανθούλας. Ο γκαρδιακός της.

- Κράκα!... κράκ!... Πόσα δεν ξέρει ο αργαλειός της Ανθούλας!... Ο καλός σύντροφος. Πόσα; Δε δάκρυσε στο δάκρυο της Ανθούλας; Δε χάρηκε στην παιδική χαρά της; Δε χόρεψε στο πρώτο τραγουδάκι της; Δε δέχθηκε καθημερινά τα χάδια της; Τα παιδικά της χάδια;  Τα πρώτα παιχνιδάκια της;

Τώρα θα παντρευτεί  η Ανθούλα. Θα νοικοκυρευτεί. Τάχα θα τον χαϊδεύει και τότε; Τάχα θα παίξει μαζί του πλειά; Θα τον καταδέχεται, τάχα, τον γέρο-αργαλειό της; Ποιος ξέρει! Και συλλογάται λυπητερά ο αργαλειός. Και χαίρεται για την παντρειά της Ανθούλας.

Και λυπάται, θλίβεται για τον εαυτό του… Το ξέρει αυτός!.. Το μαντεύει!.. Έτσι τον άφησε και η μάννα της Ανθούλας. Έτσι του τάκαμε. Όσο ήτανε μικρή τον αγάπαγε. Παντρεύτηκε; Πάει-πάει… Τον καταφρόνησε τον απαράτησε. Ούτε τον εθυμήθηκε πλειά. Ούτε γύριζε να τον κοιτάξει. Κι έμενε στην αγκωνή, σε μια άκρη. Κατασκονισμένος. Περιφρονεμένος. Δύστυχος. Το ξέρει αυτός. Το μαντεύει!...

Το ίδιο θα πάθει. Το ίδιο και τώρα. Θα τον παρατήσει η Ανθούλα του. Θα τον αλησμονήσει. Ποιος ξέρει;.. Και τώρα πλειά αν τον αφήσει η Ανθούλα πάει-πάει!.. Πάει!..-Πάει!.. Δε θα μπορέσει να βαστάξει  τον καημό. Γέρασε  πλειά τώρα. Αδυνάτισε. Θα τον πετάξουν σε μια αγκωνή, κι εκεί θα μείνει για πάντα. Για πάντα ο κακόμοιρος! Θα τον φάν’ τα σκουλίκια. Ο σκόρος. Ο δύστυχος!
Έτσι χαίρεται για της Ανθούλας την παντρειά, μα λυπάται κιόλα. Η παντρειά της – ο τάφος του. Το ξέρει αυτός!... Το μαντεύει!... Το ξανάπαθε. Γι’ αυτό. Τώρα είναι η τελευταία του… Αϊ! Τι να κάμεις;… Και συλλογάται και δακρύζει κρυφά-κρυφά. Και ξανασυλλογάται και τον παίρνουν τα κλάματα τον γέρο. Δεν μπορεί να βαστάξει. Η παντρειά της κι ο θάνατός του. Χαίρεται και κλαίει. Κλαίει ο γέρος;… Γιατί;… Ποιος ξέρει!...

Χαίρεται για της Ανθούλας την παντρειά;… Και κλαίει… Ποιος ξέρει!...

Και η χαρά δεν κλαίει καμιά φορά; Αϊ! Δεν κλαίει;…

-Κράκα!... κράκ!... Ο αργαλειός κράκα!... κράκ!... Ο γέρος λυπητερά, κράκ!... κρίκ!... Τον ένοιωσε η Ανθούλα και θα τον παρηγορήσει. Τι καλή!.. Τι καλή!... Θα τον παρηγορήσει,

Μια λυγερή μασούριζε μετάξι και χρυσάφι.
Στ’ άγρια βουνά μασούριζε στους κάμπους το τυλίγει
Και μέσ’ την Παναγιά μπροστά σταίνει τον αργαλειό της
Παίρνει βορειάς τον αργαλειό, κι αγέρας το μετάξι…
Ψιτ !...


ΠΗΓΗ: ΝΕΑ ΕΦΗΜΕΡΙΣ, ΙΟΥΛΙΟΣ 1893
Από το http://rakopolio.blogspot.gr/

1 σχόλιο:

  1. ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΡΓΑΛΕΙΟ24 Ιανουαρίου 2016 στις 12:52 π.μ.

    ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΥΣΤΑΛΗΣ

    Τραγούδι τοῦ ἀργαλειοῦ

    Ἡ Ζερβοπούλα ἡ ὄμορφη κι ἀρχοντοδυγατέρα
    στὸν ἀργαλιὸ τῆς ὕφαινε κι ἀνάρια ἐτραγουδοῦσε:
    - Διασίδι, καλοδιάσιδο, γνεμένο στὸ νυχτέρι,
    διασίδι μ᾿, ὄντας σ᾿ ἔγνεθα, τὸν συχνονειρεύομουν,
    διασίδι, ὄντας σ᾿ ἐδιάζομουν, ἦρθεν ἀπὸ τὰ ξένα,
    διασίδι, ὄντας σ᾿ ἐτύλιγα στὴν ἐκκλησιὰ τὸν εἶδα,
    διασίδι, ὄντας σ᾿ ἐκόλναγα, μὄστειλεν ἀρραβῶνα.
    Παῖξε ἀργαλιέ μου, βρόντησε, πέτα χρυσὴ σαΐτα,
    τρίχτε καημένα χτένια μου, βαστᾶτε τὸν ἠχό μου,
    νὰ βγοῦν τὰ ὑφάδια γλήγορα, νὰ ράψω τὰ προικιά μου,
    γιατ᾿ ὁ καλός μου βιάζεται, βιάζεται νὰ μὲ πάρει!

    Ο ΑΡΓΑΛΕΙΟΣ" ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΨΑΡΙΑΝΟΥ
    Ο λογοτέχνης-ποιητής Μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης Διονύσιος

    Ριχτός σε μια γωνιά κι αραχνιασμένος
    ό παλιωμένος αργαλειός,
    μέσ' στης γιαγιάς το εργαστήρι,
    έρμος σιωπά και μοναχός.
    Έρμος σε μια γωνιά κι αραχνιασμένος.

    Άλλοτε του σπιτιού πρώτο στολίδι
    καί πρώτος ήταν στα προικιά
    ό αργαλειός, χρυσογραμμένος
    και τον καμάρωνε η γιαγιά,
    άλλοτε του σπιτιού πρώτο στολίδι.

    Τότε κορίτσια υφαίναν τιμημένα
    ολημερίς στον αργαλειό.
    Τα ξακουστά και ζηλεμένα
    πρώτα προικιά μέσ' στο χωριό,
    τότε κορίτσια υφαίναν τιμημένα.

    Μα τώρα τα κορίτσια μας θεωρούνε
    ντροπή να υφάνουνε «πανιά!..»
    και τον παλιό αργαλειό πετούνε
    σε μια αποσκότεινη γωνιά,
    γιατί ντροπή να υφάνουνε θεωρούνε.

    Σώπαινε, αργαλειέ λησμονημένε•
    στον τωρινόνε τον καιρό
    έμαθε ό κόσμος να μην έχει
    προς τα παλιά πια σεβασμό.
    Σώπαινε, αργαλειέ λησμονημένε.

    Θάρθει καιρός και πάλι να μιλήσεις,
    τότε που ο κόσμος θα στραφεί
    για να εκτίμηση ό,τι χλευάζει.
    Μετά από μια καταστροφή
    τότε, αργαλειέ, και πάλι θα μιλήσεις.

    ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ.ΚΟΡΗ ΠΟΥ 'ΦΑΙΝΕΙ ΑΡΓΑΛΕΙΟ
    Κόρη που `φαι
    κόρη που `φαίνεις αργαλειό
    βρε και `φαίνεις και ξυφαίνεις
    και το νου μου τον τρελαίνεις

    Μεταξωτό
    μεταξωτό είναι το πανί
    μεταξωτό το χτένι
    και η κόρη που το `φαίνει

    Ας πάνε ό
    ας πάνε όσα δούλευα
    κι όσα έχω δουλεμένα
    κόρη εγώ για σένα

    Για μας βραδιάς
    για μιας βραδιάς αγκάλιασμα
    όλα ξεχρεωμένα όλα ξεχρεωμένα
    βρε όλα ξεχρεωμένα όλα ξεχρεωμένα

    ΑΧ ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΡΓΑΛΕΙΟ ΣΟΥ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΜΟΥΝΤΑΚΗ

    Αχ αυτό, αχ αυτό το αργαλειό σου
    με τρελαίνει πω, πω, πω
    σαν περνώ απ’ το στενό σου
    του διαόλου θηλυκό.

    Κι όλη μέρα τακ τακ τακ, τουκ τουκ τουκ,
    το πέταλό σου κάνει
    και το πανί σου κι η απαντή σου
    σε πειρασμό με βάνει.

    Με τα χίλια, με τα χίλια δυο στολίδια
    όπου υφαίνεις τ’ αργαλειό
    να κουζουλαθούνε θέλει
    τα κοπέλια στο χωριό.

    Κι όλη μέρα τακ τακ τακ, τουκ τουκ τουκ,
    το πέταλό σου κάνει
    και το πανί σου κι η απαντή σου
    σε πειρασμό με βάνει.

    Να `ξερα, να ’ξερα πως είσαι μόνη
    κάθε τόσο απου περνώ
    θα στεκόμουνα λιγάκι
    να σου γλυκοτραγουδώ.

    Κι όλη μέρα τακ τακ τακ, τουκ τουκ τουκ,
    το πέταλό σου κάνει
    και το πανί σου κι η απαντή σου
    σε πειρασμό με βάνει.


    ΚΑΙ ΤΟ ΓΝΩΣΤΟ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΑΡΓΑΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΑΡΓΥΡΗ ΕΦΤΑΛΙΩΤΗ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΑΛΙΟΙ ΣΚΟΠΟΙ (1909)


    Πέρνα, σαϊτα μου γοργή, με το ψιλό μετάξι,
    νάρθει ο καλός μου τη Λαμπρή να βρει χρυσά ν' αλλάξει,
    Τάκου τάκου ο αργαλειός μου,
    τάκου κι έρχεται ο καλός μου.

    Μαντήλι από το δάκρυσμα δεν τούμεινε στα ξένα.
    Αρχοντοπούλες τον ζητούν κι αυτός πονεί για μένα.
    Τάκου τάκου στην αυλή μου,
    ώσπου νάρθει το πουλί μου.

    Εγώ το φάδι θα γενώ κι εκείνος το στημόνι,
    που να μπλεχτεί μες στο πανί και πια να μη γλυτώνει.
    Τάκου και σε λίγο φτάνει
    για φιλί και για στεφάνι.

    Πέτα, σαϊτα μου γοργή, χτύπα, χρυσό μου χτένι,
    η ατέλειωτη Σαρακοστή μερόνυχτο να γένει.
    Τάκου τάκου ο αργαλειός μου,
    τάκου κι έρχεται ο καλός μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή