Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

....Σήμερα Παρασκευή, 19 Απριλίου, η Εκκλησία γιορτάζει τον Ακάθιστο ύμνο......

Τετάρτη 15 Απριλίου 2015

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ ...Το μόνον της ζωής του ταξείδιον

Του"Γ"{Επιλογή  και  σύνδεση  κειμένων  εικόνων  και  βίντεο}
Ο Γεώργιος Βιζυηνός Πεζογράφος,ποιητής και  λόγιος γεννήθηκε  στη Βιζύη της   Ανατολικής Θράκης  1849  έζησε φτωχικά παιδικά χρόνια....
στην Πόλη και την Κύπρο και κατάφερε με υποτροφία πλούσιου ομογενή να σπουδάσει στην Αθήνα στη Φιλοσοφική Σχολή και εν συνεχεία στη Γερμανία. Το πραγματικό του  ονοματεπώνυμο  ήταν  Γεώργιος Μιχαήλ Σύρμας ή Μιχαηλίδης και Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ελληνικής Λογοτεχνίας.

'Αχ ψυχή μου,τίποτα δεν είδες στην ζωή σου...τίποτα.''
Καθισμένος στην κορυφή ενός λόφου, ο παππούς κι ο εγγονός μιλάνε για ταξίδια. Για ταξίδια που έγιναν, για ταξίδια που δεν έγιναν ποτέ, για την ζωή. Η ζωή του ενός πλησιάζει στο τέλος της. Η ζωή του άλλου μόλις αρχίζει. Και οι δύο έχουν δοκιμάσει τη καταπίεση, και οι δύο ονειρεύονται να φύγουν, να δραπετεύσουν.
Τα ταξίδια είναι μία προσπάθεια φυγής από την πραγματικότητα.
Είναι μία απόδραση στον κόσμο του παραμυθιού.
Είναι το όνειρο, η τρέλα.
Ο παππούς βιώνει το ταξίδι μέσα από τα παραμύθια. Η ζωή του επιφυλάσσει μόνο ένα αληθινό ταξίδι, στον ουρανό.
Από το λογοτεχνικό έργο του Γεώργιου Βιζυηνού...
Παίζουν:Ηλίας Λογοθέτης,Φραγκίσκη Μουστάκη
Σκηνοθεσία:Λάκης Παπαστάθης



                                                                               Η ΜΗΤΕΡΑ  ΤΟΥ  (ΚΕΝΤΡΟ)
Το 1883 αρχίζει να εκδίδει τα υψηλής  αξίας  ηθογραφικά του διηγήματα και μάλιστα θεωρείται ο εισηγητής του είδους έχοντας σπουδάσει ψυχολογία και γνωρίζοντας εις βάθος τα δυτικά λογοτεχνικά ρεύματα.Παραθέτει θρύλους και λαϊκές αφηγήσεις απ’ τον κόσμο των παιδικών του χρόνων στην Ανατολική Θράκη.




Φυσά βοριάς,φυσά θρακιάς
γεννιέται μπόρα φοβερή
με πέρνουν μάνα σαν φτερό
σαν πεταλούδα τρυφερή

και δεν μπορώ να κρατηθώ
μάνα μην κλαίς θα ξαναρθώ

Βογγούν του κόσμου τα στοιχειά
σηκώνουν κύμα βροντερό
θαρρείς σαν να λιωσεν η γη
και τρέχει η στράτα σαν νερό

και εγω το κύμα ακολουθώ
μάνα μην κλαίς θα ξαναρθώ

οσες γλυκάδες και χαρές
μας περιχύνει ο ερχομός
τόσες πικράδες και χολές
μας δίνει ο μαύρος χωρισμός

αχ ! ας μπορούσα να σταθώ
μάνα μην κλαίς θα ξαναρθώ

Πλάκωσε γύρο καταχνιά
κι ήρθε στα χείλη μου η ψυχή
δώς μου την άγια σου δεξίά
δώς μου συντρόφισσαν ευχή

να με φυλάγει μην χαθώ
μάνα μην κλαίς θα ξαναρθώ


                                                         Αποτέλεσμα εικόνας για βιζυηνος


                      ΕΓΡΑΨΑΝ ΠΟΙΗΣΗ  ΓΙΑ  ΤΗΝ  ΑΛΩΣΗ  ΤΗΣ  ΠΟΛΗΣ(ΚΑΒΑΦΗΣ-ΒΙΖΥΗΝΟΣ-ΠΑΛΑΜΑΣ)

Το 1885 ο Βιζυηνός εκλέχθηκε υφηγητής στην έδρα της Ιστορίας της Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, με την  διατριβή "Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω".Έγραψε οκτώ διηγήματα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα: Το αμάρτημα της μητρός μου (1883), Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως (1883), Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου (1883), Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας (1884), Πρωτομαγιά(1884), Το μόνον της ζωής του ταξείδιον (1884),      


      Διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα(1885) και Ο Μοσκώβ-Σελήμ (μετά το 1886, ίσως το 1895).Έχει  γράψει  επτά  ποιητικές  συλλογές  και  δεκατρία  διηγήματα.  


Ποίηση: Γεώργιος Βιζυηνός
Μουσική: Γιάννης Σπανός
Ερμηνεία: Γιάννης Πουλόπουλος

Φουρτούνιασεν η θάλασσα
και βουρκωθήκαν τα βουνά,
είναι βουβά τ' αηδόνια μας
και τα ουράνια σκοτεινά
κι η δόλια μου ματιά θολή,
παιδί μου, ώρα σου καλή!

Βουίζει το κεφάλι μου
σαν του χειμάρρου τη βοή,
ξηράθηκαν τα χείλη μου
και μου εκόπηκ' η πνοή
σ' αυτό το ύστερο φιλί,
παιδί μου, ώρα σου καλή!

Να σε παιδέψει ο πλάστης μου,
καταραμένη ξενιτιά,
μας παίρνεις τα παιδάκια μας
και μας αφήνεις στην φωτιά,
και πίνουμε τόση χολή
όταν τα λέμ' "ώρα καλή!".



Ο Βιζυηνός,ο  άνθρωπος που διάβαζε Νίτσε και Ίψεν, που άκουγε Βάγκνερ, γράφει το 1876 από τη Γερμανία στον Ηλία Τανταλίδη(ποιητής,φιλόλογος και  καθηγητής  του 19ου αιώνα):
 "Μη με μαλώσετε αν εμβαίνω με λερωμένα τσαρούχια εις το καθάριο σας κατώγι. Είμαι χωριατοπαίδι, καθώς γνωρίζετε, και έχω διανύσει μακρόν, πολύ μακρόν και λασπωμένον δρόμον…".

Από τις ελάχιστες περιπτώσεις στην ελληνική λογοτεχνία ( κυρίως στην πεζογραφία) που  έχουν
                                         ντύσει πολλούς γαμπρούς, για να τους οδηγήσουν στο φρενοκομείο.

 Ίσως σε όλη του τη ζωή να μην ξέφυγε ποτέ από την ανάγκη να έχει προστάτες που να του προσφέρουν οικονομική και κοινωνική ασφάλεια. Το παραδέχεται άλλωστε και ο ίδιος:
 "Έχω ανάγκην προστάτου και κηδεμόνος".
Ανάμεσα στον "ξενόφερτο" Βιζυηνό και στους αθηναϊκούς κύκλους (Σουρής, Ροΐδης), η σχέση υπήρξε πάντα δύσκολη. Καθώς σημειώνει ο ίδιος σε μια επιστολή του:
 "Έτσι τα τουρκομεριτάκια, τα περιφρονημένα, να εμβούμε με την φιλοκαλίαν και την οξύτητα του πνεύματός μας, εις τα ρουθούνια των μυιοχάφτηδων της Αθήνας".




Η σταδιοδρομία του στα γράμματα και το Πανεπιστήμιο διεκόπη το 1892, όταν κατέληξε στο Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρείο και, έπειτα από τέσσερα χρόνια εγκλεισμού, πέθανε στις 15 Απριλίου του 1896, σε ηλικία μόλις 47 ετών. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του μέσα στην πνευματική σύγχυση εξομολογείται: μετεβλήθη εντός μου / και ο ρυθμός του κόσμου…

                                                                
Μες στα στήθια η συμφορά
σαν το κύμα πλημμυρά,
σέρνω το βαρύ μου βήμα
σ” ένα μνήμα!
Σαν μ” αρπάχθηκε η χαρά
που εχαιρόμουν μια φορά
έτσι σε μιαν ώρα…
μέσ” σ” αυτήν την χώρα
όλα άλλαξαν τώρα!
Κι από τότε που θρηνώ
το ξανθό και γαλανό
και ουράνιο φως μου,
μετεβλήθη εντός μου
κι ο ρυθμός του κόσμου
.
Μες στα στήθια η συμφορά
σαν το κύμα πλημμυρά,
σέρνω το βαρύ μου βήμα
σ” ένα μνήμα…
Τον σταυρό τον αψηλό
αγκαλιά, γλυκοφιλώ
το μυριάκριβο όνομά της,
κι απ” τα χώματά της
η φωνή της η χρυσή
με καλεί «έλα κι εσύ

δίπλα στο ξανθό παιδί σου 
και κοιμήσου"



Ιδού πώς περιγράφει τις τελευταίες του ημέρες ο Γεώργιος Δροσίνης («Απαντα», «Σκόρπια φύλλα της ζωής μου», τ. 7ος, φιλολογική επιμέλεια Γιάννη Παπακώστα, ΣΔΩΒ):
"Τρελός ησυχώτατος, εντελώς ακίνδυνος, και γι” αυτό τον άφηναν να περιφέρεται ελεύθερα μ” έναν φύλακα γύρω στα πεύκα.   Δεν είχε συναίσθηση της καταστάσεώς του κ” ενόμιζε πως αυτός ήτον ο φύλακας κι” ο φύλαξ ήτον ο τρελός, που τον είχαν εμπιστευθή στη φύλαξή του.. "…
Τον θάψαμε οι φίλοι του σε τάφο, που παραχώρησεν ο Δήμος Αθηναίων, κοντά στο μεσημβρινό μαντρότοιχο του Νεκροταφείου …   …   Θέλαμε να χαράξωμε και κάτι από τους δικούς του στίχους  κι”     ο Παλαμάς το διάλεξε:

"Κι” αντηχούνε στη μαύρη σιγή / τα πικρά, τα πικρά μου τραγούδια".


Στιχουργός: Ηλίας Κατσούλης
Μουσική: Ορφέας Περίδης

Απo τη Θράκη φτωχό ραφτάκι
στην Πόλη βρέθηκε
και κει στην Κύπρο γλυκό ψαλτάκι
μαυροφορέθηκε

Σαν αεράκι πάνω στο χέρι του
της μάνας του η ευχή
βασιλοπούλα να 'ναι το ταίρι του
με ταπεινή ψυχή

Από τα ξένα για την Αθήνα
καρδιά φτερούγισε
μαύρο αηδόνι τα χρoνια εκείνα
πικρά τραγούδησε

Ποιαν αγαπούσες, πες μας Γιωργάκη μου
και πόνεσες πολύ
τρελοί δεν είναι παλικαράκι μου
αχ, όλοι οι τρελοί

Ανέμους είχε μες στο μυαλό του
όπου πορεύτηκε
πήρε απ' το χέρι τον άγγελό του
και ξενιτεύτηκε

Μιλάει η μάνα προς την εικόνα του
στα μάτια τα χλωμά
χρυσό να στείλει τον αρραβώνα του
σε ένα μαχραμά

Από τα ξένα...
Ποιαν αγαπούσες...


Το έγραψε για τον Γεώργιο Βιζυηνό...
Περισσότερα στο βιβλίο του Ηλία Κατσούλη "Με τα φτερά του έρωτα κι απόψε θα σ' αγγίξω", εκδόσεις Παπαϊωάννου το οποίο αφιερώνει.."στους στιχουργούς άδοξοι που 'ναι..."

"Γ"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου